Του Βασίλη Γαλούπη
Το «δόγμα» ποσοτικής χαλάρωσης του Μάριο Ντράγκι «πιάνει» πλέον ευνοϊκά και την Ελλάδα, με τις τράπεζες να επωφελούνται μετά την απόφαση αγοράς από την ΕΚΤ ομολόγων EFSF, όμως φουντώνει ο πόλεμος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με τον Σόιμπλε.
Η θετική επιρροή της απόφασης Ντράγκι με την τονωτική ένεση στις ελληνικές τράπεζες είναι αδιαμφισβήτητη. Μπορεί, όμως, να αντιστραφεί το κλίμα αν αποτύχει η συνολική πολιτική του Ντράγκι με την ποσοτική χαλάρωση και τα χαμηλά επιτόκια. Κι αν γυρίσει ο τροχός, τα πράγματα θα είναι δύσκολα.
Όπως έγραψε, άλλωστε, και το «Π» την περασμένη εβδομάδα, το 69,1% του ελληνικού χρέους τοκίζεται με κυμαινόμενο επιτόκιο. Βολικό στην παρούσα φάση, όμως δυσβάσταχτο αν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εγκαταλείψει κάποια στιγμή την πολιτική μηδενικών επιτοκίων. Διότι, εφόσον δεν «κλειδωθεί» το επιτόκιο στα… χαμηλά, θα μοιάζει με ωρολογιακή βόμβα.
Πατήματα
Η κόντρα Ντράγκι – Σόιμπλε είναι πολυεπίπεδη. Ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας βρίσκει συνεχώς πατήματα για να επιτίθεται στον ισχυρό άντρα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αμφισβητώντας διαρκώς τις πολιτικές του. Από την πανευρωπαϊκή εγγύηση των καταθέσεων μέχρι τη συνολική επεκτατική νομισματική πολιτική του Ντράγκι, που κατά τον Σόιμπλε «αποτελεί αιτία οικονομικών προβλημάτων και όχι τη λύση τους».
Είναι δεδομένο ότι η Γερμανία περιμένει στη γωνία τον Ντράγκι, που παίζει το κεφάλι του στην περίπτωση αποτυχίας. Ο Σόιμπλε, άλλωστε, πριν από έναν χρόνο είχε ήδη κάνει ξεκάθαρη τη θέση του: «Το περιβάλλον των επιτοκίων δανεισμού προκαλεί τεράστια προβλήματα στη Γερμανία… Οδηγεί σε λανθασμένη κατανομή πόρων με όλους τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται όταν σχηματίζονται φούσκες».
Ακριβώς εκεί βρίσκονται οι μεγαλύτερες αντιστάσεις του Σόιμπλε. Στα χαμηλά επιτόκια του Ντράγκι, που αποσυντονίζουν τους Γερμανούς καταθέτες, ένα από τα παραδοσιακά βαριά χαρτιά της οικονομικής σταθερότητας της χώρας.
Σε σχέση με Η ΠΑ και άλλες χώρες οι εταιρείες στη Γερμανία χρηματοδοτούνται σε μεγαλύτερο βαθμό από τραπεζικό δανεισμό και τα νοικοκυριά διατηρούν το σημαντικότερο ποσοστό του πλούτου τους σε μορφή τραπεζικών καταθέσεων. Συνεπώς οι εταιρείες στρέφονται λιγότερο συχνά στις αγορές για χρηματοδότηση, κάτι που φαίνεται από τον σχετικά μικρό αριθμό εισηγμένων εταιρειών και την, αναλογικά με το μέγεθος της γερμανικής οικονομίας, χαμηλή κεφαλαιοποίηση της αγοράς ομολόγων και μετοχών στη χώρα.
Το ευρωπαϊκό πείραμα με τα πολύ χαμηλά επιτόκια προκαλεί αναπάντεχες αλλαγές στη βαθιά ριζωμένη κουλτούρα αποταμίευσης των Γερμανών. Για δεκαετίες οι Γερμανοί «παρκάρανε» τον προσωπικό τους πλούτο στις τράπεζες με τη μορφή καταθέσεων, αποκομίζοντας κέρδη από τους τόκους, ενώ απέφευγαν άλλα πιο… ρισκαδόρικα προϊόντα (π.χ. μετοχές), όπως και την αγορά ακινήτων με το χρέος που τη συνοδεύει. Η συγκεκριμένη συνήθεια παγιώθηκε μετά το σοκ του υπερπληθωρισμού τη δεκαετία του 1920.
Οι Γερμανοί έχουν από τα υψηλότερα ποσοστά αποταμιεύσεων στον κόσμο. Ενδεικτικά, μόλις το 14% των Γερμανών επενδύουν σε μετοχές, συγκριτικά με το 23% των Βρετανών και το 56% των Αμερικανών. Όμως, τώρα τα διαρκώς χαμηλότατα επιτόκια, μέχρι μηδενισμού τους πια, αναγκάζουν τους Γερμανούς να στραφούν αλλού, πέραν των παραδοσιακών, αγαπημένων τραπεζικών καταθέσεων. Μάλιστα, δεν είναι τυχαίο ότι οι δείκτες κατανάλωσης στη χώρα αρχίζουν να αυξάνονται, αφού με μηδενικό κέρδος στις καταθέσεις η αποταμίευση γίνεται… ντεμοντέ.
Η αγορά ακινήτων
Από τις πιο τρανταχτές αλλαγές, όμως, είναι η στροφή προς την αγορά κατοικίας. Ο όγκος των συναλλαγών στην αγορά οικιστικών ακινήτων στη Γερμανία, ενώ το 2008 ήταν 4,8 δισ. ευρώ, το 2015 εκτοξεύθηκε στα 23,5 δισ. Και υπάρχει εξήγηση…
Παραδοσιακά οι Γερμανοί προτιμούσαν να ενοικιάζουν παρά να αγοράζουν. Σε αυτό συνέβαλλε η φιλική προς τον ενοικιαστή νομοθεσία, ο φόβος των Γερμανών προς το χρέος και η αγάπη τους για τις καταθέσεις. Τώρα, όμως, τα μηδενικά επιτόκια κάνουν τις καταθέσεις «νεκρές» όσον αφορά την κερδοφορία τους, ενώ καθιστούν τον δανεισμό πολύ πιο ελκυστικό π.χ. για την αγορά σπιτιού λόγω χαμηλών επιτοκίων.
Τα βυθιζόμενα επιτόκια παρέσυραν τα έσοδα από τόκους τα τελευταία χρόνια, με την τάση να είναι διαρκώς πτωτική. Από την τελευταία ανάλυση της DZ Ban k προκύπτει ότι «οι Γερμανοί έχουν χάσει συνολικά 343 δισ. ευρώ από τόκους σε αποταμιεύσεις τρεχούμενων λογαριασμών, χρεογράφων και ασφαλειών μεταξύ 2010 – 2016».
Σύ μφωνα με τον Andreas Dombret , μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Bundesbank, «τα επιχειρηματικά μοντέλα των γερμανικών τραπεζών είναι εξαιρετικά ευάλωτα στα χαμηλά επιτόκια επειδή η Γερμανία είναι μια χώρα με πολύ υψηλά ποσοστά καταθέσεων», αφού οι συνολικές καταθέσεις στη Γερμανία ανέρχονται σε 4,5 τρισ. ευρώ και οι αμιγώς τραπεζικές καταθέσεις σε 3,31 τρισ. ευρώ.
Το 2014 η Deutsche Skatbank στο κρατίδιο της Θουριγγίας χρέωσε με αρνητικό επιτόκιο τις καταθέσεις άνω των 500.000 ευρώ. Τεχνικά δεν ήταν η πρώτη φορά που κάποιες γερμανικές τράπεζες ζήτησαν από επιχειρήσεις να πληρώνουν για καταθέσεις, όμως ήταν η πρώτη φορά που κάτι τέτοιο εφαρμόστηκε σε προσωπικούς λογαριασμούς. Προφανώς το κίνητρο είναι πλέον να κάνουν τους καταθέτες να στραφούν σε προϊόντα με περισσότερο ρίσκο, από τα οποία η τράπεζα θα βγάλει κέρδος πουλώντας τα. Ή, βέβαια, σε δανεισμό για αγορά κατοικίας.
Τον Μάρτιο του 2015 η Deutsche Bank έδινε επιτόκιο 0,1% για προθεσμιακή κατάθεση ενός έτους. Μάλιστα η ίδια τράπεζα πρόσφερε στους καταθέτες διαφορετικά επιτόκια σε διαφορετικές χώρες. Για παράδειγμα στην Ιταλία έδινε για τον ίδιο προθεσμιακό λογαριασμό υψηλότερο επιτόκιο 0,75%. Γι’ αυτό κορυφώνεται η κόντρα μεταξύ Σόιμπλε και Ντράγκι σχετικά με τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ. Για τη γερμανική κυβέρνηση τα έκτακτα μέτρα που λαμβάνει ο Ντράγκι είναι επιθετικά για τους καταθέτες και δημιουργούν υπόβαθρο για φούσκα στα ακίνητα.
Πίσω από την κόντρα, τέλος, κρύβεται η μεγάλη ανησυχία του Βερολίνου για τις επιπτώσεις και στα συνταξιοδοτικά προγράμματα. Η Άνγκελα Μέρκελ, μάλιστα, ανησυχεί τόσο, ώστε σχεδιάζει να συμπεριλάβει δέσμευση για πιο γενναιόδωρες συντάξεις στο βασικό κομμάτι της προεκλογικής της καμπάνιας για το 2017.
Ανάρτηση από: http://www.topontiki.gr