Δευτέρα 13 Ιουλίου 2015

Για την πραγματική φύση της Ε.Ε : την ΟΝΕ και την παγκόσμια οικονομική κρίση

Του Λευτέρη Ριζά

Από παντού – απ όλες τις πλευρές, δεξιές και «αριστερές», από δημοσιογράφους, οικονομολόγους και λοιπούς διανοούμενους – ακούμε και διαβάζουμε το ίδιο «τροπάρι»: ανήκουμε, πρέπει να ανήκουμε, δεν γίνεται να μην ανήκουμε στην Ευρώπη. Ακόμα και πολλοί από αυτούς που ανοιχτά υποστήριξαν το ΟΧΙ το έκαναν στο όνομα της Ευρώπης.

       Δεν ήταν μόνο ο γνωστός καθηγητής κ. Αντώνης Λιάκος που παντού δημοσίευσε το άρθρο του «Το «Όχι» ως η ευρωπαϊκή επιλογή» [στις ΝΕΕΣ ΕΠΟΧΕΣ/ΒΗΜΑ 4/7/15, στα ΕΝΘΕΜΑΤΑ/ ΑΥΓΗ 4/7/15 και στο ηλεκτρονικό περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ], αλλά και μια σειρά άλλοι «διανοούμενοι» και πολιτικά πρόσωπα κατάθεσαν την υποστήριξη τους στο ΟΧΙ, για χάρη της Ευρώπης [βλ. κυρίως ΕΝΘΕΜΑΤΑ/ΑΥΓΗ της 28/6 και 4/7]. \

       Άλλωστε ο ίδιος ο πρωθυπουργός το επανέλαβε πολλές φορές:
 «Το δημοψήφισμα της Κυριακής δεν αφορά την παραμονή ή όχι της χώρας μας στην ευρωζώνη. Αυτή είναι δεδομένη και κανείς δε μπορεί να την αμφισβητήσει… ΌΧΙ δε σημαίνει ρήξη με την Ευρώπη, αλλά επιστροφή στην Ευρώπη των αξιών» [μήνυμα 1/7], «Την Κυριακή δεν κρίνεται η παραμονή της Ελλάδας στην Ευρώπη…… Κανείς δεν αμφισβητεί την παρουσία της χώρας στην Ευρώπη….. Σας καλώ να αποφασίσετε για τη δημοκρατία και την αξιοπρέπεια. Για μια όρθια και περήφανη Ελλάδα σε μια δημοκρατική και αλληλέγγυα Ευρώπη» [μήνυμα 3/7], «Γιατί την Κυριακή δεν αποφασίζουμε απλά να μείνουμε στην Ευρώπη. Αποφασίζουμε να ζήσουμε με αξιοπρέπεια στην Ευρώπη, να δουλέψουμε και να προκόψουμε στην Ευρώπη. Να είμαστε ίσοι έναντι ίσων στην Ευρώπη» [ομιλία του στην Πλατεία Συντάγματος 3/7], «Ο Ελληνικός λαός σήμερα έδωσε απάντηση στο ερώτημα:  Ποια Ευρώπη θέλουμε. Και απάντησε γενναία : θέλουμε την Ευρώπη της αλληλεγγύης και της δημοκρατίας» [Δήλωση του πρωθυπουργού Α. Τσίπρα για το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος 06-07-2015].

       Θα το επαναλάβουμε ακόμα μια φορά: μια τυφλή, σχεδόν «μεταφυσική» πίστη στην Ευρώπη, καλλιέργησε στους κόλπους της αριστεράς – πανευρωπαϊκά – ο ευρωκομουνισμός. Όρκος πίστης η Ευρώπη – η ευρωπαϊκή κοινή μας πορεία – χωρίς να στοχαστούνε, να αναρωτηθούνε για τους λόγους που δημιουργήθηκε  και τους αρχιτέκτονες αυτού του οικοδομήματος. Η ελληνική αριστερά – το ευρωκομουνιστικό  κομμάτι της (ΚΚΕ εσωτερικού και οι διάδοχοι του, ΣΥΝ, ΣΥΡΙΖΑ) – εξακολουθεί να παραμένει βαθειά προσηλωμένη σε αυτή την «πίστη» παρόλο ότι οι διαψεύσεις έρχονται η μια μετά την άλλη. Ο λόγος της υπόλοιπης αριστεράς που εξακολουθεί να ασκεί κριτική στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα, δεν είναι ακόμα επεξεργασμένος και γι αυτό πειστικός όσο πρέπει. Πρώτα απ’  όλα δεν έχει γίνει όσο πρέπει καθαρό στον λαό ότι άλλο είναι η Ευρώπη – η Ήπειρος με τους πολιτισμούς και αμαρτίες της, στην οποία θέλουμε δεν θέλουμε ανήκουμε από εκατομμύρια χρόνια και θα συνεχίσουμε – και άλλο είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι κάτι που διαφεύγει από όσους μιλάνε για την Ευρώπη και την ΕΕ, σπέρνοντας τον φόβο και τρόμο για το τι θα μας συμβεί αν έρθουμε σε ρήξη με αυτήν.
      
 Η ελληνική έκδοση του γνωστού μαρξιστικού περιοδικού Monthly Review (Μηνιαία Επιθεώρηση) είχε δημοσιεύσει σειρά σχετικών με την ΕΕ, την ευρωζώνη, την κρίσης τους κλπ κλπ. άρθρων. Από σχετικό αφιέρωμα, τεύχος Νο 53, Μάϊος 2009, προς χάρη των αναγνωστών του ΟΙΣΤΡΟΥ αναδημοσιεύουμε δύο σχετικά άρθρα: Το πρώτο «Η ΟΝΕ και η παγκόσμια οικονομική κρίση» θα ακολουθήσει αμέσως μετά. Το δεύτερο «Η ζώνη του ευρώ και η διεθνής οικονομική κρίση» θα αναρτηθεί αύριο.    Την ύλη του αφιερώματος αποτελούσαν τα παρακάτω άρθρα:
Ήταν το ευρώ ένα λάθος;   του ΜΠΑΡΡΥ ΑΪΧΕΝΓΚΡΗΝ
Το ευρώ μετά από δέκα χρόνια: είναι ασφαλές το μέλλον του;  του ΣΑΪΜΟΝ ΤΙΛΦΟΡΝΤ
Το μέλλον του ευρώ, Τι μέλλει γενέσθαι αν ένα κράτος-μέλος αποχωρήσει;   του ΤΣΑΡΛΣ ΠΡΟΚΤΟΡ
Η Ανατολική Ευρώπη στο χείλος. Η κληρονομιά 20 ετών κατανόησης των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων.  του ΜΑΪΚΛ ΒΕΡΜΠΟΦΣΚΙ
Η επανεμφάνιση του παγκόσμιου προστατευτισμού. των ΑΡΠΙΘΑ ΜΠΥΚΕΡΕ & ΡΕΗΤΣΕΛ ΖΙΕΜΠΑ
Μία αυτοκρατορική υπερατλαντική αγορά.  του ΖΑΝ-ΚΛΩΝΤ ΠΑΫΕ 

Η αναδημοσίευση  και η δημοσίευση σχετικών άρθρων θα συνεχιστεί προκειμένου να αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε καλύτερα τι είναι αυτή η Ε.Ε., σε ποιες «αρχές» στηρίζεται, τι επιδιώκει και γιατί μας φέρεται τόσο σκληρά.

Η ΟΝΕ και η παγκόσμια οικονομική κρίση

Του Βαγγέλη Χωραφά  
Τεύχος Νο 53  Μάιος 2009

Εισαγωγή

Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) αντιμετωπίζει τη σοβαρότερη οικονομική κρίση από την εποχή της ίδρυσής της, με άγνωστα προς το παρόν αποτελέσματα για τη συνοχή και τη μελλοντική δυναμική της. Ήδη η οικονομική κρίση έχει δημιουργήσεις πολλαπλές διαιρέσεις μέσα στην ΕΕ, με σημαντικότερη αυτή μεταξύ των χωρών που ανήκουν στην ευρωζώνη και αυτών που αναμένονται να ενταχθούν στο άμεσο ή απώτερο μέλλον.

Σε πολιτικό επίπεδο, υπήρξαν παρατεταμένες προσπάθειες για να εμφανισθεί η ευρωζώνη σαν μια ασπίδα προστασίας –ή έστω ηπιότερης προσαρμογής– απέναντι στην κρίση, καθώς και μια συνειδητή τάση διόγκωσης των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι χώρες που βρίσκονται εκτός του ευρώ.

Η πραγματικότητα όμως φαίνεται να είναι διαφορετική. Τόσο ο τρόπος συγκρότησης της ΕΕ και της ευρωζώνης όσο και οι παγιωμένες ενδοευρωπαϊκές σχέσεις κυριαρχίας των εθνικών κρατών, διαμορφώνουν όρια στην άσκηση πολιτικής τόσο στο επίπεδο των κρατών-μελών –με ιδιαίτερες διαφοροποιήσεις στις δυνατότητες που έχουν οι ισχυρές οικονομικά χώρες σε σχέση με τις αντίστοιχες λιγότερο ισχυρές– όσο και στο επίπεδο της ΕΕ συνολικά.
Η κατανόηση «του παρόντος ως ιστορία», βοηθά στην ανίχνευση όχι μόνο των δομικών και συγκυριακών παραγόντων που καθορίζουν την πορεία της ΕΕ και της ευρωζώνης, αλλά και των μελλοντικών τάσεων που διαμορφώνονται από τους παγκόσμιους συσχετισμούς ισχύος και τις εσωτερικές εξελίξεις στα επιμέρους εθνικά κράτη.

Το διεθνές περιβάλλον και η οικοδόμηση της ΕΕ

Η οικοδόμηση της μεταπολεμικής ιμπεριαλιστικής δομής από τις ΗΠΑ δεν θα μπορούσε να ολοκληρωθεί χωρίς τη στρατιωτική κατάληψη της Γερμανίας και της Ιαπωνίας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο [1] . Οι θεμελιωτές αυτού του συστήματος πρόσφεραν στα επιμέρους εθνικά κράτη της Ευρώπης ιδιαίτερα προνόμια, στο βαθμό που προέρχονταν από διαφορετικές πορείες και διαμόρφωσαν διαφορετικού επιπέδου σχέσεις με τις ΗΠΑ σε όλη τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.

Στις ηττημένες αστικές τάξεις της Γερμανίας και της Ιαπωνίας προσφέρθηκε η δυνατότητα να αναδομήσουν τις οικονομίες τους ως διακριτούς καπιταλιστικούς πυρήνες και να επανενσωματωθούν στην παγκόσμια ιεραρχία κρατών υπό τον πολιτικό έλεγχο των ΗΠΑ [2] . Στην Ιταλία δόθηκε εσωτερική βοήθεια για τη σταθεροποίηση του πολιτικού της συστήματος και ενισχύθηκε η προσπάθεια δημιουργίας βιομηχανικής βάσης στον Βορρά. Στη Γαλλία προσφέρθηκε το στάτους μιας Μεγάλης Δύναμης, το οποίο όμως δεν βασιζόταν σε πραγματικά δεδομένα. Ανήμπορη να αντιπαρατεθεί μόνη στη Γερμανία κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και ηττημένη στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Γαλλία αντιμετώπισε μετά το 1950 ταπεινωτικές ήττες στην Αλγερία και την Ινδοκίνα, χωρίς να παραιτείται από τη φαντασίωση της Μεγάλης Δύναμης. Στον ευρωπαϊκό χώρο τής προσφέρθηκε ο ρόλος ενός ηγέτη της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης», με τη δυνατότητα να επηρεάζει την αναγέννηση του γερμανικού καπιταλισμού [3] .

Η Βρετανία, νικήτρια και στους δύο παγκόσμιους πολέμους, μπόρεσε να διατηρήσει ισχυρούς δεσμούς με την πρώην αποικιακή αυτοκρατορία της, με την υποστήριξη και την οικονομική στήριξη των ΗΠΑ, αποδεχόμενη το νέο διεθνές πλαίσιο που επέβαλλε ο αμερικανικός καπιταλισμός από ιδιαίτερα προνομιακή θέση. Διατηρώντας υψηλές στρατιωτικές ικανότητες –με μόνες εξαιρέσεις την ήττα στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της Κύπρου και τη μη βίαιη επανάσταση του Γκάντι–, η Βρετανία προσπάθησε να διατηρήσει μια ελάχιστη δυνατότητα «global reach» υπό την αιγίδα των ΗΠΑ, προκειμένου να μπορεί να συμμετέχει αυτόνομα στις διεθνείς εξελίξεις [4] .

Η αμερικανική παρέμβαση στο χώρο της Ευρώπης έκανε δυνατή τη διασφάλιση αποφυγής ενός νέου πολέμου μεταξύ των θεωρούμενων Μεγάλων Δυνάμεων, και δημιούργησε τις δυνατότητες ανοικοδόμησης της Ευρώπης με ειρηνικούς όρους.

Οι διαφορετικοί δρόμοι εξέλιξης των επονομαζόμενων Μεγάλων Δυνάμεων, διαμόρφωσαν ένα πλέγμα ισορροπιών και συμφερόντων το οποίο, αργότερα, μεταφέρθηκε και στο εσωτερικό του κοινού ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Αυτοί οι ενδοευρωπαϊκοί ανταγωνισμοί αναπαράγονται μέχρι και σήμερα, παρά το γεγονός ότι η συγκρότηση του «γαλλογερμανικού άξονα» έχει εν μέρει ισορροπήσει τις εσωτερικές αντιθέσεις της ΕΕ [5] .

Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες της μεταπολεμικής περιόδου η προσπάθεια θεμελίωσης και ενίσχυσης της αμερικανικής ηγεμονίας ήταν πολυδιάστατη. Στο επίπεδο της στρατηγικής άμυνας και ασφάλειας, οι ΗΠΑ δεν περιορίσθηκαν μόνο στην ίδρυση του ΝΑΤΟ, αλλά και άλλων πολυμερών αμυντικών οργανισμών, όπως το ΣΕΑΤΟ, καθώς και στην υπογραφή διμερών συμφωνιών με μεγάλο αριθμό χωρών –δίνοντας προτεραιότητα στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 στο Ιράν, στο Ιράκ, στη Φορμόζα, στο Πακιστάν, στην Ταϋλάνδη, στο Νότιο Βιετνάμ και στις χώρες του Κόλπου, ενώ στη Λατινική Αμερική το Δόγμα Μονρόε έβρισκε νέες εφαρμογές–, γεγονός που τους επέτρεψε να διατηρήσουν στρατιωτικές βάσεις σε ολόκληρο τον πλανήτη [6] . Όλα αυτά εντάσσονται όχι μόνο στο σχέδιο για την «ανάσχεση της ΕΣΣΔ» αλλά και σε μια ευρύτερη οπτική για τη διαμόρφωση των κατάλληλων γεωπολιτικών ερεισμάτων, τα οποία θα επέτρεπαν την επικράτηση των ναυτικών δυνάμεων –σε παγκόσμια κλίμακα, με ταυτόχρονο περιορισμό των χερσαίων δυνάμεων–, που στη φάση αυτή αποτελούσαν η ΕΣΣΔ και η Κίνα, οι οποίες κατείχαν το μεγαλύτερο τμήμα της «καρδιάς της Ευρασίας» [7] .

Στο επίπεδο της γενικότερης ανασυγκρότησης της Δύσης, οι ΗΠΑ βοήθησαν στην ανασυγκρότηση της Δυτικής Ευρώπης, όχι μόνο μέσω της οικονομικής βοήθειας την οποία παρείχαν [8] , αλλά και διά της δημιουργίας του ΝΑΤΟ και αργότερα των πρώτων θεσμών της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης την οποία ενέκριναν και υποστήριξαν.

Το μεταπολεμικό αυτοκρατορικό σύστημα των ΗΠΑ κέρδισε μαζική πολιτική υποστήριξη όχι μόνο από τα κόμματα της Δεξιάς, αλλά και από το σοσιαλδημοκρατικό κίνημα, καθώς και από ένα μεγάλο μέρος του συνδικαλιστικού κινήματος. Τα κράτη πρόνοιας που προέκυψαν, κυρίως στον ευρωπαϊκό Βορρά, την περίοδο αυτή ήταν μέρος αυτού του συνολικού συστήματος που διαμορφώθηκε στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης με τον Υπαρκτό Σοσιαλισμό. Συνδυάζοντας την αμερικανική στρατιωτική προστασία μέσα από το ΝΑΤΟ και τη δυνατότητα οικοδόμησης φορντικών καθεστώτων συσσώρευσης, τα κράτη αυτά κατόρθωσαν να αποκομίσουν σημαντικά οικονομικά και κοινωνικά οφέλη στη διάρκεια των πρώτων δεκαετιών της μεταπολεμικής οικονομικής άνθησης.

Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια η δημιουργία ευρωπαϊκών θεσμών αποτελούσε για τις ΗΠΑ μέρος ενός παγκόσμιου σχεδίου θεσμικής οικοδόμησης. Το 1947 ιδρύθηκε η Οικονομική Επιτροπή για την Ευρώπη, ως ένας περιφερειακός οργανισμός του ΟΗΕ. Την ίδια χρονιά υπογράφηκε η GATT (Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου) και προωθήθηκε το Σχέδιο Μάρσαλ μέσα από τον Οργανισμό για την Ευρωπαϊκή Οικονομική Συνεργασία, που μετεξελίχθηκε το 1961 στον Οργανισμό για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ).

Σε αυτό το σημείο η διαδικασία της παγκόσμιας θεσμικής οικοδόμησης ακολουθεί δύο ανεξάρτητους δρόμους. Σε διεθνές επίπεδο η ίδρυση της Παγκόσμιας Τράπεζας, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) και λοιπών οικονομικών θεσμών διαμορφώνουν το πλαίσιο λειτουργίας της παγκόσμιας οικονομίας υπό τον έλεγχο των ΗΠΑ και καθιστούν το δολάριο το ηγεμονικό αποθεματικό νόμισμα της αυτοκρατορίας. Παράλληλα, διαμορφώνονται και τα πλαίσια αλληλεξάρτησης των εθνικών οικονομιών, η οποία επιβάλλεται από τη διεθνοποίηση της οικονομικής ζώνης σε συνθήκες καπιταλιστικής ολοκλήρωσης σε παγκόσμια κλίμακα. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, από το 1948 με τη δημιουργία της BENELUX, το 1951 με τη Συνθήκη των Παρισίων για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα και το 1958 με τη Συνθήκη της Ρώμης για την ΕΟΚ και την ΕΥΡΑΤΟΜ, ξεκινά η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η μετεξέλιξη του 1965 σε Ευρωπαϊκή Κοινότητα και αυτή του 1992, με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, σε Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελούν διαφορετικά στάδια αυτής της διαδικασίας.

Πρόκειται για μια διαδικασία «περιεκτικής ενσωμάτωσης» κρατών, δηλαδή διαρκούς διεύρυνσης, η οποία στηρίζεται στη σχετική πολιτική και οικονομική αυτονομία που επιτρέπει το ηγεμονικό σύστημα των ΗΠΑ. Τα όρια αυτής της αυτονομίας καθορίζονται από τέσσερις παραμέτρους: α) την κυριαρχία του δολαρίου στην παγκόσμια αγορά, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας οφείλεται στην αμερικανική πολιτικοστρατιωτική ισχύ· β) τη λειτουργία του ΟΗΕ, του ΔΝΤ, του ΠΟΕ και άλλων θεσμών, η οποία στην ουσία καθορίζεται από το ρόλο των ΗΠΑ ως ηγετικής στρατιωτικής δύναμης· γ) την επικυριαρχία της Ουώλ Στρητ στον χρηματιστικό τομέα, που στηρίζεται στην κυριαρχία του δολαρίου στην παγκόσμια αγορά· και δ) τον προστατευτισμό που μπορούν να επιβάλλουν οι ΗΠΑ σε οικονομικούς κλάδους και τεχνολογικούς τομείς [9] .

Στο επίκεντρο της διαδικασίας ολοκλήρωσης της ΕΕ υπήρξε πάντα η ειδική σχέση μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης, της Γαλλίας και της Γερμανίας. Για την εξέλιξη των κοινών ευρωπαϊκών θεσμών υπήρξαν τέσσερις μεγάλες διαπραγματεύσεις και συνδυασμοί μεταξύ των Γάλλων και των Γερμανών: η πρώτη αφορούσε το Σχέδιο Σουμάν το 1950, με βάση το οποίο ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ)· η δεύτερη σχετίζονταν με την κατανόηση μεταξύ Αντενάουερ και Μολλέ, η οποία έκανε δυνατή την ενεργοποίηση της Συνθήκης της Ρώμης το 1957· η τρίτη βασίζεται στην υπογραφή το 1963 της Γαλλογερμανικής Συνθήκης, η οποία οδήγησε το 1966 στο Συμβιβασμό του Λουξεμβούργου· και η τέταρτη αναφέρεται στη συμφωνία μεταξύ Ζισκάρ Ντ’Εσταίν και Σμιντ, η οποία έθεσε τα θεμέλια για το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα. Το πρότυπο πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η γαλλογερμανική σχέση ήταν σταθεροποιημένο για τις τρεις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Η Γαλλία έχοντας στρατιωτική και διπλωματική υπεροχή ήταν αποφασισμένη να ενσωματώσει τη Γερμανία σε μια κοινή ευρωπαϊκή οικονομική τάξη, ικανή να διασφαλίσει τη δική της ευημερία και ασφάλεια, και ταυτόχρονα να επιτρέψει στη Δυτική Ευρώπη να χαλαρώσει τους δεσμούς εξάρτησης από τις ΗΠΑ. Η Γερμανία, η οποία ήδη από τη δεκαετία του ’50 αποκτούσε οικονομική υπεροχή, χρειάζονταν όχι μόνο διευρυμένες κοινοτικές αγορές για τα προϊόντα της βιομηχανίας της, αλλά και τη γαλλική υποστήριξη για να ενσωματωθεί στους ατλαντικούς θεσμούς. Μόνο όταν το γερμανικό μάρκο αποτέλεσε τη βάση της ευρωπαϊκής νομισματικής ζώνης, άρχισε να αλλάζει η ισορροπία μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας προς όφελος της τελευταίας.

Μέσα σε αυτό το γενικότερο πλαίσιο διαμορφώνονται οι αντιθέσεις που καθορίζουν την πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης: πρώτον, στο βαθμό που δημιουργείται μια καπιταλιστική ολοκλήρωση, η βασική αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία είναι συνεχώς παρούσα και λαμβάνει διαφορετικές μορφές ανάλογα με τις εξελίξεις σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο· δεύτερον, οι καπιταλιστικές ολοκληρώσεις που ξεκίνησαν μεταπολεμικά αποσκοπούσαν στον περιορισμό της κυριαρχίας των εθνικών κρατών με αποτέλεσμα να αναδεικνύεται συνεχώς μία αντίθεση μεταξύ του εθνικού κράτους και της υπερεθνικής δομής· τρίτον, η τάση διεθνοποίησης του κεφαλαίου έρχεται σε αντίθεση με τον ιστορικά διαμορφωμένο τρόπο συγκρότησης των εθνικών οικονομιών· και τέταρτον, οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων, αλλά και των μικρότερων χωρών που συμμετέχουν στις διάφορες φάσεις της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, εξακολουθούν να παραμένουν και να μετεξελίσσονται με βάση τους εκάστοτε συσχετισμούς δυνάμεων και τις συγκλίσεις των επιμέρους συμφερόντων [10] .

Αυτή η διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης πρέπει να προσδιορισθεί επακριβώς σε σχέση με ανάλογες διαδικασίες που έχουν εμφανισθεί: πρώτον, η ευρωπαϊκή οικονομική ολοκλήρωση είναι μία suis generis διαδικασία, η οποία διαμορφώθηκε με βάση την παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων της μεταπολεμικής περιόδου· δεύτερον, δεν υπήρξε ποτέ στην Ευρώπη μια διαδικασία εμβρυακής εθνογένεσης, διότι απουσιάζουν οι έννοιες του λαού και του έθνους σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Επομένως, η ευρωπαϊκή οικοδόμηση ήταν πάντα μια εσωτερικογενής διαδικασία, οι ρυθμοί και οι κατευθύνσεις της οποίας καθορίσθηκαν από τα ευρωπαϊκά εθνικά κράτη μέσα στο γενικότερο πλαίσιο του αμερικανικού ηγεμονικού οικοδομήματος.

Στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου η όλη συγκρότηση της Δύσης είχε τα χαρακτηριστικά της οικοδόμησης ενός «αυτοκρατορικού χώρου», σε αντίθεση με το «χώρο του Συμφώνου της Βαρσοβίας», που είχε τα χαρακτηριστικά ενός «ιμπεριαλιστικού χώρου», στο βαθμό που η ΕΣΣΔ είχε διαμορφώσει μία «εδαφοποιημένη και ομογενοποιημένη ζώνη ηγεμονίας» Πρόκειται για μια διάκριση η οποία υποστηρίχθηκε από τις δυτικές δυνάμεις, στη βάση της οποίας βρίσκεται το πρόβλημα της διακίνησης των ιδεών. Η αμερικανική πρωτοκαθεδρία διασφαλίζονταν με βάση την εξαγωγή ιδεών, όπως της δημοκρατίας, της ελεύθερης οικονομίας, των ανθρώπινων δικαιωμάτων κ.λπ. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι ΗΠΑ δεν χρησιμοποίησαν τους πολέμους, τα πραξικοπήματα κ.λπ. για να επιβάλλουν τα συμφέροντά τους, αλλά για αυτό υπήρχε πάντα η αιτιολογία της «κομμουνιστικής επέκτασης». Προτίμησαν όμως, στο μέτρο του εφικτού, να χρησιμοποιήσουν ιδεολογικούς μηχανισμούς για να επιτύχουν τη συνοχή της Δύσης και να προωθήσουν το «αμερικανικό μοντέλο» σε παγκόσμια κλίμακα. Αντίθετα, η ΕΣΣΔ παρενέβαινε με κλασικούς ιμπεριαλιστικούς τρόπους, δηλαδή στρατιωτικά, στον άμεσο περίγυρό της. Με την κατάρρευση του Υπαρκτού Σοσιαλισμού, η σχετική αυτονομία της Ευρώπης απέναντι στις ΗΠΑ διευρύνθηκε, οι διαδικασίες ολοκλήρωσης επιταχύνθηκαν και η Ευρώπη απέκτησε μεγαλύτερη οντότητα στις διεθνείς σχέσεις.

Με βάση τα σημερινά δεδομένα, η Δύση συγκροτείται κυρίως μέσα από τρεις πυλώνες: τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία και την ΕΕ. Οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία αποτελούν εθνικά κράτη, ενώ η ΕΕ ένα νέο μόρφωμα υπερεθνικής ολοκλήρωσης [11] . Η αλληλεξάρτηση των οικονομιών των τριών πυλώνων, αλλά και των υπόλοιπων εθνικών οικονομιών, που επιβάλλεται από τη διεθνοποίηση του κεφαλαίου σε συνθήκες ιμπεριαλιστικής ολοκλήρωσης, δεν πραγματοποιείται μέσω της δημιουργίας και λειτουργίας εξισορροπητικών δομών –παρόλο που το πλέγμα των μεταπολεμικών διεθνών οικονομικών θεσμών λειτούργησε με αποτελεσματικό τρόπο ώστε να μη μετατραπούν οι αντιθέσεις σε ανταγωνιστικές–, αλλά μέσα από τον παγκόσμιο ανταγωνισμό και τις καταστάσεις ασταθούς ισορροπίας και προσωρινής σύγκλισης συμφερόντων που αυτός διαμορφώνει. Οι ενδεχόμενες αμερικανικές παρεμβάσεις μπορεί να αποκαθιστούν διαταραγμένες ανισορροπίες, αλλά το σύστημα επανισορροπεί σε μια νέα κατάσταση ασταθούς ισορροπίας μέσα στα πλαίσια μιας επαναλαμβανόμενης διαδικασίας.

Σε μια πορεία 50 χρόνων τα σημαντικότερα γεγονότα σχηματισμού και διεύρυνσης της ΕΕ ενέχουν περισσότερο το πολιτικό στοιχείο σε σύγκριση με τις περισσότερες διεθνείς οικονομικές διευθετήσεις που εμφανίσθηκαν στη μεταπολεμική περίοδο. Αυτή η έντονη πολιτική διάσταση καθιστά την ΕΕ έναν υπερεθνικό οργανισμό με ιδιάζοντα χαρακτηριστικά, ο οποίος παρουσιάζει όρια στην εξέλιξή του. Παράλληλα, ένας έντονα πολιτικογενής οργανισμός, όπως η ΕΕ, είναι περιορισμένης εμβέλειας, στο βαθμό που επιβάλλεται να συνυπάρχει με έναν άλλο πολιτικοστρατιωτικό οργανισμό, όπως είναι το ΝΑΤΟ. Η ΕΕ δεν θα μπορούσε να υπάρξει και να λειτουργήσει χωρίς το ΝΑΤΟ, γεγονός που εξακολουθεί να ισχύει μέχρι σήμερα.

Η πολιτική συγκρότηση της Ευρώπης

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εμφανίσθηκαν δύο διακριτές αντιλήψεις για την ευρωπαϊκή συνεργασία. Η πρώτη υποστηρίχθηκε από τους Ευρωπαίους φεντεραλιστές –μεγάλο μέρος των οποίων συμμετείχε στα κινήματα αντίστασης κατά τη διάρκεια του πολέμου– και προωθούσε την ιδέα μετεξέλιξης της Ευρώπης σε πολιτική ομοσπονδία. Οι προσπάθειες των φεντεραλιστών είχαν ως αποτέλεσμα την ίδρυση του Συμβουλίου της Ευρώπης το 1949· ενός σημαντικού θεσμού για τη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την τήρηση του νόμου στην Ευρώπη [12] . Πρόκειται όμως για έναν διακυβερνητικό οργανισμό, ο οποίος ποτέ δεν εμφάνισε καμία δυναμική μετατροπής σε ομοσπονδιακό θεσμό. Με τα δεδομένα αυτά, οι φεντεραλιστικές προσδοκίες φαίνεται να χάνουν την ισχύ τους ήδη από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’50.

Η δεύτερη αντίληψη, η οποία ήταν επιτυχής, βασίστηκε κυρίως στον πραγματισμό της πολιτικής, και είχε ως αποτέλεσμα την έναρξη της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης το 1952 με τη Συνθήκη των Παρισίων, η οποία ίδρυσε την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα. Οι πρωταγωνιστές αυτής της κίνησης θεωρούσαν ότι ο έλεγχος της παραγωγής άνθρακα και χάλυβα από έναν υπερεθνικό θεσμό θα έκανε αδύνατο έναν μελλοντικό πόλεμο μεταξύ των δύο παλιών ανταγωνιστών, της Γαλλίας και της Γερμανίας. Η δημιουργία της ΕΚΑΧ είχε ταυτόχρονα έναν αρνητικό στόχο –την αποφυγή ενός νέου ευρωπαϊκού πολέμου–, αλλά και έναν θετικό – τη θεμελίωση με συγκεκριμένους όρους μιας μελλοντικής ευρωπαϊκής ομοσπονδίας. Ταυτόχρονα, η ΕΚΑΧ συνέβαλε από την πλευρά των Ευρωπαίων στη μεγαλύτερη διασφάλιση της ειρήνης στην ευρωπαϊκή ήπειρο, της οποίας όμως το κυριότερο βάρος είχε ήδη αναλάβει το ΝΑΤΟ το οποίο ιδρύθηκε το 1949 [13] . Με βάση λοιπόν αυτή τη δεύτερη αντίληψη, η ευρωπαϊκή συνεργασία γίνονταν αντιληπτή σαν ένας δρόμος που οδηγούσε σε μια πολιτική ομοσπονδία. Αυτός ο δρόμος έπρεπε να σχεδιασθεί σαν ένα σύνολο υπερεθνικών θεσμών –εκ των οποίων η ΕΚΑΧ ήταν ο πρώτος–, ο καθένας εκ των οποίων θα λειτουργούσε σε έναν ειδικό τομέα. Η αλληλεξάρτηση μεταξύ αυτών των τομέων θα ενίσχυε τη λειτουργική τους συνεργασία, καθώς η ολοκλήρωση σε έναν τομέα θα δημιουργούσε ανάγκες ολοκλήρωσης σε έναν άλλο τομέα και η όλη διαδικασία θα μπορούσε να συνεχισθεί απρόσκοπτα. Αυτή η λογική της «εκχείλισης» –της οποίας υπόβαθρο αποτελεί ο οικονομικός ντετερμινισμός και που στην πραγματικότητα δεν συγκροτεί τίποτε περισσότερο από μία τροποποιημένη εκδοχή της «απογείωσης» του Ρόστοου– αποτελεί την ουσία όλων των λειτουργιστικών θεωριών για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, και δεν θεωρείται ότι περιορίζει την κυριαρχία των εθνικών κρατών-μελών [14] . Ο λειτουργισμός διαβεβαίωνε ότι η όλη διαδικασία ολοκλήρωσης θα είχε μια μη πολιτική, τεχνική υφή, και από αυτή θα προέκυπτε με κάποιον ανεξήγητο τρόπο μια υπερεθνική Ευρώπη – το λειτουργικό ισοδύναμο μιας πολιτικής ομοσπονδίας. Παράλληλα, ο λειτουργισμός υποστήριζε ότι η αναγκαία προϋπόθεση για την πολιτική ολοκλήρωση, δηλαδή η ύπαρξη πλουραλιστικών κοινωνιών με τάσεις εσωτερικής αρμονίας, ήταν επαρκώς διαφοροποιημένη σε ιδεολογικό και κοινωνικό επίπεδο. Αυτή η διαφοροποίηση δίνει ένα κίνητρο στις άρχουσες κοινωνικές πολιτικές ελίτ να επιδιώξουν την ολοκλήρωση των εθνικών κρατών σε μια ανώτερη πολιτική δομή [15] .

Το σχήμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης κατά τομείς συνεχίσθηκε με τη δημιουργία ενός δεύτερου τομεακού υπερεθνικού θεσμού, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (ΕΥΡΑΤΟΜ) το 1958. Ήδη όμως η λογική αυτή είχε αρχίσει να εγκαταλείπεται και να υιοθετείται μια διαφορετική στρατηγική – αυτή της δημιουργίας μίας κοινής αγοράς που θα διασφάλιζε την ελεύθερη μετακίνηση προσώπων, κεφαλαίου, υπηρεσιών και εμπορευμάτων μεταξύ των κρατών-μελών. Ταυτόχρονα, η αγροτική πολιτική δεν οργανώθηκε μέσα στο πλαίσιο μιας άλλης κοινότητας, αλλά αντιμετωπίσθηκε ως μια επιπλέον επέκταση της τομεακής ολοκλήρωσης έχοντας μια ιδιαίτερη οντότητα – αυτό αντανακλάσθηκε και στο ιδιαίτερο κεφάλαιο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), που υπογράφηκε το 1958. Οι κυριότεροι στόχοι της ΕΟΚ ήταν η στενότερη προσέγγιση των λαών της Ευρώπης, η κατάργηση των εμποδίων που χωρίζουν την Ευρώπη, η συνεχής βελτίωση των συνθηκών ζωής και εργασίας και η δημιουργία μίας κοινής αγοράς με την κατάργηση των δασμών και των άλλων περιορισμών του ελεύθερου εμπορίου μεταξύ των κρατών-μελών.

Οι διαφορές ανάμεσα στην ΕΚΑΧ και την EΥΡΑΤΟΜ από τη μια πλευρά και την ΕΟΚ από την άλλη, είναι εμφανείς τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τον τρόπο οργάνωσής τους. Οι δύο πρώτες συγκροτήθηκαν κυρίως ως δομές σχεδιασμού, ενώ η ΕΟΚ ως δομή η οποία θα καταργούσε τους περιορισμούς των εθνικών κρατών για την ελεύθερη διεξαγωγή του εμπορίου σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Αυτό βέβαια δεν σήμαινε καθόλου ότι υπήρξε κάποια μετακίνηση από μία λειτουργιστική σε μία πολιτική αντίληψη για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Η επιρροή του λειτουργισμού γίνεται ιδιαίτερα εμφανής στον τρόπο με τον οποίο τα κράτη-μέλη θα λάμβαναν τις αποφάσεις. Δεν υιοθετήθηκε η αρχή της πλειοψηφίας, αλλά η «κοινοτική προσέγγιση», δηλαδή η λήψη αποφάσεων μέσα από μια ενιαία βούληση. Η βούληση αυτή θα ήταν πολιτική, ενώ οι λεπτομέρειες λειτουργίας θα αφορούσαν τους τεχνοκράτες.
Υπάρχουν τουλάχιστον τέσσερις βασικές δυνάμεις πίσω από τη διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, με διακριτά συμφέροντα και στόχους: πρώτον, οι ΗΠΑ, των οποίων ο βασικός στόχος ήταν η δημιουργία του «δυτικοευρωπαϊκού κρηπιδώματος» για την ανάσχεση της ΕΣΣΔ· δεύτερον, η Γαλλία, που αποσκοπούσε στην πρόσδεση της Γερμανίας σε μια στρατηγική σχέση η οποία όμως θα της διασφάλιζε μια σχετική πρωτοκαθεδρία στη Δυτική Ευρώπη· τρίτον, η Γερμανία, η οποία επιθυμούσε την επιστροφή της στην ιεραρχία των κατεστημένων δυνάμεων και τη διατήρηση ανοικτού του θέματος της επανενοποίησης· και τέταρτον, οι φεντεραλιστές γύρω από τον Μοννέ, που επιζητούσαν τη δημιουργία μίας ευρωπαϊκής τάξης πραγμάτων, η οποία θα απέτρεπε έναν νέο ευρωπαϊκό πόλεμο.

Η όλη διαδικασία ολοκλήρωσης ήταν επιτυχής στο βαθμό που γίνονταν αποδεκτή τόσο από τα συμμετέχοντα κράτη-μέλη όσο και από τα περισσότερο διεθνοποιημένα τμήματα του ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Η βάση αυτής της επιτυχίας αποτελούνταν από δύο διακριτά επίπεδα: το πρώτο αφορούσε τη διασφάλιση των προϋποθέσεων ότι η ολοκλήρωση οδηγεί σε κάποιας μορφής υπερεθνική οντότητα· το δεύτερο συνδέονταν με το ότι η πρακτική της ολοκλήρωσης βοηθά το εθνικό κράτος να ανταποκριθεί στο ρόλο του μέσα στις νέες συνθήκες που διαμορφώνει η διεθνοποίηση του κεφαλαίου [16] . Παρά το γεγονός ότι η αντίθεση μεταξύ του εθνικού κράτους και της υπερεθνικής δομής είναι πάντοτε παρούσα, πολλές φορές συνυπάρχει με μια αντίστροφη αναγκαιότητα? δηλαδή, η συμπόρευση της κρατικής και περιφερειακής οικοδόμησης ως των απαραίτητων πολιτικών υποδομών για την επέκταση των παραγωγικών δυνάμεων και τη νομιμοποίηση της καπιταλιστικής εξουσίας με την οργανική ολοκλήρωση των κοινωνικών σχέσεων μέσα στις ευρωπαϊκές κοινωνίες [17] . Η κοινή συνισταμένη αυτών των δύο τάσεων ήταν η δημιουργία μίας κοινής αγοράς. Στο βαθμό που αυτό θα αποτελούσε το μεγάλο ζητούμενο για την ΕΟΚ από το 1958, όλα τα θέματα για την ευρύτερη αρχιτεκτονική μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης, τίθεντο σε δεύτερη μοίρα. Μόνο μετά το 1992, με την ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς, άρχισε να τίθεται και πάλι το ζήτημα των επόμενων βημάτων και κατευθύνσεων της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Η απάντηση δίνεται το 1992 με τη δημιουργία της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ). Με βάση την ΟΝΕ συγκροτείται ο γαλλογερμανικός άξονας μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ανάδειξης της ενοποιημένης Γερμανίας, ως «εταίρου εν ηγεμονία» των ΗΠΑ στη μετα-διπολική ισορροπία δυνάμεων στην Ευρώπη. Το πρόβλημα του κατά πόσον η ΟΝΕ μπορεί να ενισχύσει την πολιτική διάσταση της ΕΕ παραμένει ανοικτό. Από τη μία υπάρχουν αυτοί που υποστηρίζουν ότι η κεντρικά –από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα– ασκούμενη νομισματική πολιτική μπορεί να επιφέρει «εκχείλιση», η οποία θα βοηθήσει στη σύγκλιση των οικονομικών και κοινοτικών πολιτικών των κρατών-μελών. Από την άλλη, η κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη άποψη θεωρεί ότι η υπάρχουσα κατάσταση, δηλαδή μία κοινή αγορά με ένα κοινό νόμισμα, μπορεί να αποτελέσει το οριστικό τέρμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης – κυρίως λόγω της έλλειψης οποιουδήποτε ιστορικού προηγούμενου ύπαρξης μιας βιώσιμης νομισματικής ένωσης η οποία δεν βασίζεται πάνω σε μια πολιτική ένωση [18]
 .
Με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ δημιουργούνται και οι άλλοι δύο πυλώνες της ΕΕ. Ο πρώτος αφορά την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ), και ο δεύτερος τη Δικαιοσύνη και τις Εσωτερικές Υποθέσεις. Σε αντίθεση με τον πρώτο πυλώνα –ο οποίος περιλαμβάνει τη ΕΥΡΑΤΟΜ, την ΕΚΑΧ και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα– που είναι οργανωμένος σε υπερεθνική βάση, οι άλλοι δύο πυλώνες είναι οργανωμένοι ως διακυβερνητικοι θεσμοί. Και οι τρεις πυλώνες αποτελούν από κοινού την ΕΕ. Με τα δεδομένα αυτά, οι εξουσίες της ΕΕ αυξήθηκαν υπέρμετρα, ενώ την ίδια στιγμή η διαδικασία αποφάσεων έγινε περισσότερο περίπλοκη. Τα στοιχεία της διακυβερνητικότητας αυξήθηκαν σε σχέση με αυτά της υπερεθνικότητας και οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των δύο, έγιναν λιγότερο διακριτές.

Μετά το 1992 η «κοινοτική προσέγγιση» στην επίλυση των προβλημάτων αρχίζει να γίνεται όλο και πιο αντιπαραγωγική και δεν μπορεί να ακολουθήσει τη διεύρυνση της ΕΕ, τόσο στο επίπεδο της συμμετοχής νέων μελών όσο και στην υιοθέτηση νέων στόχων.
Η πορεία αυτή δείχνει ότι η υποβόσκουσα αντίθεση ανάμεσα στη συγκρότηση της ΕΕ ως μιας υπερεθνικής πολιτικής οντότητας και στην ΕΕ ως ένα σύνολο χρηστικών θεσμών που θα ενισχύσουν το ρόλο του εθνικού κράτους, αρχίζει να εκδηλώνεται σε πολλαπλά επίπεδα.

Η συνύπαρξη αντιθετικών διαστάσεων ολοκλήρωσης

Με βάση την κυρίαρχη οικονομική θεωρία, η ΕΕ ακολούθησε πέντε στάδια ολοκλήρωσης: α) κοινούς εξωτερικούς δασμούς από το 1968· β) κοινή εξωτερική αγορά, η οποία είναι ακόμα διαφιλονικούμενη· γ) ελεύθερη κίνηση των συντελεστών παραγωγής· δ) οικονομική ένωση, η οποία λειτούργησε από το 1968 για τη γεωργία και τις μεταφορές, αλλά με πολύ αργότερους ρυθμούς για άλλους τομείς, ενώ εξακολουθεί να απουσιάζει μια «κοινή βιομηχανική πολιτική»· και ε) νομισματική ένωση από το 1999 [19] .

Η πρακτική λειτουργία της ΕΕ δείχνει ότι αυτή η διαδικασία ολοκλήρωσης δεν ήταν ευθύγραμμη, με τα «αποτελέσματα της εκχείλισης» να διαμορφώνουν το ένα στάδιο μετά το άλλο.

Στο σημείο αυτό μπορεί να εισαχθεί και ένα δεύτερο θεωρητικό σχήμα το οποίο χρησιμοποιεί η κυρίαρχη οικονομική θεωρία· αυτό της διάκρισης μεταξύ θετικής και αρνητικής ολοκλήρωσης [20] . Στο χώρο της οικονομικής πολιτικής, από τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, η αρνητική ολοκλήρωση ήταν αυτή που υιοθετούσαν οι θιασώτες του φιλελεύθερου και νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, ενώ η θετική ολοκλήρωση υποστηρίζονταν από τους θιασώτες του οργανωμένου καπιταλισμού – κυρίως, δε, από αυτούς που πίστευαν ότι ήταν δυνατή η λειτουργία του ευρωπαϊκού κεϋνσιανισμού. Στο επίπεδο των συμφερόντων του κεφαλαίου η αρνητική ολοκλήρωση ικανοποιούσε τα συμφέροντα του διεθνοποιημένου κεφαλαίου –αρχικά με τη δυνατότητα ελεύθερης κίνησης μέσα στα πλαίσια της Ευρώπης και αργότερα σε παγκόσμια κλίμακα–, πάντα σε συνδυασμό με τη λιγότερη δυνατή κρατική παρέμβαση στην οικονομία στα πλαίσια του εθνικού κράτους. Αντίθετα, τα μικρότερα κεφάλαια επιζητούσαν πάντα όρους επιβίωσης μέσα στα πλαίσια της θετικής ολοκλήρωσης, καθώς και διευρυμένη κρατική παρέμβαση στην οικονομία. Μια παρόμοια στάση εκφράζονταν και από τις δυνάμεις της εργασίας, αφού η αρνητική ολοκλήρωση σήμαινε ότι μια σειρά κατακτήσεων θα αναιρούνταν, ενώ η ελεύθερη διακίνηση του συντελεστή εργασίας θα συντελούσε στη συμπίεση των μισθών και των συντάξεων. Η πρακτική λειτουργία της ΕΕ έχει δείξει ότι τις τελευταίες δεκαετίες διαμορφώνονται επιπρόσθετες διαφοροποιήσεις, αφού τα μεσαία στρώματα και οι εργατικές τάξεις των εθνικών κρατών τείνουν να ακολουθούν τις επιλογές των αστικών τους τάξεων, επιδιώκοντας την αναβάθμισή τους μέσα στον ενδοευρωπαϊκό καταμερισμό εργασίας.

Σε γενικές γραμμές, η αρνητική ολοκλήρωση αναφέρεται στην εξάλειψη όλων των μέτρων που είχαν λάβει τα κράτη-μέλη και περιόριζαν την ελεύθερη διακίνηση των προσώπων, των αγαθών, των υπηρεσιών και του κεφαλαίου στην Ευρώπη. Αυτό ίσχυσε από τη δεκαετία του ’60 και εξακολουθεί να ισχύει μέχρι σήμερα. Οι κεντρικοί θεσμοί της ΕΕ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο λειτουργούν προωθώντας την περαιτέρω αρνητική ολοκλήρωση. Απαγορεύουν την κρατική παρέμβαση και επιβάλλουν ποινές σε οτιδήποτε μπορεί να ερμηνευθεί ότι αντιτίθεται στην αρνητική ολοκλήρωση. Η λογική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι τέτοια ώστε η φιλελευθεροποίηση της αγοράς έχει προτεραιότητα απέναντι στην κρατική παρέμβαση. Έτσι ενώ η αρνητική ολοκλήρωση έχει ενσωματωθεί διά των συνθηκών στην καθημερινή λειτουργία της ΕΕ, η θετική ολοκλήρωση –δηλαδή η υιοθέτηση μέτρων και η δημιουργία θεσμών ρύθμισης σε ευρωπαϊκό επίπεδο– εξαρτάται από τη δυνατότητα διαμόρφωσης συναίνεσης μεταξύ πολλαπλών παραγόντων οι οποίοι εμπλέκονται στην ευρωπαϊκή διαδικασία λήψης αποφάσεων. Στην πράξη, η αρνητική ολοκλήρωση αφαιρεί την εξουσία από τα εθνικά κράτη να αποκαταστήσουν τις ζημιές που προκαλεί η λειτουργία της αγοράς, ενώ την ίδια στιγμή αυτή η απώλεια στο επίπεδο του εθνικού κράτους δεν αντιμετωπίζεται σε υπερεθνικό επίπεδο, εκτός και αν όλα τα κράτη της Ένωσης αποφάσισουν να λάβουν ειδικά μέτρα για την αντιμετώπιση του συγκεκριμένου προβλήματος. Η πίεση του κεφαλαίου για διεθνοποίηση σε συνδυασμό με τον συγκεκριμένο τρόπο οικοδόμησης της ΕΕ, δημιουργούν μια δυσυμμετρία μεταξύ αρνητικής και θετικής ολοκλήρωσης, η οποία έχει καταστεί δομική τα τελευταία 40 χρόνια [21] .

Αναλύοντας την ιστορία της ΕΕ, μπορούμε να ανιχνεύσουμε τις ρίζες αυτής της δυσυμμετρίας: α) το αρχικό πείραμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, δηλαδή η δημιουργία της ΕΚΑΧ είχε ταυτόχρονα στοιχεία θετικής και αρνητικής ολοκλήρωσης· β) το προσχέδιο για τη Συνθήκη της Ρώμης, όπως παρουσιάσθηκε από τον Σπάακ στη Σύνοδο της Μεσσίνας το 1956, είχε ισχυρά στοιχεία θετικής ολοκλήρωσης· γ) η Συνθήκη της Ρώμης θέτει τα θεμέλια της αρνητικής ολοκλήρωσης. Παράλληλα, οι δύο άλλες πολιτικές που ενσωμάτωσε, δηλαδή η ΚΑΠ και η Κοινή Πολιτική των Μεταφορών ήταν φορείς διαφορετικών τάσεων ολοκλήρωσης: η μεν πρώτη ήταν φορέας θετικής ολοκλήρωσης, η δε δεύτερη φορέας αρνητικής ολοκλήρωσης.

Τι σημαίνουν όλα αυτά για το μέλλον της ΕΕ; Η διεύρυνση της Ένωσης αποτελεί πλέον μια αυτοτροφοδοτούμενη διαδικασία η οποία θεμελιώνεται στις υπάρχουσες συνθήκες και επιτηρείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο [22] . Αυτό σημαίνει ότι η νομική θεμελίωση της αρνητικής ολοκλήρωσης βασίζεται στις συνθήκες της ΕΕ –δηλαδή η δυνατότητα να ελέγχει η ΕΕ τις δραστηριότητες των εθνικών αγορών και της συνολικής ευρωπαϊκής αγοράς–, ενώ αντίθετα η νομική θεμελίωση έκδοσης κανόνων σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα πρέπει να δημιουργείται μέσα από συναίνεση – και μάλιστα σε δευτερεύοντες νόμους, όπως είναι οι «ντιρεκτίβες» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής [23] . Στην πράξη, αυτό ακυρώνει τις κεϋνσιανές ψευδαισθήσεις περί λειτουργίας της ΕΕ με βάση έναν κύκλο δύο φάσεων: αυτών της διεύρυνσης και της εμβάθυνσης, στο βαθμό που αντιπροσωπεύουν την αρνητική και θετική ολοκλήρωση [24] . Με τα έως σήμερα δεδομένα η πορεία των διευρύνσεων θα συνεχισθεί, πολύ περισσότερο γιατί σχετίζεται –στην πραγματικότητα ακολουθεί– με την πορεία διεύρυνσης του ΝΑΤΟ, μέσα σε ένα γενικότερο σχέδιο ενίσχυσης των θεσμών της Δύσης [25] .

Η δυσυμμετρία μεταξύ θετικής και αρνητικής ολοκλήρωσης συμβάλλει αποφασιστικά στο επίπεδο του εθνικού κράτους, στην απαξίωση των θεσμών και των κανονιστικών προτύπων, καθώς και στη μείωση της λαϊκής υποστήριξης για τα υπάρχοντα δημοκρατικά συστήματα στο βαθμό που υπονομεύεται η δημοκρατική νομιμοποίηση και η λογοδοσία των κυβερνήσεων. Παράλληλα, αυτή η δυσυμμετρία αποτελεί έναν από τους λόγους που διευρύνουν το επονομαζόμενο δημοκρατικό έλλειμμα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το τελευταίο, καθορίζεται κυρίως από την ασυμμετρία μεταξύ των εξουσιών των ευρωπαϊκών διοικητικών οργάνων και των εξουσιών που έχουν τα εθνικά κοινοβούλια και το ευρωκοινοβούλιο. Η απώλεια εξουσιών από τα εθνικά κράτη και η μεταφορά τους στους υπερεθνικούς ευρωπαϊκούς θεσμούς δεν συνεπάγεται μόνο απώλεια κυριαρχίας, αλλά και απώλεια λογοδοσίας σε εθνικό επίπεδο. Από τις εξουσίες που μεταφέρονται σε υπερεθνικό επίπεδο, ελάχιστες καταλήγουν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο – γεγονός που σημαίνει ότι δεν υπάρχει μια διαδικασία ευρωπαϊκής υποκατάστασης αυτών των εξουσιών. Η συντριπτική πλειοψηφία καταλήγει στα όργανα τα οποία συνθέτουν το μηχανισμό λήψης αποφάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, κυρίως στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το οποίο δεν λογοδοτεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Τυπικά τα μέλη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου λογοδοτούν στα εθνικά τους κοινοβούλια. Με δεδομένη όμως τη διαδικασία «καρτελοποίησης της πολιτικής» στο επίπεδο των εθνικών κρατών [26 ], αυτού του τύπου η λογοδοσία είναι άνευ περιεχομένου, αφού τα κόμματα εξουσίας στα δικομματικά –ή και στα πολυκομματικά αν παραστεί ανάγκη– συστήματα των εθνικών κρατών, συμφωνούν σχεδόν πλήρως για τον τρόπο λειτουργίας και την εξέλιξη της ΕΕ. Όλες αυτές οι παράμετροι, συντείνουν στη δημιουργία ενός suis generis πολιτικού μηχανισμού, αποτελούμενου από τους ηγέτες των κρατών-μελών και τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ενός σώματος λήψης αποφάσεων –στην ουσία ενός ευρωπαϊκού πολιτικού καρτέλ–, το οποίο λειτουργεί έξω από τα πλαίσια οποιασδήποτε δημοκρατίας σε εθνικό επίπεδο. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της εξέλιξης της ΕΕ, η οποία για πενήντα χρόνια ακολουθώντας την «κοινοτική προσέγγιση», διαγράφει μια πορεία που εξαρτάται απολύτως από το αρχικό της δημοκρατικό έλλειμμα, το οποίο τείνει να αναπαράγεται και να διευρύνεται. Ούτως ή άλλως οι ιδρυτές της ΕΕ ποτέ δεν οραματίσθηκαν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ως μια διαδικασία εκδημοκρατισμού. Ο λειτουργισμός ως μέθοδος υλοποίησης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης –και τα κοινωνικά συμφέροντα που εκφράζει– οδήγησε στη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού συστήματος διακυβέρνησης, το οποίο λειτουργεί αυτόνομα, δεν αναφέρεται σε κάποιο εκλεκτορικό σώμα, αλλά σε πολιτικές και διοικητικές ελίτ και η πολιτική σφαίρα των δραστηριοτήτων του είναι, στην καλύτερη περίπτωση, ημι-δημόσια. Η νομιμοποίηση την οποία επιζητά είναι μια «νομιμοποίηση εκροών», δηλαδή βασίζεται στη δυνατότητα απόδοσης έργου, και όχι μια «νομιμοποίησης εισροών», δηλαδή μια συμμετοχή των ευρωπαϊκών λαών στην ευρωπαϊκή δημόσια σφαίρα. Επειδή όμως αυτές οι «εκροές», αυτή η απόδοση βασίζεται πάνω στη λειτουργία της αρνητικής ολοκλήρωσης, δηλαδή σε δράσεις που συγκρούονται κατά κανόνα με τα συμφέροντα των ευρωπαϊκών λαών, η συνολική νομιμοποίηση του ευρωπαϊκού διοικητικού μηχανισμού είναι σχεδόν μηδενική.

Η επιτυχία εγκαθίδρυσης μιας κοινής αγοράς και μιας νομισματικής ένωσης δεν ακολουθήθηκε από ανάλογες εξελίξεις στον τομέα της άμυνας και της εξωτερικής πολιτικής [27] . Στο πεδίο αυτό τα ανταγωνιστικά, και σε πολλές περιπτώσεις συγκρουσιακά συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων της ΕΕ, εξακολουθούν να επικυριαρχούν. Με τη λογική αυτή, η Γαλλία και η Βρετανία εξακολουθούν να διατηρούν τα εθνικά πυρηνικά τους οπλοστάσια, καθώς και τις θέσεις τους στο Συμβούλιο Ασφάλειας του ΟΗΕ· σε καμία περίπτωση δεν είναι διατεθειμένες να θυσιάσουν αυτή την προνομιακή τους θέση υπέρ κάποιας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής στα πεδία της εξωτερικής πολιτικής και της άμυνας. Το ίδιο ισχύει και στο πρόσφατο συγκροτημένο σώμα των G-20, στο οποίο συμμετέχει μεν ξεχωριστά η ΕΕ, αλλά συμμετέχουν μεμονωμένα οι οικονομικά ισχυρές χώρες της Ευρώπης: η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία και η Βρετανία. Οι εξελίξεις αυτές δείχνουν και τα όρια της ολοκλήρωσης, της οποίας το μέλλον θα εξαρτηθεί από την υιοθέτηση της Συνθήκης της Λισσαβόνας. Η εγκατάλειψη της αρχής της ομοφωνίας και η εφαρμογή της αρχής της πλειοψηφίας θα διευρύνουν ακόμα περισσότερο τις ανισότητες μέσα στην ΕΕ και θα εδραιώσουν τις ιεραρχικές δομές [28] .

Η συνύπαρξη της αρνητικής ολοκλήρωσης στον έναν πυλώνα με τη διακυβερνητικότητα στους άλλους δύο πυλώνες, διαμορφώνουν μια μεγάλη εσωτερική αντίθεση στους κόλπους της ΕΕ. Αυτό σημαίνει ότι η συνολική διαδικασία εξευρωπαϊσμού υποφέρει από μία συνεχώς μειούμενη νομιμοποίηση και αποτελεσματικότητα, ενώ την ίδια στιγμή διαμορφώνονται επιπρόσθετοι παράγοντες αστάθειας οι οποίοι επηρεάζουν τη λειτουργία της ΟΝΕ.

Η λειτουργία της ευρωζώνης μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της ΕΕ

Αυτό που περιγράφηκε στα προηγούμενα ως μια συνειδητά «στρεβλή» ανάπτυξη της ΕΕ, συνέτεινε στο να βαθύνουν οι ήδη υπαρκτές κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες στην Ευρώπη, οδηγώντας σε έναν νέο ενδοευρωπαϊκό καταμερισμό εργασίας, ο οποίος λειτούργησε, φυσικά, υπέρ των Μεγάλων Δυνάμεων της ΕΕ.
Αυτή που περιγράφηκε ως αρνητική ολοκλήρωση –ή, αλλιώς, απορρύθμιση, με βάση την πιο σύγχρονη ορολογία– βρήκε την οριστική έκφρασή της στη Συνθήκη του Μάαστριχτ και στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ). Πρόκειται για το πλαίσιο ανάπτυξης νέων στρατηγικών που αποσκοπούσαν στη βιομηχανική ανασυγκρότηση της Ευρώπης, στη δημιουργία ενός χρηματοπιστωτικού χώρου πλήρως συμβατού με τα αμερικανικά δεδομένα, στη διαμόρφωση νέων περιφερειακών διασυνδέσεων και στην κατεδάφιση του κράτους πρόνοιας και ολόκληρου του συστήματος των εργατικών κατακτήσεων [29] . Αυτές όμως οι εξελίξεις προκύπτουν και από άλλους, μονιμότερους παράγοντες οι οποίοι θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν ακόμα και αν οι κανόνες του ΣΣΑ για την ευρωζώνη, αρχίζουν να χαλαρώνουν λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, γεγονός που ούτως ή άλλως προβλέπεται και από τα κείμενα των Συνθηκών.

Οι διαδικασίες θετικής και αρνητικής ολοκλήρωσης –στην πραγματικότητα πρόκειται για τις γνωστές διαδικασίες συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, όπως αυτές λειτουργούν μέσα στα πλαίσια δομικών και χωρικών διαφοροποιήσεων– έχουν διαμορφώσει τις τελευταίες δεκαετίες τέσσερις διαφορετικούς, και πολλές φορές αποκλίνοντες, πόλους μέσα στην ΕΕ, με τις περισσότερες χώρες-μέλη να κινούνται γύρω τους [30] .

Ο πρώτος και σημαντικότερος πόλος διαμορφώνεται γύρω από τη Γαλλία και τη Γερμανία και βασίζεται κυρίως στη βιομηχανία. Περιλαμβάνει το Βέλγιο, την Αυστρία, περιοχές που υπάρχει βαριά βιομηχανία στην Ολλανδία –και στην Ελβετία, η οποία όμως βρίσκεται έξω από την ΕΕ– και μια μικρή εκβιομηχανοποιημένη περιφέρεια της Τσεχίας και της Σλοβακίας. Η δυτικοευρωπαϊκή πλευρά αυτού του πόλου εξακολουθεί να διατηρεί σοβαρά στοιχεία του κράτους πρόνοιας, το οποίο σταδιακά αποδυναμώνεται, ενώ η ανατολικοευρωπαϊκή πλευρά έχει εμπλακεί σε διαδικασίες σκληρής απορρύθμισης. Οι σχέσεις των εθνικών οικονομιών αυτού του πόλου –εννοείται με την εξαίρεση των ανατολικοευρωπαϊκών χωρών– μπορεί να θεωρηθεί ότι πληρούν τα κριτήρια μιας «άριστης νομισματικής περιοχής», αυτό δηλαδή που δεν είναι η ευρωζώνη εκ κατασκευής.

Ο δεύτερος πόλος περιλαμβάνει τις σκανδιναβικές χώρες, στις οποίες υπάρχουν νησίδες παραγωγής υψηλής τεχνολογίας καθώς και ένα ισχυρότερο κράτος κοινωνικής πρόνοιας σοσιαλδημοκρατικής προέλευσης και κατεύθυνσης. Στην περιφέρεια αυτού του πόλου, πυρήνες παραγωγής υψηλής τεχνολογίας υπάρχουν και σε κάποιες χώρες της Βαλτικής, οι οποίες επιδιώκουν τη «δορυφοριοποίησή» τους με δεδομένα τα γεωπολιτικά προβλήματα που τους δημιουργεί η γειτνίαση με τη Ρωσία.
Ο τρίτος πόλος αφορά το Ηνωμένο Βασίλειο και διαμορφώνεται γύρω από τις δραστηριότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα. Αυτές οι τελευταίες διασυνδέουν την οικονομία του με ανάλογα κέντρα που βρίσκονται στην Ολλανδία, αλλά κυρίως την εντάσσουν στο γενικότερο πλαίσιο του αγγλοσαξωνικού καπιταλισμού, αφού οι δεσμοί με τις ΗΠΑ είναι εξαιρετικά ισχυροί· δεν είναι τυχαίο ότι μικρότερες χώρες που ακολούθησαν αυτό το μοντέλο, όπως η Ισλανδία, κατέρρευσαν κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης ή βρίσκονται υπό κατάρρευση, όπως η Ιρλανδία.

Ο τελευταίος πόλος βρίσκεται στον Νότο και συγκροτείται πρωτίστως από την Ιταλία και δευτερευόντως από την Ελλάδα. Χαρακτηρίζεται σαν μια περιοχή λειτουργίας βιομηχανιών χαμηλού επιπέδου καθώς και ενός αυξημένου τομέα υπηρεσιών, με τη μεγάλη πλειοψηφία των επιχειρήσεων να τείνει να αποκεντρώνεται στις χώρες των Βαλκανίων.

Η νέα οικονομική γεωγραφία της Ευρώπης επιβεβαιώνει και ανανεώνει την παλιά: το Ηνωμένο Βασίλειο σε έναν ειδικό ρόλο στα πλαίσια της Δύσης· μια ζώνη συν-ευημερίας γύρω από τον γαλλογερμανικό άξονα – με τάσεις όλο και μεγαλύτερης εκμετάλλευσης των υπόλοιπων χωρών της Ευρώπης· μια ζώνη ειδικών συνθηκών στον Βορρά· και μια ζώνη φθίνουσας πορείας στον Νότο (στην οποία εύκολα θα μπορούσαν να προστεθούν και οι χώρες της Ιβηρικής).

Μέσα στο πλαίσιο αυτό, το ΣΣΑ λειτούργησε και λειτουργεί ως ο βασικός μοχλός με τον οποίο ασκούνται και μεταβάλλονται οι ενδοευρωπαϊκές σχέσεις ισχύος. Οι τρόποι με τους οποίους οι χώρες προσποιούνται ή πραγματικά συμμορφώνονται ή καταπατούν τους όρους του Συμφώνου, αντανακλά πλήρως την εθνική διάσταση της πολιτικής που ασκείται στην ΕΕ, αλλά και τις σχέσεις ιεραρχίας που έχουν διαμορφωθεί μεταξύ των μεγάλων και μικρών χωρών της Ένωσης. Τα ευρωπαϊκά εθνικά κράτη, όπως έχουμε ήδη επισημάνει, αποτελούν τη βάση της πολιτικής και θεσμικής οντότητας της ΕΕ, αλλά και των ταξικών διαρθρώσεων.

Οι μικρές χώρες ανέχονται το Σύμφωνο Σταθερότητας γιατί υποβλήθηκαν σε μεγάλες θυσίες για να το εφαρμόσουν, αλλά και γιατί κατά τη διάρκεια λειτουργίας του διαμορφώθηκαν στο εσωτερικό τους κοινωνικές διαφοροποιήσεις και ισορροπίες, τις οποίες πρέπει να συνυπολογίζουν. Για τον γαλλογερμανικό άξονα η κατάσταση είναι τελείως διαφορετική. Με την υιοθέτηση του ευρώ, η Γαλλία και η Γερμανία βρίσκονταν στο απυρόβλητο της παραβίασης των παραμέτρων του Συμφώνου, και αυτό ελάχιστα έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια. Η διαμόρφωση αυτού του πόλου ισχύος και η προσπάθεια επιβολής όρων ενδοευρωπαϊκής εκμετάλλευσης είναι αυτή που καθορίζει τη θέση του γαλλογερμανικού άξονα για στασιμότητα του κοινοτικού προϋπολογισμού και αποφυγή κάθε είδους δημοσιονομικού φεντεραλισμού. Η στάση αυτή γίνεται εμφανής και κατά τη διάρκεια της παρούσας κρίσης, για την αντιμετώπιση της οποίας η Γαλλία και η Γερμανία επέλεξαν κατ’ αρχήν τη στρατηγική «η κάθε χώρα μόνη της» και δευτερευόντως τη διαμόρφωση μιας κοινής ομάδας εργαλείων που θα χρησιμοποιούσαν οι χώρες της Ένωσης. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, και κάτω από το βάρος των φόβων κατάρρευσης των PIIGS (Πορτογαλία, Ιταλία, Ιρλανδία, Ελλάδα, Ισπανία) αλλά και της Αυστρίας, έχουν γίνει σχεδιασμοί διάσωσης οικονομιών της ευρωζώνης, οι οποίες είναι πιθανόν να αντιμετωπίσουν το φάσμα της χρεοκοπίας. Η επιλογή αυτή βασίσθηκε στο ότι η κατάρρευση μιας χώρας της ευρωζώνης θα δημιουργούσε αρνητική εικόνα σε διεθνές επίπεδο για την οικονομική ισχύ της ΕΕ, γεγονός που θα την οδηγούσε σε ακόμα μεγαλύτερη χειροτέρευση της θέσης της στον διεθνή καταμερισμό εργασίας.

Την ίδια στιγμή η ΕΕ δεν δίστασε να παραπέμψει τις χώρες-μέλη της που δεν συμμετέχουν στη ζώνη του ευρώ στο ΔΝΤ για να αντιμετωπίσουν την οικονομική κρίση. Προφανώς το ΔΝΤ είναι ένας θεσμός ο οποίος θα επιταχύνει τις διαδικασίες αρνητικής ολοκλήρωσης που επιβάλλει η ΕΕ προετοιμάζοντας αυτές τις χώρες για μια μελλοντική τους ένταξη, αν και είναι αρκετοί αυτοί που επιμένουν να παραβλεφθούν τα κριτήρια σύγκλισης –όπως έγινε και στην περίπτωση της Ελλάδας– και οι χώρες αυτές να ενταχθούν άμεσα στην ευρωζώνη.

Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να υπάρξουν συγκλίνοντα συμφέροντα τα οποία μπορεί να στηρίξουν μια μορφή ευρωπαϊκού κεϋνσιανισμού, που θα οδηγήσει σε μια ριζική αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας [31] .

Ήδη από τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 υπάρχουν ορισμένοι που επιχειρηματολογούν ότι μέσα στις ευρωπαϊκές συνθήκες εμπεριέχονται στοιχεία θετικής ολοκλήρωσης [32] . Σύμφωνα με τις απόψεις αυτές, με τη Λευκή Βίβλο του Ζακ Ντελόρ το 1993 γίνεται μια προσπάθεια εξισορρόπησης της αρνητικής ολοκλήρωσης και συγκεκριμενοποιούνται οι προτάσεις για κοινοτική συνοχή, οι οποίες εμπεριέχονται στην Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη. Αυτή η πολιτική συνοχής αρθρώνονταν γύρω από δύο άξονες: πρώτον, τη δημιουργία θέσεων εργασίας σε διάφορους κλάδους· και δεύτερον, τη χρησιμοποίηση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων για τη χρηματοδότηση των σχετικών δράσεων. Οι στόχοι αυτοί υιοθετούνται κατά καιρούς σε διάφορα Συμβούλια Κορυφής και αναπαράγονται φραστικά, φθάνοντας μέχρι και τη Στρατηγική της Λισσαβόνας, η οποία μέχρι σήμερα έχει αποτύχει στην εφαρμογή της [33] . Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι όπως στη δεκαετία του ’90 απορρίφθηκε η πρόταση για χρηματοδότηση της ανάπτυξης με ευρωομόλογα, έτσι και σήμερα απορρίπτεται από τη Γερμανία –τουλάχιστον μέχρι στιγμής, γιατί είναι άγνωστο ακόμα το βάθος της κρίσης και γιατί δεν μπορεί να προβλεφθεί εύκολα τι επιπτώσεις θα επιφέρει στην ευρωζώνη η κατάρρευση μίας ή και περισσότερων μεγάλων χωρών του μεγέθους της Ισπανίας και της Ιταλίας– η έκδοση ευρωομολόγων για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης.

Η Ευρώπη είναι εδώ και καιρό μια ενοποιημένη περιοχή και αυτό δεν συνέβη λόγω των επιπτώσεων της παγκοσμιοποίησης. Αυτό που έχει ενοποιήσει την Ευρώπη ήταν και είναι η πολιτική παρέμβαση. Είναι ένας ενοποιημένος χώρος στον οποίο το ΝΑΤΟ καλύπτει ένα μεγάλο μέρος της πολιτικής ολοκλήρωσης μέσα από τις αποφάσεις των εθνικών κρατών που το συγκροτούν, αλλά και μια ενιαία αγορά μέσα από τις αποφάσεις των εθνικών καπιταλισμών που τη διαμορφώνουν, παρά τις κατά καιρούς παλινδρομήσεις τους. Τα αιτήματα που διατυπώνονται για χαλάρωση των όρων του ΣΣΑ και για την εφαρμογή φιλολαϊκών οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών, έχουν ελάχιστη σημασία και μόνο προσωρινές επιπτώσεις αφού εμπεριέχονται μέσα στο γενικότερο πλαίσιο του Συμφώνου, το οποίο αναμένεται ότι θα λειτουργήσει ξανά όταν οι οικονομίες ανακάμψουν, για να γίνει δυνατή η αναπαραγωγή των όρων ισχύος και ιεραρχίας στην ΕΕ.

Με τα σημερινά δεδομένα δεν υπάρχει καμία δυνατότητα κατάργησης του Συμφώνου Σταθερότητας. Οι χώρες είναι νομικά αλληλοδέσμιες έτσι ώστε καμία να μην μπορεί να διωχθεί από την ευρωζώνη, αλλά και να αποχωρήσει οικιοθελώς, εκτός και αν έχει τις πολιτικές δυνατότητες να καταγγείλει μονομερώς μια διεθνή συνθήκη την οποία, όμως, έχει επικυρώσει [34] . Στην πραγματικότητα κατάργηση του Συμφώνου Σταθερότητας μπορεί να υπάρξει μόνο με ομόφωνη απόφαση των 27 χωρών-μελών της ΕΕ ή με κάποιου είδους εξεγερσιακή απαίτηση της πλειοψηφίας των χωρών που τη συναπαρτίζουν. Για τις χώρες που συμμετέχουν στην ευρωζώνη δεν φαίνεται να υπάρχει δυνατότητα αποχώρησης από αυτή, αλλά και ταυτόχρονης παραμονής στους υπόλοιπους θεσμούς της ΕΕ κατά το πρότυπο της Δανίας, της Σουηδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου. Επομένως, το αίτημα είτε για έναν ευρωπαϊκό κεϋνσιανισμό είτε για κατάργηση του Συμφώνου Σταθερότητας, είτε για μια «άλλη Ευρώπη» προσκρούει σε δομικές δυσκολίες, σε ταξικούς συσχετισμούς και σε ιεραρχήσεις εθνικών συμφερόντων που είναι δύσκολο να υπερφαλαγγισθούν με δεδομένες τις κοινωνικές και εθνικές πραγματικότητες στην Ευρώπη.

Η ευρωζώνη και το νέο ηγεμονικό οικονομικό μοντέλο

Οι αλλαγές που έγιναν στην παγκόσμια οικονομία την τελευταία δεκαετία εμφανίζονται μέσα από δύο διακριτές φάσεις [35] . Η πρώτη φάση είναι η χρυσή περίοδος της «νέας οικονομίας», ιδιαίτερα μετά τον Ιούνιο του 1995 όταν η πολιτική της Fed –με τη συνδρομή της Bundesbank– αντέστρεψε την πτωτική πορεία του δολαρίου, για να αποφευχθεί η κατάρρευση της Ιαπωνία. Η ενίσχυση του δολαρίου οδήγησε στη χρηματιστηριακή έκρηξη των τιμών των μετοχών στην Ουώλ Στρητ, με αποτέλεσμα να υπάρξει αύξηση της κατανάλωσης και των επενδύσεων, ιδιαίτερα στους κλάδους υψηλής τεχνολογίας οι οποίοι ήταν στενά συνδεδεμένοι με τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Η όλη διαδικασία βασίσθηκε ουσιαστικά στη διόγκωση των χρεών του ιδιωτικού τομέα, με αποτέλεσμα όταν το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού μετατράπηκε σε πλεόνασμα, το ιδιωτικό χρέος αντικατέστησε το μειούμενο δημόσιο χρέος. Το αυξανόμενο χρέος των νοικοκυριών εξισορροπήθηκε από τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς από την πολύ γρήγορη διόγκωση του χρηματιστικού πλούτου.

Η κατάρρευση της φούσκας που δημιουργήθηκε διέψευσε τις προσδοκίες για τις δυνατότητες της νέας οικονομίας, αλλά δεν οδήγησε σε κάθετη πτώση τις ΗΠΑ και κατά συνέπεια τη νέα οικονομία. Η κρίση της αμερικανικής οικονομίας ήταν βραχυχρόνια και αντιμετωπίσθηκε με μια μαζική εισροή ρευστότητας και με μείωση των επιτοκίων πρακτικά στο μηδέν, καθώς και την επαναυιοθέτηση δημοσιονομικών πολιτικών ενίσχυσης του ελλείμματος και αύξησης του δημόσιου χρέους. Εν ολίγοις, η κρίση αντιμετωπίσθηκε με τη δημιουργία ενδογενούς χρήματος και με την αύξηση των αμυντικών δαπανών – με την υιοθέτηση ενός στρατιωτικού, δηλαδή, κεϋνσιανισμού.
Η δεύτερη διακριτή φάση, ξεπερνά αυτόν τον στρατιωτικό κεϋνσιανισμό και την αύξηση της ρευστότητας στην οικονομία. Σχετίζεται με τις σχέσεις των ΗΠΑ με την Ασία, πρωτίστως με την Κίνα και την Ινδία. Επιπρόσθετα, σχετίζεται και με την προθυμία των τραπεζών να χρηματοδοτήσουν την κατανάλωση προκαλώντας μεγάλη αύξηση του χρέους των νοικοκυριών – μια παράμετρος ήταν η χρηματοδότηση της αγοράς κατοικίας, η οποία οδήγησε το 2008 στο σπάσιμο της σχετικής φούσκας και στην παγκόσμια κρίση.

Η Ασία καλύπτει τα ελλείμματα των ΗΠΑ εδώ και αρκετά χρόνια. Η καθαρή παγκόσμια ζήτηση δημιουργείται στο μεγαλύτερο ποσοστό από τον καπιταλισμό της Δύσης και ικανοποιείται μέσω ενός παραγωγικού κύκλου, βασισμένου σε αποκεντρωμένες παραγωγικές διαδικασίες. Η κύρια συνιστώσα της θετικής δυναμικής της ζήτησης είναι το δημόσιο χρέος, το οποίο στις ΗΠΑ, αλλά και στην Ευρώπη, έχει αυξηθεί υπέρμετρα. Συνολικά, οι καθαρές αποταμιεύσεις του ιδιωτικού τομέα συμπεριλαμβανόμενων και των νοικοκυριών είναι αρνητικές. Οι τράπεζες, στηρίζοντας την κατανάλωση, παρέχουν στις επιχειρήσεις ρευστότητα αλλά και ζήτηση για την παραγωγή τους, έτσι ώστε η χρηματοδότηση της κατανάλωσης των νοικοκυριών να αποτελεί στην πραγματικότητα χρηματοδότηση της παραγωγής των επιχειρήσεων και να διασφαλίζει την αναγκαία ενεργό ζήτηση. Η Ασία αποτελεί τη νέα ατμομηχανή της βιομηχανίας και διαθέτει έναν τεράστιο εφεδρικό βιομηχανικό στρατό, ενώ η αποβιομηχάνιση και η άνοδος της νέας οικονομίας στη Δύση αυξάνει αναπόφευκτα τη γενικευμένη επισφάλεια στις θέσεις και τις συνθήκες εργασίας.

Αν σήμερα υπάρχει κάποια μορφή κεϋνσιανισμού είναι αυτή η «χρηματιστική» μορφή –αρχικά επικεντρωμένη κυρίως γύρω από τη φούσκα του χρηματιστηρίου, και αργότερα στη φούσκα της κατοικίας μέσω της δανειοδότησης των καταναλωτών–, η οποία επέτρεψε προσωρινά να «κλείσει» το χρηματικό κύκλωμα από την πλευρά της ενεργού ζήτησης. Δεν πρόκειται για ένα νέο καθεστώς εξαγωγής υπεραξίας σε παγκόσμια κλίμακα, αλλά ούτε και για ένα καθεστώς μόνιμης στασιμότητας σύμφωνα με την κεϋνσιανή λογική.

Η μεγάλη πλειοψηφία της εργατικής τάξης των αναπτυγμένων χωρών απορροφήθηκε μέσα στο σύστημα αυτό, όχι μόνο ως εργάτες αλλά και ως αποταμιευτές και καταναλωτές.

Ο άξονας κίνησης αυτού του νέου μοντέλου είναι η επεκτατική νομισματική και δημοσιονομική πολιτική των ΗΠΑ. Ακριβώς, δηλαδή, το αντίθετο από αυτό που ισχύει στην ΕΕ μέσα από τα κριτήρια του Μάαστριχτ και του ΣΣΑ. Φαινομενικά οι ΗΠΑ μπόρεσαν να επιλύσουν προσωρινά το πρόβλημα της ενεργού ζήτησης, δηλαδή της χρηματικής πραγματοποίησης των κερδών, μέχρις ότου ξεκίνησε η παγκόσμια οικονομική κρίση.

Η φύση του νέου αμερικανο-ασιατικού μοντέλου είναι τέτοια που η Ευρώπη παίζει ένα παραρτηματικό ρόλο και εμφανίζεται χαμένη από τις νέες εξελίξεις. Ο αμερικανο-ασιατικός άξονας απαιτεί την παραμονή του δολαρίου ως παγκόσμιου νομίσματος ακόμα και κάτω από συνθήκες συστημικής αλλά ελεγχόμενης υποτίμησης. Αυτός ο παράγοντας μαζί με την άνοδο της ασιατικής βιομηχανίας επιφέρει σοβαρό πλήγμα στην ΕΕ· το πλήγμα αυτό δεν έχει ισομερείς επιπτώσεις στα μέλη της ΕΕ αλλά ιεραρχικές, με τις ασθενέστερες οικονομίες να υφίστανται τη μεγαλύτερη ζημιά. Αυτό το μοντέλο ΗΠΑ–Ασίας είναι το μόνο που λειτουργεί έχοντας παγκόσμιες διαστάσεις. Ακόμα και αν καταρρεύσει, η Ευρώπη δεν μπορεί να το υποκαταστήσει. Αυτή η ευρωπαϊκή αδυναμία, διασφαλίζει ότι οι ΗΠΑ θα κατέχουν πάντα τη δυνατότητα και την ισχύ άσκησης ενός εκβιασμού στην ΕΕ. Πολύ περισσότερο, που η ΕΕ σταδιακά ενσωματώνει στοιχεία του κοινωνικού και χρηματοπιστωτικού μοντέλου των ΗΠΑ στις κοινωνίες της.
Η προσπάθεια διάσωσης –προφανώς με νέους όρους μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση– του αμερικανο-ασιατικού μοντέλου έγινε πλήρως εμφανής και κατά τις πρόσφατες συνόδους των G-20, από τις οποίες ξεπήδησε η συνεργασία των G-2, δηλαδή των ΗΠΑ και της Κίνας, στις παγκόσμιες οικονομικές εξελίξεις.

Η οικονομική κρίση έθεσε επί τάπητος τους τελευταίους μήνες το ζήτημα της επιβίωσης της ευρωζώνης [36] . Με τα σημερινά δεδομένα μια πλήρης κατάρρευση της ευρωζώνης δεν φαίνεται ιδιαίτερα πιθανή. Μπορεί όμως να υπάρξουν σημαντικές αλλαγές, οι οποίες να αλλάξουν τη μορφή της, αν η οικονομική κρίση βαθύνει ακόμη περισσότερο και γίνει ανεξέλεγκτη. Όπως σε παγκόσμιο επίπεδο γίνεται προσπάθεια συνέχισης του αμερικανο-ασιατικού μοντέλου, έτσι και σε ευρωπαϊκό επίπεδο γίνεται η ανάλογη προσπάθεια συνέχισης της ευρωζώνης με τις υπάρχουσες ιεραρχήσεις και ανισότητες, οι οποίες, όμως, λειτουργούν σε βάρος των μικρότερων κρατών-μελών. Και όλα αυτά μέσα σε μια γενικότερη πορεία της Ευρώπης, η οποία μπορεί να λειτουργεί μόνο παραρτηματικά στις νέες ισορροπίες.

Η ίδια η ΕΕ αποτελεί μια μοναδική κατασκευή. Πολλοί υποστηρικτές της θεωρούν ότι αποτελεί το πρώτο μεταεθνικό–μεταμοντέρνο διακυβερνητικό μόρφωμα στην παγκόσμια ιστορία [37] . Μια υπερεθνική ένωση στον πυλώνα της οικονομίας, ο οποίος ενυπάρχει με άλλους δύο πυλώνες με διακυβερνητικά χαρακτηριστικά. Και αυτό το συνολικά αντιφατικό μόρφωμα ασκεί την πολιτικοστρατιωτική του εξουσία από κοινού με το ΝΑΤΟ, με το τελευταίο να κατέχει τη μερίδα του λέοντος [38] .

Αυτός ο θεσμικά αντιφατικός μηχανισμός έχει κατορθώσει να εγκλωβίσει εθνικά κράτη και λαούς και να αναπαράγει εσωτερικές σχέσεις ιεραρχίας που αντικατοπτρίζουν τις διαφορετικές σχέσεις ισχύος μεταξύ των ευρωπαϊκών εθνικών καπιταλισμών. Είναι απολύτως φυσιολογικό λόγω του συνδυασμού της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και της πίεσης αναπαραγωγής των ενδοευρωπαϊκών συσχετισμών, τα επιμέρους κράτη και οι λαοί να καταφεύγουν σε στρατηγικές επιβίωσης [39 ]. Αυτές οι στρατηγικές επιβίωσης είτε θα ρίξουν το βάρος τους στο εθνικό επίπεδο, είτε θα αναζητήσουν νέους όρους συγκρότησης και λειτουργίας του υπερεθνικού επιπέδου.

Από αυτές τις αναζητήσεις θα προκύψουν και οι μελλοντικές στρατηγικές των πολιτικών δυνάμεων και των κοινωνικών τάξεων. Σε μια ΕΕ διαιρεμένη –μεταξύ ισχυρών και μη χωρών, μεταξύ Δυτικής και Ανατολικής Ευρώπης, μεταξύ χωρών της ευρωζώνης και των χωρών εκτός αυτής, μεταξύ των οπαδών του προστατευτισμού και της παγκοσμιοποίησης– σε πολλαπλά επίπεδα, η διατύπωση νέων στρατηγικών θα πρέπει να τείνει προς την αναίρεση των ανισοτήτων μεταξύ των ευρωπαϊκών καπιταλισμών, καθώς και στο ξεπέρασμα των δυσκολιών που δημιουργεί αυτός ο τρόπος ενοποίησης της Ευρώπης, που έχει επιλεγεί από τις χώρες και τις αστικές τάξεις της Δύσης.
Υποσημειώσεις
[1] Henry Heller, The Cold War and the New Imperialism, Monthly Review Press, Νέα Υόρκη 2006.
[2] Βλ. Manfred Jonas, The United States and Germany. A diplomatic History, Cornell University Press, Νέα Υόρκη 1984· Charles Maier, Günter Biscof κ.ά., The Marsall Plan and Germany, Berg Publishers, Νέα Υόρκη 1991.
[3] Βλ. Alan S. Milward, The Reconstruction of Western Europe, 1945–1951, Methuen, Λονδίνο 1984· F.M.B. Lynch, «Restoring France. The Road to Integration», στο Alan S. Milward κ.ά., The Frontier of National Sovereignty. History and Theory, 1945–1992, Routledge, Λονδίνο 1993.
[4] Βλ. Alan Dobson, Anglo-American Relations in the Twentieth Century, Routledge, Λονδίνο 1999· Stephen George, Britain and European Integration since 1945, Wiley-Blackwell, Οξφόρδη 1991.
[5] Βλ. Miles Kahler & Werner Link, Europe and America. A Return to History, Council on Foreign Relations Press, Νέα Υόρκη 1996· Max Beloff, The United States and the Unity of Europe, Faber and Faber, Λονδίνο 1963.
[6] Don Cook, Forging the Alliance: NATO, 1945–1950, Arbor House/Morrow, Νέα Υόρκη 1989.
[7] Βλ. Nicholas J. Spykman, Η Γεωγραφία της Ειρήνης, εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα 2004· του ίδιου, America’s Strategy in World Politics, Harcourt, Brace & Co, Νέα Υόρκη 1942.
[8] John Gimbel, The Origins of the Marshall Plan, Stanford University Press, Στάνφορντ 1976.
[9] Βλ. Andrew Walter, World Power and World Money. The Role of Hegemony and International Monetary Order, Harvester Wheatsheaf, Λονδίνο 1993· Peter Gowan, The Global Camble, Verso, Λονδίνο 1999.
[10] Οι πρώτες κριτικές αντιμετωπίσεις της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης κινήθηκαν σε δύο διαφορετικά άκρα: ο Έρνεστ Μαντέλ επιχειρηματολόγησε ότι η ολοκλήρωση συνδέεται με τη διεθνοποίηση του κεφαλαίου, ενώ ο Νίκος Πουλαντζάς έδωσε έμφαση στο ρόλο του εθνικού κράτους: βλ. σχετικά, Ernest Mandel, «International Capitalism and “Supra-Nationality”», Socialist Register, Ιανουάριος 1967· του ίδιου, Europe versus America? Contradictions of Imperialism, New Left Books, Λονδίνο 1970· Nicos Poulantzas, «The Internationalization of Capitalist Relations and the Nation State», στο Classes in Contemporary Capitalism, New Left Books, Λονδίνο 1974. Άλλες μαρξιστικές αναλύσεις: John Halloway & Sol Piccioto, «Capital, the State and European Integration», Research in Political Economy, τόμ. 3, 1980, σελ. 123-154· Bruno Carchedi & Guglielmo Carchedi, «Contradictions of European Integration», Capital and Class, τεύχ. 67, σελ. 119-153· Samir Amin, Capitalism in the Age of Globalization. The Management of Contemporary Society, Zed Books, Λονδίνο 1997· Stephen George, «European Political Cooperation: a World Systems Perspective», στο Martin Holland (επιμ.), The Future of European Political Cooperation, Palgrave Macmillan, Λονδίνο 1991· Werner Bonefeld, «European Integration: The Market, the Political and Class», Capital and Class, τεύχ. 77.
[11] Βλ. Samir Amin, Beyond US Hegemony, Zed Books, Λονδίνο 2006· του ίδιου, «Η κινούμενη άμμος του ευρωπαϊκού σχεδίου», Monthly Review, No 21, Σεπτέμβριος 2006, σελ. 3-17.
[12] Timothy Bainbridge, The Penguin Companion to European Union, Penguin Books, Λονδίνο 2001.
[13] Βλ. Stanley Henig, The Uniting of Europe. From Discord to Concord, Routledge, Λονδίνο 1997· Josef Joffee, Europe’s American Pacifier, Foreign Policy, τεύχ. 54, Άνοιξη 1984, σελ. 64-82.
[14] Ernest Β. Haas, The Uniting of Europe. Political, Social and Economic Forces, 1950-1957, Stevens, Λονδίνο 1958.
[15] Στην πρακτική πολιτική λειτουργία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης κυριάρχησε το ρεύμα του λειτουργισμού και του νεο-λειτουργισμού. Κατά καιρούς εμφανίσθηκαν διάφορα ρεύματα σκέψης που προσέγγισαν το θέμα –φεντεραλιστές, νεοφιλελεύθεροι, διακυβερνητικοί, πλουραλιστές κ.λπ.– χωρίς όμως να έχουν την ίδια επίδραση στις στρατηγικές των πολιτικών δυνάμεων: βλ. σχετικά Charles Pentland, International Theory and European Integration, Faber and Faber, Λονδίνο 1973.
[16] Βλ. τη θεώρηση του Alan S. Milward, The European Rescue of the Nation State, Routledge, Λονδίνο 2000. Αυτή η αντίληψη περί υποβοήθησης/διάσωσης του εθνικού κράτους από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, έρχεται σε αντίθεση με την αντίληψη περί επιθυμίας υπέρβασης μίας ευρωπαϊκής δομής βασισμένης σε εθνικά κράτη: βλ. σχετικά, Clifford P. Hackett, Cautions Revolution: The European Community Arrives, Greenwood Press, Westport 1990· καθώς και των αντιλήψεων για το αναπόφευκτο της απώλειας της κυριαρχίας των εθνικών κρατών της Ευρώπης λόγω των μακροχρόνιων τάσεων της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης: βλ. σχετικά, A. Bressand & K. Nikolaidis, «Regional Integration in a Networked World Economy» στο William Wallace (επιμ.), The Dynamics of European Integration, Pinter Pub, Λονδίνο 1992· και στο ίδιο, M. Sharp, «Technology and the Dynamics of Integration».[17] Βλ. Peter Cocks, Towards a Marxist Theory of European Integration, International Organization, τόμ. 34, τεύχ. 1, 1980, σελ. 1-40· Guglielmo Carchedi, For Another Europe. A Class Analysis of European Economic Integration, Verso Books, Λονδίνο 2001.
[18] Βλ. την αξιολόγηση αυτής της πορείας στο Perry Anderson, «Under the Sign of the Interim», στο Peter Gowan & Perry Anderson (επιμ.), The Question of Europe, Verso Books, Λονδίνο 1997, σελ. 51-76.
[19] Η κλασική κατάταξη των σταδίων της ολοκλήρωσης περιέχεται στο Bela Α. Balassa, The Theory of Economic Integration, Allen & Unwin, Λονδίνο 1961.
[20] Η διάκριση διατυπώνεται από τον Jan Tinbergen, International Economic Integration, Elsevier, Άμστερνταμ 1965.
[21] Fritz W. Scharpf, Governing Europe. Effective and Democratic?, Oxford University Press, Οξφόρδη 1999.
[22] Βλ. J.M.E Loman κ.ά., Culture and Community Law. Before and After Maastricht, Kluwer Law and Taxation, Ντέβεντερ/Βοστώνη 1992· Hazel Smith, «The Political Regulated Liberalism. A Historical Materialist Approach to European Integration», στο Mark Rupert & Hazel Smith (επιμ.), Historical Materialism and Globalization, Routledge, Λονδίνο 2002.
[23] Michael Th. Pauly & Louis W. Greven (επιμ.), Democracy Beyond the State? The European Dilemma and the Emerging Global Order, Rowman & Littlefield, Lanham 2000.
[24] Για μια τυπική κεϋνσιανή/σοσιαλδημοκρατική αντίληψη, βλ. Stuart Holland, Uncommon Market, Macmillan, Λονδίνο 1980.
[25] Για τη σχέση ΝΑΤΟ–ΕΕ και τη διάκριση μεταξύ ευρωατλαντιστών και ευρωπαϊστών, βλ. Στέλιος Αλειφαντής, «Ελληνική εθνική στρατηγική: σύγχρονες προκλήσεις και προοπτικές», Monthly Review, No 2, Φεβρουάριος 2005, σελ. 42-52.
[26] Στο θέμα της πολιτικής καρτελοποίησης είναι αφιερωμένο το τεύχ. 27 του Monthly Review (Μάρτιος 2007). Για την ενσωμάτωση της σοσιαλδημοκρατίας στις επιταγές του νεοφιλελευθερισμού, βλ. Κώστας Μελάς, «Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία: από την πολιτική στη νεοφιλελεύθερη διαχείριση», στο ίδιο, σελ. 2-24.
[27] Βλ. Ηρακλής Οικονόμου, «Η Ευρωπαϊκή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας. Μια κριτική προσέγγιση», Monthly Review, No 41 (106), Μάιος 2008, σελ. 16-27.
[28] Για τη Συνθήκη της Λισσαβόνας και τη μεταβλητή γεωμετρία που θα επιβάλλει η ΕΕ, βλ. Χρήστος Ευαγγέλου, «Το ευρωσύνταγμα και η Μεταρρυθμιστική Συνθήκη της ΕΕ», MonthlyReview.gr, 25 Ιουνίου 2007· Steve McGiffen, «Νέα Ευρωπαϊκή Συνθήκη: επιβεβαιώνεται η απαγόρευση του σοσιαλισμού από το Μάαστριχτ», στο ίδιο, 27 Ιουνίου 2007· Antony Coughan, «Νέα Ευρωπαϊκή Συνθήκη: μια επίθεση βάθους στη δημοκρατία», στο ίδιο, 29 Ιουνίου 2007· Ηλίας Σταυρίδης, «Η αλήθεια για τη νέα Μεταρρυθμιστική Συνθήκη της ΕΕ», στο ίδιο, 25 Ιουλίου 2007· Στρατής Αλεξίου, «Τι καινούριο υπάρχει στη νέα Μεταρρυθμιστική Συνθήκη της ΕΕ», στο ίδιο, 27 Ιουλίου 2007.
[29] Joseph Halevi & Peter Kriesler, «Stagnation and Economic Conflict in Europe», International Journal of Political Economy, τόμ. 34, τεύχ. 2, 2004, σελ. 19-45.
[30] Riccardo Bellofiore, «Contemporary Capitalism, European Policies and Working Class Conditions», International Journal of Political Economy, ειδικό τεύχος με τίτλο «The European Economic and Monetary Union in the Global Economy. Is there a Deflationary Bias?», Καλοκαίρι 2004.
[31] Riccardo Bellofiore & Joseph Halevi, «Is the European Union Keynesian-able? A Sceptical view», στο Eckhard Hein κ.ά., European Economic Policies–Alternatives to Orthodox Analysis and Policy Concepts, Metropolis, Marburg, Αύγουστος 2006.
[32] Stuart Holland, The European Imperative. Economic and Social Cohesion for the 1990’s, Spokesman Press, Νότιγχαμ 1993.
[33] Βλ. Κώστας Μελάς, «Η στρατηγική της Λισσαβόνας και οι “αυταπάτες” των φιλελεύθερων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων», Monthly Review, Νο 16 (81), Απρίλιος 2006, σελ. 72-85.
[34] Βλ. Charles Proctor, «Το μέλλον του ευρώ. Τι μέλλει γενέσθαι, αν ένα κράτος-μέλος αποχωρήσει;», εδώ, σελ. 58-92.
[35] Η ανάλυση βασίζεται στο John Bellamy Foster & Fred Magdoff, The Great Financial Crisis. Causes and Consequences, Monthly Review Press, Νέα Υόρκη 2009.
[36] Βλ. Θεόδωρος Μαριόλης, «Η ζώνη του ευρώ και η διεθνής οικονομική κρίση», εδώ, σελ. 26-39.
[37] Για την αντίληψη της μεταμοντέρνας Ευρώπης, βλ. Robert Cooper, Η διάσπαση των εθνών, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2005· Jürgen Habermas, Η διάσπαση της Δύσης, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2007· του ίδιου, Η εποχή των μεταβάσεων, εκδ. Scripta, Αθήνα 2006· του ίδιου, Ο μεταεθνικός αστερισμός, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2003.
[38] Για το διαμορφούμενο μεταμοντέρνο περιβάλλον ασφάλειας, βλ. Βαγγέλης Χωραφάς, «Όψεις του μεταμοντέρνου πολέμου», Monthly Review, No 41 (106), Μάιος 2008, σελ. 2-14· για τα όρια επέκτασης της ΕΕ και της σχέσης με το ΝΑΤΟ στα πλαίσια της Δύσης, βλ. Βαγγέλης Χωραφάς & Κώστας Μελάς, «Ποια είναι τα όρια επέκτασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ποιες οι δυνάμεις που καθορίζουν αυτή τη διαδικασία;», στο ίδιο, Νο 42 (107), Ιούνιος 2008, σελ. 2-20· για τις σύγχρονες διατλαντικές σχέσεις, βλ. Daniel Levy κ.ά., Old Europe, New Europe, Core Europe, Verso Books, Λονδίνο 2005.

[39] Βλ. σχετικά, Βαγγέλης Χωραφάς & Κώστας Μελάς, «Η ελληνικότητα και η στρατηγικές των πολιτικών κομμάτων», Monthly Review, No 50 (115), Φεβρουάριος 2009, σελ. 2-27.

Ανάρτηση από: http://istrilatis.blogspot.gr