Όταν η φυσική φιλοσοφία άρχισε με αργούς ρυθμούς να εξελίσσεται σε φυσική και άλλες επιστήμες, ο στοχασμός πάνω τα ανθρώπινα πράγματα δεν ακολούθησε αμέσως. Βαθμιαία όμως και αυτός εξελίχθηκε σε αυτό που σήμερα αποκαλούμε κοινωνικές επιστήμες, και η μελέτη της γλώσσας ήταν μία από τις πρώτες που υιοθέτησε τις νέες μεθόδους. Όσοι την ασκούσαν άρχισαν να σκύβουν πάνω σε αρχαία κείμενα γραμμένα σε γλώσσες από καιρό νεκρές και σε αλφάβητα ξεχασμένα, και να τα συγκρίνουν συστηματικότερα. Αυτό οδήγησε σε μία έκρηξη γνώσεων στα τέλη του 18ου αιώνα, όταν αναδύθηκαν νέες ιδέες σχετικά με την ιστορική προέλευση των σύγχρονων γλωσσών. Οι περισσότερες από αυτές τις ιδέες άντεξαν τη δοκιμασία του χρόνου.
Αλλά η άνθηση του νέου αυτού τομέα δεν έφερε μόνο νέες απαντήσεις, άλλαξε και τα ερωτήματα. To πάλαι ποτέ, οι λόγιοι, όταν συλλογίζονταν πάνω στη γλώσσα, αναρωτιόντουσαν για πράγματα όπως: ποια από τις σύγχρονες γλώσσες μιλούσε ο πρώτος άνθρωπος; Ποια είναι ανώτερη από τις υπόλοιπες; Και ποια από τις λαλιές των ανθρώπων αξίζει την ετικέτα «θεϊκή»; Οι σύγχρονοι γλωσσολόγοι ούτε καν αγγίζουν τέτοια ερωτήματα. Είναι αδύνατο να μάθουμε ποια ήταν η παλιότερη γλώσσα, αλλά είναι σίγουρο ότι ήταν διαφορετική από ο,τιδήποτε μιλιέται σήμερα. Η «καλύτερη» γλώσσα είναι αδύνατο να οριστεί με στοιχειωδώς λογικό τρόπο. Όσο για το «θεϊκή» ─ η ίδια η λέξη είναι άνευ νοήματος σε σχέση με τις γλώσσες, παρεκτός με μια πολιτισμική έννοια.