Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2021

Αφιερωμένο με «Αγάπη» στους 250.000 συμμετέχοντες ψηφοφόρους του ΚΙΝΑΛ και όχι μόνο

Του Γιάννη Περάκη

Γινόμαστε μάρτυρες ενός «ανεξήγητου» και «παραφυσικού» φαινομένου. Στις εκλογές του ΚΙΝΑΛ, για την εκλογή του προέδρου τους ψήφισαν 250.000 άνθρωποι. Ένα κόμμα σχεδόν «πεθαμένο» με «απροσδιόριστες» θέσεις και πολιτικές, που πασχίζει να επιβιώσει. Παρ’ όλα αυτά κινητοποιήθηκε κόσμος και λόγω της υπέρμετρης προβολής στα ΜΜΕ. Αλλά δεν είναι μόνο αυτός ο λόγος.

Όλα αυτά τα «περίεργα» συμβαίνουν σε μια εποχή που η ιστορία του συγκεκριμένου κόμματος και του ρόλου του στην άθλια κατάσταση της χώρας μας είναι γνωστή.

Υπάρχει άραγε εξήγηση του συγκεκριμένου φαινομένου;

Η Σοσιαλδημοκρατία στα εκατόν είκοσι χρόνια ύπαρξης της

Κρατάει χρόνια αυτή η κολώνια της σοσιαλδημοκρατίας. Από τις αρχές του 20ου αιώνα, παράλληλα, με την καθιέρωση λιγότερο ή περισσότερο αστικών συνταγματικών και κοινοβουλευτικών μεθόδων άσκησης της εξουσίας και με την κατάκτηση και επέκταση του εκλογικού δικαιώματος σε αρκετά καπιταλιστικά κράτη, αναπτύσσονται παρεκκλίσεις στο εσωτερικό των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, που προβάλλουν ως κυρίαρχο καθήκον αποκλειστικά τη συμμετοχή στις εκλογές και την κοινοβουλευτική δράση.
Ο Γάλλος σοσιαλιστής Ζ. Ζορές υποστήριζε ότι «το δημοκρατικό κράτος δεν είναι, όπως τόσο συχνά λένε οι αυτόκλητοι δογματικοί του μαρξισμού, καθαρά αστικό μόρφωμα (...) προαναγγέλλει το σοσιαλισμό, τον προετοιμάζει, σε κάποιο βαθμό έμμεσα τον εμπεριέχει». Ο Α. Μιλεράν, που τελικά έγινε ο πρώτος σοσιαλιστής που πήρε μέρος σε αστική κυβέρνηση, έλεγε: «Είτε θα παραπέμπουμε τους ανθρώπους στη μυστηριώδη χρονολογία που ένα αιφνίδιο θαύμα θα μεταμορφώσει την όψη του κόσμου είτε θα πετύχουμε την πρόοδο μέρα με τη μέρα, μεταρρύθμιση με τη μεταρρύθμιση, βήμα προς βήμα.» Η διολίσθηση της σοσιαλδημοκρατίας στον αστικό κοινοβουλευτισμό εκφράζεται χαρακτηριστικά μέσα από τα λόγια του Έ. Μπερνστάιν, ηγέτη του γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, που υποστήριζε πως «πρέπει να αντιλαμβανόμαστε το καθολικό δικαίωμα ψήφου και την κοινοβουλευτική δράση ως τον κολοφώνα, την πιο ολοκληρωμένη μορφή της ταξικής πάλης».

Η μεγάλη προδοσία ουσιαστικά έγινε με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Καταπατώντας τις προηγούμενες αποφάσεις τους, τα περισσότερα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα υιοθέτησαν τη γραμμή του σοσιαλσωβινισμού στηρίζοντας τις αστικές τάξεις των χωρών τους, συντασσόμενα στα ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα. Η στάση απέναντι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο αποτέλεσε καταλύτη διαχωρισμού των επαναστατικών δυνάμεων που βρίσκονταν στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Καθοριστικός ήταν ο ρόλος των Μπολσεβίκων και του Β. Ι. Λένιν, που αποκάλυψε και την υλική βάση της πρόσδεσης των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στα αστικά συμφέροντα. Στο έργο του «Η χρεοκοπία της Β΄ Διεθνούς» αναφέρει: «Η οικονομική βάση του οπορτουνισμού και του σωβινισμού μέσα στο εργατικό κίνημα είναι η συμμαχία των ολιγάριθμων ανώτερων στρωμάτων του προλεταριάτου και των μικροαστών, που απολαμβάνουν τα ψίχουλα από τα προνόμια του «εθνικού» τους κεφαλαίου ενάντια στη μάζα των προλετάριων.»

Η Ρ. Λούξεμπουργκ χαρακτήρισε τη γερμανική σοσιαλδημοκρατία ως «πτώμα που βρομάει», προσθέτοντας ειρωνικά ότι η ιστορική έκκληση του Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος «διορθώθηκε» από τους συμβιβασμένους οπορτουνιστές σοσιαλδημοκράτες και από «Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!» έγινε «Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε στην ειρήνη και σφαχτείτε μεταξύ σας στον πόλεμο».

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μετά από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο την ρήξη στο εσωτερικό της σοσιαλδημοκρατίας και την γέννηση των κομμουνιστικών κομμάτων και ομάδων που αποσπάστηκαν από τη χρεοκοπημένη σοσιαλδημοκρατία.

Η σοσιαλδημοκρατία στην μεταπολεμική Ευρώπη

Ο πόλεμος διαμόρφωσε μια νέα διεθνή πραγματικότητα. Η ΕΣΣΔ, παρά τις τεράστιες θυσίες και την οικονομική καταστροφή βγήκε με αυξημένο κύρος και επιρροή, ενώ σε πολλές καπιταλιστικές χώρες τα εργατικά κινήματα βγήκαν ενισχυμένα μέσα και από το ρόλο τους στον αντιφασιστικό και απελευθερωτικό αγώνα. Οι ΗΠΑ, που υπέστησαν μικρές απώλειες στον πόλεμο, αναδεικνύονται σε ατμομηχανή του παγκόσμιου καπιταλισμού κατοχυρώνοντας την πρωτοκαθεδρία τους στον καπιταλιστικό κόσμο.

Η περίοδος άνθισης της σοσιαλδημοκρατίας, άρχεται με την λήξη του πολέμου το 1945. Για τριάντα περίπου έτη κρατά η άνθιση της.

Στα τριάντα χρόνια αυτά η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, σταθεροποιείται ως πυλώνας άσκησης της αστικής εξουσίας, ενώ στο έδαφος της οικονομικής μεγέθυνσης είχε αυξημένα περιθώρια ελιγμών και χειραγώγησης των διεκδικήσεων των εργαζομένων.
Λειτουργούσε επίσης και ως πυλώνας αντιπαράθεσης με το σοσιαλιστικό στρατόπεδο.

Στα ευρωπαϊκά κράτη η ανασυγκρότηση υποστηρίχτηκε από το Σχέδιο Μάρσαλ δίνοντας ώθηση στις καπιταλιστικές οικονομίες, οι οποίες μετά από την πολεμική κρίση και τη μεταπολεμική ανόρθωση πέρασαν σε ανοδική φάση. Ο πόλεμος, καταστρέψε υποδομές, εργοστάσια, οικίες κλπ.

Για την ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων καπιταλιστικών οικονομιών ήταν αναγκαίο να διευρυνθεί και να γενικευτεί η εφαρμογή μιας τεράστιας σε μέγεθος κρατικής παρέμβασης. Οι κρατικές επενδύσεις για λόγους επιβίωσης και ανάπτυξης του καπιταλισμού, έγιναν η σημαία της ευρωπαϊκής οικονομίας.

Επίσης, λόγω της συμμετοχής των πολιτών στον πόλεμο, περίμεναν ανταπόδοση των θυσιών τους. Έτσι επέκτεινε λειτουργίες της υγείας και πρόνοιας, της κοινωνικής ασφάλισης, βάζοντας τα θεμέλια τέτοιων λειτουργιών που γενικεύτηκαν στα σύγχρονα καπιταλιστικά κράτη. Είναι η περίοδος που αρχίζει να μεσουρανεί ο κεϊνσιανισμός, η λεγόμενη «κρατική ρύθμιση της οικονομίας», και μπαίνουν οι βάσεις για τη δημιουργία του λεγόμενου «κοινωνικού κράτους», που αποτέλεσε «σημαία» της σοσιαλδημοκρατίας.

Η ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας ήταν μεγάλη. Την περίοδο 1950-1973 το ΑΕΠ στα καπιταλιστικά κράτη, υπολογισμένο σε σταθερές τιμές, τριπλασιάστηκε, ενώ οι εξαγωγές εμπορευμάτων πενταπλασιάστηκαν. Ενδεικτικά, τη δεκαετία του 1950: Ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν 6,5% στην ΟΔ Γερμανίας, 5,3% στην Ιταλία και 3,5% στη Γαλλία, ενώ την περίοδο 1913-1950 ο ετήσιος ρυθμός ήταν μόλις 0,4% στη Γερμανία, 0,6% στην Ιταλία και 0,7% στη Γαλλία. Είναι λογικό η αστική πολιτική να θριαμβολογεί, να μιλάει για «κοινωνία της αφθονίας», με το Βρετανό συντηρητικό πρωθυπουργό Χ. Μακμίλαν να κερδίζει τις εκλογές του 1959 απευθυνόμενος στο λαό με το σύνθημα: «Ουδέποτε άλλοτε περνούσατε τόσο καλά».

Η εποχή της αφθονίας αρχίζει να «ξεθωριάζει» από την καπιταλιστική κρίση του 1973 (η επονομαζόμενη «πετρελαϊκή»), με την οποία ανακόπτεται η επαναλαμβανόμενη ως τότε οικονομική ανάπτυξη των προηγούμενων τριάντα ετών.

Είναι η περίοδος που στο επίπεδο της αστικής διαχείρισης σηματοδοτείται η στροφή από τον κεϊνσιανισμό στην υιοθέτηση της λεγόμενης «νεοφιλελεύθερης» οικονομικής πολιτικής.

Προωθούνται οι «αποικιοκρατικοποιήσεις» είται ο περιορισμός της κρατικής καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και η επανιδιωτικοποίηση τομέων, ο περιορισμός των κρατικών κοινωνικών υπηρεσιών, η επίθεση στις εργασιακές σχέσεις και στα μέτρα προστασίας της σταθερής και πλήρους εργασίας κ.ά.

Είναι η εποχή της ανόδου της Μ. Θάτσερ στη Μ. Βρετανία και του Ρ. Ρίγκαν στις ΗΠΑ στην αστική διακυβέρνηση, που εφαρμόζουν με επιθετικό τρόπο τέτοιες κατευθύνσεις, αν και παρόμοιο πρόγραμμα οικονομικών μέτρων εφαρμόζεται στη Χιλή από τον Πινοσέτ, αλλά και από τους Εργατικούς στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία (που χαρακτηρίστηκε ως «θατσερισμός με ανθρώπινο πρόσωπο»). Η επικράτηση των νέων κατευθύνσεων του οικονομικού φιλελευθερισμού συμβολίζεται και από το γεγονός ότι το Νόμπελ για τις οικονομικές επιστήμες, το οποίο θεσπίστηκε το 1969, δόθηκε το 1974 στον Φ. Χάγιεκ και το 1976 στον Μ. Φρίντμαν, θεωρητικούς εκπροσώπους της φιλελεύθερης οικονομικής σκέψης.
Η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού επίσπευσε τις «προσαρμογές» της σοσιαλδημοκρατίας από τη δεκαετία του 1990.

Στο σημείο αυτό να τονιστεί ότι οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις ήταν πρωτοπόρες στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις όπως στη Γιουγκοσλαβία και στο Ιράκ.
Οι διαφορές των νεοφιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων σε βασικές πολιτικές επιλογές εδώ και χρόνια τείνουν να εξαφανιστούν, αν δεν έχουν ήδη εξαφανιστεί.

Το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης το 2008 σηματοδότησε την έναρξη μιας πορείας εκλογικής υποχώρησης πολλών κραταιών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, σε συνθήκες μεγάλης αναμόρφωσης των αστικών πολιτικών δυνάμεων, αναδιάταξης των πολιτικών και κομματικών σχηματισμών με πλήγματα στον παγιωμένο δικομματισμό ή διπολισμό σε αρκετές χώρες, αλλά και ανόδου του εθνικιστικού ρεύματος σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Στις πρόσφατες ευρωεκλογές συνεχίστηκε η γενική καθοδική εκλογική πορεία της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Η δύναμη της ευρωομάδας του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος (ΕΣΚ) μειώθηκε από 185 σε 153 έδρες. Παρά την κρίση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, αναζωπυρώθηκε η σοσιαλδημοκρατική παραπληροφόρηση, παρουσιάζοντας την ως δήθεν φιλολαϊκό αντίδοτο αντιμετώπισης «ενάντια» στον νεοφιλελευθερισμό.

Ξεδιπλώθηκε ένας συστηματικός σχεδιασμός διαμόρφωσης νέων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων (ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, Podemos στην Ισπανία κλπ.).

Η Ελληνική σοσιαλδημοκρατία του Χθες και του Σήμερα

Στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες της Νότιας Ευρώπης υπάρχουν ορισμένες ομοιότητες. Η σχεδόν ταυτόχρονη πτώση των δικτατοριών σε Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία και η χρονικά παράλληλη πορεία ένταξης στην ΕΟΚ (Ελλάδα 1981, Ισπανία και Πορτογαλία 1986).

Την περίοδο της πρώτης κυβερνητικής του θητείας (1981-1985) το ΠΑΣΟΚ εφαρμόζει μια πολιτική κεϊνσιανής διαχείρισης, ενώ παράλληλα υλοποιούνται ορισμένες αστικές μεταρρυθμίσεις που έχουν καθυστερήσει (δημιουργία του ΕΣΥ, αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης κλπ.). Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι στο επίπεδο της οικονομικής πολιτικής, η κυβέρνηση της ΝΔ μέχρι το 1981 ακολούθησε παρόμοιες κεϊνσιανές κατευθύνσεις. Η ΝΔ πήρε μέτρα αναθέρμανσης της καπιταλιστικής οικονομίας. Ακολούθησε πολιτική αυξήσεων σε μισθούς, για οικονομικούς και πολιτικούς λόγους (υπολογίζεται στο 3,5% η αύξηση των πραγματικών μισθών την περίοδο 1974-1981), ενώ προώθησε αλλεπάλληλες κρατικοποιήσεις, αλλά και ίδρυση νέων δημόσιων επιχειρηματικών φορέων στη βιομηχανία για τη στήριξη του κεφαλαίου: «Η επέκταση του κράτους-επιχειρηματία κατά την περίοδο 1974-1981 ήταν πραγματικά εντυπωσιακή».

Συνολικά, η πολιτική της κρατικής παρέμβασης υπηρέτησε την ώθηση σε βιομηχανικούς κλάδους μετά από την κρίση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η λεγόμενη «αναγκαστική» εξυγίανση των λεγόμενων «προβληματικών επιχειρήσεων», φαινόμενο που γενικεύτηκε επί ΠΑΣΟΚ, αλλά ξεκίνησε επί ΝΔ. Η κυβέρνηση ανέλαβε μεγάλα σχέδια σε κρίσιμους κλάδους, στα πετροχημικά και στη χαλυβουργία, στην αλουμίνα (ΕΛΒΑ), στα διυλιστήρια (Ασπρόπυργος), στα βιομηχανικά ορυκτά, στην παραγωγή τηλεπικοινωνιακού υλικού (ΕΛΒΗΛ), ίδρυσε την ΕΒΟ και την ΕΑΒ για τις ανάγκες των ενόπλων δυνάμεων, τη Δημόσια Επιχείρηση Πετρελαίου (ΔΕΠ), αγόρασε επίσης την Ολυμπιακή Αεροπορία. Αυτά ήταν στοιχεία της πολιτικής που χαρακτηρίστηκε από το ΣΕΒ ως «σοσιαλμανία» του Καραμανλή. Μετά από την πρώτη κυβερνητική θητεία του ΠΑΣΟΚ, την περίοδο 1981-1985, ξεκινά η δεύτερη κυβερνητική περίοδος. Το 1985 έχει χαρακτηριστεί ως σημείο στροφής στην οικονομική πολιτική, καθώς υιοθετείται το λεγόμενο «Πρόγραμμα Σταθερότητας», εμπνευστής του οποίου είναι ο μετέπειτα πρωθυπουργός Κ. Σημίτης.

Η συνολικότερη πολιτική και των δύο πρώτων κυβερνητικών θητειών του ΠΑΣΟΚ χαρακτηρίζεται ουσιαστικά από την προετοιμασία της αστικής τάξης για την ενιαία ευρωπαϊκή αγορά, με σταθμό το 1986 που υπογράφεται η «Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη» της ΕΟΚ, η οποία και προετοιμάζει το έδαφος για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ.

Κατά συνέπεια ο λεγόμενος «εκσυγχρονισμός» του ΠΑΣΟΚ στόχευε στη βαθύτερη εναρμόνιση με τα νέα οικονομικά δεδομένα. Πίσω από τα συνθήματα ενάντια στο λαϊκισμό και υπέρ του «εξευρωπαϊσμού» της χώρας κρυβόταν η ανάγκη ξηλώματος κατακτήσεων και δικαιωμάτων και η αποφασιστική προώθηση των αντιλαϊκών κατευθύνσεων της ΕΟΚ/ΕΕ, η υπηρέτηση των νέων αναγκών του κεφαλαίου. Γι’ αυτό και ήρθαν στο προσκήνιο συνεχείς αναφορές στους «αναχρονισμούς» και τις «παθογένειες» της ελληνικής οικονομίας, σε «δομικά προβλήματα» κλπ. Ο Κ. Σημίτης έγραφε χαρακτηριστικά: «Οι εσωτερικές δυσκολίες της χώρας μας δεν ήταν αποτέλεσμα εξωτερικών επιβουλών και επεμβάσεων, προέκυπταν κυρίως από τη δικιά μας κοινωνική δομή και λειτουργία. Από τις μακροοικονομικές ανισορροπίες, την έλλειψη υποδομών, τον κατακερματισμό της κοινωνίας σε ομάδες με ειδικές σχέσεις με το κράτος, τον πελατειακό χαρακτήρα της πολιτικής και της διοίκησης (...)»

Είναι η περίοδος που οι αναφορές στο σοσιαλισμό γίνονται όλο και πιο αραιές και «διακοσμητικές». Ο Ν. Μουζέλης, ένας από τους θεωρητικούς εκπροσώπους του «εκσυγχρονισμού», έγραφε χαρακτηριστικά εκείνη την περίοδο: «Η Κεντροαριστερά είναι ο εξανθρωπισμός του καπιταλισμού, δεν είναι σοσιαλισμός. Αν θέλουμε να πούμε τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη, αυτήν τη στιγμή δε μαχόμαστε για το σοσιαλισμό, αλλά για τον εξανθρωπισμό του καπιταλισμού. Σε πολλούς αριστερούς αυτό δεν αρέσει, αλλά έτσι είναι».

Στη χώρα μας τώρα, ο ΣΥΡΙΖΑ μαζί με το ΚΙΝΑΛ αποτελεί σε αυτήν τη φάση τον πυρήνα γύρω από τον οποίο εξελίσσεται η προσπάθεια της σοσιαλδημοκρατίας.

Η αναστύλωση του σοσιαλδημοκρατικού πόλου σχετίζεται με τη διασφάλιση συνθηκών σταθερότητας για το αστικό πολιτικό σύστημα, το πλαίσιο εξασφάλισης εναλλαγής ανάμεσα στις αστικές πολιτικές δυνάμεις που προσδίδουν σταθερότητα στην αστική διαχείριση.

Τα ζητήματα αυτά αφορούν σημαντικές πλευρές, όπως η πορεία και οι όροι της ενοποίησης της ΕΕ, οι μεταβαλλόμενες σχέσεις των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών κρατών με τις ΗΠΑ, με τη Ρωσία και την Κίνα, οι ανάγκες ανταπόκρισης στο διεθνή ανταγωνισμό σε συνθήκες νέων τεχνολογικών δεδομένων (η λεγόμενη «4η βιομηχανική επανάσταση»).

Ένας από τους σοσιαλδημοκράτες θεωρητικούς αναφέρει σε αυτό το πλαίσιο: «Η μόνη ρεαλιστική προοδευτική στρατηγική είναι ένας δεύτερος εξανθρωπισμός του καπιταλισμού σε ένα μεταεθνικό επίπεδο αυτήν τη φορά. «Η απάντηση της σοσιαλδημοκρατίας (...) δεν είναι ο περιορισμός της ισχύος της Ένωσης υπέρ των εθνικών κρατών, αλλά η εμβάθυνση της ενοποιητικής διαδικασίας.»

Στην Ελλάδα ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει τις βασικές κατευθύνσεις της αστικής τάξης, άλλωστε είναι γνωστότατος ο «μύθος» της «Ευρώπης των Λαών». Ο ΣΥΡΙΖΑ διέγραψε μια σχετικά ταχεία πορεία σοσιαλδημοκρατικοποίησης, όταν οι συνθήκες το απαιτούσαν. Ο ΣΥΡΙΖΑ ενσωμάτωσε πολλά στελέχη και μέρος του μηχανισμού του ΠΑΣΟΚ, αλλά και πρόσφερε νέες δυνάμεις, ανανεώνοντας το αστικό πολιτικό προσωπικό, διαμορφώνοντας το νέο σοσιαλδημοκρατικό πόλο στην Ελλάδα.

Η θολή αντιμνημονιακή ρητορική στην οποία επένδυσε ο ΣΥΡΙΖΑ, εμφανίζοντας σε εκείνη τη φάση την Ελλάδα ως «αποικία χρέους» και «χώρα υπό κατοχή», μιλώντας για «μέτωπο των χωρών του Νότου ενάντια στο Βορρά», και καλώντας στην καπιταλιστική παραγωγική ανασυγκρότηση, θύμιζε σε πολλά τον εθνολαϊκισμό της παλιότερης ΠΑΣΟΚικής φρασεολογίας (υποανάπτυξη, μητρόπολη-περιφέρεια), εγκλωβίζοντας τη λαϊκή οργή μακριά από τον πραγματικό αντίπαλο.

Παράλληλα, όπως και το ΠΑΣΟΚ του 1974, ο ΣΥΡΙΖΑ τήρησε επαμφοτερίζουσα στάση απέναντι στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, περνώντας μεθοδικά από τις υποκριτικές καταγγελίες που έκανε εναντίον της σε πρώτη φάση στην αγαστή συνεργασία. Αρκεί να θυμίσουμε ότι ο Α. Παπανδρέου αρχικά κατήγγειλε τη διεθνή και ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία ως όργανο του ιμπεριαλισμού λέγοντας χαρακτηριστικά: «Η σοσιαλδημοκρατία είναι καπιταλισμός με ευγενικό πρόσωπο (...) σκοπό δεν έχει την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, αλλά την άμβλυνση των ταξικών διαφορών για τη διατήρηση του συστήματος για την εδραίωση του μονοπωλιακού και ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού.» Το ΠΑΣΟΚ στα τέλη της δεκαετίας του 1980 έγινε μέλος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, για να φτάσει στη δεκαετία του 2000 να αναλάβει την προεδρία της.

Το αποτέλεσμα όλης αυτής της πορείας ήταν ο Αμερικανός πρέσβης Τζ. Πάιατ να δίνει κατ’ επανάληψη τα εύσημα στο ΣΥΡΙΖΑ τονίζοντας κατά την περίοδο της κυβερνητικής του θητείας ότι οι σχέσεις ΗΠΑ-Ελλάδας είναι «πιο στενές από ποτέ».

Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αναδειχτεί σε «κορμό» αυτής της διαδικασίας, όμως σε σύγκριση με την αρχική φάση του ΠΑΣΟΚ δεν αναδείχτηκε σε μοναδικό κυρίαρχο του χώρου. Αναγκάστηκε να αναζητήσει κυβερνητικές συνεργασίες συγκυβερνώντας με τους ακροδεξιούς ΑΝΕΛ.

Μετά από την εκλογική ήττα από τη ΝΔ στις εκλογές του περασμένου Ιούλη, τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ τόνιζαν ότι παραμένουν ο «δεύτερος» πόλος στην πολιτική ζωή, προσβλέποντας στη σταθερότερη κατοχύρωση του ρόλου που παλιότερα διαδραμάτιζε το ΠΑΣΟΚ, ως σοσιαλδημοκρατικός πυλώνας της αστικής διαχείρισης. Για να γίνει αυτό, χρειάζεται διεύρυνση και οργανωτική αναμόρφωση του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ο Α. Τσίπρας ανήγγειλε την έναρξη μιας διαδικασίας «μετασχηματισμού» και «διεύρυνσης» του ΣΥΡΙΖΑ, ανασυνθέτοντας ευρύτερες σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις.

Εν κατακλείδι, προς επίρρωση των παραπάνω λεχθέντων, ότι δηλαδή σήμερα η «ντόπια» σοσιαλδημοκρατία σε αγαστή συνεργασία με την νεοφιλελεύθερη δεξιά ψηφίζουν τις βασικές πολιτικές επιλογές και με το χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό που ζήσαμε «στο πετσί μας» και live, την ομόφωνη ψήφιση στην βουλή του μνημονίου το 2015.

Μόνο παρακαλώ δεν θέλω ου...ου... που έλεγε και ο αείμνηστος Γ. Ράλλης, δηλαδή να μην ειπωθεί ότι βγαίναμε από τα μνημόνια το 2019 ή έχουμε βγει σήμερα γιατί έχουμε και κάτι «υποχρεωσούλες»:
  • · Μέχρι το 2022 δέσμευση για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%
  • · Μέχρι το 2026 αποπληρωμή των «δανείων» στην ΕΚΤ
  • · Μέχρι το 2041 αποπληρωμή των «δανείων» στις χώρες της ευρωζώνης
  • · Μέχρι το 2046 αποπληρωμή των «δανείων» στους ιδιώτες
  • · Μέχρι το 2054 αποπληρωμή των «δανείων» στον EFSF
  • · Μέχρι το 2059 αποπληρωμή των «δανείων» στον ESM
  • · Μέχρι το 2060 δέσμευση για πρωτογενές πλεόνασμα 2%
  • · Μέχρι το 2114 ξεπουλημένη όλη η δημόσια περιουσία και δώρο εμείς.
Γιάννης Περάκης- Οικονομολόγος

Φοιτητής του μεταπτυχιακού του ΕΚΠΑ, «Φιλοσοφία και Διοίκηση (Philosophy and Management)»

Ανάρτηση από: https://sioualtec.blogspot.com/