Του Γεράσιμου Δεληβοριά
«Όταν δύο αριστεροί συναντιούνται, πάνε για διάσπαση» (ανέκδοτο, δεκαετία ’70)
Η Ιστορία στην Ελλάδα συνεχώς επαναλαμβάνεται. Ούτε φάρσα, ούτε τραγωδία. Απλή επανάληψη. Το 2023 είχαμε την κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ, μετά την εκλογική συντριβή, την παραίτηση Τσίπρα κι όσα ακολούθησαν. Αρκετοί σοβαροί αναλυτές ισχυρίσθηκαν πως η εκλογή Κασσελάκη ήταν ένα σατανικό σχέδιο των Παππά - Τσίπρα με σκοπό τον εξοβελισμό όσων υπονόμευαν τον Τσίπρα και την επιστροφή του τελευταίου σαν αδιαφιλονίκητου αρχηγού. Κι όμως. Πριν από 38 χρόνια είχαμε ανάλογες περιπέτειες στον χώρο της Αριστεράς, της «Ανανεωτικής Αριστεράς».
Όλα ξεκίνησαν το 1982, όταν τον Μπάμπη Δρακόπουλο διαδέχθηκε στην ηγεσία του ΚΚΕ εσωτ. σαν Γραμματέας του ο Γιάννης Μπανιάς. Σχεδόν αμέσως άρχισαν να δημοσιεύονται στην «Αυγή» επιστολές μελών που διαμαρτύρονταν για τον «παραγκωνισμό» του Λεων. Κύρκου από την ηγεσία. Επικράτησε κάποια αναταραχή, η οποία έληξε με την εκλογή του Κύρκου σαν Προέδρου του κόμματος.
Όμως από την εποχή του Περίανδρου του σοφού Κορίνθιου, ίσχυε πως μονάχα προσκυνημένα κεφάλια δεν κόβονται. Ο Μπανιάς και η ομάδα του εξακολουθούσαν να είναι μια μόνιμη απειλή για την ηγεσία του Κύρκου. Το 1986, ο Κύρκος πρότεινε να αφήσουν πίσω τα κομμουνιστικά σύμβολα και ονομασίες προπορευόμενος κι από τους Ιταλούς συντρόφους, προκαλώντας την αποχώρηση των Μπανιά, Ελεφάντη και των περισσότερων μελών της νεολαίας.
Η αποκήρυξη των συμβόλων και η μετονομασία σε ΕΑΡ δεν έσωσε τον Κύρκο και την ΕΑΡ, αλλά ούτε και την ΑΚΟΑ του Μπανιά. Η μετατροπή τους σε γκρουπούσκουλα ήταν μη αναστρέψιμη και σώθηκαν χάρη στην απόφαση του ΚΚΕ για την ίδρυση του Συνασπισμού. Γιατί δεν αρκεί η αποκήρυξη ή η διατήρηση των συμβόλων, όπως δεν αλλάζει ο Μανωλιός φορώντας άλλα ρούχα. Το πρόβλημα είναι η αλλαγή νοοτροπίας. Και νοοτροπία των περισσότερων αριστερών από το 1918 και μέχρι σήμερα είναι η κατάληψη και διατήρηση της ηγεσίας. Και πάντα ο αγώνας για την επικράτηση εμφανιζόταν σαν αγώνας ιδεολογικός, αγώνας αρχών και αξιών.
Το μεγάλο πρόβλημα των κομμάτων της Αριστεράς είναι πως ενώ το ακροατήριο τους είναι τα πιο φτωχά στρώματα της κοινωνίας, η ηγεσία τους αποτελείται από μεσοαστούς διανοούμενους που φυσικά κουβαλάνε και τις επιρροές της κοινωνικής τους προέλευσης. Το επιπρόσθετο πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ ήταν πως την ώρα που η χρεοκοπία χτυπούσε την πόρτα της χώρας, τα μέλη του ήταν αποκλειστικά δημόσιοι υπάλληλοι, συνδικαλιστές και διανοούμενοι, χωρίς καμία σύνδεση με το παραδοσιακό ακροατήριο της Αριστεράς.
Αυτό φάνηκε κι απ’ τον ακτιβισμό της τότε εποχής. Χωρίς να πρωτοτυπήσει, δανείστηκε το σύνθημα του Ντάριο Φο «Δεν πληρώνω». Μόνο που η δράση δεν κατευθύνονταν στο σουπερμάρκετ, στις συγκοινωνίες, την ένδυση, το ρεύμα, την θέρμανση, τα φάρμακα και τα φροντιστήρια, όπου αναλώνεται το σύνολο του μηνιαίου εισοδήματος των κατώτερων τάξεων. Αλλά στα διόδια και πρώτα φυσικά τα διόδια του Καπανδριτίου, που φρουρούν την είσοδο των βορείων προαστίων, όνειρο του κάθε μικροαστού που είχε γεννηθεί στον Άγιο Παντελεήμονα ή την Ακαδημία Πλάτωνος και του κάθε Έλληνα της περιφέρειας.
Το 2012 η Αριστερά γίνεται «κυβερνώσα». Τα πράγματα σοβαρεύουν. Οι παλιοί κομισσάριοι ξυπνούν από τον λήθαργο, ετοιμάζονται για την τελική έφοδο. Ταυτόχρονα ένα ετερόκλητο πλήθος συνωστίζεται στην πλατεία Κουμουνδούρου. Όλοι τους θέλουν να δώσουν συμβουλές για την άσκηση της εξουσίας, καταθέτουν πείρα, γνώσεις, πτυχία και δεξιότητες. Όλοι τους θέλουν ένα κομμάτι της κυβερνητικής ευτυχίας, όσο μεγαλύτερο γίνεται. Στριμώχνονται γύρω από την ηγεσία, σχηματίζοντας νέες ομάδες, συμμαχίες, περίγυρους.
Η ήττα του 2019 ήταν αποτέλεσμα της πολιτικής ανικανότητας του Τσίπρα και της ομάδας του κυρίως, αλλά και όλων των ομάδων του ΣΥΡΙΖΑ. Αρνήθηκαν να προετοιμάσουν τον λαό για τις δύσκολες συνθήκες που θα ακολουθούσαν και αναλώθηκαν οι μεν σε ψεύτικες υποσχέσεις και θριαμβολογίες και οι δε σε επαναστατικές ονειρώξεις. Ακόμη κι όταν ο ίδιος ο λαός γνωστοποίησε στις 5 Ιουλίου 2015 πως ήταν έτοιμος για θυσίες προκειμένου να κερδίσει επιτέλους τον αυτοσεβασμό του, προτίμησαν την εύκολη λύση της συνδιαλλαγής και της αντιλαϊκής πολιτικής.
Από το 2019 με κυβέρνηση Μητσοτάκη η οικονομία ανακάμπτει. Μόνο που αυτή η ανάκαμψη δεν αγγίζει τα λαϊκά στρώματα. Και το χειρότερο είναι μονομερής. Τουρισμός, κατασκευές, αιολικά και ηλιακά συστήματα. Οικονομία όμως που στηρίζεται αποκλειστικά σε μονοπροϊόντα είναι οικονομία ευάλωτη, ασταθής. Και τις συνέπειες θα πληρώσουν πάλι οι λαϊκές τάξεις.
Ταυτόχρονα έχει αρχίσει να σχηματίζεται μια καινούργια συμμαχία των κυρίαρχων ελίτ με μεσοστρώματα των πόλεων που ευημερούν από την βραχυχρόνια μίσθωση, τις κατασκευές και τις εισαγωγές. Η ειρωνεία της Ιστορίας. Το να κατέχεις ακίνητα στις μεγάλες πόλεις πριν από επτά χρόνια ήταν κατάρα λόγω ΕΝΦΙΑ. Το 2019 είναι ευλογία. Χρήμα με ουρά και συχνά αφορολόγητο.
Ανάσχεση αυτής της πορείας μπορούσε να γίνει μονάχα με αφαίρεση ή τον περιορισμό της παντοδυναμίας της ομάδας Μητσοτάκη, του φορέα που την υλοποιούσε. Κι αυτό απαιτούσε συνεργασία όλων των δυνάμεων χωρίς ηγεμονισμούς και καπελώματα. Φυσικά και δεν έγινε καμία προσπάθεια. Και για να μην αδικήσουμε τον ΣΥΡΙΖΑ, κανένα άλλο κόμμα της Αριστεράς ή της Κεντροαριστεράς δεν έκανε παρόμοια πρόταση, ούτε καν νύξη. Και ο ενταφιασμός της ιδέας ήρθε τον Μάϊο του 2023 δια στόματος Τσίπρα: «Μην ακούτε την προπαγάνδα των φοβισμένων, κυβερνήσεις δεν σχηματίζουν οι ηττημένοι».
Δεν είναι λοιπόν ο Μητσοτάκης που «έσπρωξε την κοινωνία προς τα δεξιά» όπως ισχυρίσθηκε κάποιος. Είναι η Αριστερά και η Κεντροαριστερά που του παρέδωσε αμαχητί την εξουσία, απογοητεύοντας για μιαν ακόμη φορά τις λαϊκές τάξεις και ειδικά την νεολαία που αποσύρθηκαν από το εκλογικό παιχνίδι πιστεύοντας πως «όλοι ίδιοι είναι», «όλοι για πάρτη τους ενδιαφέρονται κι όχι για μας».
Η συντριπτική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ οφείλεται στην συνδυαστική δράση αυτών των δύο παραγόντων: Από τη μια οι λαϊκές τάξεις που στο παρελθόν και κυρίως στο δημοψήφισμα υποστήριξαν τον ΣΥΡΙΖΑ αποσύρονται κι από την άλλη σημαντικό τμήμα μεσοστρωμάτων των πόλεων προσκολλάται στον Μητσοτάκη καθώς επωφελείται από το οικονομικό μοντέλο που προωθεί.
Η κατάληξη, γνωστή. Πριν ακόμη προλάβει ο Τσίπρας να φθάσει στο Ζάππειο για την μελοδραματική του παραίτηση, βγήκαν τα μαχαίρια. Η φωνή της λογικής δια στόματος Τεμπονέρα συνιστούσε νηφαλιότητα, επεξεργασία πολιτικής και δημοκρατικό διάλογο. Όλοι όμως βιάζονταν για μιαν ακόμη φορά να καπαρώσουν την ηγεσία.
Λίγο πριν πεθάνει, ο ιδρυτής του ΚΚΕ Αβραάμ Μπεναρόγια είπε: «Εγώ έκανα το χρέος μου. Έδωσα στην εργατιά το κόμμα της». Για τον Μπεναρόγια και τους ακτιβιστές σοσιαλιστές της εποχής του, το κόμμα ήταν απλά ένα εργαλείο που διευκόλυνε τον αγώνα των καταπιεσμένων εργαζόμενων τάξεων για την κοινωνική τους ανόρθωση.
Το λάθος τους ήταν η επιλογή του αντιπροσωπευτικού συστήματος για την διοίκηση του κόμματος. Ένα σύστημα που ενισχύει την δημιουργία συμμαχιών για την επικράτηση στα διοικητικά όργανα και σιγά σιγά μετατρέπει αυτά τα κόμματα από εργαλεία δράσης σε γραφειοκρατικούς οργανισμούς.
Το μόνο αντίδοτα είναι η υιοθέτηση της απλής, άδολης, άμεσης δημοκρατίας για την εσωκομματική διοίκηση, όπως και για την διοίκηση του κράτους εξάλλου.
Μέχρι τότε, οι γάτες της Αριστεράς – και της Κεντροαριστεράς – ανεξαρτήτως χρώματος θα αλληλοτρώγονται, ενώ τα ποντίκια της ολιγαρχίας θα ροκανίζουν ανέμελα το εισόδημα του λαού.