Του Παναγώτη Σωτήρη
Τα πρακτικά της σύσκεψης των πολιτικών αρχηγών
επιτρέπουν πολύ πιο σοβαρή αποτίμηση των στρατηγικών ελλειμμάτων που είχε η
τότε εκδοχή της Αριστεράς. Αρκεί να μην αναζητούμε «ευκολίες σκέψης».
Το in είχε μια μεγάλη δημοσιογραφική επιτυχία. Και την είχε κατά
βάση γιατί υπήρχε μέχρι τώρα μια παράλογη άρνηση να δοθούν στη δημοσιότητα τα
πρακτικά του Συμβουλίου των Πολιτικών Αρχηγών παρότι δεν είναι απόρρητα και
παρότι αναμφίβολα επιτρέπουν μια καλύτερη αποτίμηση γεγονότων, χωρίς στην
πραγματικότητα να αποκαλύπτουν «μυστικά του κράτους».
Το δημοσίευμα
ήταν πλήρες, είχε τις βασικές τοποθετήσεις και αποτύπωνε ακριβώς τι έγινε σε
εκείνη τη σύσκεψη. Και με αυτό τον τρόπο εξυπηρετούσε μια βασικά
αναγκαιότητα: να έχουμε όλα τα δεδομένα για να μπορούμε να κρίνουμε τι ακριβώς
συνέβη τότε. Ο καθένας και η καθεμιά μπορούν να κάνουν την αποτίμησή τους.
Αυτό που υπογραμμίζει το συγκεκριμένο δημοσίευμα είναι αυτό που
διαισθανόμασταν και τότε: η πολιτική γραμμή της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα από
την πρώτη στιγμή που ανέλαβε την εξουσία ορίζοντα είχε ουσιαστικά τη
διαπραγμάτευση με τους δανειστές για μια λιτότητα και ένα Μνημόνιο με
ημερομηνία λήξης.
Η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα δεν είχε ποτέ γραμμή ή τοποθέτηση
για μια ρήξη με την Ευρωπαϊκή Ένωση, είτε αυτό αφορούσε την έξοδο από το ευρώ,
είτε πολύ περισσότερο την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ούτε είχε γραμμή ποτέ
για μονομερή στάση πληρωμών ή διαγραφή του χρέους, παρά μόνο για αναδιάρθρωση
του χρέους ύστερα από διαπραγμάτευση με τους δανειστές.
Προφανώς και υπήρχαν εντός του ΣΥΡΙΖΑ, συμπεριλαμβανομένου του υπουργικού συμβουλίου, φωνές που υποστήριζαν ότι η έξοδος από τα μνημόνια απαιτούσε αυτού του είδους της ρήξη. Όμως, είχαν αποδεχτεί ήδη από το 2012 ότι η κυρίαρχη γραμμή του κόμματος, αυτή που εκπροσωπούσε ο Αλέξης Τσίπρας, δεν περιλάμβανε τη ρήξη.
Η γραμμή αυτή ήταν κυρίαρχη όσο προχωρούσε και η διαπραγμάτευση με τους δανειστές. Και ήταν μια γραμμή που είχε πολύ συγκεκριμένους περιορισμούς: στον βαθμό που δεν περιλάμβανε ποτέ το ενδεχόμενο της ρήξης με την ευρωζώνη και την ανάκτηση πλήρους ελέγχου της νομισματικής πολιτικής, αυτό σήμαινε ότι ήταν υπό διαρκή εκβιασμό σε σχέση με τη ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος όπως και συνολικά τη χρηματοδότηση βασικών αναγκών. Δηλαδή, οι δανειστές είχαν το «πάνω χέρι».Προφανώς και η στάση της Ευρώπης τότε ήταν άθλια. Δεν προσέφεραν
καμιά αναδιάρθρωση του χρέους και απαιτούσαν όχι μόνο δυσβάσταχτη λιτότητα ως
εγγύηση για την αποπληρωμή του αλλά ένα μεγάλο φάσμα από αναδιαρθρώσεις και
ιδιωτικοποιήσεις που δεν αφορούσαν καν τη βιωσιμότητα του χρέους αλλά μια
νεοαποικιακή λογική για το πώς η Ελλάδα θα γινόταν πραγματική οικονομία της
αγοράς, δηλαδή μια νεοφιλελεύθερη δυστοπία.
Στην πραγματικότητα ήταν αυτός ο εκβιασμός που θα καθιστούσε τη
ρήξη πιο αναγκαία, με την έννοια ότι η ανάκτηση της νομισματικής κυριαρχίας θα
ακύρωνε αυτόν τον εκβιασμό και θα επέτρεπε, έστω και με αρχικό κόστος, μια
πορεία κοινωνικής ανασυγκρότησης.
Όμως, αυτή η ρήξη ήταν έξω από τον ορίζοντα του ΣΥΡΙΖΑ, όπως
ιστορικά είχε διαμορφωθεί ως κόμμα, έξω από το πρόγραμμα, έξω από το διανοητικό
ορίζοντα των στελεχών του.
Και αυτό ήταν το πραγματικό πρόβλημα με τον ΣΥΡΙΖΑ: ότι ανέλαβε
να εκπροσωπήσει μια ιστορική κοινωνική δυναμική, χωρίς να έχει τις
προγραμματικές επεξεργασίες που θα επέτρεπαν σε αυτή την ιστορική δυναμική να
δικαιωθεί.
Γιατί χωρίς το ενδεχόμενο της ρήξης η όποια διαπραγμάτευση,
ακόμη και με την ισχυρή υποστήριξη της λαϊκής βούλησης, ήταν καταδικασμένη να
καταλήξει εκεί που κατέληξε.
Πιθανώς την ώρα της σύσκεψης τόσο ο Αλέξης Τσίπρας όσο και οι
άλλοι συμμετέχοντες να ήταν πιο αισιόδοξοι αλλά είναι σαφές αυτό στο οποίο
κατέληξαν: μέτρα λιτότητας και ιδιωτικοποιήσεων με κάποιες «κόκκινες γραμμές»
και ένα νέο μνημόνιο που να εξασφαλίζει απρόσκοπτη χρηματοδότηση αλλά με
ορίζοντα λήξης.
Αυτό είναι το πνεύμα και των πρακτικών και του κοινού
ανακοινωθέντος. Και αυτή ήταν – επί της ουσίας και ανεξαρτήτως ρητορικής – η
βασική κατεύθυνση του ΣΥΡΙΖΑ.
Με αυτή την έννοια, η όποια διαπραγμάτευση ακολουθεί το
δημοψήφισμα και τη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών και στο βαθμό που ζήτημα ρήξης
με την ευρωζώνη δεν ετίθετο είχε πολύ συγκεκριμένα όρια.
Όταν ο Αλέξης Τσίπρας επέστρεψε από τη διαπραγμάτευση κατά βάση
είχε πάρει μια συμφωνία στα όρια των αποφάσεων της σύσκεψης. Πιθανώς με πιο
σκληρά μέτρα, αλλά σε αυτά τα όρια: ένα τρίτο μνημόνιο, αυτό που τελικά
εφάρμοσε.
Σχολίασαν διάφοροι ότι η δημοσιοποίηση των πρακτικών μεθοδεύει
μια «ωραιοποίηση» των επιλογών του Αλέξη Τσίπρα. Και αυτό γιατί με έναν τρόπο
υπονομεύει το αφήγημα της υποτιθέμενης «κωλοτούμπας», της υπαναχώρησης, της
συνθηκολόγησης.
Και εδώ είναι που συναντούμε ένα βασικό εμπόδιο για την
αποτίμηση εκείνης της περιόδου: στην πραγματικότητα το σχήμα της υποτιθέμενης
«κωλοτούμπας» δεν αποτελεί ερμηνευτικό εργαλείο, αλλά μια «ευκολία της σκέψης»,
μια αποφυγή της αναμέτρησης με την πραγματικότητα, που χαρακτηρίζει ανθρώπους
με αντίθετες προσεγγίσεις για τα γεγονότα.
Γράφω «ευκολία της σκέψης» συνειδητά. Θα μπορούσα να προσθέσω
και «τεμπελιά ως προς την ανάλυση». Είναι πολύ εύκολο να αφηγηθείς μια ιστορία
λέγοντας ότι κάποτε υπήρξε ένας ηγέτης που υποσχέθηκε ότι θα ανατρέψει τα
μνημόνια και μετά συνθηκολόγησε και αποδέχτηκε τα μνημόνια. Καταδικάζεις τον
ηγέτη στη συνείδησή σου, αντιμετωπίζοντας τον περίπου ως έναν πρίγκιπα ενός
παραμυθιού που δεν κατάφερε να φονεύσει τον κακό δράκο
Γιατί η πραγματική ιστορία είναι πιο σύνθετη: γιατί η αποδοχή
του «ευρωπαϊκού δρόμου» ως αναπόδραστου αποτυπώνεται πολύ νωρίτερα από το
καλοκαίρι του 2015 και όσες και όσοι συστρατεύτηκαν με τον ΣΥΡΙΖΑ στην πορεία
του προς την εξουσία το ήξεραν πάρα πολύ καλά. Γιατί η αποσιώπηση της συζήτησης
για την ύπαρξη μιας εναλλακτικής πορείας υποχωρεί μετά το 2012. Γιατί
προκρίνεται ουσιαστικά η κατάκτηση της εξουσίας ως αυτοσκοπός και γιατί
κυριαρχεί, έστω και ενδόμυχα, η πεποίθηση ότι τα πράγματα από μόνα τους θα αναδείξουν
την ορθότητα της ανάγκης για ρήξη. Γιατί η εκλογική προεργασία θεωρήθηκε πιο
σημαντική από τη συζήτηση με την κοινωνία για το τι θα σήμαινε μια ρήξη με την
Ευρώπη. Γιατί όλες και όσοι είχαν μια διαφορετική γνώμη θεώρησαν ότι δεν
μπορούσαν να κάνουν πολιτική έξω από ένα κόμμα που είχε πολιτική εξουσία. Γιατί
ανεξαρτήτως του τι έλεγαν «βόλευε» να κάνουν πολιτική σε ένα κόμμα που φαινόταν
να υπόσχεται την απαλλαγή από τη λιτότητα χωρίς το βάρος της ρήξης, όπως και
ένα μέρος της κοινωνίας βολευόταν να πιστεύει ότι είναι εφικτό κάτι τέτοιο.
Σε αυτό το φόντο η επίκληση μιας υποτιθέμενης «κωλοτούμπας» που
έγινε το 2015 απλώς απαλλάσσει αρκετές και αρκετούς, σε επίπεδο αποτίμησης, από
την αναμέτρηση με το γιατί πολύ πιο έγκαιρα δεν έκρουσαν τον κώδωνα του
κινδύνου για μια πολιτική γραμμή που είχε συγκεκριμένα όρια και γιατί δεν
επέλεξαν να κάνουν την πολιτική και προγραμματική επεξεργασία που θα έδειχνε
πρώτα από όλα στην κοινωνία ότι θα υπήρχε ένας άλλος δρόμος.
Όπως, και από την άλλη πλευρά, αυτή του ΝΑΙ, η επίκληση της
«κωλοτούμπας», επίσης απαλλάσσει από την αναμέτρηση ότι στην ίδια φάση είχαν
φτάσει και οι προηγούμενες κυβερνήσεις και ότι ακόμη και εάν είχαν διατηρήσει
την εξουσία, πάλι σε ανάλογα μέτρα θα είχαν αναγκαστεί να συμφωνήσουν, καθώς
είναι προφανώς μυθολογία ότι το 2014 είχαμε μπει σε τροχιά εξόδου από τα
μνημόνια. Δεν είχαμε μπει, ακριβώς γιατί και πίεση για μέτρα υπήρχε (θυμάται
κανείς την ιστορία με το «μέηλ Χαρδούβελη και τη στάση των δανειστών;) και
γιατί οι χρηματοδοτικές ανάγκες – με δεδομένη την αποδοχή του ευρωπαϊκού
πλαισίου – έκαναν αναγκαία είτε μια νέα δανειακή σύμβαση, είτε μια διαρκή
χρηματοδότηση με όρους διαρκούς μνημονίου.
Προφανώς και το δημοψήφισμα ήταν μια κορυφαία πολιτική μάχη. Σε
μια από τις πιο ταξικά φορτισμένες εκλογικές μάχες, που κρίθηκε πρωτίστως με
κοινωνικά και όχι ιδεολογικά κριτήρια, η μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας,
δηλαδή τα λαϊκά στρώματα, οι υποτελείς τάξεις, δηλαδή όλες και όλοι αυτοί που
πλήρωσαν το μεγαλύτερο τίμημα από τη λιτότητα ύψωσαν συλλογικό ανάστημα. Από
την άποψη του συσχετισμού δύναμης, εάν υπήρχε μια στιγμή για να γίνει η ρήξη με
την ευρωζώνη ήταν ακριβώς τότε. Μόνο που την ίδια στιγμή η κυβέρνηση, δηλαδή η
ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, ήταν πιο απομακρυσμένη παρά ποτέ από αυτόν τον δρόμο και
όσες και όσοι είχαν μια διαφορετική εκτίμηση δεν μπορούσαν εύκολα να
διεκδικήσουν ότι εκπροσωπούσαν το ΟΧΙ, ακριβώς γιατί είχαν αφήσει η κυρίαρχη
γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ ως προς το αδύνατο της ρήξης να έχει καταστεί σχεδόν
ηγεμονική.
Και αυτό είναι το πιο οδυνηρό δίδαγμα. Στην κρίσιμη στιγμή δεν
μετρά η τακτική ούτε η δυναμική. Μέτρα η στρατηγική και η στρατηγική
προετοιμασία ακόμη και οι καταστάσεις είναι πάντα εκνευρίστηκα πρωτότυπες. Η
αριστερά ως πραγματικό κίνημα που ανατρέπει την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων,
δεν οικοδομείται με συνθήματα ούτε με ευαισθησίες αλλά με τη συλλογική
επεξεργασία και εμπειρία ενός άλλου δρόμου. Και η ιστορία είναι το μεγάλο
πειραματικό εργαστήριο για να αντλήσει κανείς συμπεράσματα. Αρκεί να θέλει να διαβάσει
την ιστορία στην ίδια της την περιπλοκότητα και όχι ιστορίες για δράκους και
πρίγκιπες που την κρίσιμη ώρα δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων.
Ανάρτηση από: https://www.in.gr/
Ευχαριστώ τον φίλο Κοσμά Τ.