Σάββατο 22 Μαΐου 2021

Η υστερική επίθεση κατά του στρατηγού Μακρυγιάννη και η αλήθεια

Του Σπύρου Κουτρούλη

Τα τελευταία χρόνια είμαστε μάρτυρες μιας υστερικής επίθεσης κατά του Στρατηγού Μακρυγιάννη, η οποία υπερέβη την απλή φιλοσοφική-φιλολογική κριτική στον ίδιο ή και στον Γ. Σεφέρη. Η ασυνήθιστη και ακατανόητη αυτή επίθεση δεν συναντάται σε αυτή την έκταση και σε αυτό το πάθος σε κανέναν άλλο από τους αγωνιστές του ’21.

Μετά την ανακάλυψη των απομνημονευμάτων του από τον Ι. Βλαχογιάννη, ακολούθησε ένα πλήθος σημαντικές μελέτες εκ των οποίων οι σημαντικότερες υπήρξαν του Γ. Σεφέρη, του Γ. Θεοτοκά  και του Ζ. Λορεντζάτου. Μέχρι πριν λίγα χρόνια υπήρξε κοινό σημείο αναφοράς των δημοτικιστών, της γενιάς του ‘30, της εκκλησίας, των φιλελεύθερων αντιμοναρχικών που ανακάλυπταν έναν πρώιμο επικριτή της μοναρχίας και της αριστεράς, που στα πάθη του έβρισκε ομοιότητες με τα πάθη των δικών της αγωνιστών. Ο Γ. Σεφέρης στο «Πολιτικό Ημερολόγιο» γράφει ότι η ομιλία του στο Κάιρο για τον Μακρυγιάννη αντιμετωπίστηκε εχθρικά  από μοναρχικούς κύκλους[1].

Η σημερινή επίθεση αφενός έχει ως αφετηρία την καχυποψία και την περιφρόνηση προς τον λαό, αφού σκόπιμα συγχέουν κάθε αναφορά σε αυτόν με τον λαϊκισμό και αφετέρου την αντιπαράθεση με τις αξίες για τις οποίες ο Μακρυγιάννης θυσιάστηκε, δηλαδή την ελευθερία της πατρίδας και την ελευθερία της πίστης. Θεμελιώνεται σε παραδοξολογίες, που αγνοούν ή παρερμηνεύουν τα κείμενα και την ιστορική πραγματικότητα.

Α. Παρουσιάζουν τον Μακρυγιάννη ως τοκογλύφο. Όμως κατά την τουρκοκρατία ούτε τραπεζικό σύστημα υπήρχε, αλλά ούτε και νομοθεσία βέβαια που να καθορίζει το επιτόκιο δανεισμού και γενικότερα την αγορά του χρήματος. Κατά συνέπεια, η τραπεζική πίστη ήταν υποτυπώδης ή ανύπαρκτη και διενεργείτο αποκλειστικά από ιδιώτες στηριζόμενη στον λόγο και στην τιμή.

Β. Αμφισβητούν τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, όμως από αυτά κυρίως επιχειρούν να αντλήσουν επιχειρήματα εναντίον του.

Γ. Τόσο ο Βλαχογιάννης όσο και ο ίδιος ο Μακρυγιάννης δεν αφήνουν καμία σκιά για τον βίο και την πολιτεία του.

Το πραγματικό του όνομα υπήρξε Ιωάννης Τριανταφύλλου. Τον πατέρα του τον σκότωσαν οι Τούρκοι, όταν αυτός ήταν ηλικίας επτά ετών. Από τον άρχοντα Θανάση Λιδωρίκη, στην Άρτα, στον οποίο δούλευε, δανείστηκε ένα μικρό ποσό. Στην συνέχεια γράφει: «γνωρίστηκα μ’ όλους αυτούς τους προεστούς των χωριών. Ζήτησα από αυτούς τους προεστούς και εμπόρους ένα δάνειον και με δάνεισαν πεντέξι χιλιάδες γρόσια. είχα και εγώ ως τότε καπετάλιεικοσιτέσσερα γρόσια, το προστοίχησα εις τους χωργιάτες και έπιασα βρώμη τον χειμώνα, να την λάβω εις τ’ αλώνια. Την πιάνω τέσσερα γρόσια το ξάι, την σύναξα εις τα αλώνια (και ήταν έλλειψη) και την πουλώ δεκαέξι. Πιάνω όλα αυτά τα χρήματα. Την άλλη χρονιά τον χειμώνα τα πιάνω αραποσίτι από έντεκα γρόσια το ξάι. το συνάζω εις τ’ αλώνια, το πουλώ εις την Άρτα τριάντα τρία»[2].

Ο ορφανός και πάμφτωχος Μακρυγιάννης θα διακριθεί χάρη στην εξυπνάδα και την τιμιότητα του. Από το μηδέν, στις παραμονές της Επανάστασης, θα έχει φτιάξει μια ικανοποιητική περιουσία, η οποία βέβαια δεν συγκρίνεται με αυτή των προκρίτων της Πελοποννήσου ή των καραβοκυραίων του Αιγαίου.  Όταν μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία γράφει: «Μπήκα στο μυστικόν και αναχώρησα από τον πατριώτη μου και πήγα εις το σπίτι μου και εργαζόμουνε δια την πατρίδα μου και θρησκείαν μου να την δουλέψω ‘λικρινώς , καθώς την δούλεψα, να μην με ειπή κλέφτη και άρπαγον, αλλά να με ειπή τέκνο της και εγώ μητέρα μου»[3].

Ο Μακρυγιάννης διακρίθηκε σε πολλές μάχες που γέμισαν το κορμί του με πληγές και τραύματα. Στους Μύλους με 500 αγωνιστές (πολλοί ήταν από τα Ψαρά και την Κρήτη) σταμάτησε την πορεία του Ιμπραήμ με 12.000 στρατιώτες προς το Ναύπλιο. Το αποκορύφωμα ίσως του ηρωισμού του ήταν η μάχη μπροστά στην Ακρόπολη, μετά τον θάνατο του Γκούρα, το 1826, όπου κινδύνευσε πολλές φορές να σκοτωθεί.

Ο ιατρός Α. Γούδας που απήγγειλε τον επικήδειόν  του γράφει: «Αποκαλύψατε την κεφαλήν και θέλετε εύρη ανωτέρω του δεξιού μετώπου έν πολύτιμον παράσημον μιαν ουλήν και υπ’ αυτήν κάταγμα μετ’ εισθλάσεως. αποκαλύψατε τον τράχηλον και θέλετε εύρη πολυτιμότερον παράσημον, σφαίραν εχθρικήν εγκεκυστρωμένην και άχρι της σήμερον εις τας σάρκας του στρατηγού. αποκαλύψατε το στήθος και θέλετε ιδή δια μιάς τρία συνάμα έτι πολυτιμότερα παράσημα, τρεις μεγάλας  ουλάς. αποκαλύψατε τον αριστερόν βραχίονα και θέλετε εύρη το μέγιστον ίσως των παρασήμων, απηρχαιωμένων κάταγμα μετά τινός δυσμορφίας. αποκαλύψατε τον δεξιόν μηρόν και επ’ αυτού θέλετε εύρη παράσημον πολυτιμότερον πάσης οιασδήποτε ταινίας, μίαν δηλαδή τεράστιαν ουλήν. Αι πληγαί συχνά ηνοίγοντο αιμορροούσαι. Ο εξ αυτών πυρετός κατεβίβρωσκεν αυτόν. Η ζωή αυτού διήρχετο σχεδόν επί κλίνης. Βαρείαι νόσοι επήρχοντο, η δε ανάρρωσις εγίνετο βραδυτάτη. Ταύτα ήσαν τα αγαθά ων έλαχεν ο Μακρυγιάννης ως αμοιβής των υπερ πατρίδος εξόχων υπηρεσιών αυτού. Πληγαί και ασθένειαι πολυώδυνοι, και μετ’ αυτών πενία δυσθεράπευτος ομοίως ως εκείναι»[4].

Ο Μακρυγιάννης, το 1851, κατηγορήθηκε ότι συνωμοτούσε για την δολοφονία του Όθωνα, μαζί με εξόριστους Πολωνούς στρατιωτικούς (όπως ο στρατηγός Μίλβιτς) με σκοπό να εγκαθιδρυθεί δημοκρατία. Στην αρχή ήταν σε κατ’ οίκον περιορισμό, αλλά στην συνέχεια φυλακίστηκε στον Μεντρεσέ «οπού φυλακώνουν τους κακούργους». Μετά από μερικές ημέρες ο μοίραρχος Πτολεμαίος «ερράπισεν αυτόν, και έπειτα ωδήγησε πεζή χλευαζόμενον και ωθούμενον δια των υποκοπάνων υπό των στρατιωτών εις το νοσοκομείον, όπου εφυλάκισεν εν στενώ και αθλίω δωματίω»[5].  Ο Γ. Βλαχογιάννης συνεχίζει  ότι «κατεδικάσθη εις θάνατον υπό του δικαστηρίου στηριχθέντος επί της μιας ταύτης και μόνης μαρτυρίας»[6]. Όμως «η ποινή του θανάτου μετεβλήθη συντόμως εις ισόβια δεσμά, βραδύτερον δε ταύτα ηλαττώθησαν εις εικοσαετή, και δεκαετή την 25 Ιανουαρίου 1854. Μόνον δε την 2 Σεπτεμβρίου του έτους τούτου, δια της επιβολής του Δημητρίου Καλλέργη, πανισχύρου υπουργού κατά την υπάρχουσαν Αγγλογαλλικήν εν Ελλάδι κατοχήν και λίαν αγερώχως φερόμενου προς τον Όθωνα, κατωρθώθη να απαλλαγεί τελείως ο δυστυχής Μακρυγιάννης»[7]. Βεβαίως όταν κοίταγε προς το παλάτι, έλεγε για το «χαλασμένο σπίτι».

Σε αυτό το παλληκάρι, τον αγωνιστή της ελευθερίας και της πίστης, σ’ αυτό αγκωνάρι του έθνους μας, σ’ αυτό το παράδειγμα δικαιοσύνης και ανθρωπιάς, δεν οφείλουμε ύβρεις και χυδαιότητες, οφείλουμε το λιγότερο τιμή και σεβασμό.


[1] Ο Σεφέρης, στις 21 Αυγούστου 1944  του «Πολιτικού Ημερολογίου» του, αναφέρεται σε σχόλιο αυλικού που τον κατηγορεί ότι δεν έχει ούτε πατρίδα ούτε γλώσσα και συμπληρώνει αναφερόμενος στις αντιδράσεις που προκάλεσε η διάλεξη για τον Μακρυγιάννη: «Είναι από αυτούς που δε μου συγχώρεσαν ακόμη τη διάλεξή μου για το Μακρυγιάννη, από αυτούς που υποκίνησαν τη δίωξη μου από τον Παπανδρέου» (Α΄ τόμος, Ίκαρος, σελ. 254).

[2] Στρατηγού Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα, εκδ. Μπάιρον, σελ. 96.

[3] Ό.π., σελ. 98.

[4] Ό.π., σελ. 46-47.

[5] Ό.π., σελ. 80.

[6] Ό.π., σελ. 81.

[7] Ό.π., σελ. 81-82.

Ανάρτηση από: https://ardin-rixi.gr/