Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2017

Mataroa 22/12/1945 το πλοίο της μεγάλης φυγής

"Η γυναίκα με τα μεγάλα μάτια" Αυτό σημαίνει στα πολυνησιακά Mataroa, το νεοζηλανδέζικο πλοίο, το οποίο ξεκίνησε από τον Πειραιά το πρωί της 22ας Δεκεμβρίου 1945, έχοντας 200 περίπου φοιτητές ως επιβάτες. Ανάμεσα τους, 32 παράνομα στελέχη του ΚΚΕ. 
 Πολλοί από αυτούς σώθηκαν από το εκτελεστικό απόσπασμα και έγιναν σπουδαίοι. Η χώρα μας όμως στερήθηκε από αυτούς και από πολλούς άλλους που έχασαν την ζωή τους ή δεν μπόρεσαν να προοδεύσουν.
 Φανταστείτε τον Καστοριάδη ή τον Ξενάκη εκτελεσμένους σε ένα από τα πολλά σφαγεία της χώρας μας, φανταστείτε όμως και τον Σβορώνο ή την Αρβελέρ να διδάσκουν στα ελληνικά και όχι στα γαλλικά πανεπιστήμια.

  Πολλά από τα ονόματα προκαλούν δέος: Κριαράς, Καστοριάδης, Ανδρικοπούλου, Ζαχαρίας, Κύρου, Κώστας Παπαϊωάννου, Μιμίκα Κρανάκη, Κώστας Αξελός, ο ιστορικός Νίκος Σβορώνος, οι φοιτητές αρχιτεκτονικής Εμμανουήλ Κινδύνης, Αριστομένης Προβελέγγιος, Αθανάσιος Γάττος, Κωνσταντίνος Μανουηλίδης, Νικόλας Χατζημιχάλης, Γιώργος Κανδύλης, Πάνος Τσολάκης, Τάκης Ζενέτος, ο κινηματογραφιστής Μάνος Ζαχαρίας, ο γλύπτης Μέμος Μακρής, ο ζωγράφος Ντίκος Βυζάντιος, ο μουσικός Δημήτρης Χωραφάς, ο τεχνοκριτικός Αγγελος Προκοπίου, οι γιατροί Ανδρέας Γληνός (γιος του Δημήτρη Γληνού) και Ευάγγελος Μπρίκας, η συγγραφέας Ελλη Αλεξίου, η ποιήτρια Μάτση Χατζηλαζάρου, ο ποιητής Ανδρέας Καμπάς, οι φιλόλογοι Εμμανουήλ Κριαράς και Σταμάτιος Καρατζάς, και πολλοί άλλοι. Ο συνθέτης Ιάνης Ξενάκης, ο οποίος είχε τραυματιστεί στο μάτι στα Δεκεμβριανά, έφτασε αργότερα μόνος του στο Παρίσι. και άλλοι πολλοί.

Έχουν γραφεί αρκετά βιβλία για το ταξίδι αυτό, όπως της Νέλλης Ανδρικοπούλου.

Παράτολμη πρωτοβουλία

Ψυχή και κινητήριος μοχλός αυτής της παράτολμης πρωτοβουλίας ήταν ο διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου στην Αθήνα και ένθερμος φιλέλληνας, Οκτάβ Μερλιέ. Ηταν ο άνθρωπος που «το επινόησε και το διεκπεραίωσε με σθένος και ευρηματικότητα τη σκοτεινή εκείνη εποχή» έχοντας στο πλευρό του τον γενικό γραμματέα του Ινστιτούτου, Ροζέ Μιλλιέξ. Ηταν παντρεμένοι και οι δύο με Ελληνίδες (τη Μέλπω Λογοθέτη-Μερλιέ και την Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ αντίστοιχα), αντιστασιακοί, προοδευτικών και φιλοαριστερών πεποιθήσεων. Ο Μερλιέ, διαβλέποντας τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα (είχαν ήδη μεσολαβήσει τα Δεκεμβριανά), αποφάσισε να δώσει την ευκαιρία σε αριστερούς, αντιστασιακούς και προοδευτικούς Ελληνες να σπουδάσουν στο εξωτερικό και να σωθούν. Ο ίδιος στη μόνη μεγάλη συνέντευξη που έδωσε πολλά χρόνια μετά για το «Ματαρόα» έλεγε ότι βασικό κριτήριο επιλογής ήταν η οικονομική κατάσταση των υποψηφίων. «Είταν φτωχά παιδιά... Δεν θα τους ξεχάσω ποτέ. Οτιδήποτε κι αν επιτύχει κανείς για τέτοιους ανθρώπους θα είναι λίγο».

Στη διαλυμένη Ευρώπη

 «Οι πιο πολλοί ταξιδεύουν με σακίδια, καλάθια, μπόγους, ό,τι μπόρεσε να σοφιστεί η φτώχεια και η αγάπη κείνων που μείναν στην αποβάθρα του Πειραιά κουνώντας τα μαντήλια τους», λέει η Μιμίκα Κρανάκη. Ο βομβαρδισμένος σταθμός του τρένου στον Τάραντα, τα διαλυμένα τρένα που τους διατέθηκαν, οι πέντε ώρες πολυτέλειας στην Ελβετία και η άφιξη στο Παρίσι ζωντανεύει στα δύο βιβλία όχι μόνο από τις συγγραφείς αλλά και από αναμνήσεις άλλων υποτρόφων του 1945, δίνοντας ανάγλυφα την εικόνα της Ευρώπης που μόλις έχει βγει από έναν ολέθριο πόλεμο και προσπαθεί να στηθεί ξανά στα πόδια της.
   «Ηταν ο πόλεμος, η Κατοχή, γλυτώσαμε, επιζήσαμε και βρεθήκαμε ελεύθεροι στην Ευρώπη. Αυτό ήταν», λέει ο σκηνοθέτης Μάνος Ζαχαρίας, που ήταν στην 30μελή ομάδα των ΕΑΜιτών του «Ματαρόα».

Η αίσθηση του μέτοικου

«Το Παρίσι μας φάνηκε ζοφερό, κακοφωτισμένο, όλες οι προσόψεις του ήταν σκοτεινές...», γράφει ο ζωγράφος Ντίκος Βυζάντιος. Και η Μιμίκα Κρανάκη, μόλις πέντε χρόνια μετά το ταξίδι του «Ματαρόα», περιγράφει την πραγματικότητα αυτού του νέου κόσμου: «Ως τότε, όμως, κοιτάζω να επιβιώσω όπως όπως, έμαθα να κάνω κάτι αυτόματες κινήσεις, μηχανικές, ό,τι χρειάζεται για την καθημερινή ζωή, μα τούτο δε σημαίνει αναγκαία ότι ζω. Πώς μπορεί να υπάρξει φιλία σε μια τόσο τεράστια πολιτεία;» Και συνεχίζει με το σαράκι της νοσταλγίας: «Μου 'ρχονται στο νου όσα άφησα μισοτελειωμένα 'κει κάτω, τα νησιά που δεν είδα, οι άνθρωποι που δεν γνώρισα. Αλλά κι αυτά που ήξερα τ' αγαπούσα τόσο άσκημα και τόσο λίγο. Με πνίγει το πρόχειρο, το ημιτελές, τ' ανεπανόρθωτο».

Η αίσθηση του ξένου, του μέτοικου, του ανθρώπου που δεν ξέρει πού να βαδίσει και με ποιους να μιλήσει και ζει «στην κόψη του σπασμένου γυαλιού», περιγράφεται συγκλονιστικά στο κείμενο της Μιμίκας Κρανάκη. Γιατί πίσω από τις πολιτικές ισορροπίες και τις διπλωματικές προσπάθειες, οι διακόσιοι νέοι άνθρωποι που έφτασαν μια νύχτα του Δεκεμβρίου του 1945 στο Παρίσι ήταν ξένοι στη μέση της Ευρώπης. Κι έπρεπε να επιβιώσουν. Η απέλαση ήταν πάντα μπροστά τους. Το ΚΚΕ προς το τέλος του Εμφυλίου ζητούσε από τα μέλη του να επιστρέψουν και να ενισχύσουν τις γραμμές του. Ελάχιστοι το αποφάσισαν. Οι περισσότεροι είχαν πάρει ήδη το δρόμο τους και τις αποφάσεις τους: «Δεν είχα πλέον καμιά διάθεση να πάω ούτε στο βουνό ούτε στις πολιτικές οργανώσεις, γιατί ήμουν βέβαιος ότι δεν θα πρόσφερα τίποτα το ουσιαστικό. Εκανα ένα είδος επιλογής. Ημουν σίγουρος ότι η επιστημονική δουλειά που θα έκανα στη Γαλλία θα ωφελούσε το όλο κίνημα περισσότερο από την παρουσία μου στην Ελλάδα», εκμυστηρεύεται πολλά χρονιά μετά ο Νίκος Σβορώνος στον Τάσο Γουδέλη.

Οι επιβάτες του «Ματαρόα» ξεκίνησαν ένα δύσκολο ταξίδι και οι περισσότεροι το ολοκλήρωσαν με τον πιο δημιουργικό τρόπο.

Ανάρτηση από: http://kinisienergoipolites.blogspot.gr