Κυριακή 22 Μαρτίου 2020

«Ψάχνοντας ένα κέρμα στο σκοτάδι»

Η πίεση των βιομηχάνων της Ιταλίας προς την κυβέρνηση διατήρησε ανοιχτά τα εργοστάσια ενώ ο κορωνοϊός «θέριζε» τη γειτονική χώρα
Του Νίκου Καψάλη

Υπάρχει ένα παλιό ανέκδοτο με τον τύπο που μέσα στη νύχτα έχει σκύψει και ψάχνει δίπλα σε μία λάμπα φωτισμού στο δρόμο. Όταν ένας περαστικός τον ρώτησε αν έχει χάσει τίποτα, εκείνος του απάντησε πως έχασε ένα κέρμα μερικά μέτρα πιο κάτω αλλά επειδή εκεί είναι σκοτεινά το ψάχνει στο φως.
Κάπως έτσι μοιάζει και όλη αυτή η πρωτόγνωρη κατάσταση που ζούμε. Και είναι και ακόμα πιο σκληρή όταν διακυβεύονται ζωές ανθρώπων.
Ο αριθμός των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων είναι μία πραγματικότητα, όπως και ο αριθμός εκείνων που νοσηλεύονται και βεβαίως των ανθρώπων που έχασαν τη μάχη. Ανάμεσα σε αυτά όμως τα τρία μεγέθη που αλλάζουν ώρα με την ώρα, το πρώτο δεν μπορεί να είναι ακριβές. Από τη μία πολλοί έχουν ήδη νοσήσει χωρίς να δώσουν συμπτώματα ικανά να τους οδηγήσουν σε έλεγχο και από την άλλη, τα συστήματα υγείας έχουν διαφορετική διαδικασία εξέτασης αλλά και αντικειμενικές δυνατότητες αναφορικά με την ημερήσια εξέταση δειγμάτων. Η συζήτηση όπως είναι φυσικό, περιστρέφεται γύρω από τη δυνατότητα νοσηλείας, του αριθμού κλινών και της στελέχωσης των μονάδων υγείας, ενώ η ικανότητα κάθε χώρας να ταυτοποιήσει τα κρούσματα περνά σε δεύτερη μοίρα.
Η κάθε χώρα έχει επιλέξει τη διαδικασία ταυτοποίησης ενός κρούσματος ώστε να μην αυξάνεται η εξάπλωση των κρουσμάτων, όπως με αποφυγή συνωστισμού στα νοσοκομεία, αλλά και με μία ακόμη παράμετρο, τη δυνατότητα πραγματοποίησης ελέγχων βάσει των αντικειμενικών περιορισμών των υποδομών που διαθέτει. Οι περικοπές στις δαπάνες των συστημάτων υγείας έχουν επίπτωση και στον διαγνωστικό τομέα, πέρα από τον θεραπευτικό. Και πρέπει να έχουμε κατά νου πως ένα σύστημα υγείας δεν το αξιολογούμε μόνο με τις δυνατότητες να θεραπεύει άλλα και από την ικανότητα να αποτρέπει. Η πρόληψη είναι προτιμότερη από την θεραπεία από όποια σκοπιά και να το δει κανείς και αυτή η φιλοσοφία πρέπει να διέπει κάθε σοβαρά οργανωμένο σύστημα υγείας.
Ως εκ τούτου είναι άτοπο να συγκρίνουμε τις “επιδόσεις” των χωρών που λίγο ως πολύ ακολουθούν παρόμοια στρατηγική για την αντιμετώπιση της πανδημίας, με διαφορετικούς όμως χειρισμούς σε επιμέρους ζητήματα. Οι αθροίσεις στοιχείων πρέπει να γίνονται ύστερα από εξομάλυνση των επιμέρους όρων, διαφορετικά μπορούμε εύκολα να οδηγηθούμε σε φιάσκο ίδιο με εκείνο της Literary Digest το 1936 που προέβλεψε την εκλογική επικράτηση του Landon έναντι του Roosevelt έπειτα από μέτρηση σε δείγμα 10.000 ατόμων. Το αποτέλεσμα των εκλογών, που δεν επιβεβαίωσε την έρευνα αποκάλυψε σφάλματα σχεδιασμού της έρευνας: Οι συμμετέχοντες ήταν συνδρομητές του περιοδικού ή άτομα που είχαν εκείνη την εποχή τηλέφωνο στο σπίτι τους. Δεν αποτελούσαν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα των ψηφοφόρων καθώς βρίσκονταν πιο κοντά στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Επιπλέον δεν είχαν λάβει υπόψη τους εκείνους που αρνήθηκαν να απαντήσουν, καθώς ο αριθμός τους αλλοίωνε περαιτέρω το αρχικό δείγμα.
“Πουλάνε” αυτή τη στιγμή οι ατέρμονες αναλύσεις από μη ειδικούς που τις περισσότερες φορές επιδεικνύουν την ημιμάθειά τους επαναλαμβάνοντας αποσπάσματα από έγκυρες πηγές, πολλές φορές διαστρεβλώνοντάς τα χωρίς να το αντιλαμβάνονται. Τα πιο πειστικά ψέματα μπορείς να τα πεις με αριθμούς. Είναι άλλωστε γνωστή η κάκιστη σχέση που έχουν οι περισσότεροι άνθρωποι με τα νούμερα και αυτό πολλές φορές τους οδηγεί σε λανθασμένες εντυπώσεις, που στην παρούσα κατάσταση δεν βοηθάει.
Η πανδημία που πλέον όλοι έχουν αντιληφθεί τη σοβαρότητά της έχει χτυπήσει μία από τις πέντε μεγαλύτερες και κατά γενική ομολογία πιο προηγμένες χώρες της Ευρώπης, την Ιταλία. Είναι σοκαριστικές οι ειδήσεις που μεταδίδονται καθημερινά, με τον αριθμό των νεκρών να αυξάνεται με σταθερό ρυθμό. Καθώς η θνητότητα δεν υπάρχει κανένας λόγος να είναι μεγαλύτερος στην Ιταλία, σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο, ακόμα και αν θεωρήσουμε ότι ο αριθμός των κλινών εντατικής θεραπείας έχει μειωθεί εκεί διαχρονικά από τις περικοπές στο σύστημα υγείας (να μην ξεχνάμε ότι το Ι στο PIGS που ήταν στην ημερήσια συζήτηση της “ευρωπαϊκής οικογένειας” πριν λίγα χρόνια, ήταν η Ιταλία), εντούτοις το κλάσμα του αριθμού των νεκρών προς τον αριθμό όσων νόσησαν εμφανίζεται πολύ μεγαλύτερο από εκείνο που γνωρίζουμε. Είναι λοιπόν αυταπόδεικτο ότι η διασπορά του κορονοϊού στην Ιταλία έχει ξεπεράσει κατά πολύ τους αριθμούς που έχουν ανακοινωθεί. Το σύστημα υγείας εκεί έχει αποτύχει πριν φτάσουμε να μιλάμε για τον αριθμό των αναπνευστήρων και των διαθέσιμων κλινών.
“Η Ιταλία έχει γερασμένο πληθυσμό” ,
“Στην Λομβαρδία, το ποσοστό των καπνιστών είναι πολύ μεγάλο”,
“Οι πολίτες αγνόησαν αρχικά τα μέτρα για αυτοπεριορισμό”.
Η αυθαίρετη χρήση στατιστικών που αφηγούνται μια “βολική αλήθεια” καθώς και η επίκληση της προσωπικής ευθύνη, που τόσο ακούμε και στην Ελλάδα τις τελευταίες μέρες αδυνατούν να εξηγήσουν την εκατόμβη νεκρών. Ίσως θα έπρεπε να αναρωτηθούμε γιατί η τραγική εικόνα εντοπίζεται στη Λομβαρδία και κυρίως στο Μπέργκαμο και την Μπρέσια, περιοχές λιγότερο δημοφιλείς τουριστικά από τη Ρώμη, τη Βενετία ή την Φλωρεντία και επομένως με λιγότερους επισκέπτες, τους κύριους υπεύθυνους για τη μεταφορά και μετάδοση του ιού. Η περιοχή αυτή έχει ένα άλλο χαρακτηριστικό όμως, καθώς βρίσκεται στην καρδία του βιομηχανικού βορρά, με περισσότερο από το 50% του εργατικού δυναμικού να βρίσκεται στη βιομηχανία.
Στις εξαγγελίες για περιορισμό των μετακινήσεων, κλείσιμο των σχολείων και των μη απαραίτητων παραγωγικών μονάδων, ο τοπικός Σύνδεσμος Βιομηχάνων (Confindustria) πήρε από την αρχή θέση: “Ας μην παίρνουμε βιαστικές αποφάσεις κλείνοντας τα εργοστάσια σταματώντας έτσι την οικονομική δραστηριότητα” με την Ιταλική κυβέρνηση να υποκύπτει στις πιέσεις του. Στην περιοχή, παρά τις ανατριχιαστικές ειδήσεις που έρχονταν καθημερινά, χιλιάδες εργαζόμενοι εξαναγκάζονταν να πηγαίνουν στη δουλειά, στοιβαγμένοι σε τρένα ή λεωφορεία, και να εργάζονται με υποτυπώδη προστατευτικά μέτρα.
H πίεση της Confindustria προς την κυβέρνηση είχε σαν αποτέλεσμα να παραμείνουν τα εργοστάσια ανοιχτά για μερικές εβδομάδες παραπάνω, μέχρι που ο αριθμός των κρουσμάτων αλλά και οι αντιδράσεις σωματείων, όπου υπήρξαν, να οδηγήσουν στο κλείσιμο των περισσότερων. Ο Εμίλιο Ντελ Μπόνο, δήμαρχος της Μπρέσια προερχόμενος από το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, σε πρόσφατη συνέντευξή στην il Fatto Quotidiano καταγγέλλει τη στάση της Confindustria και του προέδρου της Marco Bonometti, θεωρώντας πως η στάση τους ήταν η κύρια αιτία εξάπλωσης των κρουσμάτων στην περιοχή. Δεν είναι της παρούσης αλλά ο Bonometti έχει αναγορευτεί το 2012 από τον πρόεδρο της Ιταλίας με τον Τίτλο του Ιππότη της Εργασίας (Cavaliere del lavoro) ενώ είναι και ενεργό μέλος των συμβουλίων του Μουσείου Βιομηχανίας και Εργασίας, του Μουσείου Ιστορίας της Μπρέσια και του Fondazione della Comunità Brescia, μίας οργάνωσης που όπως αναφέρει στην διακήρυξή της έχει ως στόχο την προώθηση στην περιοχή, της κουλτούρας της προσφοράς στην κοινωνία.
Έχουμε χάσει το κέρμα μας κι εμείς και ψάχνουμε να το βρούμε εκεί που μας ανάβουν το φως. Και παρόλα αυτά γελάμε με τα ανέκδοτα γιατί βλέπουμε τους άλλους και όχι τον εαυτό μας μέσα σε αυτά.
Ανάρτηση από: https://www.imerodromos.gr/