Του Γιώργου Μαργαρίτη
Τον περασμένο Ιούνιο βρέθηκα στο Δίστομο σε μια συνάντηση ιστορικών και εκπροσώπων μουσείων και μνημείων διατήρησης της μνήμης που οργάνωσε ο εκεί Δήμος με αφορμή τα 80 χρόνια από την εκτέλεση των κατοίκων της μικρής πόλης από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής. Ευθύς εξ αρχής αιφνιδιάστηκα από τον χαρακτηρισμό του γεγονότος ως “τραύμα”.
Τον όρο αυτό δεν τον χρησιμοποίησε κανείς σχεδόν από τους μετέχοντες στη συνάντηση ιστορικούς. Αντίθετα ο όρος αυτός επιστρατευόταν για να αποδοθεί το γεγονός από όλους τους εκπροσώπους των μουσείων, ή των παρεμφερών ιδρυμάτων “διατήρησης της μνήμης”. Υπενθυμίζω ότι στις 10 Ιουνίου 1944 τα γερμανικά στρατεύματα κατέστρεψαν την κωμόπολη και εκτέλεσαν εν ψυχρώ 228 κατοίκους της. Μέσα στους εκτελεσμένους περιλαμβάνονταν 117 γυναίκες και 53 παιδιά ηλικίας μικρότερης των 16 χρόνων. Οι λεπτομέρειες της σφαγής, σε φωτογραφίες ή μαρτυρίες επιζησάντων, προκαλούν αποτροπιασμό.
Η πράξη αυτή έχει περάσει στην ιστορία ως έγκλημα πολέμου και –μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον– αποδιδόταν ως “Ολοκαύτωμα”, ως “σφαγή” ή πιο απλά ως “έγκλημα”. Και οι τρεις αυτές έννοιες καθόριζαν το στίγμα του συμβάντος με τον πλέον απόλυτο και ουσιαστικό τρόπο. Αυτούς τους ορισμούς έρχεται να αντικαταστήσει ο όρος “τραύμα”. Πριν από μερικά χρόνια –όχι πολλά– ο ορισμός των γερμανικών εγκλημάτων πολέμου σαν “τραύμα” θα ήταν ακατανόητος και θα προκαλούσε κύματα αντιδράσεων από τους άμεσα ενδιαφερόμενους αρχικά – τους απογόνους των θυμάτων. Θα θεωρούνταν δε πιθανότατα ως ύβρις για τον μαρτυρικό λαό μας.
Φαίνεται πως πλέον οι ευαισθησίες έχουν αλλοιωθεί και το περιεχόμενο των λέξεων έχει αλλάξει. Το σημείο τομής μπορεί να προσδιοριστεί στην ενεργή παρέμβαση της γερμανικής πρεσβείας και των συμπορευόμενων με αυτήν ιδρυμάτων “αποκατάστασης” του γερμανικού κύρους – ανεξάρτητα εποχής και ιστορίας.
Στις παρεμβάσεις των εκπροσώπων των μουσείων “μνήμης” –των Καλαβρύτων κυρίως– υπήρχε επίσης κάτι το καινούργιο. Οι μονάδες του γερμανικού στρατού που διέπραξαν τα εγκλήματα ονομάζονται με την υπηρεσιακή τους “ταυτότητα”, τάδε λόχος, τάδε τάγμα, τάδε σύνταγμα, τάδε μεραρχία. Σε κάθε δε κλιμάκιο αναφέρεται ο επικεφαλής αξιωματικός, ο διοικητής της μονάδας που διεκπεραίωσε την εγκληματική πράξη και οι ανώτεροί του στην κλίμακα διοίκησης.
Ετούτη η ακρίβεια έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την ασάφεια που, εντός των μουσείων, περιβάλει την Αντίσταση και τις οργανώσεις της. Το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) ελάχιστα μνημονεύεται, ο Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΕΛΑΣ) καταδεικνύεται ως νεφέλωμα “ατάκτων” περίπου με την όλη του εικόνα να πλησιάζει επικίνδυνα τον όρο, με τον οποίο τον περιέγραφαν οι Γερμανοί και οι Κατοχικές Αρχές: Bandit, δηλαδή κατσαπλιάδες, ληστές. Εδώ δεν υπάρχουν στρατιωτικές μονάδες, διοικητές, μάχες, αγώνες – για κάτι παραπλήσιο με τις “πληγές του Φαραώ” πρόκειται.
Η απόδοση αυτή της τότε πραγματικότητας εξυπηρετεί και συμπληρώνει την περί “τραύματος” θεωρία. Από την μία πλευρά υπήρχε οργανωμένο κράτος και συνακόλουθα τακτικός στρατός. Ο στρατός αυτός είχε διοίκηση και διοικητές. Από τους τελευταίους άλλοι ήταν καλοί, άλλοι κακοί, άλλοι αγαθοί, άλλοι αιμοβόροι. Μερικοί από αυτούς –με όνομα και επώνυμο– υπερέβησαν τα εσκαμμένα, ίσως κάτω από την πίεση που δέχονταν από τις επιθέσεις των “κατσαπλιάδων”. Αυτοί οι ολίγοι προκάλεσαν τα “τραύματα”, “τραύματα” στο κύρος και στην πολιτισμένη υφή του γερμανικού στρατού, “τραύματα” στις σχέσεις της Γερμανίας με τους Έλληνες.
Είμαστε εξάλλου 80 χρόνια μετά τα γεγονότα, στην εποχή της “συμφιλίωσης”. Είναι μια λέξη που ολοένα και πιο συχνά συναντάται στα κείμενα των εν λόγω “μουσείων”. Η “συμφιλίωση” έχει προϋποθέσεις και εδώ υπεισέρχεται η λειτουργία και η ποιότητα της “μνήμης”. Σύμφωνα με την γερμανική πλευρά το “τραύμα” των εγκλημάτων της Κατοχής έπληξε τόσο τον ελληνικό λαό, όσο και το κύρος, την εικόνα της Γερμανίας. Η απώλεια, το πένθος, η θλίψη ήταν αμοιβαία και περίπου ανάλογη. Οι Γερμανοί “πενθούν” για όσα έγιναν και στέλνουν τον εκάστοτε Πρόεδρο της Δημοκρατίας τους να ζητήσει συγγνώμη. Κάτω από αυτό το πρίσμα είναι σειρά των Ελλήνων να ζητήσουν κάποια συγγνώμη από την γερμανική πλευρά, επειδή με την Αντίστασή τους ανάγκασαν την τελευταία να τους σφάξει!
Η Γερμανία ανασκευάζει την Ιστορία
Η όλη διεργασία θα μπορούσε να αφορά μόνο την υπόθεση των γερμανικών πολεμικών επανορθώσεων που έχουν, από το 1946 κιόλας, επιδικαστεί στην Ελλάδα και οι οποίες ουδέποτε καταβλήθηκαν. Ίσως όμως πρόκειται για κάτι περισσότερο. Οι φιλοδοξίες του Βερολίνου έχουν, τα τελευταία χρόνια, υπερβεί τα ευρωπαϊκά τους όρια και έχουν στραφεί προς οικουμενική διάσταση. Η Γερμανία θα ήθελε να έχει πρωτεύοντα ρόλο στην όποια επαναδιάταξη του κόσμου μέσα από τις σημερινές εντάσεις και συγκρούσεις.
Ουσιαστική προϋπόθεση γι’ αυτό, όμως, είναι η εξαφάνιση των συνεπειών του τελευταίου παγκόσμιου πολέμου. Δεν πρόκειται μόνο για το στίγμα που άφησε πίσω της η σκοτεινή ναζιστική περίοδος. Διατηρούνται ακόμα θεσμικοί αποκλεισμοί της χώρας που έχουν την ρίζα τους στο 1945. Η Ρωσία κατέχει αυτοδίκαια, λόγου χάρη, θέση μονίμου μέλους στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, η Γερμανία όχι. Είναι κάτι το ιδιαίτερα ενοχλητικό για τον ρόλο που διεκδικεί το Βερολίνο.
Σε αυτή την προοπτική η περίπτωση της Ελλάδας είναι ιδιαίτερη. Η χώρα βρίσκεται στην πρώτη σειρά ανάμεσα στις χώρες που κατέστρεψε και μάτωσε η γερμανική Κατοχή. Διαφέρει, όμως, από άλλες που βίωσαν παρόμοιες καταστάσεις: η Γιουγκοσλαβία δεν υπάρχει πια, η Ρωσία είναι δαιμονοποιημένος εχθρός. Η Πολωνία υπέφερε τα πάνδεινα πλην όμως αποζημιώθηκε με γερμανικά εδάφη και οι διεκδικήσεις της περιορίζονται από αυτό. Η Ελλάδα όμως είναι φιλικό και σύμμαχο κράτος, δεν αποζημιώθηκε με γερμανικά εδάφη και οι δικές της διεκδικήσεις, με υπόβαθρο την αιματηρή ιστορία της, έχουν ηθικό και πολιτικό βάρος.
Τους κοστίζει και φτηνά…
Φυσικά, σε καμία περίπτωση δεν εξετάζουν στο Βερολίνο την περίπτωση διαπραγματεύσεων ως ίσος προς ίσο –η Ελλάδα ανήκει στο στρατόπεδο των νικητών του 1945, υπενθυμίζουμε– για την επίλυση των εκκρεμοτήτων του 1945. Αντίθετα, προωθούν μια πολιτική εξαγοράς, θα μπορούσε κανείς να την χαρακτηρίσει ως αποικιακής υφής. Πλήθος γερμανικά ιδρύματα ή και το ίδιο το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών έχουν αναλάβει την “διόρθωση” της ιστορίας και των θεσμικών κληροδοτημάτων της.
Η Ελληνογερμανική Συνέλευση, το Ελληνογερμανικό Ταμείο για το Μέλλον, το Ελληνογερμανικό Ίδρυμα Νεολαίας, αναπτύσσουν πλήθος δραστηριοτήτων με στόχο την αποκατάσταση του γερμανικού κύρους. Με εξαιρετικά λίγα χρήματα και αυστηρό γερμανικό έλεγχο εκμεταλλεύονται στο έπακρο την ενδοτικότητα του ελληνικού κράτους, της τοπικής αυτοδιοίκησης αλλά και νέων επιστημόνων. Εισβάλουν σε Δήμους, ελέγχουν προγράμματα εκπαίδευσης στα σχολεία, δίνουν υποτροφίες, οργανώνουν εκδηλώσεις. Από την κρίση, από το 2010 και μετά, απλώνουν τις προπαγανδιστικές δραστηριότητές τους σε κάθε τομέα. Η διαχείριση και προσαρμογή της “μνήμης” είναι το πλέον προσφιλές τους πεδίο.
Εάν κρίνουμε από όσα στην αρχή επισημάναμε, το έργο των εν λόγω ιδρυμάτων έχει καταγράψει επιτυχίες. Έχει επιβάλει το δικό του λεξιλόγιο και την δική του λογική. Η ελληνική κοινωνία, πολιτικά και εθνικά ακέφαλη, σαστισμένη μέσα στα καθημερινή της προβλήματα, πτωχευμένη και αμήχανη, ελάχιστα αντιδρά. Η παρακμή των φορέων διεκδίκησης των γερμανικών επανορθώσεων, η συναινετική ανταπόκριση των μαρτυρικών δήμων σε κάθε γερμανική προσέγγιση μαρτυρούν την κατάσταση. Η ιστορία “ξαναγράφεται” με γερμανικό πρόσημο. Είναι ένα θέμα στο οποίο θα επανέλθουμε.
Ανάρτηση από: https://slpress.gr/