(Γραπτή απόδοση ομιλίας στην ΕΣΗΕΑ στις 14.2.2025, σε ημερίδα για τα 50 χρόνια από τη μεταπολίτευση )
Η μεταπολεμική διαδρομή της Ελλάδας σημαδεύτηκε από καθοριστικά γεγονότα όπως η συντριβή της πρώτης μετά το 1821 ένοπλης διεκδίκησης της ανεξαρτησίας μας, η μετεμφυλιακή τρομοκρατία, η επιβολή της δικτατορίας, η καταστροφή της Κύπρου, τα μνημόνια που μορφοποίησαν την σύγχρονη οικονομική και κοινωνική δομή της χώρας και επέβαλαν τη σημερινή παρακμή της.
Αδιατάρακτο υπόβαθρο αυτής της διαδρομής υπήρξε η αμερικανική επικυριαρχία σε όλες της πτυχές της δημόσιας ζωής. Όπως στην προηγούμενη περίοδο του ελληνικού κράτους ήταν ο έλεγχος της χώρας από τη Μεγάλη Βρετανία. Η υποτέλεια είναι το ιστορικό συνεχές του νεότερου ελληνικού κράτους, μια συνθήκη πολύ επαχθέστερη από εξάρτηση.
Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο συζητάμε σήμερα για τη χούντα , τη μεταπολίτευση του 1974 και τις συνέπειές τους στις 10ετίες που ακολούθησαν. Με δεδομένο τον πλήρη έλεγχο των δημόσιων πραγμάτων της χώρας από τις ΗΠΑ, ολόκληρη την περίοδο από το 1947 μέχρι το 1967, το ερώτημα που ανακύπτει είναι γιατί τους χρειάζονταν η Χούντα; και αντιστοίχως γιατί έπαψε να τους χρειάζεται το 1974;
Η δεξιά αντιμέτωπη με αυτό το ερώτημα προσπαθεί να καλύψει τους προστάτες της με τη θεωρία των «ολίγων αφρόνων επιόρκων αξιωματικών» που… αποφάσισαν να μας κυβερνήσουν οι ίδιοι αντί για τα αφεντικά τους. Όμως σε μια χώρα που ο στρατός και τα σώματα ασφαλείας ελέγχονταν άμεσα από τους αμερικανούς πραξικόπημα χωρίς την έγκριση και στήριξή τους δεν γίνεται. Και αν ακόμη οι «ολίγοι άφρονες» τους ξέφευγαν, είχαν όλες τις δυνατότητες να τους εξουδετερώσουν με συνοπτικές διαδικασίες. Αντιθέτως τους αναγνώρισαν, τους στήριξαν και τους καθοδήγησαν.
Στα πλαίσια της γενικότερης προσπάθειας «θόλωσης» του ρόλου του ξένου παράγοντα στο παρελθόν και το παρόν της χώρας, ακόμη και το ΚΚΕ άρχισε τα τελευταία χρόνια να προωθεί τη θεωρία του «ανεύθυνου» των ΗΠΑ για το πραξικόπημα του 1967. Αναθεώρησε την πάγια θέση του για «αμερικανοκίνητη χούντα» και τώρα ανακάλυψε ότι η χούντα ήταν προϊόν «ενδοαστικών αντιθέσεων». Ότι την επέβαλε κάποια ομάδα της αστικής τάξης που επιδίωκε να καταστείλει κάποια άλλη… Βέβαια δεν μας εξηγεί εν τέλει ποια ομάδα της αστικής τάξης κατέστειλε η χούντα; κανείς άλλος δεν είχε ως τώρα αντιληφθεί κάτι τέτοιο… Αυτό που αποδεικνύει το ΚΚΕ, δεν είναι βέβαια την αθωότητα των ΗΠΑ αλλά τη δική του ιδιοτελή ευθυγράμμιση, ακόμη και της ρητορικής του, με την πραγματικότητα της υποτέλειας. Τις πράξεις του τις έχει ευθυγραμμίσει από πολλά χρόνια.
Κατά τη γνώμη μας η επιβολή της χούντας έγινε αναγκαία για τις ΗΠΑ για να επιτύχουν την κατάλυση του τότε νεοσύστατου Κυπριακού κράτους. Η Κύπρος προέκυψε σαν ανεξάρτητο κράτος το 1960 μετά από χρόνια αντιαποικιακού αγώνα της ελληνοκυπριακής πλειοψηφίας. Σαν κρατική υπόσταση ήταν υπονομευμένη από την ίδρυσή της από τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου που επιβλήθηκαν με την προδοτική σύμπραξη των Αβέρωφ – Καραμανλή. Παρ’ όλα αυτά έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο στο κίνημα των αδεσμεύτων και οικοδομούσε σχέσεις με τις τότε σοσιαλιστικές χώρες. Αυτό προφανώς δεν ήταν μια ευχάριστη κατάσταση για τους αμερικανούς ιδίως γιατί επρόκειτο για ένα νεοσύστατο μικρό κράτος σε μια στρατηγική θέση, ανάμεσα σε δύο ΝΑΤΟϊκές χώρες και το Ισραήλ, το σημαντικότερο δυτικό προγεφύρωμα στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων. Δοκίμασαν τη διάλυσή του με το σχέδιο Ατσεσον, μέσω των κυβερνήσεων του Γ. Παπανδρέου αρχικά και των αποστατών στη συνέχεια, αλλά καμία από αυτές τις κυβερνήσεις δεν εξασφάλισε την ισχύ που ήταν απαραίτητη για να αντιμετωπιστούν οι λαϊκές αντιδράσεις που ήταν βέβαιο ότι θα προκαλούσε τέτοιας έκτασης προδοσία. Έτσι η επιβολή δικτατορίας έγινε για τις ΗΠΑ μονόδρομος.
Χρειάζονταν όμως, όχι μια οποιαδήποτε στρατιωτική χούντα, αλλά μια ομάδα έτοιμη να διαπράξει τη μεγαλύτερη προδοσία σε βάρος της χώρας χωρίς αναστολές. Τη βρήκαν στους συγκεκριμένους, συνεργάτες τους ήδη από τον εμφύλιο. Ολοι τους ήταν ιδρυτές ή μέλη του ΙΔΕΑ και της ΕΕΝΑ, κάποιοι είχαν εκπαιδευτεί στις ΗΠΑ, άλλοι ήταν στελέχη της ΚΥΠ που είχε ιδρυθεί από τους ίδιους τους αμερικανούς. Ολοι είχαν πάρει μέρος σε προηγούμενες προβοκάτσιες και «κινήματα». Στην κατοχή οι περισσότεροι ήταν χίτες και στον εμφύλιο σαν αξιωματικοί του αμερικανοδημιούργητου και αμερικανοστήρικτου «εθνικού στρατού» έβαψαν τα χέρια τους στο λαϊκό αίμα. Ηταν λοιπόν οι κατάλληλοι άνθρωποι.
Στη διάρκεια της 7ετούς «θητείας» τους ασχολήθηκαν αποκλειστικά με τη διάλυση του κυπριακού κράτους και την αναγκαία, για τη διεκπεραίωση αυτής της προδοσίας, καταστολή κάθε πιθανής αντιπολίτευσης, ιδίως βέβαια των κομμουνιστών. Μόλις πέντε μήνες μετά το πραξικόπημα, με συντονισμό των αμερικανών βέβαια, οργάνωσαν τη συνάντηση του Εβρου με την Τουρκική κυβέρνηση πιστεύοντας ότι αν πρόσφεραν στην Τουρκία περισσότερα από όσα της έδινε το σχέδιο Ατσεσον θα συναινούσε στη διάλυση του Κυπριακού κράτους διά της διπλής ένωσης. Όμως οι Τούρκοι, έχοντας πολύ μεγαλύτερα περιθώρια ελιγμών απέναντι στις ΗΠΑ και βλέποντας ότι έχουν να κάνουν με άθλιες μαριονέτες, εκτίμησαν ότι πλέον μπορούσαν να αποσπάσουν πολύ περισσότερα, οπότε αρνήθηκαν τις χουντικές προσφορές.
Δύο μήνες αργότερα οι χουντικοί απέσυραν την ελληνική μεραρχία από την Κύπρο και άρχισαν τις απόπειρες δολοφονίας του Μακαρίου και τις προσπάθειες οργάνωσης πραξικοπήματος, αδιαφορώντας για τη δεδομένη σε τέτοια περίπτωση εισβολή της Τουρκίας, αφού οι συμφωνίες της Ζυρίχης – Λονδίνου της έδιναν το αναγκαίο νομικό πρόσχημα. Η Χούντα παρέδωσε, όταν πλέον είχε λύσει το αμερικανικό πρόβλημα, όταν δηλαδή το ανεξάρτητο κυπριακό κράτος είχε μετατραπεί σε τρία τιμάρια, Τουρκικό, Βρετανικό και Ελληνοκυπριακό. Σε ποιους παρέδωσε όμως; Όχι στην κυβέρνηση που ανέτρεψε, του Παναγιώτη Κανελλόπουλου αλλά σε αυτούς που υπάκουα είχαν εργαστεί για την υπονόμευση της Κυπριακής ανεξαρτησίας, στον Καραμανλή και τον Αβέρωφ. Υπουργό δημόσιας τάξης όρισαν το Σόλωνα Γκίκα συνιδρυτή μαζί με τον Παπαδόπουλο του ΙΔΕΑ. Αφησαν τον Γκιζίκη να παριστάνει τον «πρόεδρο της δημοκρατίας» για ένα ακόμη εξάμηνο. Ο Ιωαννίδης αποστρατεύτηκε ως «ευδοκίμως τερματίσας» την καριέρα του με προαγωγή σε υποστράτηγο. Ο Αρειος Πάγος χαρακτήρισε τη δικτατορία ως «στιγμιαίο έγκλημα» οπότε όλοι όσοι ορίστηκαν από τους «πρωτεργάτες» σε κυβερνητικές θέσεις δεν έπαθαν το παραμικρό. Οι διορισμένοι από τη Χούντα παρέμειναν σε ανώτατες κρατικές θέσεις. Οι «πρωτεργάτες» έβγαλαν τις ποινές φυλάκισης που τους επιβλήθηκαν σε πολυτελείς συνθήκες. Οι βασανιστές στην πλειοψηφία τους αθωώθηκαν.
Συνοψίζοντας η μεταπολίτευση δεν ήταν ιστορική τομή, ήταν ελεγχόμενη μεταβίβαση εξουσίας υπό αμερικανικό έλεγχο. Αποτέλεσε υπόδειγμα και για τις «πολιτικοποιήσεις» δικτατοριών που ακολούθησαν στην Ισπανία, την Τουρκία , τη Χιλή κλπ Ακριβώς το αντίθετο έγινε στην Πορτογαλία όπου η χούντα έπεσε μετά από μια λαϊκή εξέγερση με πρωταγωνιστικό ρόλο των αριστερών στρατιωτικών.
Όμως τα λαϊκά στρώματα που είχαν υποστεί άγρια καταστολή για τριάντα χρόνια , βίωσαν αυτή τη μεταπολίτευση σαν τεράστια αλλαγή: Κατέκτησαν την ελευθερία του λόγου, το δικαίωμα της λεκτικής, έστω, κριτικής της εξουσίας, της ίδρυσης κομμάτων και οργανώσεων, έστω περιφερειακών. Εζησαν μια εντυπωσιακή πολιτισμική έξαρση σε όλους τους τομείς της τέχνης, που καθόρισε την αυτοσυνείδηση της ελληνικής κοινωνίας για πολλά χρόνια. Νομιμοποιήθηκε το ΚΚΕ, ενέργεια με μεγάλο συμβολισμό αλλά μικρό πολιτικό βάρος, αφού, όπως και η υπόλοιπη αριστερά, αποκλείστηκε από την κυβέρνηση εθνικής ενότητας και μέσω του εκλογικού νόμου και του νέου Συντάγματος οριοθετήθηκε στην περιφέρεια του πολιτικού συστήματος. Η πρώτη 8ετία του ΠΑΣΟΚ αποτέλεσε το τελευταίο μέρος της μεταπολίτευσης, ίσως το σημαντικότερο, αφού λύθηκαν μεγάλα θέματα εκδημοκρατισμού και κοινωνικής πολιτικής. Αυτό ήταν το κόστος που τελικά πλήρωσαν η ελληνική ελίτ και οι Αμερικανοί για την ντε φάκτο κατάλυση του Κυπριακού κράτους και τη διατήρηση της εξουσίας τους στην Ελλάδα. Σίγουρα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί μεγάλο μπροστά σε αυτό που πέτυχαν.
Μπορεί η λαϊκή κινητοποίηση και το βάρος της προδοσίας της Κύπριου να έλυσε πολλά ζητήματα όμως άφησε άθικτο τον πυρήνα του ελληνικού πολιτικού προβλήματος. Το σύστημα της υποτέλειας στις ΗΠΑ. Αυτό προοδευτικά οδήγησε στην ανατροπή όλων των φιλολαϊκών μέτρων.
Δυστυχώς η αριστερά συνέβαλε, στο μέτρο των δυνάμεών της, σε αυτή τη διαδικασία. Η ευρωκομμουνιστική διάσπαση του ΚΚΕ (το λεγόμενο τότε ΚΚΕ Εσωτερικού) υποστήριξε την απόπειρα πολιτικοποίησης της χούντας, ήταν υπέρ της ένταξης στην τότε ΕΟΚ, υποβάθμιζε το ρόλο του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ , πρότεινε συνεργασία της αριστεράς με τη δεξιά για να μην… ξανάρθει χούντα, υπονόμευε τους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες αντιπαραθέτοντας τον ατομισμό και το « απολίτικο» στους κοινωνικούς αγώνες ( «εκτός από τον ιμπεριαλισμό υπάρχει και η μοναξιά».
Το ΚΚΕ έμεινε πάντα εντός των ορίων της δήλωσης που υποχρεώθηκε να κάνει στις 2.10.1974 για να νομιμοποιηθεί: Οτι «… αντιτίθεται προς πάσαν ενέργειαν αποσκοπούσαν εις την βία κατάληψιν της εξουσίας ή την ανατροπήν του Ελευθέρου Δημοκρατικού Πολιτεύματος…» Μπορεί να χρησιμοποιούσε έντονη «επαναστατική» φρασεολογία αλλά οι πράξεις του έμεναν πάντα στα όρια που του επιβλήθηκαν, με αποκορύφωμα την αποφασιστική στήριξη που παρείχε στη ΝΔ του Κων/νου Μητσοτάκη προκειμένου να καταλάβει την εξουσία η πρώτη ανοιχτά νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση. Τα τελευταία χρόνια τα περιθώρια για το ΚΚΕ στένεψαν περισσότερο. Πρακτικά του απαγορεύθηκε ακόμη και η ρητορική καταγγελία της αμερικανικής πολιτικής, και του επιβλήθηκε μια στάση ίσων αποστάσεων μεταξύ θύτη και θύματος σε όλους τους πολέμους που διεξάγει η Δύση.
Εν τέλει η ολοκληρωτική « ανάκτηση» των παραχωρήσεων προς τα λαϊκά στρώματα ήρθε με τα μνημόνια. Μας επιβλήθηκαν επειδή απλά μπορούσαν να μας τα επιβάλουν, αφού είχαν πλέον εκλείψει οι λόγοι να μην το κάνουν: Δεν είμασταν πια η βιτρίνα της Δύσης στα Βαλκάνια και ο θυμός για την προδοσία της Κύπρου που μπορούσε να δώσει ανεξέλεγκτες καταστάσεις είχε εκτονωθεί. Εμείς νομίζαμε ότι ανήκουμε στη Δύση. Οι δυτικοί όμως μετά την επιτυχή γι’ αυτούς κατάληξη των πολέμων στα Βαλκάνια μας θεωρούσαν απλά μια βαλκανική περιφέρεια από την οποία μπορούσαν να ανακτήσουν τα οικονομικά μέσα που της είχαν διαθέσει σε μια παλαιότερη εποχή. Και μας τον πήραν.
Αν από τη διαδρομή της χώρας βγαίνει κάποιο συμπέρασμα αυτό είναι ότι η υποτέλεια είχε βαρύ κόστος όχι μόνο στο επίπεδο της κρατική μας υπόστασης αλλά και στο κοινωνικό. Όμως δεν είναι μια στατική κατάσταση. Εφόσον η συνθήκη της υποτέλειας παραμένει, η ζημιά δεν θα περιοριστεί σε ότι ήδη συνέβηκε. Ο πολιτικός και ο γεωπολιτικός χρόνος της Ελλάδας δεν είναι άπειρος.
Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να καταπιαστούμε με το κεντρικό πρόβλημα. Να μην αναλωνόμαστε στην ατζέντα που μας επιβάλουν, ούτε σε μια κινητικότητα χωρίς σχέδιο , απλής διαμαρτυρίας ή καταγραφής αγανάκτησης.
Χρειάζεται να προσδιορίσουμε τι συνιστά το πλέγμα της υποτέλειας στις σημερινές συνθήκες. Κατά τη γνώμη μας είναι η ΕΕ, το ΝΑΤΟ, οι βάσεις και γενικότερα η Αμερικανική επικυριαρχία στη δημόσια ζωή. Αν υπάρχουν άλλες σ’ αυτό το ζήτημα πρέπει να συζητηθούν.
Χρειάζεται να εργαστούμε για την ανάδειξη μιας κυβέρνησης που θα βγάλει τη χώρα από το πλαίσιο της υποτέλειας. Το μπλοκ της ανεξαρτησίας πρέπει να έχει δεσμευθεί από πριν σε ένα σαφές χρονοδιάγραμμα που θα απαιτήσει για να στηρίξει μια κυβέρνηση που θα εκλεγεί με πρόγραμμα την ανεξαρτησία της χώρας και την ανακατεύθυνση της οικονομίας προς όφελος των λαϊκών στρωμάτων.
Είναι σαφές ότι μια χώρα που ανεξαρτητοποιείται από το νεοαποικιοκρατικό σύστημα θα αντιμετωπίσει ένα περιβάλλον απειλών από τα πρώην «αφεντικά» της. Η υπαρξιακή απειλή για την Ελλάδα προέρχεται όμως από τη σημερινή πρόσδεσή της στο νεοαποικιακό σύστημα της Δύσης αλλά και από τη πιθανή δορυφοροποίησή της στο υπό διαφόρφωση νεοοθωμανικό υποσύστημα. Γιαυτό είναι αναγκαίο να προτείνουμε ένα νέο γεωπολιτικό πλαίσιο λειτουργίας της χώρας που θα της επιτρέπει μα μην είναι ούτε υποτελής στη Δύση ούτε δορυφόρος ή και τμήμα μιάς νέας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κατά τη γνώμη μας τέτοιο πλαίσιο είναι τα Βαλκάνια λόγω των κοινών γεωπολιτικών κινδύνων, της γεωγραφικής γειτνίασης, της ανάλογης ιστορικής διαδρομής και του ανάλογου επιπέδου οικονομικής ανάπτυξης. Πρέπει να εργαστούμε μαζί με τις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες για τη δημιουργία ενός « βαλκανικού πόλου» στο διεθνές σύστημα που θα εξασφαλίζει την ανεξαρτησία και την οικονομική ανάπτυξη σε όλους τους λαούς της χερσονήσου. Αυτονόητο είναι ότι στο ευρύτερο διεθνές πλαίσιο πρέπει να υποστηρίζεται κάθε πρωτοβουλία που οδηγεί σε ένα πολυπολικό κόσμο.
Σήμερα, κανένα από τα υπολογίσιμα πολιτικά σχήματα δεν προτείνει μια τέτοια πορεία για τη χώρα. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να δημιουργηθούν, εξ υπαρχής, από τα κάτω, νέα πολιτικά υποκείμενα.
Ανάρτηση από: https://yiannisrachiotis.gr/