Τρίτη 21 Αυγούστου 2012

Από την αγανάκτηση στην επ – ανάσταση

Οι δίδυμες εκλογές του Μαΐου Ιουνίου 2012 επισφράγισαν το τέλος της μεταπολιτευτικής περιόδου και εγκαινίασαν την αρχή της ανασύνθεσης του συνολικού πολιτικού συστήματος. Είναι βέβαιο πως η κρίση και η ανασύνθεση δεν θα περιοριστούν μόνο στην έκλειψη του ΠΑΣΟΚ και την ανάδυση των Ανεξαρτήτων Ελλήνων ή της Χ. Α. στο πολιτικό προσκήνιο, ούτε απλώς στην εξαφάνιση του ΛΑΟΣ τη συρρίκνωση του ΚΚΕ και την απόσχιση της ΔΗΜΑΡ από τον κάποτε ενιαίο Σύριζα. Είναι βέβαιο πως και ο χώρος της Ν.Δ. θα αποδομηθεί, όπως έχει σήμερα, και ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι υποχρεωμένος να επιλέξει εάν θα επιχειρήσει να «χωρέσει» το 25% των ψηφοφόρων του στο 3% του σκληρού του πυρήνα, ή αν αντιστρόφως θα αποδεχθεί την πρόκληση που αντιπροσωπεύουν αυτοί οι νέοι ψηφοφόροι και θα προσαρμοστεί σε αυτό το νέο πλειοψηφικό ρεύμα. Δηλαδή η αλλαγή του πολιτικού συστήματος της μεταπολίτευσης έχει μόλις αρχίσει και κανείς δεν θα μπορέσει να μείνει όπως ήταν.
Πιστεύουμε πως η διαδικασία είναι μόλις στην αρχή, διότι όπως έχουμε διακηρύξει πάμπολλες φορές τα δύο τελευταία χρόνια, η γενικευμένη κρίση της παγκοσμιοποίησης και της παρασιτικής ένταξης της Ελλάδας σ’ αυτήν, συνεπάγεται τεκτονικές αλλαγές στην κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα της χώρας και των πολιτικών της σχηματισμών. Έχουμε μάλιστα ορίσει την κατεύθυνση του κύριου ανύσματος αυτών των μετασχηματισμών: από τα έξω προς τα μέσα, από τον παρασιτισμό στην παραγωγική ανασύνθεση, από τον εθνομηδενισμό στον πατριωτισμό. Αυτές οι κατευθύνσεις είναι αναγκαίες και αναπόφευκτες. Το ερώτημα είναι σε πιο βαθμό θα γίνουν με το μικρότερο κόστος για το λαό και τη χώρα, χωρίς μεγάλες εθνικές καταστροφές, που είναι πολύ πιθανές εάν δεν συνειδητοποιήσουμε το ταχύτερο δυνατό τα διακυβεύματα της κρίσης.

Την τελευταία περίοδο, επαναλαμβάνουμε διαρκώς πως δεν αντιμετωπίζουμε απλώς το δίλημμα «Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο» αλλά την κρίση ενός οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου, η οποία προσέλαβε τη μορφή του Μνημονίου. Επομένως, το ζήτημα για τις «αντιμνημονιακές δυνάμεις» είναι να προχωρήσουν πέρα από το επιφαινόμενο και να μπουν στις πραγματικές αιτίες της κρίσης και τις δυνατότητες ανάταξής της.


Τι άραγε ήταν το μνημόνιο;
Πριν από τις εκλογές του 2009, η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, αφού είχε αφήσει για χρόνια αθεράπευτες τις πληγές μιας παρασιτικής οικονομίας, που εκδηλώθηκαν, μετά το 2008, με εκτίναξη του ελλείμματος και του χρέους, κάλεσε τους Έλληνες να αποδεχτούν την κρίση και να περάσουν σε μια εποχή λιτότητας, χωρίς όμως να προσφέρει και ένα διαφορετικό όραμα εξόδου από την κρίση.
Απέναντί του, το ΠΑΣΟΚ, εκφραστής των παρασιτικών στρωμάτων, των νταβατζήδων των «έργων» και των ΜΜΕ, διαβουκολώντας με ψεύτικες υποσχέσεις τις λαϊκές τάξεις, κατέκτησε για μια τελευταία και μοιραία φορά την εξουσία, με το σύνθημα «λεφτά υπάρχουν», που είχε επεξεργαστεί η φοβερή «οικονομική» σύμβουλος του Γιώργου, Λούκα Κατσέλη!
Επειδή όμως, «λεφτά» δεν υπήρχαν, και ήταν αδύνατο να ανακρούσει πρύμναν, δεδομένης της κοινωνικής και εκλογικής του βάσης, ως δόλιος συνωμότης, επεξεργάστηκε ένα σχέδιο προκειμένου να επιβάλει τη λιτότητα στον ελληνικό λαό. Αυτό είχε ως προϋπόθεση να αποκοπεί η δυνατότητα δανεισμού της Ελλάδας από τις αγορές –εξ ου και οι καταγγελίες της χώρας από τον πρωθυπουργό και τους υπουργούς της για μήνες ολόκληρους και η άρνηση δανεισμού με χαμηλό επιτόκιο–, ούτως ώστε η επιβολή των μέτρων να εμφανιστεί ως πίεση από τα πάνω και από τους κρατικούς πλέον δανειστές μας, σε συμφωνία με το ΔΝΤ. Όλα αυτά πλέον είναι πολύ γνωστά. Και όμως, μέχρι σήμερα, δεν έχουν αναλυθεί με ευκρίνεια παρά μόνο από το Άρδην. Έτσι το μνημόνιο υπήρξε η συνωμοτικά οργανωμένη επιτάχυνση της κρίσης από εκείνα τα παρασιτικά στρώματα σε πανικό, που ήταν αδύνατο να αναγνωρίσουν την ίδια την πραγματικότητα του παρασιτισμού τους.
Όμως, όπως έχουμε τονίσει, το δόλιο φερέφωνο ήταν ταυτόχρονα και βλάξ. Διότι, όντας συνδεδεμένος με το αμερικανικό σχέδιο και το ΔΝΤ του Στρως Καν, δεν αντελήφθη πως το σύνολο της Ευρώπης αντιμετώπιζε μια συστημική κρίση και πως η Γερμανία είχε διαφορετική στρατηγική από εκείνη του Ομπάμα και του Στρως Καν. Η Γερμανία, όντας πλέον η μόνη πλεονασματική δύναμη στην Ευρώπη και έχοντας εκτιναχθεί στη θέση του δεύτερου παγκόσμιου εξαγωγέα μετά την Κίνα, είναι η μόνη που είχε ήδη κατανοήσει και είχε προσαρμοστεί στη διαπίστωση, πως η Δύση δεν μπορεί να επιβιώσει στον ανταγωνισμό με την Κίνα και τις αναδυόμενες χώρες, παρά μόνο εάν μεταβάλει το κοινωνικό μοντέλο που είχε κυριαρχήσει στη Δύση τα προηγούμενα χρόνια, ώστε να ολοκληρώσει τη θατσερική και ρηγκανική αντεπανάσταση. Για να το κάνουμε πιο λιανά. Η Δύση, έχοντας απολέσει το πλεονέκτημα της «μητρόπολης», μια και το οικονομικό επίκεντρο του κόσμου μετατοπίζεται εκτός Δύσεως, και έχοντας ταυτόχρονα οικοδομήσει την επίπλαστη ευημερία των τελευταίων δεκαετιών πάνω στη χρηματοτραπεζιτική ηγεμονία της, δεν έχει πια τη δυνατότητα να συντηρεί ΚΑΙ τα κέρδη των ελίτ ΚΑΙ το κοινωνικό κράτος, όπως έκανε ορισμένες δεκαετίες πριν. Είναι υποχρεωμένη να επεκτείνει τη λογική της λιτότητας και της «προσαρμογής», ώστε να μπορέσει να ανταγωνιστεί με σχετική επιτυχία τις αναδυόμενες χώρες. Γι’ αυτό εξ άλλου και η παρούσα οικονομική κρίση –για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία– δεν αφορά στο σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας αλλά, σχεδόν αποκλειστικά, στη Δύση. Η Κίνα, παρ’ ότι επηρεάζεται στις εξαγωγές της, συνεχίζει να έχει ρυθμούς ανάπτυξης πάνω από 8% τον χρόνο, ενώ, για πρώτη φορά τις τελευταίες δεκαετίες, ακόμα και η Αφρική εμφανίζει σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Η γερμανική στρατηγική
Η Γερμανία, έχει διατηρήσει μια βιομηχανική βάση σε μια Δύση που οδηγούνταν στην αποβιομηχάνιση. Θέλοντας λοιπόν με νύχια και με δόντια να διατηρήσει την ανταγωνιστική της δυνατότητα έναντι των αναδυομένων χωρών, επέβαλε, αρχικώς στο εσωτερικό της, από το 2000 και μετά, μία πολιτική λιτότητας και μερικής αποδόμησης του γερμανικού κοινωνικού κράτους. Βέβαια, επειδή αυτή η στρατηγική οδηγούσε σε μείωση ή στασιμότητα της εσωτερικής ζήτησης, για τη βιομηχανική της παραγωγή, την αντικατέστησε μ’ ένα εξωστρεφές εξαγωγικό μοντέλο και εκτίναξε τις εξαγωγές της προς τις χώρες της νότιας Ευρώπης. Γι’ αυτό, για ορισμένα χρόνια, συναινούσε σε ένα διπλό σύστημα, στο εσωτερικό της ευρωζώνης, ώστε οι λοιπές χώρες, και ιδιαίτερα οι νότιες, να δανείζονται για να μπορούν να αγοράσουν τα γερμανικά προϊόντα.
Όμως, η κρίση του 2007-2008 και η ταυτόχρονη ανάπτυξη νέων ταχύτατα επεκτεινόμενων αγορών για τα γερμανικά προϊόντα, ιδιαίτερα στη Μ. Ανατολή, τη Ρωσία και την Άπω Ανατολή, μετέβαλε τα δεδομένα. Στο εξής, η Γερμανία θα έπρεπε να καλύψει τα αυξανόμενα ελλείμματα και τις δανειοδοτικές ανάγκες των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου ώστε να συνεχιστεί το ίδιο μοντέλο. Έτσι, όμως, ό,τι κέρδιζε από τη μία πλευρά, θα έπρεπε να το πληρώνει από την άλλη. Γι’ αυτό η Γερμανία υιοθετεί πλέον ανοικτά μια πολιτική επιβολής ενός δυαδικού μοντέλου για την Ευρώπη: Ένα μέρος των ευρωπαϊκών χωρών, και κατ’ εξοχήν η «γερμανική» Ευρώπη, να παραμείνει στον σκληρό ευρωπαϊκό πυρήνα και την ευρωζώνη. Παράλληλα, και ένα άλλο κομμάτι, που τείνει να μεταβληθεί σε βάρος για τη Γερμανία, να εκδιωχθεί ή να αποδεχτεί μια πολιτική κοινωνικής καταστροφής τέτοια που θα την μετέβαλλε σε ζώνη χαμηλού κόστους εργασίας και εξαγωγής ειδικευμένων εργατικών χεριών προς τη Γερμανία. Εξάλλου, έτσι συμβαίνει ήδη με άλλες χώρες της Ε.Ε., όπως οι Βαλτικές χώρες, η Βουλγαρία, η Ρουμανία κ.λπ. Η Γερμανία ανακάλυψε ξαφνικά (βλέπε δηλώσεις του Κολ, του Σμιτ κ.ά) πως η Ελλάδα μπήκε με απάτη στη ζώνη του ευρώ, αντί να παραδεχτεί πως, εκείνη την εποχή, αποτελούσε μία επεκτεινόμενη αγορά για τη Γερμανία και γι’ αυτό καλοδεχούμενη.
Η στρατηγική των Αμερικανών και του Στρως Καν ήρθε να σκοντάψει, με ενδιάμεσο τον δόλιο βλάκα, σε αυτή τη νέα γερμανική στρατηγική, η οποία δεν προτάσσει τη σωτηρία της «παλιάς Δύσης» με επίκεντρο τη στρατηγική Ομπάμα, αλλά υιοθετεί μια τευτονική στρατηγική «εκκαθάρισης των ξερών κλαδιών». Και αν οι Έλληνες θα μπορούσαν να αντέξουν μια τέτοια δρακόντεια πολιτική, έχει καλώς. Αν όχι, που είναι και το πιθανότερο, τότε θα οδηγούνταν αναπόφευκτα και στην έξοδο από την ευρωζώνη.
Κατά συνέπεια, η προσφυγή στο ΔΝΤ που είχε συνομολογήσει συνωμοτικά ο ΓΑΠ με τον Στρως Καν μεταβλήθηκε σε πιάσιμο στο δόκανο της Μέρκελ. Το μνημόνιο επιτάχυνε, και εντόπισε στην Ελλάδα, μια κρίση που ούτως ή άλλως ήταν υπαρκτή και μετέβαλε τους Έλληνες στα πειραματόζωα της γερμανικής Ευρώπης.

Κεϋνσιανή πολιτική ή ανατροπή του παγκοσμιοποιητικού μοντέλου;
Το γεγονός ότι αυτή την ανάλυση, την οποία διακηρύττουμε και επαναλαμβάνουμε με κάθε ευκαιρία και σε όλους τους τόνους, την αγνοούν συστηματικά σχεδόν όλες οι αντιμνημονιακές γραφίδες, δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει. Διότι η συντριπτική πλειοψηφία των «αντιμνημονιακών» θέλει να μας πείσει πως αρκεί η εξάλειψη του μνημονίου για να περάσουμε σε μια πολιτική κεϋνσιανής επέκτασης! Αγνοούν έτσι πως η διαφοροποίηση μεταξύ του Ολάντ και του Ομπάμα, από τη μια, και της Μέρκελ από την άλλη, δεν βρίσκεται στο εάν ή όχι πρέπει να παρθούν μέτρα «δημοσιονομικής προσαρμογής και λιτότητας», που όλοι θεωρούν αναγκαία. Η διαφορά τους αφορά μόνο στην ταχύτητα, την τραχύτητα και τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να παρθούν αυτά τα μέτρα και επομένως στο ποιος θα διατηρήσει την ηγεμονία στο εσωτερικό της Δύσης. Ο Ολάντ, ο Ομπάμα και οι «αναπτυξιακοί» θεωρούν πως αυτή η μετάβαση προς ένα μοντέλο ανταγωνιστικό προς εκείνο της Κίνας και των αναδυόμενων χωρών θα πρέπει να γίνει ηπιότερα, σε μεγαλύτερη χρονική διάρκεια, και με μεγαλύτερη κοινωνική συναίνεση. Επιπλέον, δεν θέλουν να γίνει με την ταχύτητα και την τραχύτητα των Γερμανών, διότι αυτό θα παγίωνε την ήδη κατακτηθείσα γερμανική ηγεμονία. Η Γαλλία και η Αμερική θέλουν χρόνο για να επαναβιομηχανοποιήσουν τις οικονομίες τους και να προσαρμοστούν στην νέα παγκόσμια πραγματικότητα, πράγμα που η Γερμανία το έχει ήδη κάνει. Γι’ αυτό και, ενώ κατ΄ ανάγκην συμμαχούμε με αυτές τις δυνάμεις απέναντι στη Μέρκελ, διότι κι εμείς δεν επιθυμούμε σήμερα μια καταστροφική επιτάχυνση, δεν μπορούμε και δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες για τη δυνατότητα μιας νέας περιόδου κεϋνσιανής πολιτικής στη Δύση.
Ο Παπανδρέου και η συμμορία του επιτάχυναν και επιδείνωσαν την ΥΠΑΡΚΤΗ κρίση του ελληνικού παρασιτικού μοντέλου, προκαλώντας μια εκτεταμένη κοινωνική καταστροφή με τη βιαιότητα και την ταχύτητα της επιβολής των μέτρων που επέβαλε η γερμανική στρατηγική. Αυτό όμως δεν αναιρεί το γεγονός πως το ελληνικό κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο ήταν πλέον αδύνατο να διασωθεί και πως θα οδηγούνταν σε μια αναπόφευκτη κρίση. Όταν, λοιπόν, οι περισσότεροι αντιμνημονιακοί υποστηρίζουν μια λογική επιστροφής στη προ μνημονίου κατάσταση, όχι μόνο αρνούνται την παγκόσμια και ελληνική πραγματικότητα, αλλά, κυρίως, αρνούνται να δουν πως μια συνεπής «αντιμνημονιακή» πολιτική απαιτεί την επαναστατική ανατροπή ενός ολόκληρου μοντέλου. Είναι αντιμνημονιακοί διότι δεν τολμούν να είναι… επαναστάτες.
Ας το διευκρινίσουμε. Για να μπορέσει η Ελλάδα, αλλά και οι περισσότεροι λαοί της Δύσης, να διατηρήσουν ένα επίπεδο ευημερίας ανάλογο με αυτό που διέθεταν στο παρελθόν, θα πρέπει να ανατραπεί το παγκόσμιο καπιταλιστικό μοντέλο της παγκοσμιοποίησης. Θα πρέπει να μειωθεί η παραγωγή άχρηστων ή επιζήμιων προϊόντων και να υπάρξει μια διαφορετική, οικολογικού χαρακτήρα, παραγωγική δομή, με την οποία θα δοθεί προτεραιότητα στην τοπική ανάπτυξη, τον περιορισμό των κοινωνικών ανισοτήτων, το πολυκαλλιεργητικό μοντέλο, την επιστροφή στην επαρχία, την αποκέντρωση, την αποεμπορευματοποίηση πολλών δραστηριοτήτων και εργασιών.
Ένα τέτοιο μοντέλο θα επέτρεπε ένα υψηλότερο επίπεδο ευημερίας ακόμα και με χαμηλότερο ύψος εθνικού εισοδήματος. Θα μας έβγαζε δηλαδή έξω από τον θανάσιμο, για τη φύση και τους ανθρώπους, κύκλο της αέναης οικονομικής επέκτασης. Ένα τέτοιο μοντέλο, που αποτελεί την ελπίδα του 21ου αιώνα, προϋποθέτει την επανατοπικοποίηση της σκέψης και της παραγωγής, την άρνηση της παγκοσμιοποίησης και, κατά συνέπεια, μια νέα δομή και μια νέα αντίληψη τόσο για την Ευρώπη όσο και για τον κόσμο.
Μια τέτοια αλλαγή, που αναδύεται σταδιακά ως το αίτημα και η διεκδίκηση των αντιπαγκοσμιοποιητικών κινημάτων, για την Ελλάδα, αποτελεί ταυτόχρονα και όρο εθνικής επιβίωσης. Χωρίς «επιστροφή» στον εαυτό μας, στην ιστορία, στην παράδοση, την εγχώρια παραγωγή, οι Έλληνες δεν έχουν καμία τύχη. Γι’ αυτό εξάλλου επιμένουμε πως η επαναστατική ανατροπή του υπάρχοντος μοντέλου αποτελεί ταυτόχρονα και προϋπόθεση της εθνικής μας επιβίωσης.
Το τέλος του οικουμενισμού
Διότι, για την Ελλάδα, η παρούσα κρίση δεν περιορίζεται μόνο σε μια έστω ακραία και παροξυσμική, έκφραση της παγκόσμιας κρίσης, αλλά έθεσε για άλλη μια φορά επιτακτικά το ερώτημα της εθνικής μας επιβίωσης.
Εδώ και πολλά χρόνια επαναλαμβάνουμε πως ο ελληνισμός βρίσκεται μπροστά σε μια κρίση υπαρκτικού χαρακτήρα. Οι Έλληνες βρίσκονται σ’ ένα ιστορικό σταυροδρόμι, από τη μία πλευρά του οποίου υπάρχει μια καθοδική σπείρα, πιθανόν χωρίς επιστροφή, και από την άλλη η ανάταξή του.
Το 1922, συνέβη κάτι ανεπανόρθωτο, που χώρισε στα δύο την ελληνική ιστορία. Πριν το ’22, με κράτος ή χωρίς, αυτόνομοι ή υποταγμένοι, συγκροτούσαμε την ταυτότητά μας με επίκεντρο το Αιγαίο και δύο πτέρυγες, δυτικά την ελληνική χερσόνησο και ανατολικά τη Μ. Ασία, τον Πόντο, την Ανατολική Θράκη. Έτσι συνέβαινε για 3.000 χρόνια τουλάχιστον, από τον… Τρωικό Πόλεμο και στο εξής.
Μετά το 1922, ο ελληνισμός έχασε τον ανατολικό πνεύμονά του και έμεινε κλεισμένος στην ελλαδική χερσόνησο και τα νησιά μας, ενώ το Αιγαίο από επίκεντρο μεταβλήθηκε σε σύνορο. Το 1922 σφραγίστηκε οριστικά και αμετάκλητα το τέλος του οικουμενικού, ευρύτερου, ελληνισμού. Τα γεγονότα που ακολούθησαν, μετά το 1922, ήρθαν να επισφραγίσουν και να ολοκληρώσουν αυτή την απώλεια. Οι Έλληνες από τη Μ. Ασία, την Κωνσταντινούπολη, την Αίγυπτο, τον Πόντο, τη Β. Ήπειρο στριμώχτηκαν σταδιακά, με αλλεπάλληλα κύματα φυγής, στην αρχέγονη κοιτίδα μας, την ελληνική χερσόνησο.
Τότε έλαβε τέλος με δραματικό τρόπο, η προσπάθεια ολοκλήρωσης του ελληνισμού μέσα από την ενσωμάτωση σε ένα ενιαίο εθνικό-κρατικό σύνολο των βασικών συνιστωσών του και βγήκαμε από αυτή την περιπέτεια με τα σπασμένα κουπιά του σεφερικού «μυθιστορήματος». Και το νέο ιστορικό διακύβευμα του ελληνισμού είναι είτε η ολοκλήρωσή του, με μια στροφή προς τα μέσα και προς την ιστορία του, είτε η εξαφάνισή του, ως ιδιαίτερου ιστορικού υποκειμένου. Μέσα από μια τραγική ειρωνεία της ιστορίας, είμαστε υποχρεωμένοι είτε να ολοκληρωθούμε, ξεπερνώντας επιτέλους τον «καημό της ρωμιοσύνης», είτε να εξαφανιστούμε από το ιστορικό προσκήνιο.
Η μοναδική σωτηρία μας θα ήταν η «στροφή προς τα μέσα», ώστε να βρούμε τη δύναμη να ανασυγκροτήσουμε, από το ιστορικό DNA μας, έναν ατόφιο οργανισμό. Γιατί τα 3.000-4.000 χρόνια του οικουμενικού ελληνισμού μάς είχαν εθίσει στην εξωστρέφεια, στο ταξίδεμα σε ξένους κόσμους και πολιτισμούς, στο σκόρπισμα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Τώρα, η ιστορία απαιτεί από εμάς να κάνουμε την αντίστροφη κίνηση, σε ρήξη με τις αταβιστικές συνήθειες τόσων χιλιετιών. Πράγματι, στο αίμα μας κυκλοφορούν ακόμα οι μνήμες των στρατιών του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του οικουμενικού ελληνιστικού κόσμου, της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, του βυζαντινού κοσμοσυστήματος, της υπερεθνικής ορθοδοξίας. Ακόμα και μετά την Άλωση, στην τουρκοκρατία, μάθαμε να ταξιδεύουμε στη Δύση και στον Βορρά, σκορπίζοντας αφειδώλευτα τη δύναμη και το πνεύμα μας.
Και αυτές οι μνήμες είναι πάντα παρούσες στη σκέψη και τη συμπεριφορά μας. Μπροστά σε κάθε κρίση, σε κάθε τρικυμία, σκεφτόμαστε και πάλι το ταξίδι του Οδυσσέα, την έξοδο σε άλλους κόσμους. Ακόμα και οι αντίπαλοί μας, ακόμα και οι καταχτητές μας θράφηκαν από το δικό μας αίμα. Εκατομμύρια ελληνικοί πληθυσμοί, στη Συρία, τη Μ. Ασία και τα Βαλκάνια, θα πυκνώσουν το αραβικό και τουρκικό Ισλάμ, την ιταλική Ρώμη, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, τη Ν. Ρωσία. Οι Έλληνες είχαν μάθει πως είναι ανεξάντλητη η ιστορική φύτρα τους και μπορούν να τη σκορπίζουν απλόχερα μέχρι τα τελευταία εκατομμύρια στις Η.Π.Α., την Αυστραλία και αλλού. Και αυτή η τάση στη φυγή, την εξωστρέφεια, εκφραζόταν –παράδοξα– και στο εσωτερικό της χώρας, με την αποδοχή προστατών, τη δημιουργία εξαρτημένων κομμάτων, τον μαϊμουδισμό ξένων προτύπων και την απόρριψη της δικής μας παράδοσης, ή μάλλον τον εγκλεισμό της σε ορισμένες και μόνο πλευρές της ζωής μας.
«Οίκαδε»
Και να ’μαστε σήμερα μπροστά στην ολοκλήρωση ενός καθοδικού κύκλου ενενήντα χρόνων. Ενώ, μετά το 1922, είχαμε αρχίσει, μέσα από οδυνηρές αντιπαραθέσεις, να οικοδομούμε μια οικονομία σχετικά αυτοδύναμη, ιδιαίτερα μετά την κρίση του 1929, και να ενσωματώνουμε το προσφυγικό δυναμικό στο ελλαδικό –ελληνικό πλέον– έθνος, ήρθε η γερμανοϊταλική εισβολή να ολοκληρώσει αυτό που είχαν αρχίσει οι τσέτες του Κεμάλ, με ανυπολόγιστες καταστροφές και εκατόμβες. Αντισταθήκαμε ηρωικά στην Κατοχή και όμως, στη μεταπολεμική περίοδο, ολοκληρώσαμε την αλλοτρίωσή μας. Μια εμφύλια σύγκρουση, την οποία καθόρισαν οι ξένες δυνάμεις, μας εξάντλησε υποτάσσοντάς μας στη Δύση οικονομικά, στρατιωτικά, πολιτικά και στην «Ανατολή της Δύσης», τη Σοβιετική Ένωση, πνευματικά. Στη συνέχεια, μετά το ’60, θα επανεμφανισθεί και πάλι, απειλητική για τη μοίρα μας, η «Δύση της Ανατολής», ανοίγοντας μία περίοδο αντιπαραθέσεων, με την ήττα στην Κύπρο μετά το 1974, και σταδιακής υποταγής μετά το 1990 (Ίμια, Οτσαλάν, σχέδιο Ανάν κ.λπ.).
Στη μεταπολίτευση, η υποταγή στη Δύση θα ολοκληρωθεί μεταβαλλόμενη σε πλήρη εσωτερική αλλοτρίωση, με την εκποίηση της οικονομίας, της κοινωνίας, του πολιτισμού. Έτσι, αυτό που ήταν εξωτερική εξάρτηση μεταβλήθηκε, μέσα από την εσωτερίκευσή της, σε εσωτερική αποικιοποίηση. Γι’ αυτό, και για πρώτη φορά στην ιστορία μας σε τέτοιο βαθμό, δεν ήταν πλέον ο Φαλμεράιερ και οι ξένοι βασιλιάδες που εξέφραζαν τον αποικιακό ζυγό… αλλά οι ίδιες οι ελληνικές ελίτ, οι ίδιοι οι Έλληνες πολιτικοί, οι Έλληνες διανοούμενοι. Ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Κατσαρός αποτελούσαν πλέον παρελθόν για ένα έθνος που συνωστιζόταν στα Μακ Ντόναλντ και τη Γιουροβίζιον.
Και ενώ το εκκρεμές της ιστορίας μετακινείται από τη Δύση στην Ανατολή, μετέωροι στη ρωγμή των δύο κόσμων, φτάσαμε σε μια κρίση που δεν είναι απλώς οικονομική. Είναι μια κρίση καθολική: δημογραφική, γεωπολιτική, πολιτική, μεταναστευτική, πνευματική: κλωτσοσκούφι της Μέρκελ, έντρομοι μπροστά στον Ερντογάν και τον Νταβούτογλου, λοιδορούμενοι από τους Σκοπιανούς. Η Δύση, στην οποία καταφύγαμε από τον εμφύλιο και μετά, μας εκμεταλλεύεται και μας απορρίπτει με όλους τους τρόπους, ενώ η ισλαμική Ανατολή μας απειλεί με υποταγή και ενσωμάτωση.
Αίφνης, αντιμέτωποι με τον εαυτό μας, χωρίς, πλέον, περιθώρια για ψεύδη και μεσοβέζικες λύσεις. Είτε θα αποδεχτούμε το ιστορικό τέλος μας, τη μεταβολή της Ελλάδας σε μία πολυφυλετική και πολυεθνική ζώνη-ταμπόν μεταξύ Ανατολής και Δύσης, ένας Λίβανος των Βαλκανίων, ελεγχόμενοι ταυτόχρονα από τη φραγκική Δύση και την τουρκική Ανατολή (εξάλλου ο άξονας Βερολίνου-Τουρκίας λειτουργεί εδώ και πάνω από εκατό χρόνια), είτε, για να συνεχίσουμε να υπάρχουμε ως συλλογικό υποκείμενο, θα πρέπει να ανακτήσουμε την αυτονομία μας, να πραγματοποιήσουμε σήμερα την ανολοκλήρωτη επανάσταση του Ρήγα, να υπερβούμε τον καημό της ρωμιοσύνης.
Πιεσμένοι από Ανατολή και Δύση, δεν έχουμε πλέον άλλα περιθώρια ιστορικής υποχώρησης. Το πρόβλημα της συνέχειας του έθνους μας παίζεται στα ίδια τα νησιά μας, στις ίδιες τις πόλεις, στην ίδια μας την πρωτεύουσα. Η φυγή, η εξωστρέφεια, όταν είσαι εξασθενημένος, σε μια πρώτη φάση, μεταβάλλονται σε υποταγή και εν τέλει σε ιστορικό θάνατο. Δεν έχουμε άλλα περιθώρια να συνεχίσουμε στον δρόμο της φυγής-υποταγής και ταυτόχρονα να συνεχίσουμε να επιβιώνουμε. Βρισκόμαστε μπροστά στη «μητέρα των μαχών». Είτε εδώ, σήμερα και στις επόμενες δεκαετίες, θα κερδίσουμε το δικαίωμα στην επιβίωση και παράδοξα θα ολοκληρώσουμε το ανολοκλήρωτο, είτε θα μεταβληθούμε σε μια ιστορική ανάμνηση ως ανεξάρτητο έθνος και ιδιαίτερο ιστορικό υποκείμενο.
Σε μια τέτοια στιγμή, όταν όλα τα ψέματα τελειώνουν, είναι δυνατό –«να επιχειρήσουμε μία ολοκληρωτική επ-ανάσταση, διότι πλέον δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε, διότι είμαστε απόλυτα στριμωγμένοι στον τοίχο και είμαστε υποχρεωμένοι να δώσουμε μια μάχη ύπαρξης. Απορρίπτοντας τη φυγή προς τα έξω και στα κάθε ειδών ναρκωτικά, στα οποία με τόση ευκολία κατέφυγαν τα τελευταία χρόνια οι Έλληνες, να αντικρίσουμε θαρραλέα το πεπρωμένο μας. Στα επόμενα πενήντα ή εκατό χρόνια, είτε θα πάψουμε να υπάρχουμε είτε, επιτέλους, θα ξεπεράσουμε τον καημό μας, επιτέλους ελεύθεροι και αυτεξούσιοι.
Με τον έναν ή άλλο τρόπο, εδώ, στα 2012, ενενήντα χρόνια μετά το 1922, άνοιξε μια νέα ιστορική περίοδος: αν συνεχιστεί η εξωστρέφεια/υποταγή και η ψευδο-οικουμενική λογική/φυγή, οδηγούμαστε στο σημείο μηδέν, στην ιστορική εξαφάνιση. Γι’ αυτό και η γενικευμένη εθνική μας κατάθλιψη. Συνειδητοποιούμε αίφνης πως το ερώτημα που θα πρέπει να απαντήσουμε δεν είναι άλλο «πάρεξ ελευθερία ή θάνατος», κυριολεκτικώς.
Αναζητώντας χρόνο
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, τίθεται εκ νέου επιτακτικά το ζήτημα των συμμαχιών μέχρις ότου κατορθώσουμε και πάλι να σταθούμε αυτόνομα στα πόδια μας. Εξ ου και η μεγάλη αγωνία μας για την έκβαση της παρούσας κρίσης. Η ευρωπαϊστική αριστερά μοιάζει να ανησυχεί λιγότερο από εμάς, διότι, ως εθνομηδενιστική, δεν αντιλαμβάνεται το βάθος και τη σημασία της ιστορικής μοναξιάς ενός «ανάδελφου» έθνους. Δεν αντιλαμβάνεται πως η Δύση και ο νεώτερος ελληνισμός αποτελούν δύο διακριτές ιστορικές οντότητες. Δεν κατανοεί πως η ένταξή μας στο δυτικό στρατόπεδο αποτελεί μια άνιση σχέση υποταγής και ανάγκης. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να διανοηθεί την «έξοδο» από την «Ευρώπη», δηλαδή την Δυτική Ευρώπη. Και επειδή είναι ανιστόρητη, δεν έχει κατανοήσει πώς ένας λαός αποικιοποιημένος από τη Δύση, όπως ο ελληνικός, νιώθει άβολα σε αυτή τη λεόντεια σχέση, ενώ, αντίστοιχα, οι Δυτικοί δεν μας θεωρούν «δικούς τους». Δικούς τους θεωρούν μόνο τους αρχαίους Έλληνες και μάλιστα με τη μεσολάβηση της Ρώμης, ενώ απεχθάνονται το Βυζάντιο.
Γι’ αυτό λοιπόν και εμείς ανησυχούμε πολύ περισσότερο. Γιατί γνωρίζουμε ότι αυτή η σχέση συμφέροντος με τη Δύση, μας είναι αναγκαία σήμερα, μέχρις ότου μπορέσουμε όχι μόνο να ορθοποδήσουμε αλλά και να αναπτυχθεί και πάλι ο τρίτος πόλος ισχύος, δηλαδή ο ρωσικός και ανατολικοευρωπαϊκός, ως αυτόνομος παράγων, στον οποίο να μπορούμε να στηριχθούμε, και μέχρις ότου οι Βαλκάνιοι αποφασίσουν πως, όσο συνεχίζουν να «βγάζουν τα μάτια τους» μεταξύ τους, θα είναι μονίμως υποτελείς και εξαρτημένοι.
Γι’ αυτό λοιπόν, και παρ’ όλο που η τευτονική Δύση μας οδηγεί στην παράδοση στη σύμμαχό της Τουρκία, είμαστε υποχρεωμένοι να διατηρήσουμε σήμερα τη συμμαχία με την Ευρώπη, ιδιαίτερα τη νότια, τη «ρωμανική» Ευρώπη, και να εκμεταλλευτούμε τις αντιθέσεις της Γερμανίας με τις ΗΠΑ.
Πριν απ’ όλα, λοιπόν, να στηριχθούμε αποφασιστικά στις δικές μας δυνάμεις και στην ενότητα του λαού μας, να απορρίψουμε τον καταστροφικό εθνομηδενισμό και την αταβιστική μας εξωστρέφεια, να αρχίσουμε τη διαδικασία αντικατάστασης των άχρηστων και παρασιτικών ελίτ, να συνάψουμε συμμαχίες τακτικού χαρακτήρα, να κερδίσουμε χρόνο.
Από την αντιμνημονιακή ρητορεία σε ένα κίνημα ανατροπής
Γιατί λοιπόν δεν επιλέγουμε μια άμεση επιτάχυνση της κρίσης, με άμεση έξοδο από το ευρώ και άμεση επιστροφή στην αυτόκεντρη ανάπτυξη, μια και υποστηρίζουμε ένα τέτοιο μοντέλο;
Για δύο λόγους: Όπως προσπαθούμε να εξηγήσουμε εδώ και πάνω από δύο χρόνια, η άμεση μετάβαση σε ένα τέτοιο πρότυπο με όρους καταστροφής, όχι μόνο του υπαρκτού μοντέλου αλλά της ίδιας της κοινωνίας, δεν θα προκαλέσει μόνο ανώφελο πόνο σ’ ένα μεγάλο κομμάτι του ελληνικού πληθυσμού και ιδιαίτερα στα λαϊκά στρώματα, αλλά και κινδυνεύει να πυροδοτήσει τους κινδύνους που διαγράφουν οι γεωπολιτικές δουλείες της χώρας. Δηλαδή, δεν μπορούμε και δεν πρέπει να επιταχύνουμε με δική μας ευθύνη τη διαδικασία της απόσπασής μας από την πρότερη κατάσταση, χωρίς να είναι έτοιμος ο λαός για τα νέα βήματα που απαιτούνται, γιατί μπορεί να προκαλέσουμε πολύ μεγαλύτερες καταστροφές! Κατά τον ίδιο τρόπο, δηλαδή, που το μνημόνιο επιδείνωσε την αναπόφευκτη κρίση του ελληνικού συστήματος, κινδυνεύουμε να επιταχύνουμε μια κατάρρευση, που, επειδή θα χρεωθεί στις αντιμνημονιακές δυνάμεις, δεν θα οδηγήσει σε μια επαναστατική δημοκρατική μετατροπή του συστήματος αλλά, πιθανότατα, σε μια αυταρχική και φασίζουσα διέξοδο.
Έτσι έχει συμβεί σε όλες τις χώρες και όλες τις εποχές. Η στρατηγική της επιτάχυνσης, η στρατηγική της έντασης, χωρίς να απορρέει από την υιοθέτηση, από την πλειοψηφία του λαού, ενός νέου προτάγματος, οδηγεί, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, στα αντίστροφα αποτελέσματα και την ανάδειξη αυταρχικών και αντιλαϊκών λύσεων. Αρκεί να μελετήσουμε ποιοί ακολουθούν τη στρατηγική της έντασης και της επιτάχυνσης της κρίσης στη σημερινή Ελλάδα. Είναι δύο δυνάμεις κυρίως: το «κόμμα της δραχμής», δηλαδή όλοι εκείνοι οι επιχειρηματίες και οι διακινητές του μαύρου χρήματος, που υπολογίζουν να κερδίσουν από την ολοκλήρωση της καταστροφής της ελληνικής οικονομίας, και οι ναζήδες της Χρυσής Αυγής. Και υπολογίζουν στη σύγχυση, την απελπισία, τις μικροκομματικές σκοπιμότητες και τους χρήσιμους ηλίθιους, που δεν λείπουν ποτέ, προκειμένου να πετύχουν τους στόχους τους.
Γι’ αυτό και επιμένουμε –σχεδόν μονότονα και κάποτε κουραστικά– πως η συνέχεια του κινήματός μας δεν μπορεί να εξαντλείται σε μια κοντόφθαλμη αντιμνημονιακή ρητορεία, αλλά πρέπει να στοχεύει σε μια καθολική ανατροπή του μοντέλου. Και όποιος στοχεύει σε μια τέτοια ανατροπή και είναι αληθινά ριζικός, δηλαδή πηγαίνει στη ρίζα των πραγμάτων, δεν μπορεί να αρκείται στη μικρομεσαία επιφανειακότητα μιας απλής αγανάκτησης. Είναι πλέον καιρός να αρχίσουμε να διαμορφώνουμε μια επαναστατική πρόταση εξόδου από την κρίση, με όλο το πάθος αλλά και τη σοβαρότητα που αρμόζει σε μας που έχουμε συναίσθηση πως δεν είμαστε υπόλογοι μόνο απέναντι στους συμπολίτες μας, αλλά και απέναντι στις μακρές γενιές του ιστορικού μας βάθους, υπόλογοι στις γενιές που θα έρθουν. Πάντως, είναι σίγουρο πως το ζήτημα της ανατροπής του σάπιου μεταπολιτευτικού καθεστώτος έχει τεθεί και το αντιμνημονιακό κίνημα πρέπει να πραγματοποιήσει το επόμενο μεγάλο βήμα
Άμεσα, θα πρέπει να καταβάλουμε κάθε προσπάθεια για να αποφύγουμε την απομόνωση της Ελλάδας, να αποφύγουμε το σχέδιο «Ιφιγένεια» της Γερμανίας, και να συνεχίσουμε να συναποτελούμε μέρος της κρίσης της Ευρώπης και όχι προϋπόθεση της λύσης της δια της εξώσεώς μας.
Επιμένουμε πριν καν υπογραφεί το μνημόνιο, από τον Μάρτιο του 2010, ότι η στρατηγική της Γερμανίας –ή τουλάχιστον των κυρίαρχων κύκλων της– κατατείνει στη δημιουργία μιας Ευρώπης πολλών ταχυτήτων και έχει ως παραδειγματική προϋπόθεση την εκδίωξη της Ελλάδας από την ευρωζώνη. Γι’ αυτό και από την αρχή της κρίσης αντιταχθήκαμε με όποιο μέσο σε όλους εκείνους που ήθελαν να διευκολύνουν το έργο της Γερμανίας, προπαγανδίζοντας εμείς οι ίδιοι την έξοδο από το ευρώ και το πέρασμα στη δραχμή. Αναρίθμητες φορές, μέσα σ’ αυτά τα δύο χρόνια, αντιταχθήκαμε τόσο στο κόμμα της δραχμής των διεφθαρμένων επιχειρηματιών, όσο και σε εκείνους οι οποίοι, αγνοώντας την γεωπολιτική θέση της Ελλάδας, μας οδηγούσαν από ιδεοληψία σ’ ένα πένθιμο σόλο.

Η αναγκαία αφύπνιση
Και ερχόμαστε μπροστά σε αυτό το ιστορικό αίτημα, σε αυτή την κυριολεκτική τιτανομαχία, γυμνοί, με ηγεσίες ανίκανες, πνευματικούς ανθρώπους χορτασμένους από τη διαφθορά και φθορά των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, ένα λαϊκό σώμα αλλοιωμένο και πλαδαρό από την καταναλωτική ευωχία, τη δουλοκτησία των μεταναστών, την παιδοκεντρική ανευθυνότητα. Γι’ αυτό και, όλα τα τελευταία χρόνια, απέναντι στην προδοσία των διανοουμένων και των πολιτικών, θα καταφεύγει στα ναρκωτικά του μηδενιστικού αντιεξουσιασμού, του εθνομηδενισμού, της φυγής.
Αυτός ο λαός, αυτό το έθνος, θα πρέπει με μια υπεράνθρωπη προσπάθεια, ψαχουλευτά, χωρίς πνευματικούς ταγούς, χωρίς ηγεσία, ξεκινώντας από την αγανάκτησή του, επιστρατεύοντας τις μνήμες μιας ασύγκριτης ιστορίας, να αντιταχθεί σε κάτι που μοιάζει με πεπρωμένο. Περνώντας από την αγανάκτηση στην κατάθλιψη και από αυτή πάλι στην εξέγερση, είναι υποχρεωμένος να απορρίψει, το ένα μετά το άλλο, τα ναρκωτικά και τις αυταπάτες του, και να συνειδητοποιήσει το μέγεθος και την πολλαπλότητα της σύγκρουσης.
Έτσι συμβαίνει πάντα στην ιστορία. Μόνο όταν πλέον η επιβίωση γίνεται ταυτόσημη με την επανάσταση, τότε μόνον αυτή η τελευταία γίνεται μια ρεαλιστική πιθανότητα.
Και αυτό ακριβώς συμβαίνει τα δύο τελευταία χρόνια. Οι Έλληνες έπρεπε να ανακαλύψουν την φενάκη του εκδυτικισμού –να κόψουμε δρόμο προς τη Δύση, μας καλεί ο Ράμφος, την ώρα ακριβώς που η εξαντλημένη Δύση μας απορρίπτει– τη βαλκανική τους υπόσταση, την ιδιαίτερη ταυτότητά τους, απέναντι στη Δύση και την Ανατολή, με τρόπο αιφνίδιο, σαρωτικό, τραγικό. Σε καμιά άλλη χώρα της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης δεν ήταν δυνατό να εφαρμοστούν τόσο βίαια και ταπεινωτικά μέτρα. Για καμιά άλλη χώρα της Δύσης δεν θα μπορούσαν οι Γερμανοί να ξαναθυμηθούν το αυταρχικό, «ναζιστικό» γονίδιό τους και να μεταβάλουν τους Έλληνες σε νέους Εβραίους ή Σέρβους των ολοκληρωτικών ονειρώξεών τους. Καμιά άλλη χώρα δεν θα μπορούσε να μεταβληθεί σε αποθήκη λαθρομεταναστών, ανυπεράσπιστη μπροστά στις τουρκικές προκλήσεις.
Οι Έλληνες, που είχαν πιστέψει το 1981 πως, μπαίνοντας στην Ε.Ε., θα απέφευγαν τον εξ Ανατολών κίνδυνο, και είχαν αφεθεί στην αποδυνάμωση του αγωνιστικού αντιστασιακού ήθους, κατασκευάζοντας μία κοινωνία με μειωμένα αντανακλαστικά, βρίσκονται αίφνης μπροστά στην πραγματικότητα: Οι οποιασδήποτε συμμαχίες έχουν νόημα και αποτέλεσμα, μόνο εάν εσύ ο ίδιος είσαι ισχυρός, με συναίσθηση της ταυτότητας και των συμφερόντων σου. Και όλα αυτά τα χρόνια της μεταπολίτευσης κυριαρχούσε η ακριβώς αντίθετη ιδεολογία. Η ιδεολογία της μικρότερης προσπάθειας, της εγκατάλειψης του αγωνιστικού ήθους του ελληνισμού – οι Έλληνες μεταβλήθηκαν στον πιο παχύσαρκο λαό της Ευρώπης, με εκτεταμένο αλκοολισμό, χρήση ναρκωτικών και ψυχοφάρμακα. Από χώρα μεταναστευτική, μεταβληθήκαμε σε χώρα υποδοχής μεταναστών, μέσα σε τριάντα χρόνια. Από χώρα αγροτική, γίναμε εισαγωγείς αγροτικών προϊόντων. Και η κατάρρευση αυτού του μοντέλου μάς ήρθε ακόμα πιο απότομα, αιφνιδιαστικά, χωρίς προεισαγωγές και προλόγους, εν μια νυκτί.
Η «μεγάλη πορεία»
Και αρχίσαμε τη μεγάλη πορεία ενάντια στον παρασιτισμό και την παρακμή. Στην αρχή άναρχα, με τα τραγούδια των παλιών βάρδων μας, τις κραυγές τηλε-ευαγγελιστών της δραχμής ή αναιδών νεαρών. Γιατί πρέπει να μάθουμε, μέσα από την εμπειρία μας, «όσα ξεμάθαμε» τα τριάντα πέντε χρόνια της μεταπολίτευσης. Και μαθαίνουμε μάλλον γρήγορα. Μέσα σε δύο-τρία χρόνια ξεπεράσαμε τους παλιούς πολιτικούς και τα κομματικά ναρκωτικά μας, αναζητώντας νέα σχήματα, νέα πρόσωπα, νέες κατευθύνσεις. Ίσως κανένας άλλος λαός με τέτοια ταχύτητα δεν ανέτρεψε παραδοχές και εδραιωμένα συμφέροντα δεκαετιών. Και αυτό μπορεί να μας δίνει αισιοδοξία, πως όντως αρχίσαμε μια «μεγάλη πορεία». Ίσως ακόμα δεν υπάρχει συνείδηση των διακυβευμάτων σε όλη τους την έκταση. Ωστόσο, τα «γονίδιά» μας έχουν ενσωματωμένη μια βαθιά ιστορική εμπειρία, έστω κι αν αυτή εκδηλώνεται ως ένστικτο και όχι ως ολοκληρωμένη πρόταση. Τα επόμενα χρόνια θα παιχτούν τα πάντα. Και αυτή η νέα συνείδηση, που άρχισε από τις «πλατείες» με σύμβολό της την ελληνική σημαία, θα πρέπει να παλέψει ενάντια στις δυνάμεις της αποσύνθεσης και της διάλυσης. Θα πρέπει να παλέψει ενάντια στην απογοήτευση και τη φυγή των νέων μας είτε προς τα έξω, είτε στην καταφυγή στα ναρκωτικά και την κατάθλιψη. Θα πρέπει να ενισχύσει την κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη, προωθώντας κάθε μορφής συλλογικές προσπάθειες και προπαντός οικοδομώντας ένα όραμα για το μέλλον.
Πρώτον, στήριξη στις δικές μας δυνάμεις, με την ανάπτυξη ενός νέου παραγωγικού μοντέλου. Ενός μοντέλου που αρχίζει από την πολυκαλλιεργητική αγροτική παραγωγή, συνεχίζεται με τη συνεταιριστική και μικροϊδιοκτητική αποκέντρωση της παραγωγής, έξω από την αδηφάγο και παρασιτική πρωτεύουσα, στηρίζεται αποφασιστικά στα συνεταιριστικά εγχειρήματα αλληλεγγύης και ολοκληρώνεται μ’ έναν αποδοτικό και παρεμβατικό δημόσιο και κοινωνικό τομέα στον χώρο των μεγάλων επιχειρήσεων. Οικολογική και κοινωνική ισορροπία πρέπει να αποτελούν ουσιαστικές συνιστώσες αυτού του νέου προτάγματος.
Δεύτερον, η χώρα θα πρέπει να αναζητήσει συμμαχίες σε πολλαπλά επίπεδα. Η συμμετοχή μας στην Ε.Ε. και την ευρωζώνη αποτελεί μία επιλογή τακτικού και όχι στρατηγικού χαρακτήρα: απορρίπτουμε τόσο τους ευρωλιγούρηδες, που μας έφεραν σ’ αυτή την κατάσταση, όσο και εκείνους που, σε μια αντίστροφη κίνηση, κάποτε ακόμα και με αγαθές προθέσεις, υποτιμούν τον κίνδυνο να βρεθεί η Ελλάδα μόνη της απέναντι στην Τουρκία, χωρίς πρώτα να έχει οικοδομήσει άλλες εναλλακτικές συμμαχίες. Έτσι, θα πρέπει να προωθήσουμε, πριν απ’ όλα, τη στρατηγικού χαρακτήρα ενότητά μας με το δεύτερο ελληνικό κράτος, το κυπριακό, και τις βαλκανικές χώρες, παράλληλα. Το όραμα του Ρήγα, μιας βαλκανικής συμμαχίας, θα πρέπει κάποτε να γίνει πραγματικότητα. Πάρα πέρα, προσβλέποντας σε μια Ευρώπη από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια, θα πρέπει όχι μόνο να ενισχύσουμε τις σχέσεις μας με τη Ρωσία και την ανατολική Ευρώπη, αλλά και να παλέψουμε για τη δημιουργία μιας νέας ενωμένης Ευρώπης, με ισόρροπη παρουσία της ανατολικής και δυτικής πτέρυγάς της, που μόνη αυτή θα εξασφάλιζε και την ισότιμη συμμετοχή των Βαλκανίων και της Ελλάδας σε αυτήν.
Τρίτον, σε ό,τι αφορά στον τουρκικό επεκτατισμό, η αντιμετώπισή του περνάει τόσο από τις συμμαχίες που προαναφέραμε, όσο, κυρίως, από την ενίσχυση της παραγωγικής αυτονομίας και της αμυντικής μας ικανότητας. Η συμμαχία με το αγωνιζόμενο κουρδικό έθνος, τις κάθε είδους θρησκευτικές και εθνοτικές μειονότητες, καθώς και όσες δυνάμεις στην Τουρκία απορρίπτουν τον επεκτατικό και στρατιωτικό χαρακτήρα του κράτους, αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα για την ισορροπία και την ειρήνη στην περιοχή. Μια σταθερή ειρήνη με την Τουρκία μπορεί να εδραιωθεί μόνο εάν υπάρχει ισορροπία δυνάμεων ανάμεσα στα Βαλκάνια και τον μικρασιατικό χώρο και εάν η Τουρκία γίνει μια δημοκρατική χώρα, αναγνωρίζοντας τα δικαιώματα στην αυτοδιάθεση όλων των λαών και των μειονοτήτων που ζουν σε αυτή.
Τέταρτον, ο σημαντικότερος παράγων, και προϋπόθεση για τα όσα προαναφέραμε, είναι η πνευματική και πολιτική ολοκλήρωση της ταυτότητάς μας. Φτάνοντας στο απόλυτο αδιέξοδο του αλλοτριωμένου εκσυγχρονισμού και της διαρκούς φυγής προς τα έξω, είμαστε υποχρεωμένοι να συνειδητοποιήσουμε πως, μετά από μερικές χιλιάδες χρόνια, που είχαμε την πολυτέλεια του ξοδέματος, σήμερα δεν μας περισσεύει ούτε μια σταγόνα αίμα, ούτε ένας άνθρωπος, ούτε μια προσπάθεια. Θα πρέπει να επιστρατεύσουμε όλες μας τις δυνάμεις, όχι «για να κόψουμε δρόμο προς μια Δύση» που πνέει τα λοίσθια, ούτε για να μεταβληθούμε στους νέους Φαναριώτες και τους υποτελείς του νεοθωμανισμού, αλλά για να κάνουμε επιτέλους πρότυπο του αναγκαίου εκσυγχρονισμού μας την ίδια τη δικιά μας παράδοση

Η διαμόρφωση ενός πατριωτικού και δημοκρατικού πολιτικού πόλου
Μέχρι σήμερα, οι κυρίαρχες ελίτ κατόρθωναν να αποτρέπουν τη συγκρότηση ενός πατριωτικού και δημοκρατικού πολιτικού πόλου, και να «εξορίζουν» ένα σημαντικό μέρος των λαϊκών στρωμάτων, εν μέρει προς το ΚΚΕ, και τον τελευταίο καιρό όλο και περισσότερο προς την ακροδεξιά και την Χ. Α. Δεν θα μπορούν όμως να συνεχίσουν να το κάνουν στις συνθήκες της κοινωνικής και πολιτικής αποσύνθεσης των κομμάτων εξουσίας και των ιδεολογικών μηχανισμών της αναπαραγωγής της παγκοσμιοποιητικής εθνομηδενιστικής ιδεολογίας. Την αμέσως επόμενη περίοδο, ένα βαθύ ρήγμα θα διαπεράσει την παλιά κεντροαριστερά με επίδικο αντικείμενο όχι μόνο την αντιμετώπιση της κρίσης αλλά ίσως ακόμα περισσότερο το μεταναστευτικό, και τα εθνικά θέματα. Η συγκατοίκηση εθνομηδενιστικών και πατριωτικών αντιλήψεων στον κεντροαριστερό χώρο, που στο παρελθόν –ιδιαίτερα από την εποχή του Σημίτη– είχε εκφραστεί με την κυριαρχία των παρασιτικών εθνομηδενιστικών μεσοστρωμάτων και τον παραγκωνισμό του «πατριωτικού» ΠΑΣΟΚ, και της πατριωτικής αριστεράς, στο εξής δεν θα είναι εφικτή.
Και αντίστοιχα, στη δεξιά, τα λαϊκά στρώματα θα πάψουν να μπορούν να συγκατοικούν στην ίδια παράταξη και τους ίδιους σχηματισμούς με τους εκπρόσωπους μιας μεταπρατική αστικής τάξης, με συγκολλητική ουσία την ανέφικτη πλέον προσδοκία ενός κάποιου διορισμού
Μέσα από την περιθωριοποίηση μεγάλων κοινωνικών στρωμάτων θα τείνει να ανασυγκροτηθεί ένας νέος μαζικός πατριωτικός και λαϊκός χώρος, ο οποίος προφανώς δεν θα μείνει εγκλωβισμένος στη Χρυσή Αυγή, όπως θα επιθυμούσαν οι εθνομηδενιστές για να τον περιθωριοποιούν, αλλά, θα ανατρέψει και τις επίπλαστες ισορροπίες στο εσωτερικό του αντιμνημονιακού χώρου. Γιατί αυτός ο νέος πατριωτικός χώρος, δεν θα αποτελείται πια από τα υπολείμματα των παλιών πατριωτικών δυνάμεων που βρίσκονταν σε αποδρομή σ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης (είναι χαρακτηριστική η περιθωριοποίηση των παλαιών εκπροσώπων του, τύπου Τσοβόλα και Παπαθεμελή), αλλά θα τροφοδοτηθεί από τα μαζικά κύματα των ανέργων, και των νεόπτωχων, συχνά προερχόμενων από στρώματα με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, και νεαρότερες ηλικίες. Το ότι αυτές οι δυνάμεις εμφανίστηκαν στη διάρκεια της παρούσας κρίσης να ταυτίζονται ή να εκφράζονται με σχήματα προερχόμενα από το παλιό σύστημα, «Ανεξάρτητοι Έλληνες» ή από τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν αναιρεί το γεγονός πως αργά ή γρήγορα θα διεκδικήσουν και αυτόνομες μορφές έκφρασης. Είτε μέσα απ’ τον μετασχηματισμό και την ρήξη στο εσωτερικό και των δύο αυτών πολιτικών σχημάτων, είτε μέσα από την ανάδυση νέων αυτόνομων πολιτικών υποκειμένων, είτε, το πιθανότερο, μέσα από μια συνάντηση δυνάμεων μέσα και έξω απ’ τα υπαρκτά πολιτικά σχήματα, ένας νέος λαϊκός πληβειακός πατριωτικός και δημοκρατικός πόλος θα διαμορφωθεί.
Η εμφάνιση πολιτικών μορφωμάτων όπως η Σπίθα, το ΕΠΑΜ, οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, καθώς και η εκτίναξη του Σύριζα, αποτελούν προμηνύματα και προάγγελους για την ανάδειξη νέων ανεξάρτητων πολιτικών σχημάτων που επιχειρούν να εκφράσουν αυτή την καινούργια ριζοσπαστικοποίηση. Και αν αυτό δεν κατέστη δυνατό σε μια πρώτη περίοδο κατά την οποία οι άνθρωποι έμπαιναν στην πολιτική κονίστρα κουβαλώντας την ιδεολογία του παρελθόντος, σήμερα, δύο χρόνια μετά, το ζήτημα θα τεθεί και πάλι επιτακτικά, σε μια πιο ολοκληρωμένη και συνθετική κατεύθυνση.
Το ότι σ’ αυτή την πρώτη περίοδο η ρήξη με τον ευρωλιγουρισμό και την υποτέλεια εκφράστηκε συχνά με ιδεολογικά ακατέργαστες μορφές που σ’ ένα μεγάλο βαθμό επέτρεψαν και την εκτίνσξη της Χ. Α., αυτό δεν αναιρεί τη σημασία του φαινομένου. Στην αμέσως επόμενη περίοδο, και ανάλογα με τη συγκυρία και τις γενικότερες εξελίξεις, θα υπάρξουν νέες απόπειρες για συνθέσεις. Απόπειρες που θα έχουν κρατήσει το ριζοσπαστισμό του αντιμνημονιακού κινήματος και θα τον έχουν ολοκληρώσει σε μία κατεύθυνση επαναστατικής προοπτικής.


Για μια συνθετική πρόταση
Έτσι, οι κριτικές που σε όλη την προηγούμενη περίοδο υποβάλαμε το ΣΥΡΙΖΑ, τους Ανεξάρτητους Έλληνες, ή παλιότερα το ΕΠΑΜ ή την Σπίθα, δεν σημαίνουν ότι δεν κατανοούμε το βάθος και το εύρος της πολιτικοποίησης που πραγματοποιείται σε μια κοινωνία που μέχρι χθες ανέθετε την πολιτική εκπροσώπηση κατ’ εξοχήν στους επαγγελματίες της πολιτικής και των ΜΜΕ. Η κριτική μας σ’ όλα αυτά τα σχήματα, δεν αποτελεί παρά κριτική στις ηγετικές τους ομάδες, ενώ ταυτόχρονα, συνεχίζουμε να συμπορευόμαστε μαζί τους, στο εσωτερικό του κινήματος, έτσι ώστε κάποια στιγμή, να μπορέσουν να πυκνώσουν οι δυνάμεις που θα έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός συνεκτικού πολιτικού πόλου με πατριωτικά και ταυτόχρονα δημοκρατικά και οικολογικά χαρακτηριστικά.
Η εμφάνιση και η ενδυνάμωση της Χ. Α. μπορεί προς στιγμή να λειτουργήσει ανασταλτικά, ωστόσο, θα υποχρεώσει σ’ ένα αναγκαίο πολιτικό ξεκαθάρισμα τόσο στο εσωτερικό αυτού του νέου πολιτικού υποκειμένου, που ανεδείχθη απ’ τις πλατείες, όσο και στο εσωτερικό του Συριζα, που αρνείται να κατανοήσει τη σημασία και τη δυναμική του μεταναστευτικού ζητήματος. Το γεγονός ότι ο πολιτικός λόγος των «πλατειών» ήταν μάλλον ακατέργαστος και πρωτόλειος είχε σαν συνέπεια να είναι δυνατή εν μέρει και η προσέλκυση ενός μέρους των αγανακτισμένων Ελλήνων, ιδιαίτερα των νεότερων, από μια ναζιστική ομάδα. Στην ίδια κατεύθυνση, ενός ακατέργαστου πολιτικού λόγου, ήταν δυνατόν να πιστεύουν οι «Αγανακτισμένοι», σ’ ένα μεγάλο ποσοστό τους, πως η απάντηση στην κρίση βρισκόταν στην άμεση έξοδο από το ευρώ.
Όπως έχουμε τονίσει αναρίθμητες φορές, η εγκατάλειψη των λαϊκών στρωμάτων από τις διανοούμενες ελίτ, είχε ως συνέπεια την έλλειψη οργανικών διανοούμενων στο πλευρό του λαού, και την εύκολη παράδοσή του σε μανιχαϊστικές μυθοπλασίες: Για όλα φταίνε οι Εβραίοι τραπεζίτες, η παγκόσμια υπερκυβέρνηση, η λέσχη Μπίντελμπεργκ και θα αρκούσε να βρεθεί μία άλλη ηγεσία στην Ελλάδα, για να αλλάξουμε ρότα. Έτσι, θα μας σώσουν άλλοτε ο Θεοδωράκης, άλλοτε ο Καζάκης (χωρίς να γίνεται καμία σύγκριση ανάμεσα στους δύο) και εν τέλει ο Τσίπρας, που προσπαθεί να ενδυθεί τα χαρακτηριστικά του Ανδρέα. Δυστυχώς δε, οι «πολιτικοποιημένοι» βρίσκονταν στην συντριπτική τους πλειοψηφία πιο κοντά στα εθνομηδενιστικά σχήματα, ενώ τα νέα ριζοσπαστικοποιούμενα λαϊκά στρώματα, θα πρέπει να ανακαλύψουν το σύνολο της πολιτικής κουλτούρας μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα σχεδόν από μόνα τους. Θα πρέπει να γίνουν «οικονομολόγοι», «ιστορικοί», «συνταγματολόγοι», δεδομένου ότι οι διανοούμενοι των αντίστοιχων χώρων, απουσιάζουν στους γυάλινους πύργους τους, ή τα ευρωπαϊκά τους προγράμματα.
Ο δικός μας ρόλος έγκειται ακριβώς στο να αποτελέσουμε το προζύμι, μαζί με άλλους, αυτών των αναγκαίων μετασχηματισμών, τόσο για όσους συμμετέχουν σε πολιτικά σχήματα, (εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, Σύριζα, Ανεξάρτητοι Έλληνες), όσο και για όλους εκείνους, και είναι πάρα πολλοί, που βρίσκονται έξω από αυτούς τους σχηματισμούς, αλλά έχουν μια έντονη διάθεση για συμμετοχή και δραστηριοποίηση.
Την επόμενη περίοδο, θα πυκνώσουν οι παρεμβάσεις και οι πρωτοβουλίες που θα στοχεύουν να φέρουν σε επαφή πατριωτικές και δημοκρατικές δυνάμεις, άσχετα και πέρα από πολιτικούς και κομματικούς πατριωτισμούς, πέρα από πολιτική προέλευση και προϊστορία. Στο καμίνι της κρίσης και της νέας εποχής που ανατέλλει πρέπει να διαμορφωθεί αυτό το νέο πολιτικό υποκείμενο το οποίο οραματιζόμαστε και για το οποίο παλεύουμε εδώ και δεκαετίες. Σήμερα, είναι δυνατό να γίνει κάτι τέτοιο, και θα συμβάλουμε ενεργά. Ευχόμαστε και θα θέλαμε υπαρκτές πολιτικές δυνάμεις και σχήματα να κατανοήσουν τις νέες ανάγκες και να μεταβληθούν στα πολιτικά υποκείμενα που έχει ανάγκη ο τόπος, διότι διαφορετικά η πορεία θα είναι πιο επώδυνη και οδυνηρή, και θα κληθούμε να παίξουμε έναν πολύ πιο σημαντικό πολιτικό ρόλο, ανάλογο με τον ιδεολογικό ρόλο που παίζαμε έως σήμερα. Πάντως, με τον ένα ή άλλο τρόπο δεν θα τρομάξουμε μπροστά στα κολοσσιαία καθήκοντα που μπαίνουν στους Έλληνες δημοκράτες και πατριώτες αυτή τη νέα περίοδο.
Θα πρέπει χωρίς χρονοτριβή να περάσουμε από την αγανάκτηση στην επ- ανάσταση με οδηγό μας το τετράπτυχο του κινήματος των πλατειών: κοινωνική δικαιοσύνη, οικολογική ισορροπία, άμεση δημοκρατία, πατριωτισμός.
19 Ιουλίου 2012
ΚΙΝΗΣΗ ΠΟΛΙΤΩΝ Αρδην
Κείμενο που διαβάστηκε και συζητήθηκε στην Πανελλαδική συνάντηση της Κίνησης Πολιτών Άρδην στο Στόμιο (16-22 Ιουλίου).
Τα χαρακτικά είναι της σπουδαίας μας χαράκτιας Βάσω Κατράκη, επισκεφτείτε εδώ την ιστοσελίδα που είναι αφιερωμένη στη ζωή και στο έργο της.