Κυριακή 17 Ιουνίου 2018

Ψέματα και αλήθειες για το «Μακεδονικό ζήτημα»

Πρόσφατα το «Μακεδονικό» επανήλθε στην επικαιρότητα, πυροδοτούμενο από τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς και τις επιδιώξεις στην περιοχή (βλέπε ένταξη ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ κ.λπ.) και πυροδοτώντας – ή μάλλον οξύνοντας εκ νέου – τον αστικό εθνικισμό στην ήδη πολύπαθη αυτή γωνιά των Βαλκανίων.
Τα υποκριτικά «δάκρυα» και η «αγωνία» διαφόρων αστικών εθνικιστικών τοποθετήσεων γύρω από την εξέλιξη ενός ζητήματος, για το οποίο γνωρίζουν ότι αστοί πολιτικοί (όπως ο Ελευθέριος Βενιζέλος, κ.ά.) έχουν βάλει φαρδιά – πλατιά την υπογραφή τους εδώ και πολλά χρόνια, περισσεύουν. Από την άλλη, οι ισχυρισμοί της κυβέρνησης και άλλων περί «αναβάθμισης της Ελλάδας» είναι το λιγότερο προκλητικοί, αφού είναι γνωστό τι είδους «λύσεις» έχει επιφυλάξει για μια σειρά λαούς στο παρελθόν ο «διεθνής παράγοντας» (ΟΗΕ – ΝΑΤΟ – ΕΕ), καθώς και τι επιδιώκει σήμερα.
Για να κατανοήσουμε όμως καλύτερα την ουσία του «Μακεδονικού», όσο και τους ανταγωνισμούς γύρω από αυτό, είναι απαραίτητο να ανατρέξουμε στο πώς και γιατί προέκυψε, εξελίχθηκε και κατέληξε.
Οι ρίζες του ζητήματος, βεβαίως, δεν εντοπίζονται ούτε στο αρχαίο βασίλειο των Μακεδόνων, ούτε στον δήθεν μεταπολεμικό «κομμουνιστικό επεκτατισμό» της Γιουγκοσλαβίας (όπου στέκονται διάφοροι που βρήκαν μια ακόμη αφορμή για να χύσουν την αντικομμουνιστική χολή τους). Το «Μακεδονικό ζήτημα» προέκυψε τον 19ο αιώνα και είχε να κάνει με τη διεκδίκηση και νομή της περιοχής, τμήμα τότε της οθωμανικής αυτοκρατορίας, μεταξύ των διαμορφούμενων αστικών εθνών – κρατών της Βαλκανικής.
Ετσι, η γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας και το πραγματικό μωσαϊκό λαών διαφορετικής φυλετικής προέλευσης που διαβιούσαν εκεί για αιώνες, βρέθηκαν στο επίκεντρο της σύγκρουσης των μεγαλοϊδεατισμών μιας σειράς χωρών, όπου ο αλυτρωτισμός του ενός συνεπαγόταν την υποδούλωση, εκτόπιση ή ακόμα και την εξόντωση του άλλου (άλλωστε, κάπως έτσι διαμορφώθηκαν ιστορικά όλα, λίγο – πολύ, τα σύγχρονα καπιταλιστικά έθνη – κράτη). Και όλα αυτά, βεβαίως, στο γενικότερο φόντο των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και ανταγωνισμών γύρω από την τύχη της καταρρέουσας οθωμανικής αυτοκρατορίας («Ανατολικό ζήτημα»).
Η σύγκρουση των μεγαλοϊδεατισμών στην περιοχή
Ο μεγαλοϊδεατισμός, με διάφορες βέβαια παραλλαγές, υπήρξε σε γενικές γραμμές κοινός τόπος για τον ανερχόμενο αστικό εθνικισμό σε πολλές χώρες («Μεγάλη Σερβία», «Μεγάλη Βουλγαρία», «Μεγάλη Ρουμανία», «Μεγάλη Αλβανία», αλλά και «Μεγάλη Ολλανδία», «Μεγάλη Γερμανία» κ.ο.κ.).
Από τα μέσα έως τα τέλη του 19ου αιώνα, ο ελληνικός μεγαλοϊδεατισμός,δηλαδή ο στρατηγικός προσανατολισμός της ελληνικής αστικής τάξης για επέκταση του οικονομικού – κοινωνικοπολιτικού χώρου, όπου διεκδικούσε κυρίαρχη θέση και ρόλο, άρχισε να υπονομεύεται από τις αντίστοιχες επιδιώξεις των άλλων αναδυόμενων εθνικών αστικών τάξεων και κρατών της Βαλκανικής, που εμφανίζονταν ολοένα και πιο επιθετικά ως ανταγωνίστριες δυνάμεις στο μοίρασμα εδαφών και αγορών της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Η Βουλγαρία διεκδικούσε τη Μακεδονία, τη Θράκη, έως και την Κωνσταντινούπολη, η Ρουμανία πρόβαλλε αξιώσεις μέχρι τη Θεσσαλία, η Σερβία επιδίωκε έξοδο τόσο στο Αιγαίο όσο και στη Μαύρη Θάλασσα, η Αλβανία διεκδικούσε την Ηπειρο, έως και την Αρτα κ.ο.κ. Αντίστοιχα, όλοι επικαλούνταν τις δικές τους ανάλογες στατιστικές, «ιστορικά δικαιώματα», αναλύσεις ειδικών κ.λπ., προκειμένου να στοιχειοθετήσουν τις επιδιώξεις τους.
Ειδικά όσον αφορά τη Μακεδονία, χαρακτηριστικά είναι τα όσα ανέφερε ο J. Angel στο έργο του «Λαοί και Εθνη των Βαλκανίων» (1920): «Ενας Ελληνας, ο Νικολαΐδης, τοποθετεί στα τρία μακεδονικά βιλαέτια (Κόσσοβο, Μοναστήρι, Σαλονίκη) 576.000 Τούρκους, 656.000 Ελληνες, 454.000 Σλάβους. Ενας Βούλγαρος, ο Κάντσεφ, τοποθετεί 489.000 Τούρκους, 225.000 Ελληνες, 1.184.000 Βούλγαρους, 700.000 Σέρβους. Ενας Σέρβος, ο Γκόπτσεβιτς, βρίσκει 231.000 Τούρκους, 201.000 Ελληνες, 57.000 Βούλγαρους, 2.048.000 Σέρβους».1
Ανεξάρτητα, λοιπόν, από τις ιδιαίτερες εκτιμήσεις κάθε πλευράς, που εντάσσονταν στο πλαίσιο και ανάλογων σκοπιμοτήτων, το γεγονός ήταν ότι η γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας περιέκλειε πολλούς, διαφορετικής φυλετικής προέλευσης πληθυσμούς και πως η «λύση» του «Μακεδονικού ζητήματος», όπως επιδιωκόταν από τις αστικές τάξεις των Βαλκανίων, δεν μπορούσε να σημαίνει παρά ένα μόνο πράγμα: Αιματοχυσία.
Οπως «διορατικά» επεσήμανε ο Εμμ. Ροΐδης το 1875: «Αι επωφελέστερον εσχάτως επιδιωχθείσαι εθνογραφικαί μελέται, αποδεικνύουσι καθ’ εκάστην δυσχερεστέραν πάσαν απόπειραν δικαίας διανομής της τουρκικής κληρονομίας. Τας δε δυσχερείας του έργου επαυξάνει, αδύνατον καθιστώσα οιονδήποτε συμβιβασμόν, οι παρά τοις λαοίς τούτοις επιφοίτησις της αρχής των εθνοτήτων. Καθ’ ην ώραν οι πλείστοι των κατοίκων της χερσονήσου κηρύσσονται έτοιμοι να υποστώσι πάσαν καταστροφήν και εξόντωσιν μάλλον ή να υπομείνωσι την στέρησιν του αλβανισμού, βουλγαρισμού ή ρουμανισμού αυτών, τα δε παρέχοντα το πολύτιμον τούτο προνόμιον γεωγραφικά όρια ουδαμού είνε ευχάρακτα και πολλαχού ουδέ καν ορατά, ουδέ λόγος δύναται να γίνη περί αδελφικής συμβιώσεως εθνών βλεπόντων καθ’ ύπνους μεγάλην Βουλγαρίαν, αρχαίαν Σερβίαν, αλβανικόν κράτος, Ρουμανίαν μέχρι Πίνδου και Ελλάδα μέχρι του Αίμου, ήτοι την ανέφικτον ανάγκην ν’ αλληλοσφαγώσιν, αφού δεν υπάρχει επί του χάρτου τόπος ικανός να συνυπάρξωσι τα όνειρα ταύτα».2
Αναφερόμενος στην υπό διεκδίκηση Μακεδονία, ο αστός πολιτικός Χ. Τρικούπης είχε δηλώσει σχετικά: «Η Ελλάς ενδιαφέρεται διά την Μακεδονίαν, ήτις δύναται να διαιρεθεί εις τρία τμήματα: Την μεσημβρινήν, ήτις είναι και θα είναι ελληνική, οτιδήποτε και αν συμβεί, την κεντρικήν, την περιλαμβάνουσαν ελληνικούς πληθυσμούς και την αρκτικήν, τη μη οικούμενην υφ’ Ελλήνων. Την Ελλάδα απασχολεί η Κεντρική Μακεδονία, ης οι κάτοικοι αναγνωρίζουσι τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως και ουχί την βουλγαρικήν εξαρχίαν, αλλ’ επειδή ενταύθα ο ελληνικός πληθυσμός δεν αποτελεί συναφή πληθυσμόν, είναι σχεδόν βέβαιον ότι, εάν η χώρα περιέλθη υπό τη σερβικήν κυριαρχίαν ή την βουλγαρικήν, οι κάτοικοι θα εκσλαβισθώσιν, ενώ εάν υπό την Ελλάδα θα εξελληνισθώσιν ολοσχερώς».
Σε μια άλλη περίπτωση, ο ίδιος θα προσθέσει, με την κυνικότητα του αστού πολιτικού ηγέτη: «Ο Τούρκος εκλείπει και πολύ ταχέως. Οταν έλθει ο μέγας πόλεμος, ως αφεύκτως θα συμβεί μετά τρία, πέντε, οκτώ έτη, η Μακεδονία θα γίνει Ελληνική ή Βουλγαρική κατά τον νικήσαντα. Αν τη λάβωσιν οι Βούλγαροι, δεν αμφιβάλλω ότι εντός ολίγων ετών θα είναι ικανοί να εκσλαβίσωσι τον πληθυσμόν μέχρι των Θεσσαλικών συνόρων. Αν ημείς τη λάβωμεν, θα τους κάμωμεν όλους Ελληνας μέχρι της Ανατολικής Ρωμυλίας».3
Ζυμώσεις και ένοπλη σύγκρουση
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι η πρώτη ένοπλη οργάνωση που συγκροτήθηκε στην περιοχή της Μακεδονίας, η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση ή Κομιτάτο των Σαντραλιστών (1893),πρόβαλλε ως κύριο όχι την ενσωμάτωση σε κάποιο από τα ανερχόμενα αστικά έθνη – κράτη, αλλά την κοινωνική απελευθέρωση από την τυραννία των γαιοκτημόνων, που ταυτίζονταν τότε με την οθωμανική κυριαρχία.
Πράγματι, μέλος της οργάνωσης «μπορούσε να γίνει κάθε κάτοικος της Ευρωπαϊκής Τουρκίας χωρίς καμιά διάκριση γλώσσας, εθνικότητας, θρησκείας και πολιτικοφυλετικών πεποιθήσεων» (αν και η συντριπτική πλειοψηφία της ΕΜΕΟ ήταν σλαβόφωνοι – βουλγαρογενείς), ενώ διακηρυγμένος σκοπός της ήταν «η βελτίωση της πολιτικής και κοινωνικής θέσης των κατοίκων της Μακεδονίας» και η «απαλλοτρίωση των μεγάλων τσιφλικιών προς όφελος των ακτημόνων αγροτών».4 Τότε ήταν που εμφανίστηκε και για πρώτη φορά το σύνθημα «η Μακεδονία στους Μακεδόνες».
Τα κοινωνικοπολιτικά, όσο και τα περί αυτονομίας αιτήματα της εν λόγω οργάνωσης έρχονταν σε αντίθεση τόσο με τις επιδιώξεις της ελληνικής, όσο και της βουλγαρικής αστικής τάξης στην περιοχή. Ετσι, στο πλαίσιο του βουλγαρικού μεγαλοϊδεατισμού, συγκροτήθηκε, δύο χρόνια μετά, η Εξωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση ή Κομιτάτο των Βερχοβιστών.
Μετά την ήττα της ένοπλης εξέγερσης του Ιλιντεν κατά των Οθωμανών (1903), η ΕΜΕΟ αποδυναμώθηκε, ενώ αντίστοιχα ενισχύθηκαν οι δυνάμεις που πρόσκεινταν στο βουλγαρικό αστικό εθνικισμό. Η δράση των Βουλγάρων «Κομιτατζήδων», κατά των εθνικών ή πολιτικών αντιπάλων τους, κλιμακώθηκε. Το πρώτο «ελληνικό αντάρτικο σώμα» πέρασε από τα ελληνοοθωμανικά σύνορα στη Μακεδονία το 1903, ενώ το 1904 συγκροτήθηκε το ελληνικό «Μακεδονικό Κομιτάτο».5 Τον Ιούλη του 1908, δρούσαν στη Μακεδονία 110 βουλγαρικά ένοπλα σώματα, 80 ελληνικά και 30 σερβικά.6
Στην «Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα» διαβάζουμε σχετικά με τη δράση τους: «Το 1907, αποδόθηκαν στους [Βούλγαρους] κομιτατζήδες 519 φόνοι», εκ των οποίων οι 184 ήταν Ελλήνων, οι 86 ήταν μουσουλμάνων αμάχων, οι 71 Οθωμανών στρατιωτών, οι 49 Σέρβων, 11 Βλάχων, αλλά και 120 «βουλγαριζόντων». «Την ίδια χρονιά, στους Ελληνες αποδόθηκαν 392 φόνοι, από τους οποίους οι 320 “βουλγαριζόντων”, 17 πατριαρχικών, 21 Βλάχων, 12 μουσουλμάνων και 22 Οθωμανών στρατιωτών».
Επίσης, «Τούρκοι άτακτοι σκότωσαν 172 “βουλγαρίζοντες”» και έναν Ελληνα. Την ίδια περίοδο που δεκάδες χιλιάδες Ελληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας έγιναν πρόσφυγες εξαιτίας των βουλγαρικών διωγμών, «περισσότεροι από 100.000 Σλαβομακεδόνες μετανάστευσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες για να γλιτώσουν από τον εφιάλτη. Δεκάδες χιλιάδες άλλοι έφυγαν πρόσφυγες στη Βουλγαρία».7
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και η νομή της Μακεδονίας
Οι ανοικτοί «λογαριασμοί» τέθηκαν επί τάπητος κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο (1912-1913), όπου παρά τις αντιθέσεις τους, οι αστικές τάξεις των «χριστιανικών κρατών» της Βαλκανικής συνασπίστηκαν προσωρινά εναντίον της οθωμανικής αυτοκρατορίας, πετυχαίνοντας τη σχεδόν ολοκληρωτική της εκτόπιση από την περιοχή. Ωστόσο, η νομή της λείας – κυρίως επί της Μακεδονίας – μεταξύ Ελλάδας, Σερβίας και Βουλγαρίας, όξυνε ακόμη περισσότερο τους ανταγωνισμούς μεταξύ τους, πυροδοτώντας έναν νέο Βαλκανικό Πόλεμο (1913).
Προϊόν αυτού του πολέμου υπήρξε η Συνθήκη του Βουκουρεστίου, με την οποία περίπου το 51% της Μακεδονίας περιήλθε στην Ελλάδα, το 39% στη Σερβία, το 9,5% στη Βουλγαρία και το 0,5% στο νεοσύστατο κράτος της Αλβανίας.
Η Μακεδονία συνέχισε να αποτελεί «μήλον της έριδος» και διαπραγματευτικό χαρτί στη γενικότερη ιμπεριαλιστική αναδιανομή του κόσμου κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918). Ενδεικτική ήταν η πρόταση Βενιζέλου το 1915 για παραχώρηση της περιοχής Καβάλας – Δράμας – Σαριμπασάν (Νέστος) στη Βουλγαρία, έναντι εδαφών στη Μικρά Ασία.
Η συναλλαγή εντασσόταν στην προσπάθεια προσέλκυσης της Βουλγαρίας στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο της Αντάντ, σε συνδυασμό με τις επιδιώξεις της ελληνικής αστικής τάξης για επέκταση σε σαφώς πλουσιότερες περιοχές. Ωστόσο, η προτεινόμενη συναλλαγή δεν προχώρησε, αφού η Βουλγαρία συντάχθηκε τελικά με τις Κεντρικές Δυνάμεις (Γερμανία κ.λπ.). Ετσι, η εν λόγω περιοχή της Μακεδονίας παρέμεινε στην Ελλάδα.
Παρ’ όλα αυτά, θα έπρεπε να μεσολαβήσει ακόμη μια δεκαετία μέχρις ότου η εθνολογική σύνθεση της Μακεδονίας (του ελληνικού τμήματος) φτάσει να προσομοιάζει τη σημερινή. Πράγματι, σύμφωνα με Εκθεση της Ελληνικής Επιτροπής για την Αποκατάσταση των Προσφύγων, οι Ελληνες το 1912 αποτελούσαν μόλις το 42,6% του συνόλου του πληθυσμού της, με τους μουσουλμάνους (τουρκογενείς, Αλβανοί κ.ά.) να έρχονται από κοντά δεύτεροι (39,4%) και τους σλαβόφωνους (που αναφέρονται ως «Βούλγαροι») να ακολουθούν (9,9%). Ενδεικτικά, στην περιφέρεια της Δράμας οι Ελληνες αποτελούσαν το 15%, του Σιδηροκάστρου το 19%, της Θεσσαλονίκης και της Καβάλας το 29%, της Φλώρινας το 32% κ.ο.κ.8
Η πληθυσμιακή αυτή σύνθεση άλλαξε άρδην μετά την Ανταλλαγή των Πληθυσμών, όπου τους 475.000 μουσουλμάνους «αντικατέστησαν» περίπου 638.000 πρόσφυγες της Μικράς Ασίας και του Πόντου (οι σλαβόφωνοι πληθυσμοί επίσης μειώθηκαν κατά 30%), με αποτέλεσμα τη σχεδόν καθολική εθνολογική ομογενοποίηση («ελληνοποίηση») της περιοχής (88,8%).
Ορισμένα συμπεράσματα
Η Μακεδονία, ως ευρύτερη γεωγραφική περιοχή, δεν «ανήκει» κατ’ αποκλειστικότητα σε κανένα έθνος ή κράτος. Περιέκλειε – και συνεχίζει να περικλείει – πολλές εθνότητες, ενώ σήμερα είναι κατατετμημένη σε τέσσερα διαφορετικά κράτη.
Η «ονοματολογία», αποσπασμένη από το χαρακτήρα της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής ενός κράτους, δεν αγγίζει την ουσία του ζητήματος. Και είναι γεγονός πως η χρησιμοποιούμενη ονομασία από το νεοσύστατο κράτος της ΠΓΔΜ συνδέθηκε με αλυτρωτικές επιδιώξεις και ως προς το τμήμα της Μακεδονίας που ανήκει στην ελληνική επικράτεια. Οι αλυτρωτικές αυτές επιδιώξεις αποτυπώθηκαν, μεταξύ άλλων, στο Σύνταγμα του εν λόγω κράτους, στα σύμβολα και τις αναφορές στο αρχαίο Μακεδονικό βασίλειο, που χρησιμοποιήθηκαν ευρέως, κ.ο.κ.
Βεβαίως, μετά από σχεδόν 25 χρόνια, οι σχέσεις των δύο κρατών – Ελλάδας και ΠΓΔΜ – ομαλοποιήθηκαν αρκετά στην πράξη, στο πλαίσιο των καπιταλιστικών σχέσεων. Η Ελλάδα έχει σημαντικές άμεσες ξένες επενδύσεις στην ΠΓΔΜ, ενώ και τα δύο κράτη ενδιαφέρονται για την ένταξή της στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Το τελευταίο, μάλιστα, αποτελεί ενιαία επιδίωξη της αστικής τάξης της Ελλάδας, παρότι η ένταση των εθνικισμών συχνά έχει και κίνητρα που σχετίζονται με τις ιδιαίτερες πολιτικές επιδιώξεις κάθε αστικού κόμματος.
Ετσι, λοιπόν, ενισχύεται η υποδαύλιση του αστικού εθνικισμού στους λαούς και η ένταξη/στοίχισή τους πίσω από διάφορες αστικές πολιτικές δυνάμεις, από τις γενικότερες επιδιώξεις των ντόπιων αστικών τους τάξεων, αλλά και τους σχεδιασμούς των διεθνών τους συμμάχων.
Οι λαοί της Βαλκανικής έχουν πληρώσει πολύ ακριβά (με εκατόμβες νεκρών και εκατοντάδες χιλιάδες ξεριζωμένων) τους ανταγωνισμούς και τις επιδιώξεις των εθνικών αστικών τους τάξεων διαχρονικά. Επομένως, η αναζωπύρωση των αλυτρωτισμών στα Βαλκάνια, εντασσόμενων στους ευρύτερους γεωστρατηγικούς σχεδιασμούς, σε καμιά περίπτωση δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα των εκμεταλλευόμενων, σε οποιαδήποτε πλευρά των συνόρων και αν βρίσκονται. Η γνώση της Ιστορίας και η συνείδηση των πραγματικών αιτιών γύρω από τα όσα διαδραματίζονται σήμερα στην περιοχή μας, αποτελούν βασική προϋπόθεση για να μη βρεθούν ξανά οι λαοί σε νέο αιματοκύλισμα «κάτω από ξένη σημαία».
Το ΚΚΕ καλεί το λαό μας και τους λαούς της περιοχής να δυναμώσουν την πάλη κατά των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών, κατά του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, των ξένων στρατιωτικών βάσεων στην περιοχή.
Η αντιμετώπιση του αλυτρωτισμού προέχει και προϋποθέτει την αλλαγή του Συντάγματος της ΠΓΔΜ, τη ρητή διατήρηση των συνόρων και την αποτροπή ανακίνησης εθνικιστικών επιδιώξεων. Η συζήτηση για το όνομα με σύνθετη ονομασία, που θα περιέχει το όνομα Μακεδονία ή παράγωγά του, με αυστηρό γεωγραφικό προσδιορισμό, προϋποθέτει την επίλυση όλων των παραπάνω προβλημάτων και βεβαίως ξεκαθάρισμα πως πρόκειται για ένα όνομα για όλες τις χρήσεις, χωρίς «ήξεις αφήξεις».
Παραπομπές:
1. Ζέβγος Γ., «Σύντομη Μελέτη της Νεοελληνικής Ιστορίας», τ.Β’, εκδ. «Τα Νέα Βιβλία», Αθήνα, 1946, σελ. 133-134.
2. Ζέβγος Γ., «Σύντομη Μελέτη της Νεοελληνικής Ιστορίας», τ.Β’, εκδ. «Τα Νέα Βιβλία», Αθήνα, 1946, σελ. 94-95.
3. Κορδάτος Γ., «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τ.12, σελ. 478-479, 499.
4. Κορδάτος Γ., «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τ.12, σελ. 39-45.
5. ΓΕΣ, «Ο Μακεδονικός Αγώνας και τα γεγονότα στη Θράκη (1904-1908)», εκδ. ΔΙΣ, Αθήνα, 1998, σελ. 144 κ.ε.
6. «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους», τ. ΙΔ, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1977, σελ. 253.
7. «Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα», τ.Α2, εκδ. «Βιβλιόραμα», Αθήνα, σελ. 163.
8. Βλέπε σχετικό Παράρτημα στο Greek Refugee Settlement Commission, Greek Refugee Settlement, εκδ. «League of Nations», Geneva, 1926.
Πηγή: Ριζοσπάστης, 3-4 Φλεβάρη 2018.
Ανάρτηση από: https://theradicalmarxismproject.wordpress.com