Του Βασίλη Ασημακόπουλου
Στη μνημονιακή όμως περίοδο από το 2010 και μετά, την τρέχουσα δηλαδή 3η υποπερίοδο της Γ' Ελληνικής Δημοκρατίας, η δυναμική αυτή σχέση εξελίχθηκε διαφορετικά. Αυτή η τελευταία περίοδος είχε ως άμεση προϊστορία τη μεταμόρφωση του ΠΑΣΟΚ στο αντίθετό του και τη σταδιακή ριζοσπαστικοποίηση του χώρου της κομμουνιστογενούς αριστεράς που έλαβε την ονομασία ΣΥΡΙΖΑ, ως αποτέλεσμα της εξέλιξης αμφοτέρων των σχηματισμών κατά τη 2η υποπερίοδο της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας.
Η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ, δεν κρίθηκε στα χρόνια από το 2015 και μετά. Ούτε στα χρόνια πριν το 2010. Η μαζική πλατιά κινητοποίηση της περιόδου 2010-2012 και οι εκλογές του λεγόμενου διπλού εκλογικού σεισμού, ανέδειξαν τον ΣΥΡΙΖΑ (ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ τότε) σε μείζονα πολιτική δύναμη. Οι ανάγκες της χώρας, η συνάντηση με τους κινητοποιούμενους ανθρώπους, τα πλατιά ακροατήρια, η μαζική πολιτική, απαιτούσαν μεγάλες ιδεολογικο-πολιτικές ανατροπές και μετασχηματισμούς, στις λέξεις, στην οργάνωση, στην ατμόσφαιρα, στη θεωρία και την πράξη. Αυτό δεν έγινε.
Όπως διατυπώθηκε από ένα βασικό στέλεχος στην Κεντρική Επιτροπή εκείνα τα χρόνια με υπερχειλίζουσα δόση αλαζονείας, «έγιναν αποδεκτές οι θέσεις μας που για χρόνια υποστηρίζαμε» ή πιο ποσοτικοποιημένα «το 27% ανήκει στο 4%» και όχι το αντίστροφο, όπως θα απαιτούσε μια δημοκρατική αντίληψη και όχι μια γραμμή, ανιστόρητης σε κάθε περίπτωση, αυτοδικαιωτικής «πρωτοπορίας». Αυτή όμως ήταν η κυρίαρχη πολιτική κουλτούρα της γραφειοκρατίας του ΣΥΡΙΖΑ. Ψευδο-αβαγκαρντισμός και βαθιά περιφρόνηση στο λαϊκό αίσθημα ιδίως στο πεδίο της εθνικής και κοινωνικής συλλογικής αυτοκατανόησης.
Το μοιραίο άκριτο άνοιγμα στο ΠΑΣΟΚ
Σ’ αυτό συνέβαλαν και οι λεγόμενες πολιτικές συμμαχίες, στελέχη και παράγοντες από το ΠΑΣΟΚ --ιδίως από το 2013-14 και μετά-- που έχουν εκλεγεί ήδη βουλευτές ή είναι υποψήφιοι με τον ΣΥΡΙΖΑ για πρώτη φορά, έχοντας ήδη κοινοβουλευτικές θητείες. Δεν έθεσαν ποτέ ένα ζήτημα ιδεολογικο-πολιτικής ταυτότητας που να έχει σχέση με το χώρο προέλευσής τους. Εκείνοι οι λίγοι που έθεσαν τέτοιο ζήτημα βρίσκονται ήδη εκτός ΣΥΡΙΖΑ από το 2015. Προηγουμένως είχαν αντιμετωπίσει την εχθρότητα του γραφειοκρατικού μηχανισμού.
Μία μόνο η βουλευτής, η Νίνα Κασιμάτη από τη Β' Πειραιά, όχι χωρίς υποχωρήσεις, αποτέλεσε πάντως τιμητική εξαίρεση στην πεπατημένη των στελεχών που προέρχονταν από το ΠΑΣΟΚ, θέτοντας ταυτοτικά ζητήματα. Άλλωστε είχε αποχωρήσει απ’ αυτό ήδη από το 2010. Κατά τα λοιπά για τους υπόλοιπους ισχύει το «να πιάσουν την καλή, να γίνουν υπουργοί».
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχοντας ήδη προδιάθεση γι’ αυτό, εξελίχθηκε σε κόμμα κατ’ εξοχήν κρατικό, σύμφωνα με την ορολογία του Νίκου Πουλαντζά, τόσο σε ό,τι αφορά την εσωτερίκευση των πολιτικών αποικιοποίησης του μνημονιακού κράτους, όσο και με τη μορφή της ραγδαίας, σχεδόν αυτόματης, κρατικοποίησης των κομματικών στελεχών του με ότι αυτό συνεπάγεται. Η εκλογική φθορά του ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι μίας, αλλά δύο τετραετιών, ακριβώς γιατί το βάρος της κυβερνητικής θητείας 2015-2019 αντιστοιχούσε σε δύο τετραετίες.
Στους μνημονιακούς καιρούς ο χρόνος μετρά διπλός, όπως συνέβη και με τις κυβερνήσεις της περιόδου 2010-2014. Ο μνημονιακός συμβιβασμός του ΣΥΡΙΖΑ, ως αποτέλεσμα οδήγησε στην κυριαρχία της γραμμής του ΣΥΡΙΖΑ του 4%, που καθορίζεται από υφιστάμενη σχέση απέναντι στον ιμπεριαλισμό, εχθρότητα στο εθνικό, μίσος για τη μεσαία-μικροϊδιοκτητική τάξη ιδίως για την αυτοαπασχολούμενη κατά βάση εκτός κράτους μερίδα της και φιλελεύθερο δικαιωματισμό. Έτσι οι θετικές όψεις του κυβερνητικού έργου στο κοινωνικό πεδίο, κυρίως στις εργασιακές σχέσεις, έμειναν ατελείς, συνδικαλιστικού χαρακτήρα και εν τέλει δυνητικά αντιστρεπτές.
Η μεγαλύτερη ήττα της Αριστεράς από το 1952
Ένα μείγμα συνειδητών επιλογών του ΣΥΡΙΖΑ οδήγησαν στο χειρότερο εκλογικό αποτέλεσμα σε δημοτικές εκλογές της scrito sencu αριστεράς από το 1952. Αφενός ήταν η παράδοση του εθνικού στη Δεξιά με τη Συμφωνία των Πρεσπών ως παραδειγματική περίπτωση και όλη η συνοδευτική ρητορική του κυβερνώντος κόμματος και των διανοουμένων του. Αφετέρου εξαπέλυσε μια ασφαλιστική-φορολογική επιδρομή σε πολυπληθή τμήματα των μικροαστικών στρωμάτων. Ταυτόχρονα, υιοθέτησε μια επιθετική προπαγάνδιση της εφαρμοζόμενης πολιτικής, όχι ως επιβαλλόμενης, αλλά ως συνειδητής επιλογής.
Όλα αυτά συντελέστηκαν ενώ σημειώθηκε ένας ανύπαρκτος βαθμός αυτονομίας από το κράτος μιας σε --κάθε περίπτωση-- περιορισμένης κομματικής οργάνωσης, ενώ πολλά κεντρικά στελέχη διακατέχονταν από μια βαθιά εξουσιαστική-ιδιοτελή νοοτροπία. Έτσι πιθανότατα, μετά το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών, όλοι οι προαναφερθέντες παράγοντες να οδηγήσουν στη μεγαλύτερη εκλογική ήττα σε βουλευτικές εκλογές της αριστεράς νοουμένης με την ευρεία έννοια, la Gauche, από το 1974. Το μόνο παρήγορο για τη γραφειοκρατία του κόμματος και για την ηγεσία του είναι η προς το παρόν διαφαινόμενη μη αμφισβητούμενη πρωτοκαθεδρία του στην αντιδεξιά αντιπολίτευση.
Τα μεγάλα σχίσματα συνήθως δεν καλύπτονται. Για το σχεδόν ανέφικτο του εγχειρήματος απαιτείται μια μεγάλη πολιτική παρέμβαση. Η συγκυρία προσέφερε στο Κίνημα Αλλαγής αυτή τη δυνατότητα. Ήταν η Συμφωνία των Πρεσπών. Η Φώφη Γεννηματά έκανε το σωστό βήμα τον Ιούνιο 2018 να τοποθετηθεί ενάντια στη Συμφωνία των Πρεσπών, ανατρέποντας τον πλειοψηφικό συσχετισμό στην ΠΓ του ΚΙΝΑΛ υπέρ της Συμφωνίας.
Αν την είχε στηρίξει και είχε ταυτιστεί με την κυβέρνηση στο ζήτημα αυτό, που κινητοποίησε μαζικά πολίτες, ίσως να διατηρούσε τη συμμαχία με το Ποτάμι και την όλη ΔΗΜΑΡ, το πιθανότερο όμως είναι να έδινε μάχη πολιτικής επιβίωσης στο όριο του 3%. Το ΚΙΝΑΛ έπρεπε τον Ιανουάριο 2019 να υιοθετήσει το δημοκρατικό αίτημα των συλλαλητηρίων για δημοψήφισμα. Αν το έκανε αυτό θα έδειχνε έμπρακτη διάθεση να εκφράσει την «πλατεία», την πλατιά αγωνιστική μαζική κινητοποίηση ή έστω ένα μέρος της. Να διεκδικήσει την εκπροσώπησή του.
Θα κατάφερνε να οξύνει την αντίφαση του ΣΥΡΙΖΑ, που προτείνει στη συνταγματική αναθεώρηση δημοψήφισμα με λαϊκή πρωτοβουλία για εθνικό θέμα και την ίδια στιγμή το αρνείται για τη Συμφωνία των Πρεσπών προχωρώντας σε απαράδεκτες κοινοβουλευτικές μεθοδεύσεις προκειμένου να αποκτήσει την απόλυτη πλειοψηφία των βουλευτών. Παράλληλα το ΚΙΝΑΛ θα διαχωριζόταν με τον τρόπο αυτό από τη ΝΔ, θέτοντας την εθνική και δημοκρατική ταυτόχρονα αιχμή. Δεν το έπραξε όμως. Ίσως και γιατί είναι πια μη αναστρέψιμα συντηρητικός χώρος με δεδομένες γεωπολιτικές δεσμεύσεις.
Αντ’ αυτών, το ΚΙΝΑΛ, προπαγανδίζει τη θεωρία της αποπλάνησης των πολιτών από το δημαγωγικό ΣΥΡΙΖΑ, βολική και αυτοδικαιωτική για τα στελέχη του, που δεν συμβιβάζονται στον 2ο ρόλο, του μικρού εταίρου. Αυτό δείχνουν με το πρόσφατο τηλεοπτικό σποτάκι με τα τενεκεδάκια που παραπέμπει ως αισθητική και πολιτική γραμμή στην ταινία "Ελένη" του Γκατζογιάννη.
Νεοφιλελευθερισμός made in IMF
Η ιδεολογικο-πολιτική γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ, διαμορφώνει τις προϋποθέσεις ώστε μια συγκυριακή εκλογική νίκη της Δεξιάς, να εξελιχθεί σε μια νέα ηγεμονία, με τους κινδύνους που αυτό αντιπροσωπεύει για τις λαϊκές τάξεις και τα μικροαστικά στρώματα της χώρας. Η νεοφιλελεύθερη θατσερικής έμπνευσης δημαγωγία στο κομβικό ζήτημα της φορολόγησης σε συνδυασμό με τα ζητήματα ασφάλειας θα είναι το πλαίσιο που θα κληθούν αφετηριακά να τοποθετηθούν οι αντιπολιτευόμενες δυνάμεις το επόμενο διάστημα. Αυτό βέβαια προϋποθέτει ότι θα επαληθευτούν οι τάσεις αυτοδυναμίας της ΝΔ.
Αξίζει όμως εδώ να θυμίσουμε, ότι αυτή η νεοφιλελεύθερη δημαγωγία για το φορολογικό εφαρμόστηκε ήδη δύο φορές στο παρελθόν. Η πρώτη ήταν το 1990-1993, όταν προκάλεσε τέτοια τρύπα στα δημόσια έσοδα που λίγο έλειψε να φέρει στην Ελλάδα ΔΝΤ το 1993. Τότε μάλιστα, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε δηλώσει μετά την επιτυχή αντιμετώπιση του προβλήματος πως «ή το έθνος θα εξαφανίσει το χρέος, ή το χρέος θα αφανίσει το έθνος». Η δεύτερη φορά 2004-2009 οδήγησε τελικά μοιραία στο ΔΝΤ λόγω και της διεθνούς οικονομικής κρίσης και του μεταλλαγμένου ΠΑΣΟΚ μετά το 2010.
Με τον διαγκωνισμό στη γραμμή του «αντιδεξιού προοδευτισμού» ή της εγχώριας εκπροσώπησης της σύγχρονης ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ, αλλά και τα νεοεμφανιζόμενα ενδιάμεσα μορφώματα «τύπου Βαρουφάκη» αδυνατούν όχι μόνο ν’ αντιπαρατεθούν στο νεοφιλελευθερισμό "made in IMF", αλλά στοιχειωδώς ν’ ανταποκριθούν στις ανάγκες της χώρας.
Και τα προβλήματα είναι μπροστά και ανατολικά μας, όπως αρθρογράφησε στην Καθημερινή προσφάτως πρώην πρωθυπουργός στη γραμμή του οποίου συγκλίνουν από χρόνια τώρα οι δυνάμεις του «αντιδεξιού προοδευτισμού» και του σοσιαλφιλελευθερισμού. Η παράδοση βέβαια του Ελευθερίου Βενιζέλου και του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν διαφορετική.
Ανάρτηση από: https://geromorias.blogspot.com
Η προεκλογική περίοδος εν όψει των βουλευτικών εκλογών της 7ης Ιουλίου, διεξάγεται σ’ ένα πρωτοφανώς υποτονικό κλίμα, καθώς οι εκλογές έχουν ήδη πραγματοποιηθεί από τις 26 Μαϊου. Ο διεκπεραιωτικός χαρακτήρας παράδοσης-παραλαβής είναι κυρίαρχος. Ένα από τα ζητήματα των εκλογών, που θα απασχολήσει και την επομένη ημέρα είναι η σχέση ΣΥΡΙΖΑ-ΚΙΝΑΛ, η μεταξύ τους άσκηση ισορροπίας-κυριαρχίας στο χώρο της αντιδεξιάς αντιπολίτευσης, η επικράτηση στον πάλαι ποτέ λεγόμενο δημοκρατικό χώρο.Από το 1974 και μετά, στη διάρκεια της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, η σχέση των δύο χώρων, που δεν ταυτίζονται πάντα με την οριοθέτηση των κομματικών σχηματισμών-γραφειοκρατιών και με προϊστορία ήδη από τη δεκαετία του 1930, έχει λάβει διάφορες μορφές και κατευθύνσεις: Από το ΠΑΣΟΚ και άλλες δημοκρατικές δυνάμεις (1977 έως 1985), στην επιχείρηση κάθαρση-βρώμικο ‘89 και από την αδιάκριτη γοητεία του εκσυγχρονισμού στους αριστερούς διανοούμενους 1996-2001 (σύμφωνα με τον εύστοχο τίτλο στο κείμενο του Δημήτρη Μπελαντή στο περιοδικό Θέσεις τχ 59/1997), μέχρι τις κινητοποιήσεις για τη μη αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος (2006-2007).
Στη μνημονιακή όμως περίοδο από το 2010 και μετά, την τρέχουσα δηλαδή 3η υποπερίοδο της Γ' Ελληνικής Δημοκρατίας, η δυναμική αυτή σχέση εξελίχθηκε διαφορετικά. Αυτή η τελευταία περίοδος είχε ως άμεση προϊστορία τη μεταμόρφωση του ΠΑΣΟΚ στο αντίθετό του και τη σταδιακή ριζοσπαστικοποίηση του χώρου της κομμουνιστογενούς αριστεράς που έλαβε την ονομασία ΣΥΡΙΖΑ, ως αποτέλεσμα της εξέλιξης αμφοτέρων των σχηματισμών κατά τη 2η υποπερίοδο της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας.
Η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ, δεν κρίθηκε στα χρόνια από το 2015 και μετά. Ούτε στα χρόνια πριν το 2010. Η μαζική πλατιά κινητοποίηση της περιόδου 2010-2012 και οι εκλογές του λεγόμενου διπλού εκλογικού σεισμού, ανέδειξαν τον ΣΥΡΙΖΑ (ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ τότε) σε μείζονα πολιτική δύναμη. Οι ανάγκες της χώρας, η συνάντηση με τους κινητοποιούμενους ανθρώπους, τα πλατιά ακροατήρια, η μαζική πολιτική, απαιτούσαν μεγάλες ιδεολογικο-πολιτικές ανατροπές και μετασχηματισμούς, στις λέξεις, στην οργάνωση, στην ατμόσφαιρα, στη θεωρία και την πράξη. Αυτό δεν έγινε.
Όπως διατυπώθηκε από ένα βασικό στέλεχος στην Κεντρική Επιτροπή εκείνα τα χρόνια με υπερχειλίζουσα δόση αλαζονείας, «έγιναν αποδεκτές οι θέσεις μας που για χρόνια υποστηρίζαμε» ή πιο ποσοτικοποιημένα «το 27% ανήκει στο 4%» και όχι το αντίστροφο, όπως θα απαιτούσε μια δημοκρατική αντίληψη και όχι μια γραμμή, ανιστόρητης σε κάθε περίπτωση, αυτοδικαιωτικής «πρωτοπορίας». Αυτή όμως ήταν η κυρίαρχη πολιτική κουλτούρα της γραφειοκρατίας του ΣΥΡΙΖΑ. Ψευδο-αβαγκαρντισμός και βαθιά περιφρόνηση στο λαϊκό αίσθημα ιδίως στο πεδίο της εθνικής και κοινωνικής συλλογικής αυτοκατανόησης.
Το μοιραίο άκριτο άνοιγμα στο ΠΑΣΟΚ
Σ’ αυτό συνέβαλαν και οι λεγόμενες πολιτικές συμμαχίες, στελέχη και παράγοντες από το ΠΑΣΟΚ --ιδίως από το 2013-14 και μετά-- που έχουν εκλεγεί ήδη βουλευτές ή είναι υποψήφιοι με τον ΣΥΡΙΖΑ για πρώτη φορά, έχοντας ήδη κοινοβουλευτικές θητείες. Δεν έθεσαν ποτέ ένα ζήτημα ιδεολογικο-πολιτικής ταυτότητας που να έχει σχέση με το χώρο προέλευσής τους. Εκείνοι οι λίγοι που έθεσαν τέτοιο ζήτημα βρίσκονται ήδη εκτός ΣΥΡΙΖΑ από το 2015. Προηγουμένως είχαν αντιμετωπίσει την εχθρότητα του γραφειοκρατικού μηχανισμού.
Μία μόνο η βουλευτής, η Νίνα Κασιμάτη από τη Β' Πειραιά, όχι χωρίς υποχωρήσεις, αποτέλεσε πάντως τιμητική εξαίρεση στην πεπατημένη των στελεχών που προέρχονταν από το ΠΑΣΟΚ, θέτοντας ταυτοτικά ζητήματα. Άλλωστε είχε αποχωρήσει απ’ αυτό ήδη από το 2010. Κατά τα λοιπά για τους υπόλοιπους ισχύει το «να πιάσουν την καλή, να γίνουν υπουργοί».
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχοντας ήδη προδιάθεση γι’ αυτό, εξελίχθηκε σε κόμμα κατ’ εξοχήν κρατικό, σύμφωνα με την ορολογία του Νίκου Πουλαντζά, τόσο σε ό,τι αφορά την εσωτερίκευση των πολιτικών αποικιοποίησης του μνημονιακού κράτους, όσο και με τη μορφή της ραγδαίας, σχεδόν αυτόματης, κρατικοποίησης των κομματικών στελεχών του με ότι αυτό συνεπάγεται. Η εκλογική φθορά του ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι μίας, αλλά δύο τετραετιών, ακριβώς γιατί το βάρος της κυβερνητικής θητείας 2015-2019 αντιστοιχούσε σε δύο τετραετίες.
Στους μνημονιακούς καιρούς ο χρόνος μετρά διπλός, όπως συνέβη και με τις κυβερνήσεις της περιόδου 2010-2014. Ο μνημονιακός συμβιβασμός του ΣΥΡΙΖΑ, ως αποτέλεσμα οδήγησε στην κυριαρχία της γραμμής του ΣΥΡΙΖΑ του 4%, που καθορίζεται από υφιστάμενη σχέση απέναντι στον ιμπεριαλισμό, εχθρότητα στο εθνικό, μίσος για τη μεσαία-μικροϊδιοκτητική τάξη ιδίως για την αυτοαπασχολούμενη κατά βάση εκτός κράτους μερίδα της και φιλελεύθερο δικαιωματισμό. Έτσι οι θετικές όψεις του κυβερνητικού έργου στο κοινωνικό πεδίο, κυρίως στις εργασιακές σχέσεις, έμειναν ατελείς, συνδικαλιστικού χαρακτήρα και εν τέλει δυνητικά αντιστρεπτές.
Η μεγαλύτερη ήττα της Αριστεράς από το 1952
Ένα μείγμα συνειδητών επιλογών του ΣΥΡΙΖΑ οδήγησαν στο χειρότερο εκλογικό αποτέλεσμα σε δημοτικές εκλογές της scrito sencu αριστεράς από το 1952. Αφενός ήταν η παράδοση του εθνικού στη Δεξιά με τη Συμφωνία των Πρεσπών ως παραδειγματική περίπτωση και όλη η συνοδευτική ρητορική του κυβερνώντος κόμματος και των διανοουμένων του. Αφετέρου εξαπέλυσε μια ασφαλιστική-φορολογική επιδρομή σε πολυπληθή τμήματα των μικροαστικών στρωμάτων. Ταυτόχρονα, υιοθέτησε μια επιθετική προπαγάνδιση της εφαρμοζόμενης πολιτικής, όχι ως επιβαλλόμενης, αλλά ως συνειδητής επιλογής.
Όλα αυτά συντελέστηκαν ενώ σημειώθηκε ένας ανύπαρκτος βαθμός αυτονομίας από το κράτος μιας σε --κάθε περίπτωση-- περιορισμένης κομματικής οργάνωσης, ενώ πολλά κεντρικά στελέχη διακατέχονταν από μια βαθιά εξουσιαστική-ιδιοτελή νοοτροπία. Έτσι πιθανότατα, μετά το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών, όλοι οι προαναφερθέντες παράγοντες να οδηγήσουν στη μεγαλύτερη εκλογική ήττα σε βουλευτικές εκλογές της αριστεράς νοουμένης με την ευρεία έννοια, la Gauche, από το 1974. Το μόνο παρήγορο για τη γραφειοκρατία του κόμματος και για την ηγεσία του είναι η προς το παρόν διαφαινόμενη μη αμφισβητούμενη πρωτοκαθεδρία του στην αντιδεξιά αντιπολίτευση.
ΚΙΝΑΛ, μη αναστρέψιμα συντηρητικό κόμμα
Το Κίνημα Αλλαγής είχε μια ευκαιρία να επικοινωνήσει με τους πολίτες που μαζικά το εγκατέλειψαν από το 2010 και μετά. Να προσεγγίσει τους Σοσιαλιστές του ΟΧΙ, σημειολογικά μιλώντας. Αυτό βέβαια δεν πρόκειται να γίνει με τη γραμμή της μνημονιακής αυτοδικαίωσης ως μονοδρόμου μετά τον συμβιβασμό του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε με τη λογική που αποπνέει το τηλεοπτικό σποτ με τα τενεκεδάκια.Τα μεγάλα σχίσματα συνήθως δεν καλύπτονται. Για το σχεδόν ανέφικτο του εγχειρήματος απαιτείται μια μεγάλη πολιτική παρέμβαση. Η συγκυρία προσέφερε στο Κίνημα Αλλαγής αυτή τη δυνατότητα. Ήταν η Συμφωνία των Πρεσπών. Η Φώφη Γεννηματά έκανε το σωστό βήμα τον Ιούνιο 2018 να τοποθετηθεί ενάντια στη Συμφωνία των Πρεσπών, ανατρέποντας τον πλειοψηφικό συσχετισμό στην ΠΓ του ΚΙΝΑΛ υπέρ της Συμφωνίας.
Αν την είχε στηρίξει και είχε ταυτιστεί με την κυβέρνηση στο ζήτημα αυτό, που κινητοποίησε μαζικά πολίτες, ίσως να διατηρούσε τη συμμαχία με το Ποτάμι και την όλη ΔΗΜΑΡ, το πιθανότερο όμως είναι να έδινε μάχη πολιτικής επιβίωσης στο όριο του 3%. Το ΚΙΝΑΛ έπρεπε τον Ιανουάριο 2019 να υιοθετήσει το δημοκρατικό αίτημα των συλλαλητηρίων για δημοψήφισμα. Αν το έκανε αυτό θα έδειχνε έμπρακτη διάθεση να εκφράσει την «πλατεία», την πλατιά αγωνιστική μαζική κινητοποίηση ή έστω ένα μέρος της. Να διεκδικήσει την εκπροσώπησή του.
Θα κατάφερνε να οξύνει την αντίφαση του ΣΥΡΙΖΑ, που προτείνει στη συνταγματική αναθεώρηση δημοψήφισμα με λαϊκή πρωτοβουλία για εθνικό θέμα και την ίδια στιγμή το αρνείται για τη Συμφωνία των Πρεσπών προχωρώντας σε απαράδεκτες κοινοβουλευτικές μεθοδεύσεις προκειμένου να αποκτήσει την απόλυτη πλειοψηφία των βουλευτών. Παράλληλα το ΚΙΝΑΛ θα διαχωριζόταν με τον τρόπο αυτό από τη ΝΔ, θέτοντας την εθνική και δημοκρατική ταυτόχρονα αιχμή. Δεν το έπραξε όμως. Ίσως και γιατί είναι πια μη αναστρέψιμα συντηρητικός χώρος με δεδομένες γεωπολιτικές δεσμεύσεις.
Αντ’ αυτών, το ΚΙΝΑΛ, προπαγανδίζει τη θεωρία της αποπλάνησης των πολιτών από το δημαγωγικό ΣΥΡΙΖΑ, βολική και αυτοδικαιωτική για τα στελέχη του, που δεν συμβιβάζονται στον 2ο ρόλο, του μικρού εταίρου. Αυτό δείχνουν με το πρόσφατο τηλεοπτικό σποτάκι με τα τενεκεδάκια που παραπέμπει ως αισθητική και πολιτική γραμμή στην ταινία "Ελένη" του Γκατζογιάννη.
Νεοφιλελευθερισμός made in IMF
Η ιδεολογικο-πολιτική γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ, διαμορφώνει τις προϋποθέσεις ώστε μια συγκυριακή εκλογική νίκη της Δεξιάς, να εξελιχθεί σε μια νέα ηγεμονία, με τους κινδύνους που αυτό αντιπροσωπεύει για τις λαϊκές τάξεις και τα μικροαστικά στρώματα της χώρας. Η νεοφιλελεύθερη θατσερικής έμπνευσης δημαγωγία στο κομβικό ζήτημα της φορολόγησης σε συνδυασμό με τα ζητήματα ασφάλειας θα είναι το πλαίσιο που θα κληθούν αφετηριακά να τοποθετηθούν οι αντιπολιτευόμενες δυνάμεις το επόμενο διάστημα. Αυτό βέβαια προϋποθέτει ότι θα επαληθευτούν οι τάσεις αυτοδυναμίας της ΝΔ.
Αξίζει όμως εδώ να θυμίσουμε, ότι αυτή η νεοφιλελεύθερη δημαγωγία για το φορολογικό εφαρμόστηκε ήδη δύο φορές στο παρελθόν. Η πρώτη ήταν το 1990-1993, όταν προκάλεσε τέτοια τρύπα στα δημόσια έσοδα που λίγο έλειψε να φέρει στην Ελλάδα ΔΝΤ το 1993. Τότε μάλιστα, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε δηλώσει μετά την επιτυχή αντιμετώπιση του προβλήματος πως «ή το έθνος θα εξαφανίσει το χρέος, ή το χρέος θα αφανίσει το έθνος». Η δεύτερη φορά 2004-2009 οδήγησε τελικά μοιραία στο ΔΝΤ λόγω και της διεθνούς οικονομικής κρίσης και του μεταλλαγμένου ΠΑΣΟΚ μετά το 2010.
Με τον διαγκωνισμό στη γραμμή του «αντιδεξιού προοδευτισμού» ή της εγχώριας εκπροσώπησης της σύγχρονης ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ, αλλά και τα νεοεμφανιζόμενα ενδιάμεσα μορφώματα «τύπου Βαρουφάκη» αδυνατούν όχι μόνο ν’ αντιπαρατεθούν στο νεοφιλελευθερισμό "made in IMF", αλλά στοιχειωδώς ν’ ανταποκριθούν στις ανάγκες της χώρας.
Και τα προβλήματα είναι μπροστά και ανατολικά μας, όπως αρθρογράφησε στην Καθημερινή προσφάτως πρώην πρωθυπουργός στη γραμμή του οποίου συγκλίνουν από χρόνια τώρα οι δυνάμεις του «αντιδεξιού προοδευτισμού» και του σοσιαλφιλελευθερισμού. Η παράδοση βέβαια του Ελευθερίου Βενιζέλου και του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν διαφορετική.
Ανάρτηση από: https://geromorias.blogspot.com