Πέμπτη 18 Ιουλίου 2019

Ἡ ἔννοια τοῦ «κωμικοῦ» στὸν χῶρο τῆς πολιτικῆς

Της Έλενας Χατζόγλου από την Ρήξη φ. 153
Ενας ἀπὸ τοὺς ὁρισμοὺς ποὺ ἔχουν δοθεῖ γιὰ τὸ κωμικὸ στοιχεῖο –κυρίως στὴ λογοτεχνία, ἀλλὰ μὲ ἀναγωγὲς καὶ στὴν κοινωνικοπολιτικὴ πραγματικότητα– εἶναι ὅτι ἀποτελεῖ «κάτι τὸ μηχανιστικὸ ἐπιστρωμένο πάνω στὸ ζωντανό». Πρόκειται γιὰ ἕναν ὁρισμὸ ποὺ ἔδωσε ὁ Henri Bergson στὸ βιβλίο του μὲ τίτλο: Τὸ Γέλιο(Le Rire. Essai sur la signification du comique, Oeuvres Complètes, Genève, Editions Albert Skira, 1945, σ. 17). Στὴν προσπάθειά του ὁ συγγραφέας νὰ ἑδραιώσει τὴ συγκεκριμένη θεωρητική του θέση, διατύπωσε τρεῖς ἐπιμέρους βασικὲς δομικὲς ἀρχές, ποὺ ἀφοροῦν τὴν περιστασιακὴ κωμωδία καὶ στὶς ὁποῖες ἀναδεικνύεται ἀκριβῶς ἡ ἔννοια τοῦ «μηχανιστικοῦ τεχνάσματος».
Εἰδικότερα, ἡ κωμωδία διακρίνεται: α) γιὰ τὴ δομικὴ «ἐπανάληψη» διαφόρων προβλημάτων, σκηνῶν, φράσεων, χαρακτήρων κ.λπ., β) γιὰ τὴ «μεταστροφή», ποὺ εἶναι συνήθως κάποια λοξοδρόμηση ἀπὸ τὸ σύνηθες, ἢ ἄλλοτε ἀντιστροφὴ καὶ ἐναντίωση, καὶ γ) τέλος γιὰ τὴν «παρεμβολὴ» διαφόρων σκηνῶν, γεγονότων, ἐμπειριῶν κ.λπ., ποὺ ἐμπλέκονται ἢ διασταυρώνονται μεταξύ τους γιὰ νὰ δημιουργήσουν τὸ αἴσθημα τῆς παρεξήγησης, τῆς παρανόησης, ἄρα καὶ τοῦ κωμικοῦ.
Ἐὰν ὅλα τὰ παραπάνω ἀναχθοῦν στὸν χῶρο τῆς πολιτικῆς, ὡς «μηχανιστικὲς» ἀρχὲς συμπεριφορᾶς ἀρκετῶν προσώπων, πράγματι σὲ πολλὲς περιπτώσεις προσδίδουν τὴν ἐντύπωση τοῦ κωμικοῦ, ἐνίοτε τοῦ γελοίου ἤ, στὴ χειρότερη περίπτωση, τῆς ἴδιας τῆς φάρσας. Δὲν εἶναι τυχαῖο ἄλλωστε ὅτι πολὺ συχνὰ οἱ γελοιογραφίες εἶναι αὐτὲς ποὺ δίνουν τὰ σαφέστερα πολιτικὰ μηνύματα γιὰ τὴν τρέχουσα κοινωνικὴ ἢ πολιτικὴ πραγματικότητα ἢ ἀκόμη καὶ γιὰ τὰ ἴδια τὰ πρόσωπα ποὺ ἐμπλέκονται σ’ αὐτὴν ὡς οἱονεὶ πρωταγωνιστὲς ἑνὸς «κωμικοῦ θεατρικοῦ ἔργου».
Σὲ πολλὲς περιπτώσεις τὰ πρόσωπα ποὺ δροῦν ἐπάνω στὴν πολιτικὴ κονίστρα ἐπιδεικνύουν χαρακτηριστικὰ καὶ συμπεριφορὲς ἀνάλογες μὲ ἐκεῖνες ποὺ περιγράφει ὁ Bergson σὲ διάφορα σημεῖα τοῦ ἔργου του. Ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ ὅτι ὁ (κωμικὸς) ἀνθρώπινος τύπος μοιάζει μὲ ἕναν «δραματικὸ χαρακτήρα ποὺ τοῦ λείπει κάθε εὐλυγισία καὶ ποὺ κυριαρχεῖται ἀπὸ ἕναν ἄκαμπτο νοητικὸ καταναγκασμό» (σελ. 96). Αὐτὴ ἡ ἔλλειψη εὐλυγισίας, ἡ ἄκαμπτη θεώρηση τῶν πραγμάτων –καὶ κατ’ ἐπέκτασιν ἡ ἄκαμπτη συμπεριφορὰ– ἐμποδίζει τὸν ἄνθρωπο, καὶ δὴ τὸν πολιτικό, νὰ προσαρμοστεῖ στὶς μεταβαλλόμενες συνθῆκες. Δημιουργεῖται ἔτσι μία «νοητικὴ καθήλωση», ἡ ὁποία τὸν ἐγκλωβίζει στὸν «δικό του» κόσμο.
Μάλιστα, σύμφωνα μὲ τοὺς παραπάνω ἀναφερθέντες μηχανισμούς, ἡ «ἐπανάληψη» αὐτοῦ τοῦ ἄκαμπτου νοητικοῦ σχήματος, ἀποστερημένη ἀπὸ τὰ μηνύματα ποὺ στέλνει ὁ ὑπόλοιπος κόσμος, δημιουργεῖ μία κωμικὴ διάσταση στὴ συμπεριφορὰ ἑνὸς τέτοιου προσώπου καὶ τὸ καθιστᾶ, ἐκτὸς ἀπὸ κωμικό, κάποτε καὶ ἐπικίνδυνο. Ἡ «μεταστροφή», ἐὰν καὶ ὅποτε ἔρθει, ἀποβαίνει ὁμοίως κωμικὴ στὴν πολιτικὴ σκηνή, διότι τὰ «ἄκαμπτα» πρόσωπα ἔχουν τὴν τάση νὰ τὴν ἀποδίδουν σὲ ἐξωγενεῖς παράγοντες, οἱ ὁποῖοι τοὺς ἐξανάγκασαν νὰ τὴν υἱοθετήσουν, οἱ ὁποῖοι εὐθύνονται γιὰ τὰ κακῶς κείμενα κ.λπ. Διότι συνήθως στὴν πολιτικὴ «φταῖνε» ὅλοι οἱ ἄλλοι ἐκτὸς ἀπὸ τὰ δρῶντα, ἄμεσα ἐμπλεκόμενα, πρόσωπα. Ὁμοίως, συντελεστικὸς μηχανισμὸς γιὰ τὸ κωμικὸ στοιχεῖο στὴν πολιτικὴ εἶναι καὶ αὐτὸς ποὺ ὁ Bergson ὀνόμασε «παρεμβολή», ὅπου τὰ πολιτικὰ πρόσωπα ἀλληλοσυμπλέκονται μεταξύ τους ἀνενδοιάστως μὲ συμμαχίες, «διασκελισμοὺς» ἰδεολογικῶν στρατοπέδων, «ἀνταλλαγὲς» κομματικῶν στελεχῶν, ἀλληλοπεριχώρηση συμφερόντων κ.λπ. Ἐν προκειμένῳ, ἡ συμπεριφορά τους προσομοιάζει πρὸς τὴ λεγόμενη «κωμωδία τῶν παρεξηγήσεων», ὅπου οἱ προθέσεις τοῦ ἑνὸς δὲν ἔγιναν μὲ σαφήνεια κατανοητὲς ἀπὸ τοὺς ἄλλους, γιατὶ οἱ ἄλλοι ἀδυνατοῦν νὰ «καταλάβουν», ἢ γιατὶ οἱ συνθῆκες ἀντιστρατεύονται τὶς προσπάθειές τους. Ἡ σαφήνεια βέβαια καὶ ἡ εἰλικρίνεια συνήθως δὲν ἀνήκουν στὶς προτεραιότητες πολλῶν πολιτικῶν, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ «διγλωσσία», τὴ σχετικότητα καὶ ἄλλες κατὰ τὸ δοκοῦν «ἀρετὲς» τοῦ λόγου καὶ τῶν ἔργων τους.
Στὴ χειρότερη περίπτωση, οἱ μηχανισμοὶ τοῦ κωμικοῦ συμπλέκονται μὲ τὰ συμφέροντα καὶ τὶς προθέσεις τοῦ ἐκλογικοῦ σώματος καὶ γενικότερα τοῦ λαοῦ, ὁπότε συμμετέχει καὶ αὐτὸς στὴν «κωμωδία», καὶ τὸ κωμικὸ ἀποτελεῖ μία συνεργατικὴ διαδικασία.
Ἐν τέλει, ἂν καὶ τὸ κωμικὸ ἀποτελεῖ μία ἀπὸ τὶς πιὸ εὐχάριστες πλευρὲς τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ὡστόσο χρειάζεται ἡ ἀποστασιοποίηση ἀπὸ αὐτὸ κατὰ τὴ λήψη κρίσιμων ἀποφάσεων καὶ ἡ ἀποσύνδεσή του ἀπὸ τὶς καίριες ζωτικὲς πλευρὲς τοῦ βίου, ὅταν μάλιστα σὲ πολιτικὸ ἐπίπεδο αὐτὲς ἀφοροῦν τὸ μέλλον τοῦ ἀνθρώπου.
Καὶ προκειμένου γιὰ τὴν ἐπιλογὴ τῶν προσώπων ποὺ μετέχουν στὴν πολιτική, εἶναι σαφῶς προτιμότερα αὐτὰ ποὺ ἀποδεικνύουν ὅτι σέβονται τὸν ρόλο τους, χωρὶς νὰ γίνονται «κωμικοὶ» μὲ παλινδρομήσεις, δῆθεν «παρεξηγήσεις», ἀνακολουθίες κ.ἄ. Ἔτσι θὰ ἔχει τὴν ἐλπίδα καὶ ὁ πολίτης, ὅτι δὲν θὰ «ἐξυπηρετεῖ» μὲ τὴν ψῆφο του τὸ κωμικὸ καὶ τὸ γελοῖο καὶ οὔτε, φυσικά, θὰ γίνεται ὁ ἴδιος συνεργὸς σὲ δυσάρεστες «κωμικὲς παραστάσεις».
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr