Παρασκευή 26 Ιουλίου 2019

Γιατί είναι τόσο δύσκολο να αλλάξουμε τον κόσμο;

Του Άλβαρο Γκαρσία Λινέρα

Επιμέλεια: Ερρίκος Φινάλης Μετάφραση: Θανάσης Μπαξόπουλος

Πριν λίγο καιρό ο αντιπρόεδρος της Βολιβίας μίλησε σε ένα συνέδριο φιλοσοφίας στο Εθνικό Πανεπιστήμιο του Λανούς (Αργεντινή) για ένα ζήτημα που βρίσκεται στο επίκεντρο των εναγώνιων αναζητήσεων όσων μοχθούν για τη χειραφέτηση του ανθρώπου: για ποιο λόγο είναι τόσο δύσκολο να επιτευχθεί αυτός ο στόχος; Αφού αναφέρθηκε στην περιοριστική μονομέρεια ή την εσφαλμένη βάση των πιο συνηθισμένων απαντήσεων που δίνονται μέχρι τώρα σε αυτό το ερώτημα, επιχείρησε να προτείνει έναν τρόπο προσέγγισης που ξεφεύγει από την πεπατημένη. Δίνουμε σήμερα στους αναγνώστες της εφημερίδας μια πρόγευση του μονοπατιού στο οποίο βαδίζει ο Άλβαρο Γκαρσία Λινέρα προσπαθώντας να αναμετρηθεί με το πιο καίριο ερώτημα των καιρών μας. Ελπίζουμε το όποιο καλοκαιρινό διάλειμμα, μικρό ή μεγάλο, της καθεμιάς και του καθενός από εμάς να επιτρέψει κάποιες βουτιές και σε αναζωογονητικές σκέψεις, όπως αυτές του Βολιβιάνου αντιπροέδρου. Σύντομα θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Α/συνέχεια ολόκληρο το κείμενο της παρέμβασής του. Μέχρι τότε… καλό καλοκαίρι!

Η ερώτηση από την οποία ξεκινώ: Γιατί είναι τόσο δύσκολο να αλλάξουμε τον κόσμο; Γιατί είναι τόσο δύσκολο να μετασχηματιστούν τα πράγματα; Γιατί, ενώ κάποιος βλέπει τόσες αδικίες στον κόσμο, στην ήπειρο, στις περιφέρειες, δεν γίνονται οι αλλαγές που έχουμε ανάγκη; Μας λένε ότι το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού κατέχει το 82% του πλούτου όλης της γης. Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθούν να κυριαρχούν σε όλο τον κόσμο συντηρητικά σχέδια, καταχρηστικές και εξευτελιστικές μορφές εργασίας… Γιατί οι υποτελείς τάξεις δεν επαναστατούν εσαεί; Γιατί, ακόμη και όταν εξεγείρονται, μετά από λίγο ένα σημαντικό μέρος τους ξανακυλά στις προηγούμενες συντηρητικές πολιτικές, και συνεχίζεται έτσι η καταπίεση των υποτελών; Γιατί είναι λοιπόν τόσο δύσκολο να αλλάξει ο κόσμος; Αυτή είναι η αφετηριακή ερώτησή μου. Οι απαντήσεις από την πλευρά της πολιτικής επιστήμης, της κοινωνιολογίας, των κοινωνικών αγώνων, της παγκόσμιας αριστεράς, οδηγούν σε διαφορετικούς προσανατολισμούς…



1. Μία από τις απαντήσεις, η πιο εύκολη, αυτή που κυριάρχησε στις αρχές του 20ού αιώνα, είναι ότι υπάρχουν βέβαια πολλές αδικίες και ανισότητες, υπάρχει τρομερή, ασφυκτική καταπίεση, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν έχουν ακόμη δημιουργηθεί οι αντικειμενικές συνθήκες ώστε η κρίση να κορυφωθεί σε ένα σημείο τελικής έκρηξης. Αυτή ήταν μία απάντηση που ήρθε κυρίως από τη σοσιαλδημοκρατία. Από τις αρχές του 20ού αιώνα έλεγαν ότι, για να υλοποιηθούν οι αλλαγές, πρέπει να αναμένουμε να ωριμάσουν οι αντικειμενικές συνθήκες, να αναπτυχθεί η βιομηχανία, να ενταθούν οι κοινωνικές αντιθέσεις με τέτοιο τρόπο ώστε τελικά να δημιουργηθούν διαδικασίες εξέγερσης. Είναι φανερό ότι αυτή η απάντηση έχει να κάνει με μία παθητική ματιά απέναντι στα πράγματα. Έχει να κάνει με την αναμονή της ωρίμανσης των αντικειμενικών συνθηκών. Η μοντέρνα εκδοχή αυτής της άποψης θα μπορούσε να ονομαστεί «διαδικασία επιτάχυνσης»**: είναι η πολιτική και φιλοσοφική ιδέα ότι πρέπει να επιταχύνουμε τις διαδικασίες εκβιομηχάνισης, εκμοντερνισμού, τεχνολογικής προόδου, συλλογικής διάνοιας κ.λπ. ώστε τελικά από μόνες τους οι συνθήκες, επιταχυνόμενες και εντατικοποιούμενες, να δημιουργήσουν τις αντιφάσεις που θα κάνουν τον κόσμο να εξεγερθεί. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, μέχρι να φτάσουμε στο σημείο αυτό μπορούμε να καθόμαστε και να πίνουμε τον καφέ μας, να φτιάχνουμε το βιογραφικό μας για το πανεπιστήμιο ή να κάνουμε βόλτα στο δρόμο, χωρίς ανησυχία, διότι δεν υπάρχει λόγος να πράξουμε κάτι άλλο. Ούτε χρειάζεται να νιώθουμε καμιά ηθική τύψη, διότι οι αντικειμενικές συνθήκες δεν είναι ακόμη έτοιμες για τον μετασχηματισμό. Οπότε περιμένουμε ήσυχα, ήρεμα να ωριμάσουν οι αντικειμενικές συνθήκες. Η ματιά αυτή, παθητική και πολύ χαρακτηριστική όλης της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας, απότοκος της ήττας των επαναστάσεων, ήταν κυρίαρχη από τη δεκαετία του 1930 μέχρι και πριν λίγο στον ευρωπαϊκό κόσμο.

2. Μία άλλη εξήγηση, που έρχεται από την πολιτική πλευρά, είναι ότι οι κοινωνικές ανισότητες και αδικίες δεν μεταφράζονται σε εξεγέρσεις, η εκμετάλλευση του ανθρώπου δεν μεταφράζεται σε ηθική αγανάκτηση των υποτελών, για ποιον λόγο; Επειδή λείπει η πρωτοπορία, το πολιτικό κόμμα, ο οργανωτικός πυρήνας που θα επέτρεπε αυτή η άσχημη κατάσταση, αυτή η αδικία να βρει μία κομβική αφετηρία για να σπάσει την παθητικότητα και τον κομφορμισμό των υποτελών. Είναι μία ματιά που κυριάρχησε στη Λατινική Αμερική από τη δεκαετία του 1960 και οδήγησε μια ολόκληρη γενιά, την καλύτερη που είχε η ήπειρος μας, στο θάνατο, τη φυλακή, τα βασανιστήρια και τις «εξαφανίσεις». Το μεγάλο πρόβλημα αυτού του βολονταρισμού είναι ότι περιορίζει το αίτημα του μετασχηματισμού από ζήτημα αυτών καθαυτών των υποτελών τάξεων σε ζήτημα ενός επίλεκτου πυρήνα, που έχει ριζοσπαστικοποιηθεί, που έχει καλές προθέσεις, αλλά, αναλαμβάνοντας τον ρόλο να γράψει, να καθοδηγήσει μόνος του την Ιστορία, αντικαθιστά τις ίδιες τις υποτελείς τάξεις σε αυτή τη διαδικασία – ενώ θα έπρεπε να είναι η δική τους διαδικασία χειραφέτησης.

3. Μία τρίτη ερμηνεία, η οποία ήταν επίσης παρούσα στον 20ό αιώνα, πρέσβευε ότι οι υποτελείς τάξεις ήταν αντικείμενο μιας μηχανορραφίας, θύμα μιας ψευδούς συνείδησης. Η απάντηση αυτή υποστηρίζει ότι υπήρχε ένα σύνολο κρατικών μηχανισμών, ένα σύνολο διαφόρων μηχανισμών κυριαρχίας διεσπαρμένων σε όλη την κοινωνική ζωή, οι οποίοι οδηγούν τα άτομα να έχουν μια ψευδή αντίληψη της πραγματικότητας. Με τη σειρά της, η ψευδής αντίληψη της πραγματικότητας γεννά αποδιοργάνωση, παθητικότητα και ανοχή απέναντι στην αδικία, την εκμετάλλευση και την καταπίεση. Το πρόβλημα με αυτήν την ερμηνεία είναι το εξής: Ποιος λέει τι είναι ψευδές και τι δεν είναι; Ποιος έχει την ικανότητα, το κύρος να πει «αυτό που σκέφτεσαι εσύ είναι ψευδές, ενώ αυτό που σκέφτομαι εγώ είναι αληθές»; Γιατί κάποιων η συνείδηση είναι ψευδής και η δική μου είναι αληθινή; Γιατί για κάποιους λειτουργούν μηχανισμοί που κατασκευάζουν μια ψευδή συνείδηση, αλλά η πρωτοπορία είναι προστατευμένη από ένα τείχος λογικής και βλέπει την αληθινή όψη των πραγμάτων; Τελικά αυτή είναι μια μορφή υποτίμησης των υποτελών τάξεων, μια μορφή υποτίμησης της δικής τους ικανότητας να κατανοούν τον κόσμο και δρουν σε αυτόν.

4. Μία παραλλαγή της θεωρίας της ψευδούς συνείδησης είναι το θέμα της ιδεολογίας. Δεν υπάρχει εξέγερση, δεν υπάρχουν ξεσηκωμοί, η αδικία δεν προκαλεί δυσαρέσκεια κι αυτή με τη σειρά της δεν γεννά την εξέγερση, γιατί; Λόγω της ιδεολογίας, σύμφωνα με αυτήν την παραλλαγή. Επειδή δηλαδή υπάρχει ένα σύνολο αντιλήψεων που φυτεύονται στους ανθρώπους, με αποτέλεσμα αυτοί να αποδέχονται ή να ανέχονται τις εκμεταλλευτικές, άδικες σχέσεις. Οπότε τελικά η διέξοδος είναι η διαπαιδαγώγηση, η εκπαίδευση. Αυτή είναι, ας πούμε, η δασκαλίστικη προσέγγιση της κοινωνικής αλλαγής. Άνθρωποι αμόρφωτοι, εξαπατημένοι που πρέπει να εκπολιτιστούν, να πάψουν να είναι εξαπατημένοι, και έτσι να φτάσουν στην αληθινή συνείδηση ή στην αληθινή ιδεολογία. Είμαστε δηλαδή μπροστά σε μια απάντηση παιδαγωγικίστικης φύσης σχετικά με το ερώτημα πώς μπορεί να μετασχηματιστεί ο κόσμος.

5. Και τελευταία υπάρχει μία ακόμη, επίσης μη βάσιμη, εξήγηση όσον αφορά το γιατί τα πράγματα δεν αλλάζουν. Αυτή υποστηρίζει ότι υπάρχει μια ενστικτώδης προσχώρηση των κυριαρχούμενων στις δομές κυριαρχίας λόγω ενός στοιχείου εξαναγκασμού. Δηλαδή ένας καλυμμένος ή απροκάλυπτος εξαναγκασμός υποχρεώνει τις υποτελείς τάξεις να υπακούουν, να συμμορφώνονται σε αυτό που επιβάλλουν οι κυρίαρχες τάξεις. Αυτή είναι μία πιο χοντροκομμένη, θα λέγαμε, άποψη για την πραγματικότητα. Αν ίσχυε αυτή η αντίληψη, για να λειτουργήσει θα έπρεπε απέναντι από τον καθένα μας να υπάρχει ένας άλλος που μας σημαδεύει με όπλο για να μας υποχρεώσει να υπακούσουμε. Προφανώς αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: κανένα σύστημα αστυνομίας ή στρατού ή μυστικών υπηρεσιών δεν μπορεί να ελέγχει κάθε μέλος των υποτελών τάξεων.



Να ψάξουμε σε άλλη κατεύθυνση


Μπορούμε να κατονομάσουμε πολλές ακόμη ματιές που προσπαθούν να απαντήσουν στο αρχικό μας ερώτημα: Γιατί είναι τόσο δύσκολο να αλλάξουμε τον κόσμο; Γιατί είναι τόσο δύσκολο να εξεγερθούν οι υποτελείς τάξεις; Τι είναι αυτό που επιτρέπει στις αδικίες να ξεπερνούν τη διάθεση για διαδικασίες κοινωνικής χειραφέτησης; Μπροστά σε αυτές τις περιορισμένες ή ψευδείς ματιές, αυτό που προτείνω είναι να ψάξουμε αλλού, σε άλλη κατεύθυνση. Ας ψάξουμε την απάντηση στο ερώτημα γιατί είναι τόσο δύσκολο να αλλάξουμε τον κόσμο μελετώντας τη σχέση μεταξύ των δομών κυριαρχίας και των νοητικών κατασκευών δράσης. Ας ψάξουμε την απάντηση ανάμεσα στις αντικειμενικές δυνατότητες που ανοίγονται μπροστά στους ανθρώπους και το συσχετισμό τους με τις προσδοκίες και την αντίληψη που έχουν οι ίδιοι οι άνθρωποι για τις δυνατότητές τους. Σε αυτήν την αναζήτηση της σύζευξης μεταξύ του αντικειμενικού κόσμου της κυριαρχίας από τη μια, και από την άλλη του υποκειμενικού κόσμου της επιλογής, στην αναζήτηση της σύζευξης μεταξύ υφιστάμενων αντικειμενικών δυνατοτήτων και υποκειμενικών επιλογών και δρόμων δράσης (οι οποίοι είναι βέβαια περιορισμένοι), θέλω να αναφέρω 4-5 στοιχεία που παρεμβάλλονται σε αυτόν τον μηχανισμό σύζευξης, σε αυτή τη μέθοδο «αυθόρμητης» σύζευξης της κοινωνίας με τους μηχανισμούς κυριαρχίας εντός της κοινωνίας.

Το «φυσιολογικό» δεν είναι έμφυτο


Ένα από τα πρώτα αυτά στοιχεία είναι η κανονιστική θέση. Όταν ήρθαμε σε αυτόν τον χώρο, όταν έρχονται εδώ οι ομιλητές, οι καθηγητές ή οι φοιτητές, ξέρουν ποια περίπου είναι η θέση του καθένα. Αν είναι ομιλητές θα έρθουν εδώ μπροστά, επάνω. Αν είναι ακροατές θα κάτσουν κάπου κάτω, πιο πίσω. Εμείς ξέραμε όταν ήρθαμε εδώ ότι η θέση μας ήταν σε αυτό το τραπέζι, κι ήρθαμε κατευθείαν εδώ πάνω. Κι εσείς, χωρίς να ρωτήσετε, γνωρίζατε πού είναι η δική σας θέση. Αυτή είναι μια χωροταξία αυθόρμητη, απόρροια μιας κανονικοποίησης, μιας αντίληψης του πώς λειτουργεί ο κόσμος.

Το ίδιο συμβαίνει και μέσα στην οικογένεια. Τα παιδιά από μικρή ηλικία μαθαίνουν, κι εμείς οι γονείς είμαστε επιφορτισμένοι να τα διδάξουμε, ποια είναι η θέση τους στον κόσμο. Κι αυτό αρχίζει από τότε που νιώθουν πείνα, που θέλουν να αλλάξουν ρούχα ή να παίξουν ή να διασκεδάσουν ή να κάνουν πράγματα επικίνδυνα, που έχουν ρίσκο ή επίπτωση στη λειτουργία της οικογένειας. Το ίδιο συμβαίνει σε ένα εργοστάσιο. Ο εργάτης, από τη στιγμή που κάνει ένα συμβόλαιο, ξέρει το σύνολο των κανόνων που ισχύουν και τη λογική τάξη των πραγμάτων: ποια είναι η λειτουργία του, τα δικαιώματά του, οι δυνατότητές του, οι δρόμοι για διαμαρτυρία, οι τρόποι προσαρμογής, οι τρόποι διαπραγμάτευσης.

Με άλλα λόγια πανεπιστήμιο, οικογένεια, εργασία, καθημερινή ζωή… να, έρχεστε στο πανεπιστήμιο, όταν ανάβει κόκκινο φανάρι σταματάτε, όταν είναι πράσινο συνεχίζετε: το κάνετε χωρίς να το σκέφτεστε, απλά ενεργείτε… Αυτή είναι η τάξη του κόσμου. Όταν ένας κυβερνήτης βγάζει ένα διάταγμα κάποιος μπορεί να διαμαρτυρηθεί, μπορεί να πει ότι είναι άδικο ή καταχρηστικό, αλλά στο τέλος το δέχεται, το αναγνωρίζει και το ενσωματώνει στη μορφή λογικής οργάνωσης του πώς να λειτουργεί στον κόσμο. Όταν καταβάλλουμε φόρους, όταν λαμβάνουμε τον μισθό, όταν πληρώνουμε με χρήματα, όταν βρισκόμαστε σε διαδικασία διαζυγίου, όταν αποταμιεύουμε, καθένας από εμάς στην καθημερινή ζωή έχει έναν τρόπο ώστε να τοποθετεί λογική στον κόσμο.

Το κάνουμε σαν να είναι κάτι έμφυτο, αλλά δεν είναι έμφυτο. Είναι κάτι που δημιουργείται μέσω της εμπειρίας, της παρατήρησης, της επανάληψης. Είναι κάτι που το μαθαίνουμε από παιδιά με τέτοιο τρόπο ώστε σαν ενήλικες ενεργούμε με τρόπο «φυσιολογικό». Αυτό, το να ενεργούμε με ένα τρόπο «φυσιολογικό», είναι μια μορφή κανονιστικής τοποθέτησης στον κόσμο. Είναι η τοποθέτησή μας στη λογική τάξη των πραγμάτων, στις ιεραρχίες, στις αρχές, στις εξουσίες, στις κυρώσεις… Είναι ταυτόχρονα αυτό που μας δίνει τις δυνατότητες να κριτικάρουμε τις ιεραρχίες και τις εξουσίες, και το ίδιο δίνει τα όρια της κριτικής και των ανοχών απέναντί τους.

Η γραμματική της τάξης του κόσμου


Ένα δεύτερο στοιχείο έχει να κάνει με τη γλώσσα. Ξέρουμε δύο πράγματα για τη γλώσσα. Το πρώτο είναι ότι η γλώσσα έχει την επιτελεστική δυνατότητα να δημιουργεί θεσμούς. Δηλαδή όχι μόνο αναπαριστά την πραγματικότητα, αλλά είναι ικανή και να δημιουργήσει μια καινούρια πραγματικότητα. Από τη στιγμή που αναπαριστά την υπαρκτή πραγματικότητα, η γλώσσα έχει και επιτελεστική δυνατότητα. Η δεύτερη ιδιότητα που έχει η γλώσσα είναι η δυνατότητα να προβάλλει όχι μόνο αυτό που τα πράγματα είναι, αλλά και αυτό που τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι, χωρίς αυτό να αποτελεί πραγματικότητα. Για παράδειγμα, όταν κάποιος αναπαριστά ότι είναι ο Spiderman, ξέρετε, αυτά τα παιχνίδια που παίζουν τα παιδιά, δεν χρειάζεται να είναι ο Spiderman για να παραστήσει μέσω της γλώσσας κάτι που θα ήθελε να είναι, και να υποδύεται το ρόλο σαν να ήταν.

Σε αυτές τις δύο ιδιότητες της γλώσσας τις οποίες, τις εφαρμόζουμε και τις υποκείμεθα συνεχώς, ανεπαίσθητα, υπάρχει πάντα μια λογική τάξη. Αυτή είναι η γραμματική της τάξης του κόσμου. Μια γραμματική της τάξης του κόσμου που κάποιος τη μαθαίνει από όταν είναι ενός έτους. Το κάνω με την κόρη μου. Η κόρη μου είναι 2 χρονών και μαθαίνει να μιλάει, και μιλάει όχι μόνο για τα πράγματα του κόσμου, δεν μου μιλάει μόνο για αυτά που υπάρχουν, κι εγώ καταλαβαίνω αυτά που μου λέει… αλλά δημιουργεί μια τάξη του κόσμου. Δημιουργεί μια τάξη για τα πράγματα, έναν τρόπο για να αναπαριστά, έναν τρόπο για να προβάλλει και να συνδυάζει τη δυνατότητα δράσεων, τη δυνατότητα αναπαραστάσεων για το μέλλον. Μ’ άλλα λόγια, εισάγουμε κοινωνική τάξη στον κόσμο μέσω της γλώσσας. Η δυνατότητα να φτιάχνουμε θεσμούς μέσω της γλώσσας (την ατομική ιδιοκτησία, το χρήμα, την οικογένεια, το διαζύγιο, την ακαδημία, το διδακτορικό, το πτυχίο, όλα αυτά) είναι κατά βάθος ένας τρόπος υποκειμενικής εσωτερίκευσης της τάξης του κόσμου. Μ’ άλλα λόγια, των ιεραρχιών στον κόσμο, των δυνατοτήτων στον κόσμο, παίρνοντας υπόψη τη θέση που έχει ο καθένας μέσα σε αυτή τη λογική κατασκευή της γλώσσας στον κόσμο.

Το σώμα μιλά περισσότερο από τις λέξεις


Ένας άλλος άξονας στον οποίο θέλω να επικεντρώσουμε είναι οι σωματικές γνώσεις. Τι είναι αυτές οι σωματικές γνώσεις; Μεγάλο μέρος των συναισθηματικών δράσεων: όταν κάποιος νιώθει αηδία για κάτι, όταν νιώθει αγανάκτηση για κάτι, όταν φοβάται, όταν είναι έκπληκτος, όταν χαίρεται, περισσότερο από τις λέξεις είναι το σώμα που μιλά. Οι φόβοι, η αηδία, οι ντροπές, η αγανάκτηση, όλα αυτά δεν γεννιούνται μαζί με τους ανθρώπους. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι τα βρέφη δεν χαμογελούν: τα βρέφη μαθαίνουν κοινωνικά να χαμογελούν, κάποιος τα μαθαίνει να χαμογελούν. Έτσι το σύνολο του τρόπου σωματικής αντίδρασης στον κόσμο είναι μια διαδικασία που συντελείται σταδιακά, από τις πρώτες στιγμές της συγκρότησης του ατόμου – ώστε όταν είμαστε ενήλικες μπορούμε να αισθανθούμε ντροπή, φόβο, αηδία, αντίδραση όχι λεκτικά, αλλά σωματικά. Είναι το σώμα που αντιδρά πριν αντιδράσει το πνεύμα. Και γιατί λοιπόν αυτή η αντίδραση; Απέναντι στον άνθρωπο που αγαπάμε, απέναντι στη διοίκηση του πανεπιστημίου, είναι ένα σύνολο γνώσεων που έχουν εσωτερικευθεί από πολύ μικρή ηλικία, οι οποίες κι αυτές συντελούν σε μια θέση του ατόμου στον κόσμο, σε έναν τρόπο συμπεριφοράς στον κόσμο και σε έναν τρόπο να οργανώσουμε σωματικά και όχι νοητικά τον κόσμο που αντιλαμβανόμαστε και τη δική μας ιεραρχία σε αυτόν.

Κοινή λογική και πρακτική λογική


Η μελέτη της κοινής λογικής έχει πάρα πολλούς μελετητές. Υπάρχει ένας Αργεντινός συγγραφέας, ο Χοσέ Νου, που έχει γράψει ένα μακροσκελές όμορφο κείμενο, μια ολόκληρη ιστορία της κοινής λογικής από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία μέχρι τις μέρες μας. Εγώ θα μείνω σε δύο άλλους συγγραφείς από τους οποίους έχω πάρει μερικές φράσεις. Αρχικά στον Γκράμσι, του οποίου τα «Τετράδια της Φυλακής» και οι ιδέες που περιέχονται σ’ αυτά σχετικά με την κοινή λογική επανέρχονται ξανά και ξανά, με τη μία ή την άλλη μορφή, έναν Γκράμσι που είχε εμμονή να καταλάβει αυτό που περιγράφει ως φιλοσοφία του πλήθους. Και επίσης στον Μπουρντιέ. Στον Γκράμσι μπορεί να ανιχνευθεί αυτή η έννοια της κοινής λογικής, μπορούν να ανιχνευθούν συναισθήματα και λαϊκές πεποιθήσεις, συνήθειες και προκαταλήψεις, μια διασκορπισμένη σύλληψη του κόσμου καθώς η φιλοσοφία κατακλύζει την κοινωνία με κομμάτια γνώσης που δημιουργούνται στη διάρκεια χρόνων, δεκαετιών και αιώνων. Στον Γκράμσι μπορεί να ανιχνευθεί η λαϊκή ιδεολογία, οι έννοιες της γλώσσας και, τέλος, ο ορισμός αυτού που αποκαλούμε φιλοσοφία του πλήθους. Ο Μπουρντιέ, από την άλλη πλευρά, εργάζεται όχι ως κοινή λογική αλλά ως πρακτική λογική. Έχει δηλαδή μια σωματική θεώρηση του κόσμου, σωματικά κινητήρια σχήματα και αυτοματισμούς, αυτό που λέμε σωματικές συνήθειες και έλξεις, αυθορμητισμό χωρίς συνείδηση, κοινωνική ανάγκη που δημιουργεί τη φυσικότητα.

Εκκινώντας από αυτές τις κατηγορίες, αναμειγνύοντάς τις αυθαίρετα, προτείνω να ορίσουμε την κοινή λογική του Γκράμσι, ή την πρακτική λογική του Μπουρντιέ, ή αλλιώς τον αυθορμητισμό του σώματος, ως το κοινόχρηστο σύνολο των κριτηρίων, των λογικών αιτίων, των κρίσεων και προκαταλήψεων –που είναι απολύτως προφανείς και δεν χρειάζονται κανένα φίλτρο προηγούμενης αντίδρασης– με το οποίο τα άτομα απορροφούν, αντιλαμβάνονται τον άμεσο κόσμο τους, τοποθετούνται σε αυτόν, τον κρίνουν και δρουν. Είναι η βαθιά γραμματική των πράξεων της καθημερινής ζωής, δηλαδή η λογική όλων όσων κάνουμε, δεχόμαστε, αξιολογούμε ή αναζητούμε, χωρίς να αναρωτηθούμε γιατί το κάνουμε. Όμως αντιλαμβανόμαστε άμεσα πότε κάποιος δεν το κάνει με τον τρόπο που θα έπρεπε να το κάνει…

Απόσπασμα από ομιλία του αντιπροέδρου του Πολυεθνικού Κράτους της Βολιβίας στο Εθνικό Συνέδριο Φιλοσοφίας που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στην Αργεντινή. Το πλήρες κείμενο θα κυκλοφορήσει προσεχώς από τις εκδόσεις Α/συνεχεια. Από τις ίδιες εκδόσεις έχουν κυκλοφορήσει άλλα δύο κείμενά του: «Κράτος, Επανάσταση και Ηγεμονία» (2014) και «Κράτος, Δημοκρατία και Σοσιαλισμός / Μια ανάγνωση με αφετηρία τον Πουλαντζά» (2015).

** Σημείωση του επιμελητή: Εδώ ο Λινέρα αναφέρεται στο πολιτικοφιλοσοφικό ρεύμα του ακσελερασιοναλισμού (Akzelerationalismus). Βλ. σχετικά στο «Ψηφιακός καπιταλισμός και μετακαπιταλιστικές τεχνοουτοπίες» (προδημοσίευση από το βιβλίο του Δημήτρη Τραυλού-Τζανετάτου «Το εργατικό δίκαιο στην τέταρτη βιομηχανική επανάσταση», φύλλο 441, σελ. 14-15).


Ανάρτηση από: https://edromos.gr