Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2020

Μέρες του 73 με το βλέμμα ενός πιτσιρικά (τότε) και μεσήλικα ή γέρου (σήμερα)


Του Γιάννη Περάκη

Ζητώ εκ των προτέρων συγνώμη για την «εξομολόγηση» των παιδικών και εφηβικών χρόνων. Μα η ζεστή φιλοξενία του site εδώ και καιρό κάνει τα πράγματα ευκολότερα.

Κάθε τέτοια εποχή υπάρχει το συνήθειο το μυαλό «αυθόρμητα» να πηγαίνει χρόνια πίσω. Επ’ ευκαρία κάνει και κανένα πρόχειρο απολογισμό.

1973: 
Πηγαίναμε στην τελευταία (έκτη) τάξη στο γυμνάσιο αρρένων της Φωκίωνος Νέγρη στην Κυψέλη. Το μυαλό μας από μικρά ήταν σχεδόν μόνιμα στην μπάλα. Παίζαμε στην αλάνα που ήταν απέναντι από την σχολή ευελπίδων στο πεδίο του Άρεως. Το γήπεδο ήταν γεμάτο πέτρες και για δοκάρια δυό πέτρες για το τέρμα.

Την εποχή εκείνη ζούσαμε την αποθέωση της καταπίεσης στο σχολείο. Η μαθητική σου πορεία εξαρτιόταν από τον καθηγητή και τον γυμνασιάρχη, οι οποίοι είχαν «απεριόριστες» εξουσίες πάνω σου. Από χαστούκια, χάρακαμέχρι αποβολή. Μεγαλώσαμε με την καταπίεση της απαγόρευσης της συναστροφής με τα κορίτσια. Ένας συμμαθητής μας απεβλήθη από το σχολείο τότε διότι η αδελφή του τον περίμενε έξω από το σχολείο μας για να πάνε στον γιατρό.

Το κυνήγι των μαλλιών ήταν στην ημερήσια διάταξη και επιθεώρηση. Αργά το βράδυ όταν κυκλοφορούσες πήγαινες σπίτι σου μέσω Λαμίας (όσο πιο μικρά στενάκια, τόσο ασφαλέστερα).

Ο λόγος: Εάν είχες την ατυχία να τρακάρεις σε κανένα καρφί καθηγητή έτρωγες την αποβολή σου.

Το Σάββατο υποχρεωτικός εκκλησιασμός για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες σου της προηγούμενης Κυριακής. Φανταστείτε τι περνούσαν οι συνομίληκοι μας που ζούσαν σε μικρές πόλεις και χωριά

Όαση στο γκρίζο χρώμα της ζωής μας ήταν τα μπιλιαράδικα και τα πάρτυ. Συναστρεφόμασταν με κορίτσια, πίναμε βερμούτ, χορεύαμε (με μουσική ρόκ εννοείται).

Όσο μεγαλώναμε όμως και ωριμάζαμε νοιώθαμε ότι στο περιβάλλον περιπλανιόταν μια μαυρίλα και καταχνιά, χωρίς να γνωρίζουμε το γιατί. Ο Γεωργαλάς στην ΥΕΝΕΔ «κεντούσε» αγορεύοντας τα αντικομμουνιστικά του κηρύγματα.

Πηγαίναμε στο φροντιστήριο για να δώσουμε ακαδημαικό (πανελλήνιες σήμερα).Ξάφνου ένα πρωινό του Νοέμβρηκατεβαίνοντας στο Πολυτεχνείο οδεύοντας προς το φρονιστήριο ξεπροβάλλει μια αντιπαθέστατη φάτσα, ξέρετε απ’ αυτούς που ενώ είναι ξυρισμένοι κόντρα, φαίνονται αξύριστοι (σκατόφατσα που λέμε) και με ερευνητικό βλέμμα. Δεν ήθελες πολύ για να καταλάβεις ότι ήταν μπάτσος. Όμως έξω από το Πολυτεχνείο ήταν μαζεμένος κόσμος και φώναζε συνθήματα.

Στο φροντιστήριο από στόμα σε στόμα μάθαμε ότι εξέπεμπε ο ραδιοσταθμός του Πολυτεχνείου. Την πρώτη φορά που τον ακούσαμε με τα παράσιτα του (είχαμε συνηθίσει από τους ραδιοερασιτέχνες) κάτι διαφορετικό νοιώσαμε. Αυτό κράτησε μέχρι την Παρασκευή που ξαφνικά σίγησε.

1974: Η μεταπολίτευση μας βρίσκει φοιτητές.Οι περισσότεροι συμμαθητές είχαμε εισαχθεί στα πανεπιστήμια (παρά της φήμης του «αλήτη της Φωκίωνος Νέγρη»). Εκεί βρίσκεις τους συμμαθητές σου, άλλον στην ΠΑΣΠ, άλλον στην Πανσπουδαστική και άλλον στο ΕΚΚΕ κλπ.

Ψάχνεις ως «νεοσύλλεκτος» να «προσανατολιστείς» πολιτικά. Μετά από περιπλανήσεις καταλήγεις. Εντάσσεσαι. Δεν έχει σημασία πού, αλλά δίνεσαι σ’ αυτό τον «ρόλο». Οι γονείς σου σε έχουν διδάξει να έχεις μπέσα και ειλικρίνεια. Στην συνοικία που μένεις δραστηριοποιείσαι κομματικά και γνωρίζεις και τις πέτρες ακόμη της συνοικίας σου.

Την πρώτη φορά που νοιώθεις ότι είσαι «ανεπιθύμητος» είναι όταν σε έχουν συλλάβει για διακίνηση εφημερίδας και σε πάνε στο έκτο. Εκεί μετά την ανεπιτυχή απόπειρα τρομοκράτησης βγαίνοντας από το υπόγειο του αστυνομικού τμήματος έχεις τα χέρια σου τα νεολαίστικα έντυπα που «πουλούσες» και ρωτάς τους δυό πιτσιτρικάδες (ήθελαν να εκδώσουν ταυτότητα) εάν θέλουν να αγοράσουν. Τότε ξαφνικά αισθάνεσαι να αιωρήσαι. Τέσσερις αστυνομικοί σε σηκώνουν στον αέρα και σε πετούν έξω από το τμήμα. Είναι να μην αισθανθείς «ανεπιθύμητος»;

1980: Πας φαντάρος. Στην Κόρινθο (ως «υποψήφιος» έφεδρος αξιωματικός ) σου ζητάνε να υπογράψεις που ανήκεις (ένα είδος πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων). Τους γράφεις στα «τέτοια» σου και για «επιβράβευση» σε στέλνουν στις Καστανιές του Έβρου. Εσύ ως ιδεολόγος το έχεις καμάρι. «Ανεπιθύμητος». Με τους συντρόφους σου και τους συναγωνιστές σου αλλάζεις το τάγμα. Πήγες σ’ ένα τάγμα γεμάτο αγρίμια και τ’ αλλάξατε. Πώς; Με το παράδειγμα και την αλληλεγγύη. Καταφέρνεις και όχι μόνο να έρθουν μαζί σας και το 5% του τάγματος που ήταν οι «ποινικοί», αλλά και να «πίνουν νερό» (και καμμιά ρετσίνα 17) στο όνομα σας. Απολύεσαι.

1982: 
Συνεχίζεις. Φτιάχνεις με πέντε φίλους έναν πολιτιστικό σύλλογο. Κάνετε «παπάδες». Είσαι και δεν είσαι στο κομματικό χώρο. Κάνετε κατάληψη στην Βίλα Δρακόπουλου στα Πατήσια. Σέρνεσαι κομματικά αλλά συμμετέχεις στα δρώμενα στην γειτονιά σου (τα Πατησιακά, κλπ).

1988-1990: 
Στην δημιουργία του Συνασπισμού αναπτερώνεται το ηθικό σου. Η ελπίδα κρατάει λίγο. Δεν συμμετέχεις σε κανένα μπλόγκ. Αποχωρείς και πας σπίτι σου.

1991-2003: Όλα αυτά τα χρόνια δουλεύεις ως σκυλί, φτιάχνεις οικογένεια και προσπαθείς να ζήσεις με αξιοπρέπεια κρατώντας τις αρχές σου.Όμως αισθανόσουν «λειψός και άδειος».

2003: Μια φίλη σε παίρνει τηλέφωνο και σου λέει ότι θα βρεθούν κάποιοι «παλιοί» συναγωνιστές. Πας και το «μικρόβιο επανεμφανίζεται». Συμμετέχεις από το 2003 έως το 2009. Τότε αποχωρείς γιατί ο χώρος αρχίζει τις «κωλοτούμπες». Δεν μένεις μόνος. Συμμετέχεις όπου μπορείς. Δεν έχεις την ανάγκη κάλυψης ενός κομματικού χώρου. Έχεις την ανάγκη ενός ευρύτερου κινήματος με προτάσεις για το σήμερα και το αύριο. Έχεις πολλά να κάνεις ακόμα. Θα το προσπαθήσεις.

Τιμώντας σήμερα το Πολυτεχνείο που σε άλλαξε. Για σένα, για την σύντροφο σου,για το παιδί σου και τους φίλους σου.Για να τιμήσεις την ιστορία σου…

Ανάρτηση από: http://sioualtec.blogspot.com/