Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2022

Ρόζα Λούξεμπουργκ: η κριτική στον λενινιστικό συγκεντρωτισμό

Του Σπύρου Κουτρούλη

Το 1904 η Ρόζα Λούξεμπουργκ δημοσίευσε δύο άρθρα με τον τίτλο “Λενινισμός ή μαρξισμός” ως απάντηση στο έργο του Λένιν “Τι να κάνουμε”. Η σημασία της έγκειται στο γεγονός ότι επισημαίνει τα βασικά χαρακτηριστικά της πορείας που θα οδηγήσει στον ολοκληρωτισμό. Πλέον η εργατική τάξη ως πολιτικό σύνολο αντικαθίσταται από τους επαγγελματίες επαναστάτες, ενώ στην ίδια την εργατική τάξη εισάγεται η επαναστατική ιδεολογία από έξω, από αστούς διανοούμενους. Οι επισημάνσεις της ενέπνευσαν και αξιοποιήθηκαν από άλλους σημαντικούς στοχαστές όπως η Χάνα Άρεντ και ο Κώστας Παπαϊωάννου. Το άρθρο της Ρ.Λ. περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Χέλμουτ Γκρούμπερ Επανάσταση στην Ευρώπη (1917-1923)” (Εκδόσεις Κομμούνα, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 1985).

Πρώτα-πρώτα η Ρ.Λ. επισημαίνει ότι η θέση του Λένιν ότι η κεντρική επιτροπή του κόμματος θα πρέπει να έχει το προνόμιο να καθορίζει όλες τις τοπικές επιτροπές του κόμματος θα έχει σαν αποτέλεσμα η «κεντρική επιτροπή θα μπορεί να καθορίζει, όπως τη βολεύει, τη σύνθεση των ανώτατων κομματικών οργάνων, όπως επίσης και του συνεδρίου του κόμματος. Η κεντρική επιτροπή θα είναι το μοναδικό σκεπτόμενο σώμα του κόμματος. Όλες οι άλλες ομαδοποιήσεις θα είναι τα εκτελεστικά της μέλη…»[1]. Συμπεραίνει μάλιστα ότι ο «σοσιαλδημοκρατικός συγκεντρωτισμός δεν μπορεί να στηρίζεται στην αυτόματη μηχανική υποταγή και την τυφλή υπακοή των μελών του κόμματος στο ηγετικό του κέντρο»[2].  Πρόκειται για προτεραιότητες εντελώς διαφορετικές από αυτές της λενινιστικής οργάνωσης όπου

«1. Η τυφλή υποταγή, ως την παραμικρή λεπτομέρεια, όλων των κομματικών οργάνων, στο κομματικό κέντρο, που μόνο αυτό σκέφτεται, καθοδηγεί και αποφασίζει για όλα.

2. Τον αυστηρό διαχωρισμό του οργανωμένου πυρήνα των επαναστατών από τον κοινωνικό-επαναστατικό τους περίγυρο…»[3].

Ο Λένιν προβάλλει την πειθαρχία και το μεγάλο σχολείο της, το καπιταλιστικό εργοστάσιο. Κάποιοι  διανοούμενοι θεωρεί ότι «χρειάζονται εκπαίδευση στα ζητήματα της οργάνωσης και της πειθαρχίας» ενώ «εξυμνεί την παιδαγωγική επίδραση του εργοστασίου, που λέει, εξοικειώνει το προλεταριάτο με την «πειθαρχία και την οργάνωση» (σελ. 147). Λέγοντας όλα αυτά ο Λένιν φαίνεται να αποδεικνύει πάλι ότι η αντίληψη του για την σοσιαλιστική οργάνωση είναι αρκετά μηχανιστική. Την πειθαρχία που ο Λένιν έχει στο μυαλό του εμφυτεύει στην εργατική τάξη όχι μόνο το εργοστάσιο αλλά και η στρατιωτική και η υπάρχουσα κρατική γραφειοκρατία- ολόκληρος ο μηχανισμός του συγκεντρωτικού αστικού κράτους»[4].

Η Ρ.Λ. αποσαφηνίζει ότι ο «υπερσυγκεντρωτισμός που ζητάει ο Λένιν είναι γεμάτος από το στείρο πνεύμα του επιστάτη. Δεν είναι ένα θετικό και δημιουργικό πνεύμα. Ο Λένιν δεν ενδιαφέρεται τόσο να κάνει πιο καρποφόρα τη δραστηριότητα του κόμματος, όσο να ελέγξει το κόμμα – να περιορίσει το κίνημα αντί να το αναπτύξει, να το δέσει μάλλον πάρα να το ενώσει…»[5]. Σύμφωνα με τον Λένιν οι «διανοούμενοι παραμένουν ατομιστές και τείνουν στον αναρχισμό ακόμα και αφού προσχωρήσουν στο σοσιαλιστικό κίνημα»[6] για αυτό αποστρέφονται την απόλυτη εξουσία της κεντρικής επιτροπής, ενώ «ο αυθεντικός προλετάριος βρίσκει με τη λογική του ταξικού του ενστίκτου ένα είδος ηδυπαθούς απόλαυσης στο να εγκαταλείπει τον εαυτό του στη λαβίδα της στιβαρής ηγεσίας και της ανηλεούς πειθαρχίας»[7].

                Η Ρόζα Λούξεμπουργκ ορθά επισημαίνει ότι ο δυτικός διανοούμενος που προβάλει την «λατρεία του Εγώ» δεν εκπροσωπεί γενικά την αστική διανόηση, αλλά και πολλοί Ρώσοι διανοούμενοι όπως οι ναροντικιστές καλούσαν την ρωσική διανόηση «να χαθεί μέσα στην αγροτική μάζα». Αντίθετα «αν δεχτούμε την άποψη που διεκδικεί για δική του ο Λένιν και φοβόμαστε την επιρροή των διανοούμενων στο προλεταριακό κίνημα, τότε δεν μπορούμε να φαντασθούμε μεγαλύτερο κίνδυνο για το ρωσικό κόμμα από το οργανωτικό πλάνο του Λένιν. Τίποτα δεν θα υποδουλώσει πιο σίγουρα το νεαρό εργατικό κίνημα σε μια διανοούμενη ελίτ διψασμένη για εξουσία, απ’ αυτόν το γραφειοκρατικό ζουρλομανδύα, που θ’ ακινητοποιήσει το κίνημα και θα το μετατρέψει σ’ ένα ρομπότ χειραγωγούμενο από μια κεντρική επιτροπή»[8]. Τελικά «τα λάθη που γίνονται από ένα αληθινά επαναστατικό κίνημα είναι απείρως πιο καρποφόρα από το αλάθητο της εξυπνότερης κεντρικής επιτροπής»[9]. Μερικά χρόνια αργότερα η Ρόζα Λούξεμπουργκ επισημαίνει εύστοχα: “Είναι φανερό ότι ο σοσιαλισμός, από την ίδια του τη φύση, δεν μπορεί να παραχωρηθεί, δεν μπορεί να εγκαθιδρυθεί με ουκάζια […]. Πνίγοντας την πολιτική ζωή σε όλη τη χώρα, είναι μοιραίο να παραλύει ολοένα περισσότερο η ζωή σε αυτά τα ίδια τα σοβιέτ. Χωρίς γενικές εκλογές, απεριόριστη ελευθερία του Τύπου και των συγκεντρώσεων, ελεύθερη πάλη των ιδεών, η ζωή ξεψυχάει σε όλους τους δημόσιους θεσμούς, γίνεται μια ζωή επιφανειακή, όπου η γραφειοκρατία μένει το μόνο ενεργό στοιχείο […]». Και εν κατακλείδι: «Η ελευθερία μόνο για τους οπαδούς της κυβέρνησης και μόνο για τα μέλη του κόμματος όσο πολυάριθμα κι αν είναι αυτά- δεν είναι ελευθερία. Η ελευθερία νοείται πάντοτε ως ελευθερία γι΄ αυτόν που σκέφτεται διαφορετικά» (Ρ.Λούξεμπουργκ, Ρώσικη Επανάσταση, μετάφραση Α. Στίνα, εκδόσεις Ύψιλον, σελ. 68,69).


[1] Χέλμουτ Γκρούμπερ, Επανάσταση στην Ευρώπη (1917-1923) ,Εκδόσεις Κομμούνα, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 1985, σελ. 47.

[2] Ό. π. σελ. 50.

[3] Ό. π. σελ. 50.

[4] Ό. π. σελ.51.

[5] Ό. π. σελ.54.

[6] Ό. π. σελ.54.

[7] Ό. π. σελ.54.

[8] Ό. π. σελ.57.

[9] Ό. π. σελ. 59.

Ανάρτηση από: http://koutroulis-spyros.blogspot.com/