Του Μάριου Αραβατινού
Η ιδιοκτησιακή αντίληψη για το κράτος φαίνεται έκδηλα στην ιστορία της συλλογής αρχαιοτήτων, για την οποία ουδέποτε και πουθενά δεν έδωσαν εξηγήσεις
Αν υπάρχει µία λέξη που θα µπορούσε να περιγράψει µε γλαφυρότητα αλλά και ακρίβεια τη σχέση της οικογένειας Μητσοτάκη µε τη χώρα, αυτή είναι µετά βεβαιότητας η «ιδιοκτησιακή». Η οικογένεια Μητσοτάκη, από τον Κωνσταντίνο και τη Μαρίκα µέχρι τον Κυριάκο και τη Μαρέβα, ζει από το δηµόσιο και εκµεταλλεύεται οτιδήποτε, εθνικό ή µη, για την προσωπική της διαφήµιση. Ακόµη κι αν πρόκειται για την ιστορική κληρονοµιά της Ελλάδας, δηλαδή για αρχαία ανεκτίµητης αξίας τα οποία –άγνωστο πώς– αποτέλεσαν ιδιοκτησία της οικογένειας µέχρι να δωριστούν κακήν κακώς στο δηµόσιο ώστε να µην υπάρχουν ποινικές ευθύνες. Η οικογένεια Μητσοτάκη έχει καταγγελθεί τόσο στο παρελθόν όσο και σήµερα για σοβαρές παρανοµίες, αλλά ουδέποτε απολογήθηκε γι’ αυτές στη ∆ικαιοσύνη, ούτε βέβαια ένιωσε ποτέ την ανάγκη να δώσει πειστικές απαντήσεις για ζητήµατα που άπτονται του δηµόσιου συµφέροντος. Είναι τέτοιο το πολιτικό και δικαστικό σύστηµα της Ελλάδας που της επιτρέπει διαρκώς να ξεγλιστρά από τον νόµο και ασφαλώς να αδιαφορεί παντελώς γι’ αυτόν.
Στο πλαίσιο αυτό, την περασµένη εβδοµάδα ο πρωθυπουργός σε µια από τις πολλές αποδράσεις του στον τόπο καταγωγής του, τα Χανιά, επισκέφτηκε το νέο αρχαιολογικό µουσείο, στο οποίο εκτίθεται πια η διαβόητη συλλογή αρχαίων του πατέρα και της µητέρας του, η οποία –αλίµονο!– φέρει και το δικό του όνοµα. Ο Κυρ. Μητσοτάκης, δίχως να ενδιαφέρεται για το γεγονός ότι η συλλογή των γονιών του, όπως µαρτυρούν αρχαιολόγοι οι οποίοι ασχολήθηκαν προ 30 και πλέον χρόνων µε το ζήτηµα, είναι σε µεγάλο βαθµό προϊόν προερχόµενο από λαθρανασκαφές, εµφανίστηκε ιδιαίτερα συγκινηµένος. «Είµαι ιδιαίτερα συγκινηµένος» είπε «γιατί στο µουσείο αυτό βρήκε τη θέση της η Συλλογή Κωνσταντίνου και Μαρίκας Μητσοτάκη η οποία είχε δωρηθεί από τους γονείς µου στο ελληνικό κράτος πριν από 22 χρόνια, επειδή πίστευαν ότι η συλλογή αυτή πρέπει να αποτελέσει κτήµα του ελληνικού λαού».
Το ότι δεν σκέφτηκε τον σάλο που θα µπορούσε να ξεσηκωθεί από το γεγονός ότι πολλά από τα ανεκτίµητης αξίας αντικείµενα της συλλογής προέρχονται από αρχαιοκάπηλους, οι οποίοι σύλησαν τάφους της προανακτορικής εποχής, δηλαδή της 3ης χιλιετίας π.Χ., είναι χαρακτηριστικό της αντίληψής του για τα πράγµατα. ∆εν τον απασχολεί τίποτε άλλο πέραν της εικόνας του, τη λάµψη της οποίας ουδείς µπορεί να θολώσει, αφού, αν εξαιρέσει κανείς λίγα µέσα ενηµέρωσης, κανένας δεν ασχολήθηκε µε την περιβόητη συλλογή για λόγους άλλους από τη διαφήµισή της.Ο άνθρωπος που αποκάλυψε την αρχαιοκαπηλίαΠαρότι παραµένει άγνωστος ο ακριβής αριθµός των αντικειµένων της συλλογής, από δηλώσεις µελών της οικογένειας είναι βέβαιο ότι αριθµεί µερικές χιλιάδες αρχαία ευρήµατα, τα οποία έχουν αφαιρεθεί και από τάφους της νότιας Κρήτης στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Αν δεν υπήρχαν συγκεκριµένα αρχαιολόγοι, προεξάρχοντος του συνταξιούχου σήµερα Αντώνη Βασιλάκη, ίσως σήµερα η Συλλογή Μητσοτάκη να µην εκτίθετο σε κάποιο µουσείο αλλά να παρέµενε καλά φυλαγµένη σε κάποιο από τα σπίτια της οικογένειας.
Το Documento, µε αφορµή τα εγκαίνια του Αρχαιολογικού Μουσείου Χανίων στο οποίο εκτίθεται η συλλογή του πατρός και της µητρός Μητσοτάκη και βέβαια λόγω της έντονης συγκίνησης του πρωθυπουργού, ο οποίος πιθανώς πιστεύει ότι και τα αρχαία τού ανήκουν αφού η συλλογή φέρει φαρδύ πλατύ το όνοµά του, αναζήτησε τον Αντ. Βασιλάκη, ο οποίος δέχτηκε να περιγράψει τα γεγονότα. Ο κ. Βασιλάκης, ο άνθρωπος που στην πραγµατικότητα έδωσε µάχη ώστε να αποκαλυφθεί ότι αντικείµενα της συλλογής αφαιρέθηκαν παρανόµως από ταφικά µνηµεία της νότιας Κρήτης και –άγνωστο πώς– κατέληξαν στην οικογένεια Μητσοτάκη και είδε την καριέρα του να κινδυνεύει να λάβει πρόωρο τέλος, γνωρίζει την ιστορία καλύτερα από τον καθένα. ∆ιορίστηκε το 1978 και το 1979 συµµετείχε σε ανασκαφές, µε εντολή της αρµόδιας Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, στα Μάταλα της νότιας Κρήτης.
«Το φθινόπωρο του 1979 έγινε η πρώτη λαθρανασκαφή σε προανακτορικό νεκροταφείο στο Λιόφυτο της Χατζίνας, που ανήκει στο µοναστήρι της Οδηγήτριας. Εκεί είχαν ανακαλυφθεί κοµµάτια αγγείων το 1975, έπειτα από µια καταστροφή που είχε προκληθεί από καλλιέργεια ελιών» αφηγείται σήµερα στο Documento και συνεχίζει: «Πέρασαν όµως τέσσερα χρόνια και ξαφνικά µάθαµε από κάποιο φύλακα που περιόδευε στην περιοχή, η οποία, σηµειωτέον, είναι αποµακρυσµένη και δυσπρόσιτη, ότι είχαν αρχίσει να σκάβουν παράνοµα ένα θολωτό τάφο της προανακτορικής περιόδου, συγκεκριµένα της 3ης χιλιετίας π.Χ. Με εντολή της υπηρεσίας µια συνάδελφος πήγε εκεί για να κάνει ανασκαφές. Η συνάδελφος πράγµατι καθάρισε έναν κυκλικό τάφο, από τον οποίο οι αρχαιοκάπηλοι είχαν αποκοµίσει ήδη πάρα πολλά ευρήµατα».
Η άδεια Μητσοτάκη ενώ ήταν υπουργός
Σύµφωνα µε τον Αντ. Βασιλάκη, το κύκλωµα των αρχαιοκάπηλων γνωρίζει πότε να ψάξει και µαθαίνει πού να ψάξει. «Είναι µεγάλο κύκλωµα το οποίο ουδέποτε έχει εξαρθρωθεί, εξακολουθεί να υπάρχει, απλώς σήµερα έχουν πλέον βρεθεί τα περισσότερα αρχαία και έπεσαν οι δουλειές τους» σηµειώνει. Συνεχίζοντας την ενδιαφέρουσα αφήγησή του λέει: «Πήγαµε λοιπόν κάποια στιγµή να σχεδιάσουµε τον τάφο που είχε σκάψει η προηγούµενη συνάδελφος. Τότε λοιπόν, ήταν πια Μάιος του 1980, βρήκα δίπλα έναν ακόµη µεγαλύτερο τάφο, λαθραία σκαµµένο».
Ο αρχαιολόγος εννοεί ότι ο δεύτερος τάφος είχε επίσης συληθεί, πράγµα που όπως φαίνεται δεν ήταν ιδιαίτερα σπάνιο στην περιοχή. Οι αρχαιοκάπηλοι πήγαιναν στο σηµείο σε περιόδους που δεν γίνονταν ανασκαφές, δηλαδή τον χειµώνα και αρχές της άνοιξης, και αφαιρούσαν ό,τι µπορούσαν, προκειµένου βέβαια να τα πουλήσουν αργότερα. Ο Κων. Μητσοτάκης τα χρόνια εκείνα ήταν υπουργός Συντονισµού και αργότερα υπουργός Εξωτερικών των κυβερνήσεων Καραµανλή µέχρι τον Μάιο του 1980 και Ράλλη µέχρι τον Οκτώβριο του 1981 και είχε καταφέρει να εξασφαλίσει, σύµφωνα µε τον Αντ. Βασιλάκη, άδεια αρχαιολογικής συλλογής.
«Πρόκειται για µεγάλο νοµικό και ηθικό ζήτηµα» εξηγεί σήµερα ο έµπειρος αρχαιολόγος, «διότι ο Κων. Μητσοτάκης την εποχή που ήταν υπουργός Συντονισµού πήρε άδεια για να κάνει συλλογή, ενώ δεν δίνονταν τότε άλλες άδειες. Ηταν η τελευταία άδεια που έδωσαν κι αυτό διότι είχε αποφασιστεί µετά τη χούντα, περίοδο κατά την οποία γίνονταν σηµεία και τέρατα µε αρχαιοκαπηλίες, να µη δώσουν άλλες άδειες συλλογής». Για την ιστορία, σύµφωνα µε ρεπορτάζ από το «Ποντίκι», ο Μητσοτάκης πήρε την άδεια το καλοκαίρι του 1978.«Εµείς έχουµε τα µισά»
Σύµφωνα µε την περιγραφή του Αντ. Βασιλάκη, οι αρχαιολόγοι πληροφορήθηκαν ενδοϋπηρεσιακά, όπως σηµειώνει στο Documento, ότι στη συλλογή για την οποία είχε πάρει άδεια ο Κων. Μητσοτάκης έχουν φτάσει αρχαία από την περιοχή. «Το φθινόπωρο του 1980, αφού πια είχε γνωστοποιηθεί ότι υπάρχει Συλλογή Μητσοτάκη, ο προϊστάµενος της υπηρεσίας Ηρακλείου πήγε στα Χανιά και αναγνώρισε ότι τα αρχαία της συλλογής είναι από τις ανασκαφές στη Μονή Οδηγήτρια. “Αντώνη” µου είπε, “εµείς έχουµε τα µισά, τα άλλα µισά βρίσκονται στη Συλλογή Μητσοτάκη”» αναφέρει ο Βασιλάκης, προσθέτοντας ότι «αυτό για έναν έµπειρο αρχαιολόγο βγάζει µάτι».
Σύµφωνα µε τον αρχαιολόγο, «τα αρχαία µεταφέρθηκαν προσωρινά στο Μουσείο Χανίων προκειµένου να γίνει η συντήρησή τους. Συντηρούνταν στα εργαστήρια της Εφορείας Αρχαιοτήτων Χανίων και επέστρεφαν στη βίλα της οικογένειας στο Ακρωτήρι Χανίων. Αυτό συνέβαινε µέχρι το 1991, οπότε η οικογένεια άρχισε να δίνει για δηµοσίευση διάφορα απ’ αυτά σε αρχαιολόγους. Τότε ανακινήθηκε το ζήτηµα και έγιναν διάφορα δηµοσιεύµατα».
Το 1991 αποτελεί πράγµατι κοµβική χρονιά, αφού το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης του Ιδρύµατος Γουλανδρή θέλησε να προβάλει τη Συλλογή Μητσοτάκη. Η επιστολή την οποία απέστειλε η Ντόλλυ Γουλανδρή στον έφορο αρχαιοτήτων και διευθυντή του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου Κρήτης επιβεβαίωνε ουσιαστικά αυτό που ήδη στους κόλπους της αρχαιολογίας ήταν γνωστό µία δεκαετία. Μεγάλο µέρος της Συλλογής του Κωνσταντίνου και της Μαρίκας Μητσοτάκη αποτελείτο από αντικείµενα που προέρχονταν από τους τάφους της Μονής Οδηγήτριας στα νότια του νοµού Ηρακλείου, τα οποία είχαν αφαιρεθεί παράνοµα. Η Ντ. Γουλανδρή ζητούσε σε αυτή την επιστολή της να εκθέσει τα αντικείµενα της Συλλογής Μητσοτάκη µαζί µε αυτά που υπήρχαν στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου.
Οι επιστολές που αποκαλύπτουν την αλήθεια
Ανέφερε τότε στην επιστολή της η Ντ. Γουλανδρή: «Το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης προγραµµατίζει το φθινόπωρο 1992 έκθεση της Συλλογής Κ. & Μ. Μητσοτάκη. Επειδή µεγάλος αριθµός των αντικειµένων της Συλλογής προέρχεται από τον τάφο της Οδηγήτριας, η Οργανωτική Επιτροπή διατύπωσε την ευχή να συνεκτεθούν και όσα αντικείµενα προέρχονται από τον ίδιο τάφο και βρίσκονται στο Μουσείο Ηρακλείου. Θα παρακαλούσα να µας γνωρίσετε, αν συµφωνείτε, προκειµένου να προβούµε στις σύννοµες ενέργειες για την πραγµατοποίηση της εν λόγω έκθεσης. Επειδή τα αντικείµενα του Μουσείου Ηρακλείου δεν έχουν ακόµη δηµοσιευθεί και δεν γνωρίζουµε τον ακριβή αριθµό τους, σε περίπτωση που αποδέχεσθε την πρόταση, παρακαλούµε να µας αποστείλετε σύντοµο κατάλογο».
Στην επιστολή αυτή, όπως περιγράφει σήµερα ο Αντ. Βασιλάκης, απάντησε ο ίδιος. «Τότε απάντησα» σηµειώνει «ότι είναι τουλάχιστον ανοίκειο να ζητούν να στείλουµε αρχαία από το µουσείο Ηρακλείου τα οποία είχαν βρεθεί νόµιµα κατά την ανασκαφή, για να εκτεθούν µε τα παρανόµως αποκτηθέντα». Η απάντηση του Βασιλάκη υπήρξε πράγµατι σκληρή. «Τον ακριβή αριθµό των αντικειµένων από την Οδηγήτρια που έχουν περιέλθει στη συλλογή πρέπει εµείς να τον πληροφορηθούµε, αντί να διερωτώνται ποιος είναι ο ακριβής αριθµός των αντικειµένων από την ίδια θέση που βρίσκονται στο Μουσείο Ηρακλείου. Ακόµη διερωτώµαι µήπως η Εφορεία Αρχαιοτήτων αντί να απαντήσει απευθείας πρέπει να παραπέµψει το θέµα στην Κεντρική Υπηρεσία […] γιατί τα αντικείµενα που βρίσκονται στη Συλλογή είναι προϊόν λαθρανασκαφής και αρχαιοκαπηλίας στο ταφικό συγκρότηµα, που έγιναν στο διάστηµα Νοέµβριος 1979-Μάιος 1980, αλλά ίσως και πριν».
Παρά την έντονη αντίδραση, η οποία καθιστούσε απολύτως σαφές ότι τα αντικείµενα της Συλλογής Μητσοτάκη ήταν προϊόν λαθρανασκαφής και αρχαιοκαπηλίας, η συλλογή εκτέθηκε κανονικά στο µουσείο. Μάλιστα τα ΜΑΤ ξυλοκόπησαν τους φοιτητές της Φιλοσοφικής που διαµαρτυρήθηκαν για την έκθεση προϊόντων λαθρανασκαφής. «Ενδιαφέρθηκε τότε ο πολιτικός κόσµος, η αξιωµατική αντιπολίτευση δηλαδή του ΠΑΣΟΚ, και µίλησα µε τη Μελίνα Μερκούρη, τον Σήφη Βαλυράκη και τον Κώστα Λαλιώτη, στους οποίους έδωσα πληροφορίες και στοιχεία. Οταν άλλαξε η κυβέρνηση, την υπόθεση άρχισε να διερευνά η ∆ικαιοσύνη. Συγκροτήθηκε επιτροπή που πήγε στα Χανιά στη βίλα Μητσοτάκη, όπου ανοίχτηκαν τα κιβώτια που είχαν έρθει από το µουσείο Γουλανδρή. Εκεί έγινε η ταύτιση ενός χρυσού διαδήµατος µοιρασµένου στα δύο: ένα κοµµάτι στη συλλογή και το άλλο στο µουσείο Ηρακλείου. Κατέθεσα µάλιστα επί οκτώ ώρες στο Εφετείο Χανίων, είπα όλο το ιστορικό, αλλά λίγο καιρό µετά η υπόθεση µπήκε στο αρχείο. Εκτοτε έφυγα από τη µέση, αλλά προσωπικά απειλήθηκα µε απόλυση και καθυστέρησαν την προαγωγή µου σε διευθυντή είκοσι χρόνια, ενώ είχα τα προσόντα» εξηγεί σήμερα στο Documento o Αντ. Βασιλάκης.
Ανάρτηση από: https://www.documentonews.gr/