Τρίτη 2 Αυγούστου 2022

Ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός και η κρίση του


Του Νίκου Μωραϊτη

Εισαγωγή – Οι τρεις περίοδοι του Κομμουνισμού

Η αριστερά στην Δύση φαίνεται πως αδυνατεί πλήρως να παρέμβει δυναμικά και ενεργητικά μπροστά στις νέες εξελίξεις στην Ουκρανία. Ο πασιφισμός, με όποια μορφή και αν έχει αυτός την έχει θέσει σε μία κατάσταση αδράνειας. Οι ίσες αποστάσεις και οι διπλές καταδίκες δεν αμφισβητούν την αστική πολιτική ηγεμονία, αλλά αντιθέτως την καλύπτουν από τα αριστερά της. Ο ιμπεριαλισμός βρίσκεται μπροστά στην σημαντικότερη κρίση των τελευταίων χρόνων. Είτε θα σαρώσει όσους αμφισβητούν την παγκόσμια εξουσία του, είτε θα χαράξει μία νέα εποχή για την ανθρωπότητα. Μπροστά λοιπόν σε αυτά τα διακυβεύματα, η πολιτική αμηχανία, αν δεν συνιστά ήδη από μόνη της στρατολόγηση στο στρατόπεδο του εχθρού, είναι τουλάχιστον παραίτηση από την υπόθεση της επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού.

Η σημερινή αμηχανία προέρχεται από την εμμονή στο παρελθόν. Άλλες, προηγούμενες εποχές, περασμένα σχέδια και στρατηγικές προβάλλονται στο σήμερα. Γραμμές που στο παρελθόν πήγαν την επανάσταση μπροστά, κοπιάρονται αδιέξοδα στο σήμερα βαθαίνοντας την κρίση και το αδιέξοδα. Η αριστερά προσπαθεί να αποδράσει σε κάποιο καθαρό παρελθόν, τότε που τα πράγματα δεν ήταν τόσο πολύπλοκα, μία καθαρή ταξική πάλη

Δημοκρατία εναντίον Φεουδαρχίας

Στην αυγή του κομμουνισμού, όταν διαχωρίστηκε τον 19ο αιώνα η αριστερά από τον φιλελευθερισμό και τον εθνικισμό του Μαντσίνι, δεν τηρούσε ίσες αποστάσεις απέναντι στην αστικοδημοκρατικές επαναστάσεις. Ο αποκεφαλισμός των φεουδαρχικών προπύργιων, η νίκη της Δημοκρατίας, του Ορθολογισμού και του Διαφωτισμού,  η εκκαθάριση του αγρού και των πόλεων από τα αρχαϊκά προνόμια, η νομιμοποίηση των εργατικών κομμάτων θεωρούνταν βήματα μπροστά, που άνοιγαν δρόμους προς την επανάσταση. Το διακύβευμα στο μυαλό της τότε αριστεράς ήταν η πλέρια ανάπτυξη του καπιταλισμού και η απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων από τα φεουδαρχικά φρένα, πράγμα το οποίο θα οδηγούσε σε ωρίμανση των καπιταλιστικών ταξικών αντιθέσεων.  

Για αυτούς τους λόγους η αριστερά του 19ου αιώνα έβλεπε τους πολέμους που έκαναν τα έθνη που είχαν ολοκληρώσει τις επαναστάσεις τους και τα αστικά κινήματα των επιμέρους χωρών ως κινήσεις που αντικειμενικά πήγαιναν μπροστά και την υπόθεση της προλεταριακής επανάστασης. Χωρίς όμως η πολιτική στήριξη αυτών των κινημάτων και πολέμων να σήμαινε την ταύτιση με την αστική πολιτική.  Δεν ήταν τυχαίο το γεγονός ότι οι Μαρξ και Ένγκελς ανέμεναν ότι η επανάσταση θα ξεσπούσε από το κέντρο του καπιταλισμού της εποχής τους. Η δυτική Ευρώπη αντιπροσώπευε το ανώτατο στάδιο ανάπτυξης της βιομηχανοποίησης, της αποδόμησης της φυσικής οικονομίας και της καπιταλιστικής κοινωνικής διαφοροποίησης.

Η αριστερά του 19ου αιώνα αντιπροσωπεύεται στο σήμερα από την αριστερά που στον ένα ή στον άλλο βαθμό τάσσεται ανοιχτά με τους πολέμους της Δύσης. Όταν αυτή η «αριστερά» παλεύει μαζί με το ΝΑΤΟ εναντίον των «δικτατόρων», του «θρησκευτικού φονταμενταλισμού» και της πατριαρχίας, στη πραγματικότητα βλέπει την Δύση ως πηγή πολιτικού ριζοσπαστισμού και προόδου, με τον ίδιο τρόπο που ο Ναπολέοντας μπορεί να γινόταν αντιληπτός ως παράγοντας εκδημοκρατισμού της φεουδαρχικής ευρώπης.

Ενδο-ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι

Αυτή η γραμμή όμως ξεπεράστηκε με την έναρξη των ιμπεριαλιστικών πολέμων. Τι ήταν αυτό που άλλαξε; Οι αναπτυγμένες δυτικές καπιταλιστικές κοινωνίες έπαψαν να είναι φορείς πολιτικής και οικονομικής προόδου. Η αποικιοκρατία στα τέλη του 19ου αιώνα αλλάζει χαρακτήρα, καθώς σιγά σιγά ολοκληρώνεται το μοίρασμα της υφηλίου σε ζώνες επιρροής. H ελεύθερη αγορά τελειώνει οριστικά. Ο ιμπεριαλισμός ξανα-αποικιοποιεί την υφήλιο με νέο τρόπο και μορφές εκμετάλλευσης. Οι αποικίες δεν είναι απλώς περιοχές αρπαγής πρώτων υλών, αλλά επένδυσης κεφαλαίων με συγκεκριμένες προσδοκίες. Οι ιμπεριαλισμοί αντιμάχονται ο ένας τον άλλον για το ποσοστό ελέγχου της παγκόσμιας παραγόμενης υπεραξίας.

Ο κάθε ιμπεριαλισμός αντιμετωπίζει με υπαρξιακό άγχος την εμπλοκή κάποιου άλλου στις υποθέσεις του και διατίθεται να διοχετεύσει όλη τη νεωτερική του τεχνολογία με σκοπό την καταστροφή. Η ανάγκη εξαγωγής κεφαλαίων, αδιάλειπτα κερδοφόρων επενδύσεων δεν μπορούσε πιά να ανεχτεί εξωτερικά εμπόδια. Έτσι οδηγηθήκαμε από περιφερειακούς σε παγκόσμιους πολέμους που αντιμετώπισε η ανθρωπότητα κατά τον 20ο αιώνα. Για αυτό το λόγο ο Α’ ππ ήταν ένας πόλεμος νέου τύπου, συγκριτικά με τους παρελθοντικούς. Η βαρβαρότητα σε ένταση και έκταση δεν είχε κανένα ιστορικό προηγούμενο. Όλοι οι ιμπεριαλιστές μαζί με τις αλυσοδεμένες αποικίες και τα μισο-εξαρτημένα κράτη ενεπλάκησαν σε έναν πόλεμο μέχρις εσχάτων. Οι εκατομμύρια νεκροί στον Α’ και τον Β’ ππ, αποτέλεσαν ιστορικά πρωτότυπες μορφές βιαιότητας. Ο μη ιμπεριαλιστικός κόσμος πλήρωσε το πιο βαρύ τίμημα σε αυτούς τους πολέμους. Ας μην ξεχνάμε ότι οι σοσιαλιστικές επαναστάσεις στην Ρωσία και την Κίνα έγιναν και στο πλαίσιο των πιο βάρβαρων πληθυσμιακών εκκαθαρίσεων που έχει δει ποτέ η ανθρωπότητα.

Το ρομαντικό διαφωτιστικό πρόταγμα της αριστεράς για την συγκρότηση ελεύθερων (από τα φεουδαρχικά δεσμά) εθνών, στα οποία θα ισχύει η αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών και θα συνυπάρχουν σε μία λογική ελεύθερου και αμοιβαίου σεβασμού, μετατρέπεται  στο ακριβώς αντίθετο του. Η αριστερά σε όλες τις ιμπεριαλιστικές χώρες σέρνεται στο άρμα του οικείου της σωβινισμού απέναντι στο αντίπαλο έθνος. Η συντριπτική πλειοψηφία της αριστεράς εγκαταλείπει την όποια ταξική ανεξαρτησία, συμμαχώντας με τις ιμπεριαλιστικές πιά αστικές τάξεις και το συνολικό αποικιακό σύστημα, ενάντια στους αντίπαλους ιμπεριαλιστές και -φυσικά- τον υπόλοιπο αποικισμένο πλανήτη. Η αριστερά παλινδρομεί στο επίπεδο της προ-μαρξιστικής ενότητας με την αστική τάξη, εγκαταλείποντας τον διεθνισμό.

Το σύνθημα του Λένιν περί του σταδίου της «δημοκρατικής δικτατορίας του προλεταριάτου» αντιπροσώπευε για τα δεδομένα της αυτοκρατορικής Ρωσίας, την γραμμή της παγκόσμιας αριστεράς του 19ου αιώνα. Συμμαχούμε με την προοδευτική αστική τάξη κόντρα στην φεουδαρχία. Ο ίδιος ο Λένιν δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα με τις Θέσεις του Απρίλη να πείσει το μπολσεβίκικο κόμμα ότι η εποχή άλλαξε και ότι πλέον ο πρώτιστος εχθρός δεν είναι ακριβώς ο Τσάρος, αλλά το σύστημα του ιμπεριαλισμού.

Αν για την αριστερά του 19ου αιώνα, η πηγή της ιστορικής κίνησης είχε μία κατεύθυνση από το κέντρο του καπιταλισμού προς την υπόλοιπη υφήλιο, με τον Λένιν αυτό το σχήμα γυρίζει ανάποδα. Οι πόλεμοι του καπιταλιστικού κέντρου παύουν να είναι προοδευτικοί, ακόμα και αν είναι αντιφεουδαρχικοί, διότι οι ίδιοι είναι η πηγή της παγκόσμιας αντίδρασης. Τα αστικά κόμματα της Ρωσίας είχαν γεράσει πρόωρα, διότι αντιπροσώπευαν τους εκπροσώπους του ιμπεριαλισμού εντός Ρωσίας. Είχαν πάψει να έχουν τον οποιοδήποτε προοδευτικό ρόλο κόντρα στους θεσμούς της Φεουδαρχίας. Αποτελούσαν κέντρα τα οποία έσερναν την Ρωσία στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο με την ελπίδα βέβαια και της αναβάθμισης του περιφερειακού της ρόλου. Όταν λοιπόν ο Λήμπκνεχτ έλεγε ότι «ο εχθρός βρίσκεται στη χώρα μας», και ο Λένιν καλούσε τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα να παλέψουν για την ήττα του δικού τους ιμπεριαλισμού, πραγματοποιούσαν μία ρήξη με όλο το έως πρότινος ιστορικό κεκτημένο της αριστεράς του 19ου αιώνα. Αν οι μπολσεβίκοι παρέμεναν με την παλιά γραμμή, δεν θα είχαν καταφέρει να πραγματοποιήσουν την σοσιαλιστική επανάσταση. Ο αριστερός του 19ου αιώνα , στις αρχές του 20ου έγινε ένας σοσιαλπατριώτης σωβινιστής.

Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος ήταν επίσης ένας ιμπεριαλιστικός-αποικιακός πόλεμος. Η οικονομική και η πολιτική ταπείνωση της Γερμανίας, η προοπτική ιστορικής ήττας του ιμπεριαλισμού της καθώς και ο κίνδυνος ανατροπής της πολιτικής κυριαρχίας της άρχουσας τάξης συνέβαλαν στην οικοδόμηση του ναζισμού και της σύλληψης της Γερμανικής κοινωνίας ως εθνο-φυλετική κοινότητα. Ο ναζισμός δεν ήταν όμως μόνο γερμανισμός, αλλά μία διεθνής πρόταση και αυτό φαίνεται από τους εκατομμύρια μη εθνικά γερμανούς ευρωπαίους και μη, που πολέμησαν υπό τα μαύρα λάβαρα τους. Όπως δείχνουν και οι δίκες των δοσιλόγων, σημαντικές μερίδες των αστικών τάξεων της Ευρώπης πολέμησαν για τον Ναζισμό, για το δικό του μοντέλο μεταπολεμικής οργάνωσης της παγκόσμιας εκμετάλλευσης. Χωρίς να παραγνωρίζουμε τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της Ναζιστικής βαρβαρότητας (Ολοκαύτωμα), ο Ναζισμός ήταν μεταξύ άλλων η γερμανική πρόταση για μία «Ενωμένη Ευρώπη».

Η αντιπαράθεση Φασισμού και Κομμουνισμού αποτελούσε η συνέχιση της αντιπαράθεσης ανάμεσα στον ιμπεριαλισμό και τον υπόλοιπο κόσμο σε νέα, ανώτερη μορφή. Το «προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε» έγινε η σημαία των μαζών, επειδή περιέγραφε τον μοναδικό τρόπο μέσα από τον οποίο μπορούσε να τσακιστεί ο ιμπεριαλισμός. Τι σημασία είχαν οι πολυποίκιλες εθνοτικές και πολιτιστικές διαφοροποιήσεις-κληρονομήματα της φεουδαρχίας μπροστά στο τέρας της ναζιστικής μηχανής;  Η αυτοθυσία των σοβιετικών πολιτών κατά τον Β’ ππ δεν δείχνει μόνο την πίστη στην επερχόμενη κομμουνιστική κοινωνία, αλλά και το τι προοριζόταν για αυτούς και τις οικογένειες τους στην περίπτωση της ήττας. Ο κομμουνισμός έγινε έτσι και η σημαία όλων των καταπιεζόμενων εθνών του κόσμου, σε προοπτικές μάλιστα υπέρβασης της στενής εθνικής τους ταυτότητας. Τραβώντας την βέργα λίγο παραπάνω, μπορούμε να πούμε ότι ο διεθνισμός της ΕΣΣΔ ήταν ίσως και έκφραση της ενότητας των υποτελών εθνοτήτων απέναντι στην καταστροφή που προοριζόταν για τις καθεμία επιμέρους στην περίπτωση που δεν ενώνονταν. Η 9η Μάη επομένως, δεν είναι μόνο η μέρα που οι κομμουνιστές νίκησαν τους Ναζί, είναι και η μέρα που η Παγκόσμια Αντι-αποικιοκρατία, εκφρασμένος στο πρόσωπο της ΕΣΣΔ τσάκισε τις ιμπεριαλιστικές του αλυσίδες.

Και σε αυτήν την μάχη, αρκετοί αυτοπροσδιοριζόμενοι ως αριστεροί κατήγγειλαν ότι η ΕΣΣΔ έχει χάσει τον δρόμο της, εμφανίζοντας διάφορα επιχειρήματα, ορισμένες φορές ορθά. Ο προυντονισμός, ο μενσεβικισμός και η σοσιαλδημοκρατία, οι εκπρόσωποι όλων των προηγούμενων σταδίων ανάπτυξης του κομμουνισμού, ανασύρθηκαν από τον πνευματικό τους τάφο μπας και μπορέσουν να γελοιοποιήσουν την ΕΣΣΔ. Όμως ο βαθμός στον οποίο αυτά τα επιχειρήματα αξιοποιούνταν για να παραιτηθούν από το βασικό έργο, δηλαδή την επιβίωση της ΕΣΣΔ, τότε αυτοί οι αριστεροί δεν ήταν τίποτα άλλο παρά υποστηρικτές του ιμπεριαλισμού. Οι αμφιβολίες που έσπερναν ήταν αδικαιολόγητες μπροστά στην ενδεχόμενη νίκη του Ναζισμού. Αυτοί οι αριστεροί αποτελούσαν, όπως και στον α’ ππ, παλινδρομήσεις μίας πολύ πιο ανώριμης αριστεράς του 19ου αιώνα.

Αυτοκρατορία

Οι Ναζί όμως δεν ηττήθηκαν μόνο από τους Σοβιετικούς, αλλά και από τα υπόλοιπα ιμπεριαλιστικά κράτη. Απέναντι στην ναζιστική νέα τάξη πραγμάτων, κέρδισε το αγγλοσαξονικό μοντέλο μεταπολεμικής ρύθμισης του κόσμου. Οι ΗΠΑ την περίοδο του α’ ππ έγιναν η πρώτη παραγωγική δύναμη στο κόσμο, και μετά τον β’ ππ έγιναν η πρώτη πολιτική και στρατιωτική δύναμη στο κόσμο. Οι ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και η Ιαπωνία «κατακτήθηκαν» από τις ΗΠΑ άμεσα ή έμμεσα. Οι ΗΠΑ αντί να καταστρέψουν ολοσχερώς την Γερμανία και τα λοιπά ηττημένα ιμπεριαλιστικά κράτη, αντιθέτως, αποφάσισαν να επανοικοδομήσουν τον αστικό και τον βιομηχανικό τους ιστό μέσα από το σχέδιο Μαρσαλ. Δεν τους κατέστρεψαν ούτε τους υποβίβασαν σε αποικίες, αλλά τους προσκάλεσαν σε ένα νέο σύστημα οργάνωσης της ιμπεριαλιστικής ληστείας. Υπερβαίνοντας τη πολιτική του προστατευτισμού αποφάσισαν την σχετική ενοποίηση των οικονομιών τους μέσα από το αμοιβαίο άνοιγμα των αγορών τους στα εμπορεύματα του άλλου. Η Ευρώπη από ένα σύνολο ανταγωνιζόμενων αγορών σταδιακά θα μετατρεπόταν σε μία ενιαία ανταγωνιστική αγορά που θα υπερέβαινε τις αγκυλώσεις του παρελθόντος. Οι Ευρωπαίοι έπαψαν να πολεμούν μεταξύ τους και ενώθηκαν εναντίον των ξένων. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι με το που τελείωσε ο β’ παγκόσμιος, οι Γάλλοι προσπάθησαν να ξαναπάρουν το Βιετνάμ, οι Ολλανδοί την Ινδονησία κα. Το 1945 είναι ένα ιστορικό ορόσημο που εγκαινιάζει την αντικατάσταση της εποχής όπου οι διάφοροι ιμπεριαλισμοί αντιπαλεύουν στρατιωτικά ο ένας τον άλλον. Φυσικά ενδοιμπεριαλιστικές αντιθέσεις υπάρχουν, όμως αυτές δεν ξεπέρασαν ποτέ ένα επιτρεπτό όριο. Η κυρίαρχη αντίθεση οργανώθηκε απέναντι στο δίλημμά Δύση ή Σοβιετική Ένωση.

Η καθ’ αυτό ανάπτυξη της αυτοκρατορίας ξεκινά στα 1945, με το διάστημα του μεσοπολέμου να συνιστά την περίοδο της συγκρότησης των προϋποθέσεων της εμφάνισης της. Ο αγγλοσαξονικός άξονας του Β’ππ αποτέλεσε την αρχική μορφή εμφάνισης της. Έπειτα από το τέλος του πολέμου, οι ΗΠΑ απορρόφησαν την παραπέουσα εγγλέζικη αυτοκρατορία, καθώς και τον γαλλικό, γερμανικό, ιταλικό και γιαπωνέζικο ιμπεριαλισμό, μετασχηματίζοντας τες σε ένα ενιαίο σύστημα υπό την αμερικάνικη ηγεμονία. Οι ευρωπαϊκές μικροαντιπαραθέσεις τους, όπως η Αλσατία-Λωραίνη που άλλοτε ήταν οι βασικοί λόγοι για την στρατιωτική αναμέτρηση, έπρεπε να λήξουν, καθώς ήταν άλλα τα καθήκοντα στην ημερήσια διάταξη του ιμπεριαλισμού. Η Pax Americana ήταν η αιτία για την ευρωπαϊκή ειρήνη.

Με την γέννηση της αυτοκρατορίας, δηλαδή του Ιμπεριαλισμού υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ, φτιάχτηκε ένα σύστημα συλλογικού μοιράσματος των ιμπεριαλιστικών κερδών από τις χώρες που ανήκουν στο σκληρό πυρήνα, τις πρωτοκοσμικές. Η αυτοκρατορία σχεδιάστηκε και οικοδομήθηκε συνειδητά ως ένα νέο σύστημα διευθετημένων σχέσεων στη βάση των αντίστοιχων στρατιωτικών, οικονομικών, πολιτικών και πολιτιστικών δομών που θα εξασφάλιζαν την επιβίωση των εκμεταλλευτικών κοινωνιών. 

Έτσι στον μεταπολεμικό κόσμο, δεν μάχονται, όπως παλιά οι διαφορετικοί ιμπεριαλισμοί μεταξύ τους για συγκεκριμένες αποικίες. Όπως επίσης δεν μάχεται ο ιμπεριαλισμός ακριβώς για τους αγωγούς, τα επιμέρους οικονομικά συμφέροντα στην τάδε χώρα. Οι νέοι πόλεμοι, από την Κορέα, το Βιετνάμ μέχρι την Χιλή έγιναν προς υπεράσπιση του νέου δόγματος για τον κόσμο, στο όνομα του ελεύθερου κόσμου, ο οποίος δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ο ιμπεριαλισμός.

Μπροστά στις νέες επαναστάσεις και τα αντιιμπεριαλιστικά κινήματα, τα οποία μάλιστα γινόντουσαν και με αριστερό πρόσημο πολλές φορές, η δυτική αριστερά πάλι όμως σήκωνε το δάχτυλο. Όπως το μπολσεβίκικο πραξικόπημα τους βρωμούσε, επειδή δεν έγινε κατά τας γραφάς, έτσι και το ξήλωμα του ιμπεριαλιστικού πουλόβερ δεν τους άρεσε, επειδή δεν έγινε με «δημοκρατικό-λαϊκό-από τα κάτω χαρακτήρα» ή επειδή δεν ξεκίνησε ως γενική απεργία διαρκείας. Το μόνο πολιτικό κριτήριο που έβλεπαν μπροστά τους ήταν ένας δυτικά νοούμενος αυταρχισμός και για αυτό καταδίκαζαν την ΕΣΣΔ για την «άνοιξη της Πράγας» ή έβρισκαν κάποιες «αντι-σταλινικές» εξεγέρσεις στο πρόσωπο τέως συνεργατών των Ναζίδων στην Ανατολική Ευρώπη. Δεν ήταν επίσης καθόλου τυχαίο το ότι αυτά τα δυτικά πραξικοπήματα προσπάθησαν να νομιμοποιηθούν στη γενική συνείδηση στο όνομα ενός παλαιού «καθαρού» συμβουλιακού κομμουνισμού. Όπως δεν ήταν καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι η CIA χρηματοδότησε κινήματα που μιλούσαν στο όνομα της αναρχίας για να τα στρέψει ενάντια στην ΕΣΣΔ. Όλοι αυτοί έλεγαν ότι τα κομμουνιστικά καθεστώτα «είχαν ξεφύγει από την πορεία τους, είχαν εκφυλιστεί», καθώς δεν εξέφραζαν πλέον τον αδιαμεσολάβητο λαό. Δεν έλειψαν πολλοί αριστεροί του ιμπεριαλισμού, να αξιοποιήσουν ακόμα και την λενινιστική θεωρία εναντίον της ΕΣΣΔ, ισχυριζόμενοι ότι η τελευταία είναι πλέον «μία μεγάλη δύναμη» και ότι ασκεί ιμπεριαλιστική πολιτική. Για άλλη μια φορά το παρελθόν μας χρησιμοποιήθηκε εναντίον του παρόντος μας.

Αυτές οι υποχθόνιες κριτικές από τους φιλο-ιμπεριαλιστές διανοούμενους, όπως ο Καστοριάδης, ο Σαχτμαν, της μαογενούς θεωρίας των τριών στρατοπέδων, δεν είχαν ποτέ κανένα σκοπό οικοδόμησης μίας πραγματικής σοσιαλιστικής κοινωνίας με βάση την υπάρχουσα πραγματικότητα, παρά μόνο την αποδυνάμωση της ισχύος του σφυροδρέπανου και του αντιιμπεριαλισμού απέναντι στον ιμπεριαλισμό.

Με την πτώση όμως της ΕΣΣΔ δεν είδαμε καμία ποσοτική μείωση των παγκόσμιων ανταγωνισμών. Η υποχώρηση της ΕΣΣΔ υπήρξε αντιθέτως το εναρκτήριο λάκτισμα για τον πολλαπλασιασμό των στρατιωτικών επεμβάσεων. Ακόμα σημαντικότερα, η υποχώρηση της ΕΣΣΔ δεν οδήγησε σε καμία αναθέρμανση των αντιθέσεων μεταξύ των (κλασσικών) ιμπεριαλιστών. Όσοι ισχυρίζονται ότι ο ιμπεριαλισμός δεν είναι ένα ενιαίο σύστημα, αλλά άθροισμα επιμέρους ιμπεριαλιστών, πως εξηγούν την απουσία ενδο-ιμπεριαλιστικών πολέμων τουλάχιστον από την μεριά των κλασσικών ιμπεριαλιστών; Όταν άρχισε να εκλείπει η εξωτερική πίεση, δεν θα έπρεπε οι εσωτερικές αντιθέσεις να αναπτυχθούν; Η ενότητα της Δύσης ήταν πολύ πιο βαθιά και εξυπηρετούσε τα συλλογικά συμφέροντα του ιμπεριαλισμού ως σύστημα. Και φυσικά με αυτό δεν εννοούμε τίποτα από τις μπαρούφες του Κάουτσκι περί υπερ-ιμπεριαλισμού. Αυτό που ονομάστηκε ως «παγκοσμιοποίηση» αποτέλεσε το πρότζεκτ επανεκαθίδρυσης του ιμπεριαλισμού σε ολόκληρη την υφήλιο. Χωρίς εμφανή ανταγωνισμό, ο ιμπεριαλισμός πήρε πίσω το χαμένο του πρεστίζ εκφράζοντας την πλήρη του στρατιωτική, πολιτική και οικονομική δύναμη σε ολόκληρη την υφήλιο. Αλλά αυτό δεν έγινε με όρους επιστροφής στον ιμπεριαλισμό του α’ ππ.

Μάλιστα τα επιχειρήματα που χρησιμοποίησε και χρησιμοποιεί ο ιμπεριαλισμός για να νομιμοποιήσει την παγκόσμια καταστροφή -πέραν από τα γνωστά περί εξαγωγής δημοκρατίας/ανθρωπίνων δικαιωμάτων (ο αριστερός του 19ου αιώνα)- άρχισε να κατηγορεί όλους τους άλλους ότι είναι ιμπεριαλιστές! Το Ιράν, η Συρία, η Ρωσία και η Κίνα παρουσιάζονται σαν μικρομέγαλοι περιφερειακοί ιμπεριαλιστές. Ο αριστερός που έμεινε στον κόσμο μέχρι και το 17’ είναι ευεπίφορος να πειστεί σε αυτή την προπαγάνδα, ακόμα και αν έχει διαβάσει Λένιν. Γιατί; Επειδή ο Λένιν περιέγραφε έναν άλλο κόσμο τότε. Η συγκεκριμένη γραμμή (που ήταν σωστή πριν 100 χρόνια, πλέον είναι αντεπαναστατική, διότι δεν συμβάλλει στην αποδόμηση των ψεμάτων του ιμπεριαλισμού. Ούτε αντιπροσωπεύει κάποιον λενινισμό το ξεπατίκωμα μίας παλιότερης γραμμής μας και το βολικό στρογγύλεμα της στο σήμερα. Το copy-paste αυτών των αριστερών, όχι απλά δεν έχει καμία σχέση με τον λενινισμό, αλλά αντιπροσωπεύει τη πλήρη διανοητική χρεοκοπία και τον δογματισμό αυτής της αριστεράς που μιλάει παρεμπιπτόντως και στο όνομα της διαλεκτικής. Η εμμονή στα σχήματα του παρελθόντος τους καθιστά έτσι ευεπίφορους στο να «χακαριστούν» από τον ιμπεριαλισμό και έτσι να γίνουν αριστεροί του παπαγάλοι, σύγχρονοι μενσεβίκοι.

Η λύση δεν βρίσκεται στην αναζήτηση ενός καθαρού παρελθόντος. Αυτό το μόνο που μπορεί να οδηγήσει είναι στην αναπαραγωγή των αρρωστιών της αριστεράς, με σημαντικότερες τον οικονομισμό, τον κοινοτισμό-προυντονισμό, δηλαδή τις αφετηριακές και σπασμωδικές φάσεις της αριστεράς. Καμία επανάσταση δεν θα έρθει αν αρχίζουμε να οικοδομούμε κάποιο σοσιαλισμό και αλληλεγγύη μεταξύ μας ή ως άθροισμα επιμέρους οικονομικών αγώνων για το μεροκάματο (τρειντ-γιουνισμός). Η σύλληψη του κόσμου σήμερα ως ένα άθροισμα αναρίθμητων ενδο-ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων αποτελεί εμπόδιο στην προώθηση της επανάστασης και όχι πυροκροτητή της. Οι προηγούμενες γραμμές «μας», της αριστεράς χρησιμοποιούνται σε κάποια φάση εναντίον μας. Καθώς η ταξική πάλη αλλάζει χαρακτήρα, η παραμονή στο παρελθόν σε καθιστά όχι επαναστάτη, αλλά ιστορικό κειμήλιο, παρέα με το άροτρο, τους βασιλιάδες και τους δούλους.

Α’ Μέρος – Πολιτική Οικονομία της Αυτοκρατορίας

Βασικά γνωρίσματα της σύγχρονης ιμπεριαλιστικής ληστείας

Αν χρησιμοποιήσουμε τον πιο απλό ορισμό για το τι είναι ιμπεριαλισμός, θα λέγαμε ότι είναι ο έλεγχος -δηλαδή ένας διακριτός όγκος- της παγκόσμιας παραγόμενης υπεραξίας. Με ποια κριτήρια μπορούμε να αποφανθούμε αυτό το συμπέρασμα; Αν εξετάσουμε το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εθνικό προϊόν σε όλο τον κόσμο, θα μας βοηθήσει αυτό να βρούμε μία αφετηρία;

Επεξήγηση: Κατά κεφαλήν εισόδημα ανά χώρα το 2018
Επεξήγηση: Οι χώρες του ΟΑΣΑ

Όπως βλέπουμε στους χάρτες, τα πράσινα κομμάτια του παραπάνω χάρτη τείνει να συμπέφτουν με τις χώρες του σκληρού πυρήνα του ΟΑΣΑ. Από που κερδίζουν αυτές οι χώρες αυτά τα υψηλά εισοδήματα;

Συνεχίζοντας τον παραπάνω απλοϊκό ορισμό για το τι είναι ιμπεριαλισμός, -ο έλεγχος της παγκόσμιας παραγόμενης υπεραξίας-, πρέπει κάποιος να έχει επενδύσει ή εξαγοράσει ή φτιάξει την επιχείρηση εκείνη, στα πλαίσια της οποίας γίνεται η εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης. Ποιος ελέγχει λοιπόν στο σήμερα τις παγκόσμιες επενδύσεις;

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΑΣΑ, οι παγκόσμια επενδυμένες μετοχές μέσω των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων για το 2021 είναι περίπου 41 τρις δολάρια[i]. Από αυτό το επενδυμένο κεφάλαιο, τα 32,1 τρις έχουν επενδυθεί από χώρες του ΟΑΣΑ. Δηλαδή το 76% των παγκόσμιων επενδύσεων έχουν γίνει από κεφάλαια του ΟΑΣΑ. Για το 2021, οι παγκόσμιες Άμεσες Ξένες Επενδύσεις ήταν 1,8 τρις δολάρια, με τα 1,3 τρις να πραγματοποιούνται από χώρες του ΟΑΣΑ. Εξ ’αυτών των 1,8 τρις, οι χώρες του ΟΑΣΑ επένδυσαν 800 δολάρια πίσω σε χώρες του ΟΑΣΑ, και 500 δις εκτός του ΟΑΣΑ. Τα υπόλοιπα 500 δις έγιναν από χώρες εκτός του ΟΑΣΑ. Δηλαδή για το 2021 οι χώρες του ΟΑΣΑ ήλεγχαν περίπου το 70% των παγκόσμιων επενδύσεων και ο υπόλοιπος κόσμος (περίπου όλη η Ασία, η Αφρική η Λατινική Αμερική) περίπου το υπόλοιπο 30%. Αν αποκλείσουμε και χώρες όπως η Κίνα που για το 2021 επένδυσε 128 δις (6,9%) και τη Ρωσία που επένδυσε 68 δις, (3,6%) καταλαβαίνουμε ότι ο υπόλοιπος κόσμος συνολικά επένδυσε προς τα έξω 306 δις, δηλαδή περίπου όσο το ΑΕΠ της Φιλανδίας

Η ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση όμως δεν βασίζεται μόνο στην άμεση εξαγωγή υπεραξίας (net primary income) μέσα από τις επενδυτικές αποικίες που έχει σε όλο το μήκος της παγκόσμιας παραγωγικής αλυσίδας. Η εκμετάλλευση πραγματώνεται κυρίως στο επίπεδο της παραγωγής εμπορευμάτων και προϊόντων. Ο ιμπεριαλισμός λαμβάνει και υπεραξία, όταν μπορεί να ανταλλάσσει ένα προϊόν το οποίο συμπυκνώνει λιγότερη αποκρυσταλλωμένη εργασία συγκριτικά με ένα προιόν που έχει συμπυκνώσει περισσότερη αποκρυσταλλωμένη εργασία[ii]. Αν μία χώρα λαμβάνει περισσότερη αποκρυσταλλωμένη σε αγαθά υπεραξία συγκριτικά με αυτή που δίνει, τότε και αυτή είναι μία μορφή εκμετάλλευσης. Αν το ίδιο αμάξι παράγεται στη Κίνα και την Αμερική, και στην πρώτη περίπτωση κάνει 2,000 Δολάρια και στη δεύτερη 10,000 δολάρια και η Κίνα είναι αναγκασμένη να αγοράζει το αμερικάνικο αμάξι, τότε υποχρεούται για κάθε αμερικάνικο αμάξι που παίρνει να επιστρέφει πίσω πέντε κινέζικα αμάξια. Η Κίνα αποδίδει έτσι πενταπλάσια αξία στην Αμερική.  

Αυτή τη στιγμή, οι αναπτυσσόμενες χώρες εξάγουν εμπορεύματα προς τις χώρες του ΟΑΣΑ, τα οποία ενσωματώνουν συγκριτικά περισσότερη εργασία σε σχέση με την εργασία που είναι ενσωματωμένη στα εμπορεύματα που εξάγονται από τις αναπτυσσόμενες καπιταλιστικές χώρες. Είναι το τίμημα που πληρώνουν για την συμμετοχή σε μία παγκόσμια οικονομία και ανεφοδιαστικές, τεχνολογικές και παραγωγικές αλυσίδες που ελέγχονται από τον ιμπεριαλισμό. Σύμφωνα με την έρευνα του Minq Li αυτή τη στιγμή κάθε μονάδα εργασίας που παράγεται στις ΗΠΑ ανταλλάσσεται με τέσσερις από το εξωτερικό. Στα 1990 για κάθε μία μονάδα από τις ΗΠΑ, ανταλλασσόταν με 20 μονάδες εργασίας στην Κίνα[iii]. Τη περίοδο 2015-2017, μία μονάδα εργασίας στις ΗΠΑ ανταλλάσσεται με πέντε μονάδες κινεζικής εργασίας, και μία μονάδα εργασίας των υπόλοιπων χωρών υψηλού εισοδήματος ανταλλάσσεται για τέσσερις κινέζικες. Το 2017, σε παγκόσμιο σύνολο 490 εκατομμυρίων παραγόμενων εργατο-ετών, οι ΗΠΑ εξήγαγαν αγαθά αξίας 16 εκατομμυρίων εργατο-ετών (worker-years) και εισήγαγαν αγαθά αξίας 80 εκ. εργατο-ετών. Αντιστοίχως οι χώρες που δεν ανήκουν στο σκληρό πυρήνα του ΟΑΣΑ όλες (και η Κίνα) αντιμετώπισαν τεράστιες απώλειες αξίας.

Το σύστημα του δολαρίου, που εγκαθιδρύθηκε με την συμφωνία του Bretton Woods εξανάγκασε τον υπόλοιπο κόσμο να υιοθετήσει ως γενικό ισοδύναμο το δολάριο έναντι του χρυσού. Το δολάριο είναι το νόμισμα για τις διεθνείς συναλλαγές, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι όλες οι χώρες του κόσμου είναι αναγκασμένες να διατηρούν υψηλές ποσότητες δολαρίων για τις διεθνείς τους συναλλαγές, αλλά και για την στήριξη των νομισμάτων τους. Η διατήρηση τεραστίων ποσών του αμερικανικού χρέους δεν είναι τρόπος εξάρτησης της αμερικανικής κυβέρνησης από τους πιστωτές της. Είναι το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή ένα σύστημα που όλος ο κόσμος δίνει δωρεάν χρήματα στο ταμείο των ΗΠΑ ως όρο για να μπορεί να υπάρχει στις διεθνείς συναλλαγές. Δίχως δολάρια δεν μπορεί καν να εισέρχεται στις διεθνείς συναλλαγές.

Τέλος, όπως δείχνει η ανάλυση του Michael Hudson[iv], οι ΗΠΑ εξαναγκάζουν τις χώρες-δορυφόρους της Αυτοκρατορίας να επανεπενδύουν τα δολάρια που απέκτησαν από τα έξοδα των στρατιωτικών βάσεων των ΗΠΑ παγκοσμίως σε ομόλογα της Ομοσπονδιακής της τράπεζας. Πρόκειται για «τσάμπα φαί» που πληρώνει ο υπόλοιπος κόσμος στις ΗΠΑ, και βάσει αυτού είναι σε θέση να συντηρεί αυτό το υπερμεγέθες στρατιωτικό απόστημα που ταλαιπωρεί την υφήλιο εδώ και μισό αιώνα και κάτι.

Επίσης, ο ΟΑΣΑ, το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου και το σύστημα Swift δεν είναι υπερεθνικοί, αλλά αυτοκρατορικοί μηχανισμοί. Αυτοί οι μηχανισμοί δεν εκφράζουν τάσεις υπέρβασης των εθνών, αλλά εξασφάλισης της Δυτικής ηγεμονίας.  Ο καθένας έχει την ιδιαίτερη σημασία του, αντικείμενο το οποίο ξεφεύγει από τα όρια της παρούσας ανάλυσης, από την εξασφάλιση μορφών έκτακτης χρηματοδότησης, της ηγεμονίας στις ευρεσιτεχνίες, του συντονισμού και την αναδιάρθωση των επιμέρους οικονομιών και των κλάδων τους.

Ο νεοφιλελευθερισμός ως η οικονομική πολιτική της αυτοκρατορίας

Η συνήθης κριτική  πρόσληψη του νεοφιλελευθερισμού έχει ως αφετηρία της την πετρελαϊκής κρίσης του 73’, έπειτα από την οποία το μέσο ποσοστό κέρδους στη Δύση άρχισε να πέφτει. Επομένως η ιδιωτικοποίηση των κρατικών επιχειρήσεων και των ΔΕΚΟ, από κοινού με την επίθεση στα εργατικά δικαιώματα εξηγείται ως το αποτέλεσμα μίας οικονομικής κρίσης. Άρα η αφετηρία όλων των νεοφιλελεύθερων πολιτικών ανάγεται στο φετιχισμό του κέρδους, την άκρατη ανάγκη του κεφαλαίου για εύρεση νέων πηγών κερδοφορίας.

Αυτή η θεωρία παρότι εκκινείται από ορισμένες ορθές διαπιστώσεις, καταλήγει να βλέπει πολύ περιορισμένα την πολιτική εποχή στην οποία ζούμε, και ιδιαίτερα τα πολιτικά της συμπεράσματα φλερτάρουν ανοιχτά με την σοσιαλδημοκρατία. Αρχικά της λείπει η ιστορικότητα αρπάζοντας μία γενικώς ειπείν ορθή διαπίστωση (για τη πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους) και ανάγοντας την σε ένα απόλυτο εξηγητικό καθεστώς. Είτε ζούμε στον 18ο είτε στον 21ο αιώνα στην ουσία πρόκειται για το ίδιο μοντέλο εμπορευματικού καπιταλισμού. Ο οικονομισμός αυτού του είδους αδυνατεί να εξηγήσει συγκεκριμένα το γιατί βρισκόμαστε ιδιαίτερα τώρα σε αυτή τη διαδικασία ξεπουλήματος δημόσιων υπηρεσιών. Αντιλαμβάνεται έναν παγκόσμιο καπιταλισμό ουσιαστικά α-συνείδητο, α-πολίτικο. Πρόκειται περίπου για την ίδια απόπειρα επιστροφής σε μία παρελθοντική, καθαρή, αμόλυντη πολιτική οικονομία. 

Ο νεοφιλελευθερισμός δεν υπάρχει ως μία αφηρημένη οικονομική λογική, έξω από τους ταξικούς συσχετισμούς δύναμης. Αντιθέτως, ο νεοφιλελευθερισμός είναι η οικονομική πολιτική της αυτοκρατορίας, δηλαδή το πρότυπο οργάνωσης των οικονομικών σχέσεων εντός και εκτός της επικράτειας. Ο νεοφιλελευθερισμός ξεκινά όταν η ΕΣΣΔ αρχίζει και παραπαίει και ανδρώνεται όταν η Δύση καθίσταται ο μοναδικός ηγέτης της υφηλίου. Το χτύπημα των εργατικών δικαιωμάτων και το ξήλωμα του «κράτους πρόνοιας» δεν ήταν έκφραση των οικονομικών κρίσεων, αλλά του γεγονότος ότι η ταξική συναίνεση δεν χρειαζόταν να αντλείται πλέον με παροχές και υποχωρήσεις. Η σοσιαλδημοκρατία έπαιξε τον ρόλο της για όσο καιρό υπήρχε κίνδυνος σπέρνοντας αυταπάτες για ότι θα καταφέρει να μετατρέψει το αστικό κράτος σε εργαλείο άσκησης φιλολαϊκής πολιτικής. Με την πτώση της ΕΣΣΔ, δεν χρειαζόταν πλέον η συντήρηση ισχυρών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων.  Όμως παρά την ήττα της, άφησε την σκουριασμένη ιδεολογία της στην αριστερά. Ακόμα και τώρα όλες οι αποχρώσεις του ρεφορμισμού θεωρούν ότι ο αγώνας ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό είναι ένας αγώνας υπεράσπισης τους «καλού» κράτους έναντι των «κακών» επιχειρήσεων, τασσόμενοι εμμέσως πλην σαφώς με το πρώτο. Η κήρυξη κάποιων ταξικών υποχωρήσεων, όπως η τιμαριθμική προσαρμογή ή η εξασφάλιση του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα της εκπαίδευσης και της υγείας δεν σημαίνουν ότι το αστικό κράτος σταδιακά «σοσιαλιστικοποιείται». Αυτές οι πολιτικές ή ακόμα και η εκλογή κομμάτων που είχαν στο πρόγραμμα τους τον σοσιαλισμό αποσκοπούσαν στην αδρανοποίηση του κομμουνιστικού κινήματος. Στην πραγματικότητα όλο το κράτος, και όχι μόνο ο εμφανής κατασταλτικός (στρατός και αστυνομία) είναι ένας μηχανισμός διαιώνισης της ταξικής ηγεμονίας και σταθερότητας. Η μόρφωση και η υγεία είναι μάλλον και πιο αποτελεσματικοί τομείς άντλησης της ταξικής συναίνεσης.

Στον βαθμό λοιπόν στον οποίο ο εσωτερικός και ο εξωτερικός εχθρός ηττήθηκε, διαμορφώθηκαν και νέες δυνατότητες χτυπήματος της εργατικής τάξης και ιδιωτικοποίησης πλευρών της παραγωγικής αλυσίδας. Όμως αντίθετο με τη παραδοσιακή σύλληψη, ο νεοφιλελευθερισμός δεν εφαρμόστηκε προς όφελος απλώς μίας ντόπιας ελίτ σε κάθε επιμέρους «κοινωνικό σχηματισμό», αλλά ήταν ένα πρότζεκτ επενδυτικού ανοίγματος προς όλα τα κεφάλαια της Αυτοκρατορίας. Αυτό το άνοιγμα των οικονομιών και των αγορών της Δύσης δεν αφορά με τον ίδιο τρόπο τους καπιταλιστές και τα κράτη που βρίσκονται εκτός του ιμπεριαλισμού. Στις ΗΠΑ ποτέ δεν πέρασαν κομβικές επιχειρήσεις ή κρατικές λειτουργίες σε χέρια καπιταλιστών που εναντιώνονταν στον αυτοκρατορικό κανόνα. Ποτέ δεν παρουσιάστηκε η πρόταση να περάσει η JP Morgan ή πλειοψηφικά μετοχικά πακέτα της Microsoft, της Google ή της Apple σε καπιταλιστές που φλέρταραν με στρατηγικές που ήταν ενάντια στην γενικότερη στρατηγική των ΗΠΑ και της αυτοκρατορίας. Και αυτό το είδαμε πολύ ξεκάθαρα, με τις κρατικοποιήσεις των περιουσιών των Ρώσων καπιταλιστών έπειτα από την έναρξη της ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης. Το κεφάλαιο είναι καλοδεχούμενο στο βαθμό στον οποίο ακολουθεί τους κανόνες του παιχνιδιού. Ο Σαββίδης, αν θελήσει να ενταχθεί στις παραπάνω επενδυτικές δομές κατ’ουσίαν παύει να συγκροτείται ως ρώσικο κεφάλαιο ή βρίσκεται διαρκώς υπό κίνδυνο απαλλοτρίωσης της περιουσίας του, όπως ο Αμπράμοβιτς. Υπό αυτή την έννοια το αυτοκρατορικό κεφάλαιο, είναι περισσότερο αυτοκρατορικό, παρά κεφάλαιο, δηλαδή οι όροι με τους οποίους μπορεί να κινείται και να πραγματώνει υπεραξία καθορίζεται από το πολιτικό εποικοδόμημα, δηλαδή τις δομές της αυτοκρατορίας. Η Lockheed Martin και η Amazon δεν είναι κάτι άλλο πέραν από προέκταση της FED, του Πενταγώνου και της CIA.

Το παραπάνω μοντέλο δημιουργεί αρκετές στρεβλώσεις εντός και εκτός της επικράτειας του. Η ιδιωτικοποίηση κεντρικών κλάδων της παραγωγικής αλυσίδας (ρεύμα, νερό, μεταφορές, επικοινωνία) δημιουργεί μία οικονομία υψηλών τιμών, και που το τελικό προϊόν είναι κατά βάση ακριβό. Τα φαινόμενα αισχροκέρδειας και υπερτιμολόγησης γίνονται ο κανόνας, με αποτέλεσμα την αύξηση του γενικού κόστους παραγωγής και την αύξηση της τιμής των καταναλωτικών αγαθών. Η πραγματική οικονομία αντιμετωπίζεται μέσω της χρηματοπιστωτικής της αντανάκλασης. Η γιγάντωση της μετοχικής της αξίας καλλιεργεί ελπίδες μίας μόνιμης οικονομικής ευφορίας. Όπως όμως έδειξε και η κρίση του 08’, ένα τέτοιο μοντέλο κινδύνευει πάντοτε από την πιθανότητα ενός απότομου ξεφουσκώματος. Αυτό το μοντέλο επιτρέπει και την ανταλλαγή ενός αμερικάνικου αμαξιού με πέντε κινέζικα, που αποκρυσταλλώνουν την ίδια ποσότητα εργασίας υπό όρους της ίδιας τεχνικής, δηλαδή η συντήρηση μίας ακριβής οικονομίας εξασφαλίζει βραχυπρόθεσμα την εμπορική καταλήστευση του κόσμου από τον παγκόσμιο Βορρά. Μακροπρόθεσμα όμως δημιουργεί συνθήκες απώλειας της εμπορικής ανταγωνιστικότητας, ιδίως όταν η τεχνολογική ψαλίδα μικραίνει.

Οι παρασιτικές και όχι οι παραγωγικές τάσεις του καπιταλισμού ασκούν την άγουσα επιρροή εντός της αυτοκρατορίας. Αυτός ο παρασιτισμός είναι η βάση και των συμπτωμάτων χρηματιστικής παράκρουσης, που οδηγεί τα κράτη της αυτοκρατορίας σε περιόδους κρίσης να στηρίζουν πρώτα τις τράπεζες και τους επενδυτές-παράσιτα, με τη χορήγηση τρισεκατομμυρίων ως εγγυήσεις, τα οποία αξιοποιούνται στη συνέχεια για παράγωγα και άλλα οικονομικά στοιχήματα. Αυτός ο παρασιτισμός έχει οδηγήσει το παγκόσμιο χρέος να είναι περίπου αντίστοιχο του παγκοσμίου ΑΕΠ, παράγοντας μία αιώνια ζωή αποπληρωμής χρεών και χρεοκοπιών. Αντίστοιχη πορεία έχουν και τα ιδιωτικά και τα δημόσια χρέη σε αρκετές χώρες της αυτοκρατορίας. Οι πιο οξείς πλευρές των οικονομικών κρίσεων δεν απαλύνονται με χρήση ορισμένων κευνσιανών τεχνικών, καθώς το μόνο κριτήριο είναι η διάσωση των δυτικών τραπεζών με πακέτα στήριξης δισεκατομμυρίων κόντρα στην πραγματική οικονομία.

Οι χώρες έξω από τον σκληρό πυρήνα της αυτοκρατορίας, που πορεύονται στο πολιτικό μονοπάτι της αυτοκρατορίας αντιμετώπισαν μία βίαιη προσαρμογή όλης της οικονομίας, ώστε να εξυπηρετεί τις οικονομικές ανάγκες της. Ιδιαίτερα οι χώρες που προσχώρησαν με την βία στο στρατόπεδο του ιμπεριαλισμού (πχ Χιλή), είδαν όλες τους τις επιχειρήσεις και τους φυσικούς πόρους  να ξεπουλιούνται σε κοινά ή αυτόνομα επενδυτικά πακέτα των χωρών του σκληρού πυρήνα. Αυτά τα κράτη έγιναν εργαστήρια υπερεκμετάλλευσης της ντόπιας υπεραξίας και οι παραγωγικές τους υποδομές υπέστησαν σημαντική στρέβλωση. Η οργάνωση δε, της ντόπιας οικονομίας έπειτα από την εγκατάσταση των «επενδυτών» σχεδόν ποτέ δεν εξασφαλίζει τις τοπικές ανάγκες του πληθυσμού. Σε αυτό το πλαίσιο είδαμε για παράδειγμα πολλές χώρες της Κεντρικής και της Λατινικής Αμερικής να χάνουν την διατροφική τους επάρκεια, καθώς έγιναν γιγάντια λατιφούντια μονοκαλλιέργειας για την εξαγωγή των εξωτικών τους φρούτων προς τις χώρες του ΟΑΣΑ φυσικά σε εξευτελιστικές τιμές. Στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας οι χώρες αυτές διαστρέβλωσαν την παραγωγική τους αλυσίδα, απώλεσαν την οικονομική τους αυτάρκεια, και προσάρμοσαν την οικονομία τους στα κελεύσματα του ιμπεριαλισμού. Στα νεοφιλελεύθερα οικονομικά αυτή η διεργασία ονομάστηκε «συγκριτικό πλεονέκτημα», επειδή δήθεν έτσι μπορούσαν να καρποφορήσουν εκεί που μπορούσαν[v].

Η σχέση ανάμεσα στον Ιμπεριαλισμό και τον υπόλοιπο κόσμο αντανακλά και έναν παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας. Τεχνολογικά μιλώντας ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός αποπειράται να διατηρεί το μονοπώλιο στις τεχνολογίες αιχμής, ενώ ο υπόλοιπος κόσμος προορίζεται να έχει ένα ρόλο άντλησης και παραγωγής πρώτων υλών και ορισμένη μεταποίηση-συναρμολόγηση. Η ενσωμάτωση της υψηλής τεχνολογίας, εκεί δηλαδή που κατά κανόνα το τελικό προϊόν παίρνει το μεγαλύτερο κομμάτι της αξίας του, μεταφέρεται στη Δύση ή σε δυτικές επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα το μεγαλύτερο ποσοστό της κερδοφορίας να παραμένει στους Δυτικούς.

Δεν είναι όμως όλοι αυτοί οι ληστές ίσοι μεταξύ ίσων. Οι ΗΠΑ διατηρούν βασικά το δικαίωμα του primus nocti, ιδιαίτερα πάνω στις υπόλοιπες χώρες και δη τους τέως αυτόνομους ιμπεριαλισμούς (Αγγλία, Γερμανία, Γαλλία, Ιαπωνία). Ιδιαίτερα πολλές φορές στην ιστορία της αυτοκρατορίας, οι ΗΠΑ επέβαλαν στους συμμάχους τους δυσμενείς όρους, όπως για παράδειγμα την αρχή της μη υποτίμησης του ευρώ, ως μέτρο που εξασφάλιζε το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των ΗΠΑ. Για το αγγλο-αμερικάνικο δάνειο του 1946 τέθηκε ως όρος το ότι η αγγλική βιομηχανία δεν θα είχε πιο ανταγωνιστικές τιμές από την αμερικάνικη, πράγμα το οποίο οδήγησε στην καταστροφή της πρώτης. Αντίστοιχες τέτοιες κινήσεις έγιναν απέναντι στην ιαπωνική βιομηχανία με την συμφωνία του Πλάζα. Η Ελλάδα παρότι θα έπρεπε πρακτικά να έχει χρεοκοπήσει, έχει τις πολιτικές εγγυήσεις ότι πάντοτε θα έχει πρόσβαση στις χρηματαγορές και ούτε θα υποτιμηθεί η χρηματοπιστωτική της αξιοπιστία. Παρότι όμως δεν χρεοκοπεί είναι αναγκασμένη να αποδίδει δισεκατομμύρια στα διεθνή χρηματοπιστωτικά γεράκια. Τα διάφορα δικαιώματα των ΗΠΑ αντισταθμίζονται από το γεγονός ότι η συμμετοχή σε αυτό το σύστημα παρέχει τη δυνατότητα κυκλοφορίας του κεφαλαίου στα διαφορετικά κράτη εντός της αυτοκρατορίας καθώς και επειδή μπορούν φυσικά όλοι μαζί να ισοπεδώνουν την Αφρική, την Ασία και την Λ. Αμερική.

Στη βάση των παραπάνω οι οικονομικές κρίσεις δεν είναι απλώς το αποτέλεσμα της ατελείωτης δίψας του κεφαλαίου για κέρδη ή της πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους. Αποτελούν και ένα τρόπο εκδήλωσης των ιδιαίτερων αντιφάσεων του παραπάνω συστήματος, με σημαντικότερη την διατήρηση ενός κόσμου στον οποίο συνυπάρχουν ταυτόχρονα η ακραία συσσώρευση με την ακραία ληστεία.

Β’ Μέρος – Η πολιτική και πολιτιστική συγκρότηση της Αυτοκρατορίας

Τι είναι ταξική πάλη;

Στο προηγούμενο κεφαλαίο περιεγράφηκε η οικονομική δομή του σύγχρονου ιμπεριαλισμού, ο σκελετός του. Όμως οικονομική κυριαρχία δεν υπάρχει δίχως πολιτική και πολιτιστική κυριαρχία. Η έννοια της αστικής τάξης στην οικονομίστικη αριστερά γίνεται αντιληπτή ως ένα άθροισμα καπιταλιστών οι οποίοι ενοποιούνται ανά κράτος και ανά επιμέρους τομέα παραγωγής. Η αστική πολιτική γίνεται αντιληπτή ως απλή αντανάκλαση του οικονομικού συμφέροντος, της κερδοφορίας ως η φυσική ροή των πραγμάτων στη πρωτόλεια μορφή του ανταγωνισμού αφεντικό-εργάτης. Έτσι η αστική πολιτική θεωρείται επί της ουσίας πλήρως εξαρτημένη από την απόφαση των επιμέρους καπιταλιστών, δίχως να ενοποιούνται οι τελευταίοι στη βάση μίας στρατηγικής και ενός οράματος. Αυτή η θεωρία συνιστά μία παλινδρόμηση στην εποχή της πρωταρχικής εμφάνισης του καπιταλισμού, όταν ακόμα το κεφάλαιο δεν είχε καταστεί σε κυρίαρχη τάξη.

Ο καπιταλισμός δεν συγκροτείται μόνο κάθετα ως διαφορετικές καταναλωτικές τάξεις, αλλά και οριζόντια μέσω των θεματικών μηχανισμών που το διαφυλάσσουν σε κατάσταση αναστάτωσης. Για εμάς, η αστική τάξη δεν είναι μόνο το άθροισμα των καπιταλιστών, αλλά και το σύνολο του εποικοδομήματος χάρις στο οποίο ζει και ανασαίνει το συνολικό σύστημα. Η αφηρημένη αστική τάξη αντανακλά το σύνολο όλων εκείνων των μηχανισμών οι οποίοι αναπαράγουν τον καπιταλισμό, δηλαδή είναι οι ακαδημαϊκοί, μορφωτικοί  και επιστημονικοί μηχανισμοί, οι δικαστικοί, οι στρατιωτικοί και δημόσιοι και ιδιωτικοί αστυνομικοί βραχίονες, το κοινοβούλιο, το εμφανές και το σκιώδες κράτος, τα κόμματα και οι «από τα κάτω» οργανώσεις τα οποία υπηρετούν εθελούσια τα κελεύσματα αυτού του οράματος. Κομμάτι της αστικής τάξης είναι και το κράτος πρόνοιας και το κράτος αμύνης. Κομμάτι της αστικής τάξης μπορεί να είναι και τα συνδικάτα ή οι προλετάριοι οι οποίοι όμως δραστηριοποιούνται πολιτικά εξυπηρετώντας τα σχέδια της αστικής τάξης. Ένα πολιτικό κίνημα, όπως οι μακεδονομάχοι δεν κρίνονται στη βάση της ταξικής τους καταγωγής, αλλά της πολιτικής τους συνείδησης.

Η ταξική πάλη δεν υπάρχει ως ένα γεγονός έξω από την ανθρώπινη θέληση. Όταν ένα υποκείμενο δραστηριοποιείται πολιτικά, υπερβαίνει σχετικά την ταξική του θέση, καθώς στέκεται απέναντι στην κοινωνία ως διαμορφωτής της και όχι ως παθητικός αποδέκτης των συνθηκών της. Όταν παίρνει τα όπλα ή ζυμώνει πολιτικά τον διπλανό του, επιχειρεί να τροποποιήσει το μέλλον της κοινωνίας, και έτσι μιλά στο όνομα του μελλοντικού του ταξικού οράματος. Η αστική πολιτική συνιστά ένα κοινωνικό όραμα, μία πρόταση για την κοινωνία. Υπό αυτή την άποψη η ταξική πάλη πρέπει να ιδωθεί και ως ένα σύνολο προσδοκιών, το τι επιδιώκει κάποιος απέναντι στον εαυτό του και τον περίγυρο του. Ταξική πάλη συνιστά και ο πολιτισμός. Οποιαδήποτε πολιτική κίνηση, και η πιο απολίτικη και ανώριμη σε τελική ανάλυση πάντα εγγράφεται σε έναν ταξικό συσχετισμό, άρα αποτελεί -είτε το καταλαβαίνει είτε όχι- ένα υποκείμενο που παίρνει θέση απέναντι στο πολιτικό σύστημα, δηλαδή την δικτατορία της αστικής τάξης.

Έτσι η αφηρημένη αστική τάξη δεν είναι ένα 3% αλλά το 20% της κοινωνίας. Το κεφάλαιο είναι ένα σύμπλεγμα θεσμών, είναι και οι αυλικοί της, οι οποίοι κάθε φορά εγγυώνται την συνολική συγκρότηση του καπιταλισμού. Όπως έδειξε και η ιστορία της σοσιαλδημοκρατίας, μπορεί και υποκείμενα τα οποία μιλάνε στο όνομα της ανατροπής του καπιταλισμού, να εγγυώνται την ευστάθεια της εκμετάλλευσης. Η αστική τάξη, η αστική πολιτική και ο καπιταλισμός δεν μπορούν να υπάρχουν δίχως το εποικοδόμημα το οποίο φροντίζει και κλαδεύει τα αγκάθια που φυτρώνουν στη κοινωνία. Η αστική πολιτική έχει εποπτική σχέση απέναντι σε ολόκληρη την κοινωνία αλλά και απέναντι στο μέλλον της, επομένως συγκροτείται εκεί που κάθε φορά κρίνεται ο ταξικός αγώνας. Η ταξική πάλη αποτελεί σχέδιο και πρόγνωση των μελλοντικών όρων με τους οποίους θα συνεχιστεί η εκμετάλλευση.

Ήδη από την Γαλλική Επανάσταση η ταξική πάλη συγκροτούταν σε παγκόσμια βάση, καθώς η Ιερά Συμμαχία αποτελούσε τον τελικό εγγυητή κόντρα στην κοινωνική απελευθέρωση. Στο σήμερα η αυτοκρατορία αποτελεί τον σημαντικότερο εγγυητή της παγκόσμιας ευστάθειας του καπιταλισμού, αποτελώντας το υποκείμενο εκείνο που θα κλαδέψει σε παγκόσμια διάσταση τα επικίνδυνα κοινωνικά πειράματα. Από την άλλη δίχως τον ιμπεριαλιστικό εξωσκελετό είναι αμφίβολο το κατά πόσον θα μπορεί να επιβιώσει και ο παρασιτικός οργανισμός ως τέτοιος. Η καταστροφή των μηχανισμών που εγγυώνται τον ιμπεριαλισμό δεν θα σημάνει καμία επιστροφή στον εμπορευματικό καπιταλισμό του ελεύθερου ανταγωνισμού. Στο σήμερα, χωρίς τους μηχανισμούς του ιμπεριαλισμού είτε δεν θα μπορεί να υπάρξει καπιταλισμός είτε θα μιλάμε για μία εντελώς διαφορετική μορφή του.

Η αναβάθμιση του καπιταλισμού σε αυτοκρατορία δεν σημαίνει ότι έχει εξαλείψει η οργάνωση των επιμέρους κρατών σε εθνική βάση. Δεν έχει συμβεί κάποια ομογενοποίηση ή κατάργηση της οργάνωσης των κεφαλαίων σε εθνική βάση. Ούτε το εθνικό ζήτημα έχει αντικατασταθεί από τον ταξικό, όπως θεωρούσε η Λούξενμπουργκ. Ο εθνικισμός, δηλαδή το όραμα των εθνικών αστικών τάξεων εκφρασμένες ως πολιτικό και πολιτιστικό πρόγραμμα αποτελεί ακόμη ένα από τα σπουδαιότερα ζητήματα της ταξικής πάλης. Η σύγχρονη αστική πολιτική στη Δύση μπορεί μεν να εκφράζεται στην εθνική γλώσσα, όμως αποτελεί όλο και περισσότερο αυτοκρατορική στην ουσία της. Αυτό που δίνει όλο και περισσότερο τον τόνο δεν είναι τα επιμέρους εθνικά προγράμματα των καπιταλισμών της δύση, αλλά ο εσωτερικός τους δεσμός, η εσωτερική τους συγκρότηση, η σχέση που διέπει το σύνολο των κρατών του ιμπεριαλισμού. Παρότι δηλαδή διατηρείται η αυτονομία του γερμανισμού, του γαλλισμού και του βρετανισμού, η πολιτική τους γίνεται στην ουσία της όλο και περισσότερο αυτοκρατορισμός, δηλαδή μέριμνα για την γενικότερη σταθερότητα ολόκληρου του οικοδομήματος.

Υπό αυτή την άποψη η ταξική πάλη από την πλευρά της επανάστασης είναι ό,τι συνιστά θανάσιμο κίνδυνο για την συγκρότηση του συστήματος ως όλον. Ταξική πάλη σημαίνει να συγκρούεσαι όχι μόνο με τις παρελθοντικές δομές οργάνωσης του καπιταλισμού, οι οποίες διατηρούνται σε ανηρημένη μορφή, δηλαδή την ατομική επιχείρηση, το κράτος, τον εθνικισμό, αλλά με την καθοριστική πλευρά που εξασφαλίζει την βιωσιμότητα του σήμερα. Δεν μας ενδιαφέρει μία ταξική πάλη των προηγούμενων εποχών, χωρίς να παραιτούμαστε από αυτόν, κάποιου αγώνα σε μοριακό επίπεδο, του συνδικαλιστικού, του φοιτητικού, του εργατικού, της γειτονιάς. Το λενινιστικό κόμμα αποτελούσε ακριβώς μία προσπάθεια οργανωτικής ανασυγκρότησης του κινήματος που να αντιστοιχεί στην ταξική πάλη της εποχής του. Μας ενδιαφέρει πρωτίστως εκείνο το πεδίο που νιώθει το ίδιο το σύστημα ότι κρίνεται η γενικότερη σταθερότητα του, τα μέτωπα στα οποία κρίνεται συνολικά η αναπαραγωγή του κύρους και της ισχύος της αστικής πολιτικής.

Επομένως ταξική πάλη αποτελεί οτιδήποτε κάθε φορά απογυμνώνει το σύστημα, αποκαθηλώνει τους θεσμούς μέσω των οποίων αυτό νομιμοποιείται, καταστρέφει τους δεσμούς εμπιστοσύνης της κοινωνίας προς τα διάφορα προσωπεία της αστικής πολιτικής, κλονίζει τον αυτοκρατορισμό και τις πολιτικές του. Ταξική πάλη μπορεί να υπάρξει μόνο όταν οι ταξικοί αντίπαλοι συνειδητοποιούν τους εαυτούς τους ως νεκροθάφτες του υπάρχοντος συστήματος, όχι ως κάποια θύματα της καταπίεσης ή ως ικέτες ενός κράτους φροντίδας. Μπορεί να υπάρξει μόνο ως μία διαφορετική πρόταση εξουσίας, η οποία να διεκδικείται και ως οργάνωση ενός κομμουνιστικού πραξικοπήματος.

Η πολιτική συγκρότηση της αυτοκρατορίας

Ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός δεν αποτελεί απλώς ένα άθροισμα ad hoc στρατιωτικών και οικονομικών συμφωνιών. Δεν είναι δηλαδή μία «λυκοσυμμαχία», όπου ο κάθε επιμέρους ιμπεριαλιστής συνάπτει ευκαιριακές συμμαχίες. Η συνοχή των επιμέρους κρατών είναι πολύ μεγαλύτερη από το μοντέλο των διακρατικών σχέσεων του ευρωπαϊκού 19ου αιώνα. Ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός είναι μία πολιτική συμφωνία εθνικής συμμετοχής στους θεσμούς του αυτοκρατορικού συμπλέγματος με εγγυητή και ηγεμόνα τις ΗΠΑ.

Στο πολιτικό επίπεδο υπάρχουν πρακτικά αναρίθμητοι «υπερεθνικοί» οργανισμοί, οι οποίοι μεταφράζουν την αυτοκρατορική πολιτική στο πεδίο τους, όπως για παράδειγμα ο ΟΗΕ, οι G7 (τέως G8), το Ευρωπαϊκό συμβούλιο, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, η Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες, η UNESCO, η UEFA, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τουρισμού, το Φόρουμ στο Davos αλλά και η Green Peace και η Διεθνής Αμνηστία. Η κοινή πρόσληψη αυτών των οργανισμών ως ουδέτερων και ανεξάρτητων κατέρρευσε τις πρώτες εβδομάδες της Ρωσικής στρατιωτικής επιχείρησης στην Ουκρανία, όταν η τελευταία εκδιώχθηκε από ένα μεγάλο αριθμό διεθνών οργανώσεων. Όταν αυτοί οι οργανισμοί μιλάνε στο όνομα των κοινών συμφερόντων ανθρωπότητας, στη πραγματικότητα μιλάνε στο όνομα της διατήρησης των συμφερόντων της Δύσης.

Ο σκληρός πυρήνας της αυτοκρατορίας είναι οι χώρες του ΝΑΤΟ, του ΟΑΣΑ και της βασικής δομής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η εδαφική της αντανάκλαση είναι γενικώς οι χώρες της Βορείου Αμερικής, του αρχικού πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Ισραήλ, η Αυστραλία και η Ν. Ζηλανδία, η Ιαπωνία και η Νότιος Κορέα. Κομμάτι ενός πιο ευρύτερου κύκλου είναι μία μία πληθώρα χωρών οι οποίες τηρούν μία φιλο-αυτοκρατορική πολιτική ανάλογα με τον βαθμό συναίνεσης στην στρατιωτική, οικονομική και πολιτική ηγεμονία της αυτοκρατορίας. Προκεχωρημένα φυλάκια της είναι όσες χώρες (πχ Κολομβία, Σαουδική Αραβία), κοινότητες (πχ λευκές αποικίες ιδιοκτητών στην Αφρικής) ή πολιτικά κινήματα (πχ FSA, Ουιγούροι), παγκοσμίως υιοθετούν δια της βίας ή μη, φιλοαυτοκρατορική πολιτική.

Επεξήγηση: Πως ψηφίζει ο κόσμος σε σχέση με το πως ψηφίζει η Κίνα στον ΟΗΕ.

Η πιο τυπική μορφή εμφάνισης της αυτοκρατορίας ως πολιτικός οργανισμός είναι το γεγονός ότι έχουν κοινή πολιτική. Αν εξετάσουμε για παράδειγμα το πως ψηφίζουν οι χώρες του κορμού στις ψηφοφορίες του ΟΗΕ, περίπου τον ίδιο χάρτη με τους προηγούμενους.

Επεξήγηση: Υψηλότερες συσχετίσεις χωρών στις ψηφοφορίες του ΟΗΕ.

Ο αυτοκρατορισμός αντανακλάται και στο επίπεδο του ατομικού προσώπου. Η ιδιότητα του πολίτη ενός κράτους που ανήκει στην αυτοκρατορία αντιπροσωπεύει οφέλη και για τους υποτελείς αυτών των χωρών. Το κοινωνικό συμβόλαιο φυσικά μπορεί να διαφοροποιείται από χώρα σε χώρα, όμως η δυνατότητα εξαγόρασης της κοινωνικής συναίνεσης βασίζεται πάντοτε στην οργανωμένη ιμπεριαλιστική ληστεία. Παρά τις νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις η εργατική τάξη στη δύση συντηρεί ένα σημαντικό επίπεδο διαβίωσης χάρις στην πλανητική ληστεία από την οποία και αυτή επωφελείται. Πέραν όμως των άμεσων προνομίων, οι υποτελείς τάξεις εντός της αυτοκρατορίας έχουν και διαφορετικές προοπτικές. Γενικώς η κατοχή ευρωπαϊκού, ιαπωνικού διαβατηρίου παρέχει τη δυνατότητα κάποιας εναλλακτικής -έστω και μέσω της μετανάστευσης- σε χώρες με υψηλότερο εισόδημα. Με γενικούς όρους η κοινωνική ανέλιξη είναι ευκολότερη για έναν φτωχό νοτιοευρωπαίο αν αποφασίσει ή αναγκαστεί να διαρρήξει τους παραδοσιακούς του κοινωνικούς δεσμούς για δουλέψει στις μητροπόλεις της Δύσης. Μόνο και μόνο να υπάρχει η εναλλακτική της μετανάστευσης σε κάποια πλουσιότερη ευρωπαϊκή χώρα, είναι μία ισχυρή -και ιδιαίτερα υλική- βάση καλλιέργειας μίας αίσθησης ανήκειν στην Δύση, ακόμα και αν αυτή είναι στη πραγματικότητα μια κοινότητα διεθνών ληστών και απατεώνων. Η αίσθηση σεβασμού και πολιτιστικής ανωτερότητας ως εθνότητα που ανήκει στα πρωτοκοσμικά και μορφωμένη έθνη, μεταξύ αυτών συμπεριλαμβανομένου και του Ελληνικού, αποτελεί πάντοτε μία διαφορετικής μορφής διαπραγμάτευση της σχέσης με τους υπόλοιπους ομοίους, καθώς και με τα υπόλοιπα έθνη του πλανήτη.

Υπό αυτή την άποψη μπορούμε να πούμε ότι στο σήμερα ορισμένες εθνικές ιδιότητες (πχ Υεμένη, Ινδονησία, Βραζιλία) αντιπροσωπεύουν πολύ περισσότερο την έννοια της εργατικής τάξης σε σύγκριση με ορισμένους μισθωτούς εργάτες της Δύσης. Αν συλλάβουμε την ταξική πάλη ως ένα παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας και αγαθών, μπορούμε να ορίσουμε την ταξική διαστρωμάτωση και με εθνικούς όρους δηλαδή τα έθνη τα οποία παράγουν τον παγκόσμιο πλούτο και αυτά τα οποία τον νέμονται.

Η πολιτιστική συγκρότηση της αυτοκρατορίας: το δίπολο συντηρητισμού- μεταμοντερνισμού

Συντηρητισμός

Το εγχείρημα της συμπόρευσης μετά το 45’ όλων αυτών των μέχρι πρότινος ορκισμένων εχθρών δεν ήταν ακριβώς εύκολο. Ο αμερικάνικος στρατός δεν αποναζιστικοποίησε την Ευρώπη, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Ελλάδα. Η στρατιωτική βάση του φασιστικού απόπατου και οι συνεργάτες του δεν κυνηγήθηκαν, και διατήρησαν πολλά από τα οικονομικά και πολιτικά τους προνόμια, ενώ τα ανώτερα ναζιστικά στελέχη διέφυγαν προς Λατινική Αμερική. Όλος ο κόπρος του Αυγέα, όλοι οι οργανισμοί της κοινωνικής συντήρησης, τα υπολείμματα της φεουδαρχίας, οι εκκλησιαστικοί μηχανισμοί, τα μεγάλα τζάκια, οι «νόμιμοι ιδιοκτήτες», οι πολιτιστικοί σύλλογοι και τα δίκτυα της ακροδεξιάς διατηρήθηκαν. Στην Ελλάδα ο εμφύλιος πόλεμος και το μετεμφυλιακό κράτος διαφύλαξε τους συνεργάτες των Ναζί και τις οργανώσεις της ακροδεξιάς, πολλοί εκ των οποίων έγιναν εκείνα τα χρόνια και μεγαλοκαπιταλιστές. Η ακροδεξιά μασκαρεύτηκε σε συντηρητική δημοκρατία για να μπορεί να συνυπάρχει με τους νέους συμμάχους στο πλαίσιο μίας αμερικάνικης πρόσληψης της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Έπρεπε να φτιάξουν «δημοκρατικούς» θεσμούς, ως αμορτισέρ για τις διεκδικήσεις του εσωτερικού εχθρού αλλά και ως προκάλυμμά δημοκρατικότητας έναντι της «αυταρχικής» ανατολής.

Στο σήμερα η συντηρητική πτέρυγα των επιμέρους κρατών εμπνέεται από τις εθνικές αφηγήσεις του προ-προηγούμενου αιώνα και προσπαθεί να εξηγήσει τον κόσμο γύρω του στη βάση ενός εξιδανικευμένου παλαιού κόσμου που χάνεται. Πρόκειται για τις δυνάμεις που αναφέρονται στην ιδιοκτησία, την οικογένεια, την πατρίδα, την πατριαρχία, το στρατό και το έθνος ως βασικές αξίες της ζωής. Είναι αυτοί που φλερτάρουν με ανοιχτά φασιστικές, και εθνικιστικές αντιλήψεις, είναι γενικώς υπέρ αυταρχικών και βίαιων μεθόδων ξεκαθαρίσματος πολιτικών και μη λογαριασμών. Είναι αυτή η μερίδα που μιλά ανοιχτά στο όνομα των συμφερόντων μίας εξουσιαστικής κοινωνίας, και δεν φοβάται να αποδώσει σε όποιον δεν είναι μέλος της ελίτ γνωρίσματα πνευματικής, πολιτισμικής, κοινωνικής και ατομικής καθυστέρησης. Ιστορικά συνήθως θεωρούν ότι είναι απόγονοι κάποιου «ένδοξου» παρελθόντος και υιοθετούν την άποψη ότι κατά τους αιώνες υπάρχει εθνική συνέχεια. Η ιδεολογία τους είναι ο ανοιχτός αντικομμουνισμός και εχθρεύονται κάθε τι που αμφισβητεί την δικτατορία της αστικής τάξης. Εκφράζει συνήθως την βαθιά και αμόρφωτη επαρχία.

Παρά τις τρομακτικές εθνικές, ιστορικές, ιδεολογικές διαφορές τους, οι κατά τόπους συντηρητικοί αποδέχτηκαν το αυτοκρατορικό πλαίσιο, στο πλαίσιο όμως των άμεσων εθνικών τους ενδιαφερόντων. Είναι το τίμημα το οποίο πλήρωσαν για την διατήρηση της ιδιαίτερης αναφοράς τους, είτε είναι βασιλικοί, χουντικοί, φασίστες ή φιλελεύθεροι δεξιοί. Όμως αποδεχόμενος το νέο πλαίσιο, πλέον παύει να είναι ακριβώς Ολλανδός ή Γερμανός χριστιανοδημοκράτης, Έλληνας ορθόδοξος, Γάλλος γκωλιστής ή δεξιός φιλελεύθερος σουηδός. Η ατομική του πολιτική ιδιότητα διαμεσολαβείται από τη σχέση του με τους κεντρικούς θεσμούς της αυτοκρατορίας, και για την περίπτωση των παραπάνω παραδειγμάτων, τον Ευρωπαϊσμό. Πρόκειται όμως για έναν συντηρητικό, ο οποίος ενώ μιλάει όλη την ώρα για την σημαία του και την ιδιαίτερη ξεχωριστή του εθνική ταυτότητα, κατ’ουσίαν μιλάει για το ΝΑΤΟ.

Αυτοί οι εθνικισμοί επανανοηματοδούνται στο πλαίσιο των νέων κεντρικών αγώνων. Το πρόβλημα του Γερμανού συντηρητικού δεν είναι -όπως ήταν παλιά- ο Άγγλος ή ο Γάλλος. Δεν ενδιαφέρονται να απελευθερώσουν την Αλσατία-Λωραίνη, ή να τσακωθούν μέχρις εσχάτων για το γερμανικό κομμάτι της Πολωνίας, ή για την Αγγλονορβηγική ΑΟΖ της Βορείου Θάλασσας. Η Pax Americana προσπαθεί να εγγυηθεί την εδαφική ακεραιότητα στο εσωτερικό. Νέες ιδεολογικές ενσωματώσεις όπως η λεγόμενη «ενιαία ιουδαιο-χριστιανική» θρησκεία έρχεται να σβήσει τα παλιά εγκλήματα των ευρωπαίων αλλά και να προσφέρει μία αίσθηση συγγένειας με το προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης στην εχθρική Αραβία. Ενώ στις αρχές του 20ου αιώνα οι νοτιοευρωπαίοι θεωρούνταν «μαύροι» στις ΗΠΑ, τώρα είναι αδιαμφισβήτητη η λευκότητα τους. Η alt-right αυτοπροσδιορίζεται παντού, είτε για την Γερμανία είτε για την Ελλάδα είτε για τις ΗΠΑ ως εκπρόσωπος της λευκής φυλής και μιλά στο όνομα μιας κοινής «πολιτισμένης» Δύσης, οικοδομώντας και τα αντίστοιχα βολικά ιστορικά αφηγήματα.

Οι επιμέρους εθνικισμοί, κρατάνε τα παλιά λάβαρα και τις σημαίες τους, όμως αναζωογονουνται στο πλαίσιο των αυτοκρατορικών πρότζεκτ. Ο φόβος για την εθνική αλλοίωση δεν καλλιεργήθηκε τυχαία έναντι των μουσουλμάνων. Ο στόχος της ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης και της κατάληψης της Μέσης ανατολής έπρεπε να νομιμοποιηθεί μέσα από τις εκστρατείες κατασυκοφάντησης  τους ως απειλή. Παρατηρούμε λοιπόν παράλληλες διαδικασίες ρήξης και ενσωμάτωσης στις πολιτικές κουλτούρες των εθνών που εντάσσονται στην αυτοκρατορία. Διατηρούν την εθνική τους ταυτότητα, αλλά σέβονται την Pax Americana. Εμπνέονται από παλιές ιδέες για κάποια αλύτρωτες πατρίδες αλλά δεν τολμούν φυσικά να σπάσουν την ειρήνη, που εν πάση περιπτώσει εγγυάται ο αμερικάνικος στρατός.

Μεταμοντερνισμός

Παρότι το συλλογικό παρελθόν της Δύσης ήταν γεμάτο ρατσιστικές προκαταλήψεις, οι συνθήκες έπειτα από τον β’ππ τους ανάγκασαν όχι απλώς να συνυπάρχουν με τους τέως εχθρούς τους, αλλά και με τους Σοβιετικούς, οι οποίοι σπάζοντας τα δόντια του ναζιστικού τέρατος επιτέθηκαν γενικότερα στην λευκή ανωτερότητα. Η Σοβιετική Ένωση δεν μπορούσε πλέον να υποτιμάται ως μογγόλοι, σλάβοι και γενικώς «untermenschen», διότι η τελευταία μπορούσε πλέον να εγγυηθεί την ασφάλεια των λαών της. Ο μη αποικιακός κόσμος είχε μία συλλογική ταυτότητα, η οποία δεν μπορούσε πλέον να είναι αντικείμενο κάθε είδους υποτίμησης, όπως παλιά. Αναγκάστηκε όμως να τον κρύψει και κυρίως να τον καμουφλάρει ως «ενδιαφέρον για τα ανθρώπινα δικαιώματα». Η ανάγκη της δύσης να παρεμβαίνει στρατιωτικά στις υποθέσεις του κόσμου μεταμφιέστηκε σε ενδιαφέρον για τα ανθρώπινα δικαιώματα αυτών των λαών.

Μέχρι και την πτώση της ΕΣΣΔ, ένα μεγάλο φάσμα πολιτικών ρευμάτων από τον φιλελευθερισμό και την σοσιαλδημοκρατία μέχρι και την ρεφορμιστική αριστερά εργαζόταν θωρακίζοντας την αυτοκρατορία από την αριστερή κριτική οικοδομώντας έτσι την δημοκρατική της πτέρυγα. Το μεταμοντέρνο είναι ο ιστορικός συνεχιστής των παραπάνω ρευμάτων, το οποίο επιτελεί τον ίδιο ρόλο με καλύτερο τρόπο καθώς δεν επιβαρύνεται από τα βαρίδια όπως για παράδειγμα την αναφορά στο σοσιαλισμό και την κοινωνική ισότητα. Αποτελεί τον βασικό μύλο πάνω στον οποίο αλέθονται τα ιδεολογικά ρεύματα του ψυχροπολεμικού κοσμοπολιτισμού/προοδευτισμού, συμβάλλοντας έτσι και στην ομογενοποίηση της «προοδευτικής» πτέρυγας της αυτοκρατορίας.

Το μεταμοντέρνο εμπνέεται από τη φιλοσοφία της διαφοράς, υπό την άποψη ότι γνωσιοθεωρητικά αρνείται την ύπαρξη καθολικών γενικεύσεων, καταγγέλλοντας τις ως εγχειρήματα εξουσιαστικής επιβολής του Λόγου κάποιου πάνω σε κάποιον άλλο. Η γενίκευση είναι, ισχυρίζονται, το εργαλείο του εχθρού. Αρνείται την άρση της βιωματικής προσέγγισης του κόσμου, την εποπτική θεώρηση του κόσμου, την συνθετική-δομιστική σκέψη, αποτελώντας έτσι το φιλοσοφικό τέκνο του εμπειρισμού. Η φιλοσοφική ουσιοκρατία, δηλαδή η θεώρηση ότι η αντικειμενική πραγματικότητα προσδιορίζεται από αντικείμενα κάθε ένα εκ των οποίων διέπεται από ουσιαστικές ιδιότητες, αντιμετωπίζεται ως αντίπαλος. Στη θέση της αντιπροτείνει διάφορες μορφές κατασκευασιοκρατίας, όλες εκ των οποίων αρνούνται την αντικειμενική ύπαρξη της πραγματικότητας και θεωρούν ότι αυτή είναι προϊόν των ρητορικών σχημάτων που χρησιμοποιεί αυτή.

Κύριος εχθρός του μεταμοντέρνου είναι η διαλεκτική, ακόμα και στην πιο απλή μορφή της, δηλαδή την ιδέα της εξέλιξης. Ακόμα και αστικές απόπειρες θέασης του κόσμου ως ανάπτυξη και εξέλιξη καταγγέλονται ως εξελιγκτισμός. Το μεταμοντέρνο προτείνει έναν κόσμο σε διαρκείς τομές, διαρκείς αλλαγές χωρίς κανένα προσανατολισμό ή κατεύθυνση. Η ιστορία και η κοινωνία δεν έχει κανένα προσανατολισμό. Για το μεταμοντέρνο η εξέταση ενός θέματος πρέπει πάντοτε να εξετάζεται ως συγχρονία. Δηλαδή ένα αντικείμενο και το πλαίσιο του πρέπει πάντοτε εξετάζονται στο συγχρονικό του συγκείμενο, ό,τι βρίσκεται δηλαδή στην άμεση -δηλαδή τυχαία- εποπτεία μας. Οποιαδήποτε απόπειρα εξέτασης του κόσμου ως συνέχεια, θεωρείται ως προβολή παγιωμένων γνωρισμάτων (ουσιοκρατισμός) που μας εμποδίζει να δούμε το ότι ένα αντικείμενο βρίσκεται διαρκώς σε κατάσταση μεταβολής. Έτσι το τι είναι μορφή και τι ουσία διαχέεται σε ένα φάσμα διαρκώς εναλλασόμενων και χαωτικών συσχετισμών, χωρίς καμία δυνατότητα γενίκευσης κάποιων ευρύτερων συμπερασμάτων με σκοπό την πρόβλεψη. Δηλαδή δεν υπάρχει η έννοια της ουσίας, των ουσιαστικών γνωρισμάτων μίας διεργασίας. Κατά τη γνώμη τους η «ιστορικοποίηση» σημαίνει ένα αντικείμενο να εξετάζεται ως αποτέλεσμα των άμεσων, τυχαίων συγκείμενων στο οποίο έτυχε να εκδηλωθεί.

Στο βαθμό λοιπόν στον οποίο η πραγματικότητα γενικά είναι ένα άθροισμα άχρονων ενικοτήτων, τότε και η κοινωνία είναι ένα άθροισμα ατόμων, ταυτοτήτων ή ακόμα και σπασμωδικών νοημάτων που ανά πάσα στιγμή μπορεί να αλλάξουν. Το υπόδειγμα του για τον άνθρωπο είναι η ετερότητα/διαφορετικότητα, δηλαδή ότι όσα κοινά γνωρίσματα και να έχουν οι άνθρωποι μεταξύ τους, πάντοτε εν τέλει προσδιορίζονται από τις διαφορές τους, που είναι το διακριτικό τους γνώρισμα. Η σχέση του ατομικού ανθρώπου με την υπόλοιπη κοινωνία είναι μία σχέση του υποτελή προς τον κυρίαρχο, το «όνομα του πατρός». Η σχέση αυτή είναι λοιπόν κατά βάση εχθρική, καθώς το άτομο προσπαθεί διαρκώς να ανακαλύψει και να υπερβεί τις στρατηγικές μέσα από τις οποίες αλλοτριώνεται από την κοινωνία. Το να οριστεί κάποιος ως κάτι υποκρύπτει πάντοτε κάποια στρατηγική θεμελίωσης κάποιας μορφής καταπίεσης. Έτσι η «αντικειμενοποίηση», η «ψυχολογικοποίηση», και η «σεξουαλική ετεροκανονικότητα» είναι παραδείγματα μέσα από τα οποία ο κάθε φορά κυρίαρχος επαναπρογραμματίζει τον καταπιεζόμενο με βάση μία γλώσσα που θεμελιώνει την καταπίεση στο εσωτερικό του. Η κριτική περί της βιοπολιτικής αυτό είναι. 

Η ζωή λοιπόν σε όλες της τις εκφάνσεις υπερ-πολιτικοποιείται. Κάθε τι γύρω μας είναι λογο-θετημένο και άρα είναι εργαλείο εμπέδωσης κάποιου «κανονιστικού λόγου». Ο άνθρωπος λοιπόν αντιμετωπίζει ό,τι συναποτελεί το περιβάλλον του ως κάτι το εχθρικό στη προσπάθεια για τη διεκδίκηση της απελευθέρωσης του από τα κοινωνικά δεσμά. Η κοινωνία προσλαμβάνεται αποκλειστικά ως πηγή καταπίεσης. Η ζωή και η πολιτική είναι μία διαρκής προσπάθεια συνειδητοποίησης των άπειρων μορφών άσκησης και επιβολής καταπίεσης σε όλο το εύρος της ζωής.

Η ηθική και η πολιτική του αντιπρόταση απέναντι στη μόνιμη απειλή κοινωνικής αλλοτρίωσης είναι το πρόταγμα για μια κοινωνία που θα είναι ανεκτική στο διαφορετικό. Το μεταμοντέρνο υποκείμενο ζητά μία ανακωχή της επίθεσης, όποια και αν είναι αυτή από όπου και αν προέρχεται. Απαιτεί από το κράτος, τους θεσμούς, αλλά και τους ξεχωριστούς ανθρώπους να είναι πάντοτε σε επαγρύπνηση στη περίπτωση που αυτοί τύχει να γίνουν φορείς καταπίεσης. Κόντρα στην παραδοσιακή θέση της αριστεράς για μείωση των ποινών κάθειρξης, αποζητά (από το αστικό κράτος) αυστηρότερες ποινές παλινδρομώντας έτσι στο κλασσικό μοντέλο της σωματικής τιμωρίας. Όμως το τι συνιστά καταπίεση γίνεται κάτι το εντελώς υποκειμενικό και άρα αυθαίρετο. Εν τέλει ορίζεται από το αν κάποιος αισθάνεται άβολα με κάτι. Δεν διαφοροποιεί ανάμεσα σε κυρίαρχες και δευτερεύουσες καταπιέσεις. Δεν μπορεί καν να θέσει το ερώτημα αν κάποιες καταπιέσεις όπως η υποχρεωτική εκπαίδευση ή η παιδική οριοθέτηση μπορεί να έχουν θετικό πρόσημο, αν γίνονται σωστά.

Η καταπίεση δεν έχει περιεχόμενο, αλλά συγκροτείται διάχυτα. Στο βαθμό στον οποίο όμως η καταπίεση δεν έχει ακριβώς οργανωτή, ανάγεται σε ένα σύνολο ατομικών και συλλογικών αναπαραστάσεων. Ο μεταμοντερνισμός δεν μάχεται έναντι αφηρημένων κατηγοριών, όπως «καπιταλισμός», «ατομική ιδιοκτησία» αλλά ενάντια σε συγκεκριμένα πρόσωπα τα οποία ασκούν συγκεκριμένη ατομική καταπίεση. Ο μεταμοντερνισμός σε τελική ανάλυση είναι μία νεότερη μορφή υποκειμενικού ιδεαλισμού, καθώς ανάγει την καταπιεστική πράξη στην ατομική καταπιεστική ιδέα και στην καταπιεστική κουλτούρα. Επομένως αυτό το οποίο διεκδικεί από την κοινωνία δεν είναι, όπως θα έλεγε ο μαρξισμός, η διάλυση ενός συστήματος κοινωνικών σχέσεων, αλλά τον εξαγνισμό των ανθρώπων από τις προσωπικές καταπιεστικές τους ιδέες. Το διαρκές πρόταγμα του μεταμοντέρνου ως πολιτική θεωρία, είναι ο εσωτερικός αναστοχασμός, η προσωπική αναμέτρηση και εν τέλει η αναζήτηση του εχθρού μέσα μας. Τα υποκείμενα ζούνε σε μία διαρκή ανησυχία για το αν ασκούνε κάποια εξουσία στον διπλανό τους. Ζούνε σε μία διαρκή αυτό-ενοχοποίηση.

Το όραμα του για την κοινωνία είναι η αρχή της ανοχής για το διαφορετικό με παράλληλο εξαγνισμό της κοινωνίας από κάθε ιδεολογία που «κανονικοποιεί». Δηλαδή στη λογική αυτή ο φασισμός και ο κομμουνισμός αποτελούν πολύ κοινά συστήματα, επειδή και τα δύο είναι συστήματα που ορίζουν το πως πρέπει να ζει ο ατομικός άνθρωπος. Κάθε σύστημα το οποίο τολμά να ακουμπήσει τις απόψεις, τις πρακτικές (και την ιδιοκτήσια εν τέλει) του ατομικού ανθρώπου καταγγέλλεται ως καταπιεστικό/εξουσιαστικό. Όταν λοιπόν το μεταμοντέρνο γίνεται πολιτική θεωρία, μετατρέπεται κατευθείαν σε ένα ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό.

Η αντίσταση λοιπόν στον ρατσισμό, τη πατριαρχία, την ομοφοβία, τον αρτιμελισμό (ableism), τον ηλικιασμό (ageism), βασίζεται στο επιχείρημα ότι όλα αυτά είναι διάκρίσεις (discriminations) απέναντι σε μειονότητες. Δηλαδή ότι χάνεται το ατομικό και το διαφορετικό δια της ομογενοποίησης. Κάθε γενικό συμπέρασμα είναι εσφαλμένο, επειδή έτσι χάνεται το ατομικό, το μοναδικό. Κάθε «-ισμός» θεωρείται ότι είναι σύστημα προκατάληψης, ανεξαρτήτως του αν κάποιοι είναι πιο κοντά στην αλήθεια ή βασικά το αν παράγουν Ολοκαυτώματα.  Έτσι με ένα περίεργο τρόπο το Ολοκαύτωμα χρεώνεται ακόμα και στον κομμουνισμό, διότι θεωρείται ότι διέπεται από τις ίδιες -σε τελική ανάλυση- αρχές.

Δεν είναι τυχαία τα υποκείμενα με τα οποία προσπαθεί να κάνει πολιτική η μεταμοντέρνα σκέψη. Η γλώσσα του όντως είναι σε θέση να αναδείξει τον πολύ υπαρκτό εκφοβισμό, κατασυκοφάντηση και ωμή καταπίεση των «αόρατων» πληθυσμών, που μέχρι πρότινος θεωρούνταν κοινωνικό περιθώριο. Είναι μια γλώσσα που μπορεί να δώσει κάποιες εξηγήσεις σε κάποιον άνθρωπο που βρίσκεται μπροστά σε ραγδαίες αλλαγές της ζωής του, που βλέπει το περιβάλλον γύρω του να καταρρέει. Είναι δηλαδή μία γλώσσα που μπορεί να διακρίνει όντως ορισμένες νέες ποιότητες σε ένα κόσμο που όντως αλλάζει. Όμως ακόμα και εκεί η θεραπεία γρήγορα μετασχηματίζεται σε εμπόδιο, καθώς επαναδιδάσκει αυτά τα υποκείμενα κυρίως στην αναζήτηση του εσωτερικού εχθρού. Ακόμα περισσότερο τα διδάσκει να μην διαβάζουν τη συγκρότηση της καταπίεσης ως σύστημα σχέσεων. Υπό αυτή την άποψη η ταξική καταπίεση είναι άλλη μια δίπλα στις υπόλοιπες μορφές καταπίεσης.

Έτσι, είναι εκ των προτέρων φιλοσοφικά εγγεγραμμένη μία πολιτική στάση που τσακίζει κάθε έννοια συλλογικοτήτας και κοινωνικής αμοιβαιότητας, καθώς αρνείται τη δυνατότητα της συγκρότησης αμοιβαιότητας μέσω της κοινής ανάγνωσης της αντικειμενικής πραγματικότητας. Η αμοιβαιότητα για το μεταμοντέρνο δεν χτίζεται ποτέ στα κοινά συμφέροντα ή ακόμα ανώτερα, στην εμπιστοσύνη και την πειθαρχία που απαιτείται από τους συνωμότες που θέλουν να  κατακρημνίσουν το σύστημα της άρχουσας τάξης. Αντιθέτως, η αμοιβαιότητα μπορεί να υπάρξει μόνο, όταν ένα άτομο προσπαθεί να κατανοήσει τον άλλο ως διαφορετικότητα. Κάθε προσπάθεια αξιοποίησης προηγούμενης γνώσης και γενικεύσεων πάνω στο βίωμα που εκφράζει ο πληττόμενος συνιστά αμέσως έγκλημα εξουσιαστικής επιβολής. Μόνο ο πληττόμενος, αυτός που βίωσε με το σώμα του κάποιας μορφή καταπίεση έχει δικαίωμα να μας πει για το χαρακτήρα της καταπίεσης. Ο πληττόμενος, απαιτεί το μεταμοντέρνο, να γίνει αντιληπτός ως μοναδικός, που φαίνεται να αντανακλά τη φιλοσοφία αυτής της ζωής. Εφόσον είναι μοναδικός, τα λόγια του είναι μία διαρκώς εναλασσόμενη άγνωστη ξένη γλώσσα, δίχως εν τέλει ουσιαστικό περιεχόμενο. Η γλώσσα δεν αντανακλά τίποτα πραγματικό, άρα η αμοιβαιότητα μπορεί να συγκροτηθεί μόνο περιστασιακά επειδή δύο συνομιλητές έτυχε για λίγο να μοιράζονται τα ίδια νοήματα. Αυτή η διαδικασία όμως στην πράξη σημαίνει ότι η επικοινωνία γίνεται μία προτεταγμένη εις το άπειρο και αδιέξοδη εν πολλοίς προσπάθεια κατανόησης της διαφορετικότητας.

Έπειτα από δεκαετίες κοινωνικών αγώνων, οι Δημοκρατικοί της Δύσης αποπειρώνται να απαλλοτριώσουν τους αγώνες για γυναικεία απελευθέρωση και για ισότητα στον σεξουαλικό προσανατολισμό. Επιχειρούν να οικειοποιηθούν και να αλλάξουν το περιεχόμενο τους, και ταυτόχρονα να αναγορεύσουν τους εαυτούς τους ως εκπρόσωπους ενός νέου και ριζοσπαστικού προτάγματος για την κοινωνία. Επιχειρούν να συγκροτήσουν νέους δεσμούς ταξικής εμπιστοσύνης ανάμεσα στο άρχον μπλοκ και τους καταπιεσμένους εντός και εκτός αυτοκρατορίας, όπως επίσης και να διασπάσουν τα ανταγωνιστικά πολιτικά σχέδια. Φυσικά η παραπάνω κίνηση δεν σημαίνει ότι όλοι όσοι παλεύουν για αυτά τα ζητήματα είναι εκπρόσωποι αυτής της τάσης. Η μάχη για τη έμφυλη και τη σεξουαλική απελευθέρωση συμβαίνει σε ένα αντικειμενικό και υπαρκτό περιβάλλον, που δεν είναι άλλο από αυτό των παραδοσιακών αξιών, της κοινωνικής συντήρησης, ενός καπιταλισμού που έχει γατζωθεί στις αξίες μίας παλαιότερης κοινωνίας.

Η αμοιβαιότητα συντηρητισμού και μεταμοντερνισμού

Το μεταμοντέρνο και η συντήρηση συγκροτούν τους δύο πόλους του μονοκομματικού συστήματος πολιτικής διαχείρισης του ιμπεριαλισμού της εποχής μας. Αυτοί δεν υπάρχουν ως αόρατα πνεύματα, ούτε αντανακλούν απλώς κάποιες υπαρκτές κοινωνικές δυναμικές. Εκφράζονται, καλλιεργούνται και επιβάλλονται από τα πολιτικά και ιδεολογικά κέντρα του προοδευτισμού/κοσμοπολιτισμού και του συντηρητισμού, με προεξάρχοντα το Δημοκρατικό και το Ρεπουμπλικανικά κόμματα των ΗΠΑ. Αυτά δίνουν τον παλμό, οργανώνουν τις θεματικές και τα ζητήματα τα οποία θα κουβεντιάζουν οι κοινωνίες, αλλά και τις λύσεις που θα πρέπει να παίρνονται για την αντιμετώπιση των προσχηματισμένων τους ερωτημάτων.

Το πολιτικό σύστημα, στηριγμένο πάνω στην υπεροπλία των ΜΜΕ, των πανεπιστημίων, των κομμάτων και των υπόλοιπων ιδρυμάτων του επιβάλει πάνω ανθρωπότητα τις αποκλειστικές γλώσσες μέσα από τις οποίες κάποιος μπορεί να συνειδητοποιεί και να μιλά για τον εαυτό του. Επιβάλει πολύ συγκεκριμένα νοήματα μέσα από τα οποία μπορούν να ερμηνεύονται ο κόσμος, η κοινωνία και ο εαυτός. Στο βαθμό στον οποίο η αυτοκρατορία λειτουργεί, τα διάφορα πολιτικά και πολιτισμικά ρεύματα ζυμώνονται υπό το βάρος αυτού του δικομματικού πολιτισμού. Έτσι υπό μία άποψη η υιοθέτηση των παραπάνω πολιτιστικών γλωσσών αποτελεί ένα πρώτο βήμα πολιτογράφησης στην αυτοκρατορία. Αυτή η διαδικασία αντανακλά το προοδευτικό χτίσιμο ενός πολιτικού δεσμού εμπιστοσύνης όλων των πολιτών της αυτοκρατορίας απέναντι στο κεντρικό αυτοκρατορικό κράτος, όπως αυτός αντανακλάται από την εμπιστοσύνη στους λόχους των πολιτικών, δημοσιογράφων και διανοουμένων τους που μιλάνε στο όνομα της.

Αυτό το σύστημα είναι σε θέση να συγκρατεί ριζικά διαφορετικές συνειδήσεις στο ίδιο γήπεδο της παγκόσμιας εκμετάλλευσης. Εγγυάται και νομιμοποιεί την οικονομική εκμετάλλευση, νομιμοποιεί ιμπεριαλιστικούς πολέμους είτε στο όνομα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είτε στο όνομα της Εθνικής ασφάλειας, αλλά και αλλοτριώνει τις κοινωνικές αντιστάσεις στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας. Αν το ΝΑΤΟ επιβάλλει με τα όπλα την βούληση του, τα πολιτικά και πολιτιστικά ιδρύματα της αυτοκρατορίας επιβάλλουν τα δεδομένα αλλά και τα σχήματα μέσα από την οποία θα σκέφτονται οι άνθρωποι.

Πως βλέπει το δίπολο συντηρητισμού-μεταμοντερνισμού τον υπόλοιπο πλανήτη;

Η αυτοκρατορία για τον υπόλοιπο πλανήτη προβάλλει ως ένα παρασιτικό σύστημα το οποίο προσπαθεί με κάθε δυνατό τρόπο να διατηρήσει την κλονιζόμενη αυταρχία του. Οργανώνουν πραξικοπήματα, δολοφονίες, πραγματοποιούν δολοφονικές κυρώσεις, και φυσικά σπέρνουν τρομοϋστερία ότι οι μη υποταγμένοι λαοί είναι οι εχθροί του πολιτισμού και της ανθρωπότητας. Η Δύση ταυτίζει την παγκόσμια κοινότητα με τον εαυτό της, αποανθρωποποιώντας έτσι κάθε εχθρό της, καθώς ο νόμος και το διεθνές δίκαιο ταυτίζεται με την ίδια.

Η αυτοκρατορική στρατηγική των τελευταίων 30 χρόνων,  ήταν το εγχείρημα τσακίσματος των ανεξάρτητων αντιιμπεριαλιστικών, αντιαποικιακών και σοσιαλιστικών κυβερνήσεων που γεννήθηκαν στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Έπειτα από την πτώση της ΕΣΣΔ, που εγγυόταν την πολιτική και την στρατιωτική τους ασφάλεια, αυτά τα κράτη βρέθηκαν εκτεθειμένα. Οι Αμερικάνοι καβάλα πάνω στο άλογο της μεγαλύτερης στρατιωτικής μηχανής παγκοσμίως εισήλθαν σε μία διαδικασία αντικατάστασης καθεστώτων και πορτοκαλί επαναστάσεων σε όλο το κόσμο και ιδιαίτερα τη Μέση Ανατολή. Αυτή η πολιτική φυσικά είναι η συνέχιση της μακράς ιστορίας επεμβάσεων των ΗΠΑ, οι οποίες έχουν πολεμήσει ή επέμβει σε 83 χώρες παγκοσμίως.

Ο πραγματικός χαρακτήρας των δύο πόλων της αυτοκρατορίας αποκαλύπτεται στην εξωτερική πολιτική. Όταν η αγάπη για την πατρίδα και η κατανόηση για την διαφορετικότητα, βγαίνει εκτός συνόρων, βγάζει δόντια. Η ισλαμοφοβία, ο αντισινισμός και ο αντιρωσισμός είναι όλα (συντηρητικά και προοδευτικά) ιμπεριαλιστικά αφηγήματα τα οποία δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα από τα κλασσικά ωμά ρατσιστικά αφηγήματα για τον Εβραϊσμό. Όλος ο ευρωπαϊκός ιδεολογικός εσμός, όπως οι μεσαιωνικές αντιπαραθέσεις Χριστιανών και Μουσουλμάνων, ξαναζωντάνεψαν για να δώσουν τις νέες μάχες της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας του 21ου αιώνα. Από την άλλη η «προοδευτική» πλευρά του τσεκουριού προσπαθεί επίσης να δικαιολογήσει την ιμπεριαλιστική μηχανή, με μία εσάνς προόδου μιλώντας για ανθρωπιστικούς πολέμους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Παλαιστίνη όπου επιχειρείται η εξίσωση του απαρτχαίντ του κράτους του Ισραήλ με την Χαμάς ως φορέα της πατριαρχίας. Μπορεί να ισχύει ότι ο ισλαμιστικός σουνιτισμός δεν προωθεί δα και μια μεγαλύτερη απελευθέρωση των γυναικών, αλλά αναρωτιόμαστε αν οι επικριτές της Χαμάς θέτουν ποτέ το ερώτημα τι είδους κοινωνική απελευθέρωση μπορεί να υπάρξει υπό τις συνθήκες συστηματικής φυσικής εξόντωσης του παλαιστινιακού λαού. Παρόμοια παραδείγματα βλέπουμε σε δυτικά ΜΜΕ και έρευνες όπου παρουσιάζεται ότι η lgbtq κοινότητα εκτός Δύσης κινδυνεύει, και άρα χρήζει κάποιας προστασίας από έξω. Αποκαλυπτικός είναι και ο χαρακτήρας των λεγόμενων μετα-αποικιακών σπουδών, οι οποίες δεν επιχειρούν την διάλυση του σύγχρονου νέο-αποικισμού, αλλά την δημιουργία αφηγημάτων για την νομιμοποίηση νέων ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων. Ταυτόχρονα προσπαθεί ακατάπαυστα να δηλητηριάσει το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα με τις ιδέες ότι η εθνική αντίσταση των αντιπάλων είναι αλλοτριωμένος, πως δεν είναι κοινωνικά δίκαιος, επειδή συμβάλλει στην αναπαραγωγή νέων μορφών καταπίεσης.

Το τι εννοούν οι δυτικοί όταν μιλάνε για ελευθερία και δικαιοσύνη το καταλαβαίνουμε από τα πολιτικά υποκείμενα που στηρίζουν. Ο Κροατικός εθνικισμός, το ISIS, οι Ουιγούροι του WUC, το τάγμα του Αζόφ, ο Ναβάλνι, ο Χουάν Γκουαίδο, ο Joshua Wong  έχουν την ίδια αισχρή μορφή ως πολλαπλές αντανακλάσεις ενός ενιαίου προσώπου. Δολοφόνοι, άξεστοι, παντελώς ανήθικοι και πάντα εκφράζοντας τα πιο αντιδραστικά πρότυπα εθνικής ολοκλήρωσης, βάσει ιδεών αιματολογικής – φυλετικής συγκρότησης. Αυτοί οι εθνικισμοί σφίνες, έρχονται να διαλύσουν -όχι άλλους ιμπεριαλισμούς- αλλά όσα καπιταλιστικά και μη κράτη επιδιώκουν να διατηρήσουν ψήγματα εθνικής ανεξαρτησίας απέναντι στον ιμπεριαλισμό. Οι δυτικοί ήταν αυτοί που τους χρηματοδότησαν, έφτιαξαν τα πολιτικά τους προγράμματα, τους έδωσαν όπλα και κάθε είδους υποστήριξη ηθική, ιδεολογική. Βάλανε τις φυλλάδες τους να σαλπίζουν την μελωδία τους και τα θύματα τους τα ονόμασαν ήρωες.

Η συλλογική Δύση σε τελική ανάλυση κρίνεται από τις πράξεις της. Η καταστροφή των μνημείων του παγκόσμιου πολιτισμού από το ΝΑΤΟ και τις μεραρχίες του, όπως των αρχαιολογικών της Παλμύρας από το ISIS, η παντελής έλλειψη μέριμνας για τα αρχαιολογικά κειμήλια του Ιράκ και η επανεμφάνιση τους στις δημοπρασίες του Λονδίνου, τα τυφλά χτυπήματα με drones, το Abu-ghraib και το Guantanamo, ο κυνισμός απέναντι στην ανθρώπινη ζωή και φυσικά η ευθύνη του για την σφαγή εκατομμυρίων λόγω των επεμβάσεων του, τον καθιστά ένα βασικό παράγοντα της παγκόσμιας δυστυχίας. 

Η μετανάστευση και η προσφυγιά είναι το κόστος που πληρώνει η ανθρωπότητα από την οικονομικό παρασιτισμό και τις στρατιωτικές επεμβάσεις του ιμπεριαλισμού. Οι πρόσφυγες και οι μετανάστες δεν είναι υποκείμενα δίχως πολιτική συνείδηση και προσδοκίες. Παρά τις συνθήκες εξαθλίωσης και εκμετάλλευσης τους, πολλοί εξ’ αυτών αποτελούν και εμιγκρέδες, δηλαδή την πολιτική βάση των φιλο-αυτοκρατορικών κινημάτων στις χώρες τους.

Γ’ Μέρος: Ο χαρακτήρας και η έκφραση της κρίσης του ιμπεριαλισμού

Για την έννοια της κρίσης

Για την αριστερά, που ακόμα ζει στον καπιταλισμό της εποχής του Μαρξ, η πτώση του καπιταλισμού προσεγγίζεται μεταφυσικά σαν ένα σύστημα το οποίο θα πέσει σαν ώριμο φρούτο, έπειτα από τη συσσώρευση των αντιφάσεων του. Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, οδηγεί στην αλλαγή της σχέσης νεκρής προς ζωντανή εργασία, το οποίο με τη σειρά του οδηγεί στη πτώση του μέσου ποσοστού του κέρδους, εν τέλει παράγει κρίσεις υπερσυσσώρευσης, γενικευμένη ανεργία και φτώχεια, εργατικές εξεγέρσεις και εν τέλει επαναστάσεις.

Είναι αμφίβολο το κατά πόσον και ο ίδιος ο Μαρξ είχε κάτι τόσο σχηματικό στο κεφάλι του. Η αφαίρεση των οικονομικών σχέσεων από το σύνολο των υπολοίπων σχέσεων έγινε για ερευνητικούς σκοπούς, δηλαδή αφαίρεσης ενός τύπου αλληλεπιδράσεων για την κατανόηση των ιδιαιτεροτήτων τους. Αυτή η αφαίρεση δεν σημαίνει ότι αυτές οι σχέσεις αντανακλούν την ουσία όλων των κοινωνικών σχέσεων. Το κεφάλαιο δεν μπορεί να ξεριζωθεί από το σύνολο των υπόλοιπων κοινωνικών σχέσεων και την εκάστοτε παραγωγική σχέση με την φύση. Όπως επίσης, το κεφάλαιο δεν είναι ένα αόρατο σύνολο σχέσεων, ή ατομικών και συλλογικών πεποιθήσεων. Αυτό σημαίνει ότι οι σχέσεις ιδιωτικής ιδιοκτησίας, ανέκαθεν αλλά ακόμα περισσότερο στο σήμερα βασίζονται στο σύνολο των θεσμών οι οποίες εξασφαλίζουν τις συνθήκες στις οποίες αυτές μπορούν να υπάρχουν. Το κεφάλαιο δεν μπορεί να νοηθεί έξω από το αστικό κράτος, τον ιμπεριαλισμό και την αυτοκρατορία.

Πολλές φορές-ίσως και στην πλειοψηφία τους- οι οικονομικές κρίσεις δεν γέννησαν επαναστάσεις, αλλά μαζική καταστροφή και εν συνεχεία νέο κύκλο ανάπτυξης. Οι κρίσεις δεν είναι αιώνιες, δεν υπάρχουν για πάντα, αντιθέτως όπως έχουν δείξει τα τελευταία 100 χρόνια, το κεφάλαιο επιβίωσε από πολλαπλές κρίσεις κάθε τύπου. Πέραν τούτου πέρασε και από σημαντικές περιόδους σχετικής ανόδου, όπως η μεταπολεμική εποχή που διήρκησε χοντρικά μέχρι το 1970. Οι κρίσεις αυτού του συστήματος δεν είναι οι ετοιμοθάνατοι ρόγχοι, αλλά προετοιμασία των νεών κύκλων ανάπτυξης. Δεν είναι όλες ένα αντίγραφο των οικονομικών κρίσεων της αυγής του καπιταλισμού. Οι κρίσεις του καπιταλισμού είναι μορφές με τις οποίες εκδηλώνεται το φρακάρισμα ενός τύπου ανάπτυξης, η καταστροφή των αχρείαστων πλέον δομών, και η οικοδόμηση των νέων δομών οι οποίες θα εγγυηθούν ένα νέο κύκλο ανάπτυξης. Οι μηχανισμοί, που ανέπτυξε ο καπιταλισμός στην ανάπτυξη του, δεν αποτελούν μία εξωτερική κατάσταση, ένα εξωτερικό κέλυφος από το οποίο μπορεί να διαχωριστεί, και να επιστρέψει πίσω στην αγνή αδιαμεσολάβητη μορφή του.

Οι κρίσεις -κάθε είδους- δεν κρατάνε για πάντοτε. Η ανάλυση ότι ο καπιταλισμός βρίσκεται και θα βρίσκεται γενικά σε κρίση (και άρα δεν χρειάζεται να κάνουν επί της ουσίας τίποτα οι κομμουνιστές επειδή θα πέσει μόνος του) είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα αδυναμίας διάκρισης της κρισιακής από την κανονική περίοδο. Υπάρχουν κρίσιμες περίοδοι στις οποίες κρίνεται η μορφή επίλυσης της κρίσης, η οποία με την σειρά της πάντοτε εξαρτάται από το υποκείμενο που κάθε φορά αναλαμβάνει την επίλυση της. Είναι στοίχημα το κατά πόσον το ίδιο το σύστημα θα μπορέσει να «ξεπεράσει» τον εαυτό του, δηλαδή να πραγματοποιήσει τις αναγκαίες ρήξεις με τους θεσμούς που εγγυούνταν την επιβίωση του παλαιά αλλά τώρα είναι δυσπροσαρμοστικοί. Είναι στοίχημα το κατά πόσον θα διαμορφώσει και τους νέο-σχηματισμούς που θα εγγυώνται την ομαλότητα της επόμενης κανονικής περιόδου.

Πηγές και χαρακτήρας της τωρινής κρίσης

Παγκόσμια ηγεμονία

Η βασική αιτία για την εμμένουσα τωρινή κρίση είναι η αμφισβήτηση της παγκόσμιας ηγεμονίας από τα κράτη που προέκυψαν από τις σοσιαλιστικές, αντιιμπεριαλιστικές και αντιαποικιακές επαναστάσεις του προηγούμενου αιώνα και τα οποία θέτουν εμπόδια στον ολοκληρωτικό έλεγχο των πόρων, του εργατικού δυναμικού και των εμπορικών διόδων του πλανήτη. Η διάλυση της Ρωσίας, της ΛΔ της Κίνας και της ΛΔ της Κορέας το ξεμπέρδεμα με τις ανειλημμένες υποχρεώσεις του άξονα της αντίστασης στη Μέση Ανατολή, των Ιράν-Συρία-Παλαιστίνη-Χεζμπολλάχ-Υεμένη, της Λατινικής Αμερικής των Κούβα-Βενεζουέλα-Νικαράγουα και των υπόλοιπων ανερχόμενων σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων, καθώς και της Αιθιοπίας και άλλων αντι-αποικιακών καθεστώτων στην Αφρική είναι αυτή τη στιγμή ζωτικής σημασίας στόχοι για την αυτοκρατορία. Καμία μέση λύση δεν τίθεται για αυτές τις χώρες. Όπως έδειξε η ιστορία, παρότι η αστική τάξη της Ρωσίας επιδίωκε να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ ως άλλος ένας συμμέτοχος ληστής, κρίθηκε ότι παραήταν μεγάλη, και πως θα αναστάτωνε στις μεταπολεμικές ισορροπίες εντός της αυτοκρατορίας. Μπροστά στην διεκδικούμενη νίκη δεν φοβάται να ισοπεδώσει ολόκληρο το βιομηχανικό και αστικό ιστό, όπως έκανε στη Λιβύη, το Ιράκ και τη Σερβία. 

Στην ημερήσια διάταξη του συστήματος βρίσκεται η αποστρατιωτικοποίηση και η βαλκανοποίηση αυτών των χωρών τους με σκοπό τη λυσσώδη εκμετάλλευση των πόρων και του εργατικού τους δυναμικού. Όμως, μέχρι να επιτευχθεί αυτό, η αυτοκρατορία κρατά αυτές τις χώρες σε συνθήκες απομόνωσης και εγκλεισμού, αποκόβοντας τες από το διεθνές εμπόριο και επιβάλλοντας οικονομικές κυρώσεις. Προτιμά να μην επενδύσει τα κεφάλαια της και να τα διατηρεί με μηδενικά επιτόκια, παρά να τα τοποθετήσει σε επενδύσεις με χαμηλά κέρδη ή σε εχθρικές προς αυτήν χώρες. Η υπερσυσσώρευση κεφαλαίων, η πτώση του μέσου ποσοστού του κέρδους, οι παρασιτικές και παράτολμες επενδύσεις και η εμφάνιση οικονομικών μικρο-κρίσεων είναι συμπτώματα αυτής της παρατεταμένης αναμονής στο όνομα των μελλοντικών ευκαιριών υπεράντλησης υπεραξίας και υπερεκμετάλλευσης.

H οικονομική πολιτική των ΗΠΑ στοχεύει κυρίως στην διάσωση της Wall Street, με πακέτα τρισεκατομμυρίων να επενδύονται αποκλειστικά για τις συστημικές τους τράπεζες. Οι επενδύσεις στην καθαυτό παραγωγή και τις υποδομές μειώνονται σταδιακά τις τελευταίες δεκαετίες, την στιγμή που τα κέρδη όλο και περισσότερο επανεπενδύονται σε χρηματιστικά προϊόντα, ομόλογα και επαναγορά μετοχών (για την πληρωμή των μετόχων). Ταυτόχρονα δεν φαίνεται να επενδύονται κεφάλαια για τον εκσυγχρονισμό των υποδομών, της βιομηχανίας (rust belt) και της επιστήμης. Το γρήγορο κέρδος διέπει τη λογική των επενδύσεων στο εσωτερικό και το εξωτερικό.

Εθνικές ρωγμές

Οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν σημαντικό πρόβλημα κρίσης αξιοπιστίας μεταξύ των συμμάχων της. Τα ρήγματα στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ γίνονται όλο και πιο σαφή, η Pax Americana παραπαίει και εναλλακτικά σχέδια ήδη προσπαθούν να διεκδικήσουν κάτι παραπάνω από τον ρόλο που τους έχει επιδοθεί στον διεθνή καταμερισμό. Σύμφωνα με τον Μακρόν το ΝΑΤΟ είναι «εγκεφαλικά νεκρό». Ο αριστερός και ο δεξιός ευρωσκεπτικισμός αλλά και η αμφίρροπή στάση συμμάχων όπως η Τουρκία εκφράζουν προσπάθειες αμφισβήτησης του καθορισμένων ισορροπιών. Η συντηρητική-εθνικιστική κριτική ενάντια στον ευρωπαϊσμό αντανακλά την αγανάκτηση των τέως αυτόνομων ιμπεριαλιστικών κρατών απέναντι στον κορσέ του αυτοκρατορισμού. Οι κυρώσεις απέναντι στη Ρωσία και το Ιράν είναι χαρακτηριστικές περιπτώσεις θυσιών που πραγματοποιούν οι ευρωπαϊκές οικονομίες για χάριν της γενικής στρατηγικής. Ο αριστερός ευρωσκεπτικισμός γενικώς προσπαθεί να μιλήσει τη γλώσσα των φτωχότερων λαϊκών στρωμάτων. Έχουνε κακοχωνέψει το όραμα κάποιας Ευρώπης των Λαών και γενικώς παλεύουν για ένα κράτος πρόνοιας που θα αμβλύνει τις χειρότερες διαστάσεις της ταξική εκμετάλλευσης. Είναι αμφίβολο βέβαια το κατά πόσον αυτές οι αριστερές και δεξιές φωνές είναι ανταγωνιστικά μοντέλα προς την αυτοκρατορία ή απλώς διαπραγμάτευση για μια καλύτερη θέση με σεβασμό στο υπάρχον πλαίσιο. 

Κοινωνικές ρωγμές

Η τεχνολογική καινοτομία αλλάζει διαρκώς τη σχέση των ανθρώπων με την εργασία τους και την ζωή τους. Η είσοδος του ψηφιακού συνιστά μια πραγματική τομή στην οργάνωση της πραγματικής ζωής. Οι παραδοσιακές προσλήψεις του ποιος θεωρείται μέλος της διεθνούς κοινότητας τείνουν να αίρονται υπό το βάρος των τέως αόρατων εθνών στο εσωτερικό της, όπως οι έγχρωμοι στις ΗΠΑ ή οι μετανάστες 2ης και 3ης γενιάς που δεν ταυτίζονται με το λευκός χριστιανός. Το όραμα της συγκρότησης οικογένειας ως ατομικής τελείωσης έχει πάψει να ασκεί την γοητεία που ασκούσε στο παρελθόν, οι πατριαρχικές αξίες ως προς την σεξουαλικότητα και το φύλο αμφισβητούνται πλέον ανοιχτά, η περίοδος της εκπαίδευσης έχει μετατεθεί στο όριο της δια βίου, αλλά και η σχέση των ανθρώπων ως προς τις δραστηριότητες που κάνουν στον ελεύθερο τους χρόνο φαίνεται να αλλάζει. Η κατανάλωση πολιτιστικών προϊόντων φαίνεται να είναι πιο μαζική στις μέρες μας από ότι παλαιότερα. Αυτές οι αλλαγές αντανακλούν αντικειμενικές διαδικασίες της κοινωνικής αλλαγής, και είναι μάλλον αμφίβολο το κατά πόσον το σύστημα δεν μπορεί να τις ξεπεράσει ως τέτοιες. Συμπτώματα παρακμής φαίνεται να αναδύονται με όλο και μεγαλύτερη ένταση το τελευταίο καιρό. Αρκετές μεγαλουπόλεις εντός της αυτοκρατορίας φαίνεται να αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα με ζητήματα ψυχικής υγείας, ναρκωτικών, αστεγίας και κοινωνικής περιθωριοποίησης.

Πολιτικές- πολιτιστικές αντιθέσεις

Τα παραπάνω προβλήματα φαίνεται να αποτελούν κομμάτι ενός γενικότερου προβλήματος αναπαραγωγής του συστήματος, το οποίο εκφράζεται με την μορφή μίας αδυναμίας να εμπνεύσει, σε ένα λαχάνιασμα ως προς την δυνατότητα του να εκπροσωπεί τον φορέα της αλλαγής και του μέλλοντος. Η πολιτική ηγεσία της αυτοκρατορίας συνειδητοποιεί αυτή τη διαφαινόμενη κρίση και αναλαμβάνει τη χάραξη πολιτικής για την υπέρβαση της. Φαίνεται όμως ότι η παραπάνω κρίση αντανακλάται στη πολιτική συζήτηση της αυτοκρατορίας μέσα από τάσεις απορρύθμισης και ρήξης του δικομματισμού συντηρητικών-δημοκρατών.

 Ένας Τραμπ δεν γίνεται ανεκτός από έναν Δημοκρατικό, όπως και ένας Μπαίντεν από έναν Ρεπουμπλικάνο. Οι δύο πόλοι δεν σέβονται πλέον ο ένας τον άλλον. Στη κοινωνία επικρατεί ένα είδος πολιτιστικού εμφύλιου πολέμου όπου από την μία πλευρά στέκονται οι μορφωμένοι, απεδαφικοποιημένοι,  ψιλο-άθεοι, προοδευτικοί και από την άλλη μεριά οι πατριώτες, βαθιά θρησκευόμενοι και λίγο άκομψοι συντηρητικοί. Αυτή η διαφαινόμενη ρήξη αντιπροσωπεύει αντιπαραθετικά σχέδια ως προς το πως θα μακροημερεύσει η αυτοκρατορία. Αναδύονται σημαντικά ζητήματα στρατηγικής, δηλαδή συνολικής ανοικοδόμησης του μοντέλου άσκησης εξουσίας. Θα πρέπει οι ΗΠΑ και γενικότερα η αυτοκρατορία να στραφούν περισσότερο προς τον εθνικισμό ή περισσότερο προς την απεδαφικοποίηση και έναν κοσμοπολίτικο νέο-εθνικισμό;

Φαίνεται να υπάρχει διαφωνία ως προς το αν μπορεί ένας μη λευκός ευρωπαίος να γίνει ισότιμος εντός της αυτοκρατορίας, ακόμα και αν είναι εντελώς εκδυτικοποιημένος στις συνήθειες και τη συνείδηση του, όπως για παράδειγμα ο Δήμαρχος του Λονδίνου ή ο Μπαράκ Ομπάμα. Το αν μετέχει στην δυτική παιδεία, δηλαδή καταλαβαίνει τον εαυτό του ως μέρος του γενικού συστήματος, δεν επιλύει ακριβώς το πρόβλημα. Ο συντηρητισμός θεωρεί ότι οι μη λευκοί χριστιανοί δεν μπορούν να είναι αξιόπιστοι όσον αφορά την εσωτερική πολιτική θωράκιση της αυτοκρατορίας. Αντιμετωπίζει την σταδιακή απώλεια της πληθυσμιακής του βάσης ως ένα τεράστιο υπαρξιακό κίνδυνο, και για αυτό νομοθετεί κατά των εκτρώσεων. Φαίνεται έτσι πως ριζοσπαστικοποιείται προς τα δεξιά οδηγούμενος προς μία πρόσληψη του έθνους ως αιματολογική κοινότητα.

Από την άλλη το δημοκρατικό κομμάτι του τσεκουριού προσπαθεί αγωνιωδώς να ενδυθεί έναν προοδευτικό ρόλο, πως εκπροσωπεί και συγκρούεται για τα δικαιώματα των καταπιεσμένων. Όμως αυτό το κάνει στο όνομα της διαφορετικότητας, των πολιτικών της ταυτότητας και μιας γενικευμένης λογοκρισίας. Η κοινωνική ειρήνη παρουσιάζεται σαν κάτι που θα προέλθει αν οι άνθρωποι σταματήσουν να μιλάνε προσβλητικά απέναντι στον άλλο, αντί να παλέψουν μαζί για την κατεδάφιση των δομών της καπιταλιστικής βαρβαρότητας. Η παράδοση και η πρόοδος προβάλλουν ως δύο ανταγωνιστικά και μη συμβατά πρότυπα, σαν το παρελθόν να μην μπορεί να ανεχτεί το παρόν του και τούμπαλιν. Οι δύο πόλοι ιδεολογικοποιούν την αντίθεση τους, και λογίζουν ο ένας τον άλλον ως θεμελιώδες πρόβλημα αντιλήψεων. Για τους συντηρητικούς οι δημοκρατικοί είναι άθεοι και ημίτρελοι, ενώ για τους δημοκρατικούς οι συντηρητικοί είναι φασίστες και βιαστές. Από την μία είναι οι «ψεκασμένοι», που πρέπει να γίνουν cancelled, και από την άλλη ο «πολιτισμικός μαρξισμός» (μια έννοια που προσδίδουν στο δημοκρατικό κόμμα) τον οποίο πρέπει να ξεριζωθεί από παντού, τη κοινωνία και το κράτος.

Η πρόβα πραξικοπήματος από τους υποστηρικτές του Τράμπ αλλά και ο πόλεμος στην Ουκρανία, η επιβολή των καραντινών και του υποχρεωτικού εμβολιασμού κυρίως από τους Δημοκρατικούς, αποτελούν γνωρίσματα παρακμής και όξυνσης των αντιφάσεων του πολιτικού συστήματος των ΗΠΑ. Αυτή η αντίφαση εξάγεται σε όλο το εύρος της αυτοκρατορίας. Βρίσκουμε πλέον τον ίδιο τύπο αντιπαράθεσης ανάμεσα στον συντηρητικό και τον προοδευτικό πίσω από όλες τις αντιπαραθέσεις, όλες τις διαφωνίες. Η κοινωνία θυμίζει καταστάσεις όπως η αντιπαράθεση εικονομάχων και εικονοκλαστών, με αποτέλεσμα ο αγώνας για ελευθερία στο σήμερα να θεωρείται ότι είναι αγώνας ανάμεσα σε δύο αντιπαρατιθέμενες ταυτότητες και όχι ταξικός πόλεμος για την κομμουνιστική κοινωνία. Η αριστερά θεωρεί ότι ο προοδευτικός πόλος βρίσκεται πιο κοντά της, επειδή ο τελευταίος έχει υφαρπάξει τον αγώνα ενάντια στον ρατσισμό και τις διακρίσεις. Έτσι και αυτή πολώνεται εντός ενός αδιέξοδου αγώνα, συμβάλλοντας σε τελική ανάλυση και αυτή στον πόλεμο εναντίον της κοινωνίας, διαλέγοντας πλευρά στους πολιτιστικούς πολέμους με την μία ή την άλλη πλευρά (ψεκασμένοι, cancel culture).

Έκφραση της κρίσης: Το κράτος έκτακτης ανάγκης – καθεστώς εξαίρεσης

Τα παραπάνω ραγίσματα δεν μπορούν να λυθούν από μόνα τους. Όπως και με τις προηγούμενες τομές στην ιστορία του καπιταλισμού (Οκτωβριανή επανάσταση, Β’ ΠΠ), κάποιο υποκείμενο καλείται να τις λύσει. Σε αυτές τις περιόδους η αστική εξουσία απεκδύεται του λεξιλογίου και των πρακτικών που χρησιμοποιούσε την περίοδο της σχετικής ταξικής ειρήνης, και εμφανίζεται όπως πραγματικά είναι, δηλαδή ως ωμή δικτατορία. Η κρισιακή περίοδος από την πλευρά των αρχόντων σηματοδοτεί την έναρξη μίας αντεπαναστατικής περίοδου, η οποία στρέφεται ενάντια τόσο στους ταξικούς της αντιπάλους αλλά και ενάντια στον προηγούμενο εαυτό της. Η νέα περίοδος απαιτεί από το σύστημα και να αποκαθαρθεί από τους μηχανισμούς που κάποτε ήταν χρήσιμοί, αλλά τώρα αποβαίνουν δυσλειτουργικοί- στο βαθμό στον οποίο δεν μπορεί να τους διατηρήσει υπό νέο πλαίσιο.

Το κράτος έκτακτης ανάγκης δεν είναι κάποιο νέο φαινόμενο. Για παράδειγμα, το χιτλερικό καθεστώς, η δικτατορία του Φράνκο, ο μακαρθισμός ή και στην Ελλάδα το ιδιώνυμο, η μεταξική δικτατορία, το μετεμφυλιακό κράτος και η απριλιανή δικτατορία αποτελούν όλα είδη κρατών έκτακτης ανάγκης. Αποτελούσαν δηλαδή πολιτειακές μορφές υπερσυγκέντρωσης όλων των εξουσιών, κατάργησης του συντάγματος, ωμής καταστολής με σκοπό την υπέρβαση της -κάθε φορά- κρίσης. Το κράτος έκτακτης ανάγκης είναι η ανοιχτή ταξική δικτατορία. Τα τυπικά της γνώρισματα είναι η κατάργηση του συντάγματος, η πλήρης ανεξαρτητοποίηση της εκτελεστικής εξουσίας, η ουσιαστική κατάργηση του κοινοβουλευτισμού και των υπολοίπων θεσμών της δημοκρατίας, η πόλωση της κοινωνίας ανάμεσα στο υγιές και το άρρωστο μέρος της και η απόπειρα αποκάθαρσης της από οποιαδήποτε κοινωνικά και πολιτικά «βαρίδια».

Με το κράτος έκτακτης η αστική τάξη (εν προκειμένω η αυτοκρατορία) γίνεται ξανά άμεση φυσική βία, διαμορφώνοντας το πλαίσιο που θα επιτρέψει την μετα-κρισιακή ανάπτυξη. Το κράτος αυτονομείται από τις αργές κοινοβουλευτικές διεργασίες, νομιμοποιώντας τις πράξεις του στο όνομα των συμφερόντων της αστικής τάξης. Στο βαθμό που η κρίση υπερβαίνεται, το σύστημα μπορεί να ανεχτεί και μία σχετική «ταξική ειρήνη» υπό τους όρους όμως μίας Βάρκιζας, της εθνικής ενότητας. Σε αυτή τη φάση το σύστημα μπορεί να ξαναφορέσει όλα τα καλότεχνα ενδήματα της ταξικής ειρήνης, μία ομαλή κοινοβουλευτική ζωή, πολιτισμένες συζητήσεις, δικαστήρια και οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών.

Ποιες ήταν οι σημαντικότερες κρίσεις των  τελευταίων 20 χρόνων; Οι δίδυμοι πύργοι, η οικονομική κρίση του 08’, το προσφυγικό, ο κορονοϊός, οι πόλεμοι της αυτοκρατορίας στη Μέση Ανατολή και τον κόσμο, και τώρα τελευταία η κλιματική αλλαγή. Όλες αυτές οι κρίσεις μπορούν να κατανοηθούν ως ατομικές κρίσεις σε κάποιο θεματικό ή γεωγραφικό επίπεδο της αυτοκρατορίας. Όμως παράλληλα εκφράζουν και μία σχέση μεταξύ τους. Δεν αποτελούν άσχετα μεταξύ τους συμβάντα, αλλά αλληλοσυνδεδεμένα συμπτώματα της σταδιακής εμφάνισης της κρίσης της αυτοκρατορίας ως οργανισμού. Αλλά παράλληλα αποτέλεσαν επεισόδια σταδιακής οικοδόμησης του κράτους έκτακτης ανάγκης, ως ο μηχανισμός που θα εξασφάλιζε την τελική αναμέτρηση.

Υπό αυτή την άποψη ο πραγματικός χαρακτήρας αυτών των κρίσεων αποκαλύπτεται μόνο αν συνεξεταστούν. Οι «ταλιμπάν», οι «τεμπέληδες δημόσιου υπάλληλοι» και ο κίνδυνος των spreads, οι «μετανάστες που ήρθαν να μας πάρουν τις δουλειές», οι ψεκασμένοι, οι Άσσαντ-Καντάφι-Πούτιν, και οι υστερικές πλευρές της κλιματικής αλλαγής είναι στη πραγματικότητα εκφράσεις του ίδιου αφηρημένου εχθρού της αυτοκρατορίας. Το patriot act, το ανελέητο φακέλωμα, η αντικατάσταση του κοινοβουλευτισμού με Προεδρικά διατάγματα, η στάση απέναντι στους μετανάστες σαν πολίτες β’ κατηγορίας, η αναστολή του δικαιώματος στο συνέρχεσθαι επί καραντίνας, το κλείσιμο του RT στην αυτοκρατορία και το κυνήγι των κάθε λογής «πουτινικών», ασσαντικών κλπ είναι εκφράσεις του ίδιου αφηρημένου τρόπου αντιμετώπισης του εχθρού. Όλα τα ερωτήματα απαντώνται με την ίδια γνώριμη υστερία η οποία δικαιολογείται στο όνομα του κοινού καλού. Η διατήρηση της συνοχής της κοινωνίας, της υγείας της, της ομαλότητας και της ειρήνης δικαιολογούν μέτρα κατασυκοφάντησης και καταστροφής της κοινωνίας. 

Μετά από ένα σημείο οι παραπάνω κρίσεις δεν αντιπροσωπεύουν ατομικά μικρό-εμφράγματα αλλά μετατρέπονται σε πολυοργανική δυσλειτουργία. Το σύστημα οδηγείται σε μία συνολικοποίηση των αντιφάσεων του, μία κεντρική αναμέτρηση με τις εσωτερικές και τις εξωτερικές ανειλημμένες υποχρεώσεις, όπως ήταν ο α’ και ο β’ ππ. Η κρίση του κορονοϊού αποτελεί μία ποιοτικά αναβαθμισμένη κρίση που δείχνει ότι πορευόμαστε προς μία γενικότερη αναμέτρηση του συστήματος με τους εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς.

Η κρίση του κορονοϊού

Το δυτικό μοντέλο

Η κρίση του κορονοϊού δεν αποτελεί έκφραση απλώς μίας ιδιαίτερης υγειονομικής κατάστασης. Το τι συνέβη τα τελευταία δύο χρόνια δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο από τα καθαυτό γνωρίσματα αυτού του νέου ιού. Μόνο αν εξεταστεί η κρίση του κορονοιού ως συνέχεια των παραπάνω κρίσεων και ως προθάλαμος της κρίσης της Ουκρανίας, μπορεί να γίνουν κατανοητά τα καθαυτά πολιτικά του χαρακτηριστικά.  Μπροστά στην υγειονομική κρίση, το σύστημα εξέφρασε όλες τις δυσκαμψίες της γενικότερης κρίσης του αλλά αποτέλεσε παράλληλα μίας περίοδος ραγδαίας εσωτερικής αναδιοργάνωσης.  Έγινε  ένας ιδιότυπος καθρέπτης του υπαρξιακού του αδιεξόδου αλλά και τρόπος προετοιμασίας για την υπέρβαση της κρίσης.

Πλέον μπορούμε να ορίσουμε με σχετική ασφάλεια κάποιες βασικές διαστάσεις του. Πρόκειται για μια ίωση η οποία είναι επικίνδυνη για συγκεκριμένες ηλικιακές, κοινωνικές και κλινικές ομάδες του πληθυσμού, με παγκόσμια πλέον εξάπλωση, η οποία όσο περνάει ο καιρός τείνει να γίνεται ενδημική. Ο ιός γίνεται πιο μεταδοτικός όμως φαίνεται επίσης να γίνεται λιγότερο επικίνδυνος. Οι μακροπρόθεσμες συνέπειες της αρρώστιας είναι σαφώς υπαρκτές, όμως είναι αδιευκρίνιστο το κατά πόσον είναι και αποτέλεσμα της εκάστοτε στρατηγικής απέναντι στον κορονοϊό. Για παράδειγμα η πλήρης απουσία πρωτοβάθμιας περίθαλψης και θεραπευτικών πρωτοκόλλων στην Ελλάδα χειροτέρεψε την κατάσταση. Επίσης είναι ακόμα αδιευκρίνιστη η συμβολή των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων στις ΜΕΘ για την τρομακτική διαφορά στη θνησιμότητα ανάμεσα σε διαφορετικά νοσοκομεία εντός και εκτός Ελλάδας.

Φαίνεται ότι η εξάπλωση και η  φονικότητα του ιού ρυθμίζεται σε μεγάλο βαθμό από τις γενικότερες στρατηγικές που εφάρμοσε η κάθε χώρα, πράγμα το οποίο δείχνει τη μεγάλη δυνατότητα ανθρώπινης διαμεσολάβησης, ελέγχου του ιού. Η Δύση -πλήν μερικών εξαιρέσεων και ελαφρών διαφοροποιήσεων- ακολούθησε κατά βάση το ίδιο μοντέλο αντιμετώπισης του κορονοϊού, και συμπυκνώνεται στο δίπολο ατομική καραντίνα και υποχρεωτικός εμβολιασμός. Οι διακηρυγμένοι στόχοι αυτών των εργαλείων ήταν η μείωση της διασποράς, των νοσηλειών και των θανάτων. Όμως τα λοκ-ντάουν απέτυχαν στους παραπάνω στόχους, παράγοντας επί πλέον πολλά δευτερογενή προβλήματα. Η καραντίνα ήδη από τη μεσαιωνική της σύλληψη σήμαινε τον αποκλεισμό  μίας πόλης με τους κατοίκους εντός της να μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα. Αυτό που υλοποιήθηκε όμως στην Δύση δεν ήταν καραντίνα αλλά ατομικός εγκλεισμός στο σπίτι με τον κορονοιό να κυκλοφορεί ελεύθερα έξω. Τα δυτικά λοκ-ντάουν αποτέλεσαν μια ταξικά μεροληπτική στρατηγική, γιατί το μέτρο της προστασίας καθοριζόταν από το όριο της ελευθερίας και της ατομικής προστασίας που μπορούσε ο καθένας να αγοράσει.

Το μοντέλο της Δύσης δεν υλοποίησε κάποια εξειδικευμένη στρατηγική προστασίας στους πραγματικά ευάλωτους πληθυσμούς.  Όλοι αντιμετωπίζονταν ως εν δυνάμει ασυμπτωματικοί διασπορείς. Ο εμπύρετος, ο νοσούντας, ο ασυμπτωματικός, όποιος είχε κοντινό κρούσμα, και όποιος δεν είχε βασικά κανένα σύμπτωμα αλλά έβγαινε καμία βόλτα αντιμετωπίζονταν όλοι ως διασπορείς. Ταυτόχρονα πολύ μικρή μέριμνα δόθηκε για όποιον κόλλαγε κορονοιό. Κανένα πρωτόκολλο δεν υπήρχε από την στιγμή που κόλλαγες μέχρι να φτάσεις στο νοσοκομείο. Κανένα πρωτόκολλο διαφοροποίησης αυτών των περιπτώσεων δεν υλοποιήθηκε. Όλοι ήταν πιθανοί ένοχοι και έτσι καλλιεργήθηκε μία αίσθηση συλλογικής ανευθυνότητας.

Τα δυτικά εμβόλια που αναπτύχθηκαν στη Δύση για να καταπολεμήσουν τον κορονοιό  στάθηκαν ανεπαρκή στην εκπλήρωση των διακηρυγμένων τους στόχων. Αντίθετα με όσα ισχυρίστηκαν, η αποδοτικότητα τους είχε εν τέλει ορίζοντα τριμήνου, και δεν αποτέλεσαν ένα κρίσιμο παράγοντα στον περιορισμό της μετάδοσης, καθώς δεν ήταν αποστειρωτικά. Πολλά εξ’ αυτών αποσύρθηκαν από την κυκλοφορία επίσης σύντομα λόγω των παρενεργειών τους. Κατά βάση όμως τα συγκεκριμένα εμβόλια ήταν μία μονοθεματική απάντηση απέναντι στην υγειονομική κρίση. Δεν τέθηκε ποτέ ζήτημα -για την Δύση- έλλειψης αποθεμάτων, μάλλον το αντίθετο, ήταν το μόνο μέσο που χρησιμοποιήθηκε εναντίον της. Δεν έγινε καμία σοβαρή προσπάθεια αξιοποίησης ιατρικών πρακτικών και φαρμακευτικών αγωγών, που αποδείχθηκαν πολύ αποτελεσματικές στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων του κορονοιού και χωρίς τις παρενέργειες που καταγράφθηκαν σε ποσοστό του εμβολιασμένου πληθυσμού. Όποιος αρρώσταινε έμμενε παρατημένος από τον κάθε εθνικό ΕΟΔΥ χωρίς να του παρέχονται εξειδικευμένες συμβουλές. Αντιθέτως όσες προσπάθειες έγιναν για το σπάσιμο του ενημερωτικού τείχους, αντιμετωπίστηκαν με δυσπιστία και συκοφαντίες.

Στο επίπεδο της πραγματικής ζωής, οι δυτικοί και όσοι ακολούθησαν το μοντέλο της δύσης στρατιωτικοποιήθηκαν χάνοντας δύο χρόνια πραγματικής ζωής. Τα συστήματα υγείας έγιναν μονοθεματικά και αδυνατούσαν πλέον να καλύψουν τις πάγιες ανάγκες τους, με αποτέλεσμα την αύξηση των θανάτων στις κεντρικές αιτίες θανάτου (καρδιές-εγκεφαλικά-καρκίνους). Μάλιστα αξιοποίησαν την συνθήκη προκειμένου να προωθήσουν περαιτέρω το σχέδιο ιδιωτικοποίησης της Υγείας, με την άνθηση διαφόρων διαγνωστικών κέντρων και κλινικών. Παράτησαν τους γέρους στα γεροκομία, τους αποστέρησαν από τις οικογένειες τους και τους άφησαν να μαραζώσουν λίγο λίγο. Τα παιδιά έχασαν δύο χρόνια εκπαίδευσης, δύο χρόνια κοινωνικοποίησης, πράγμα που θα έχει αδιευκρίνιστες συνέπειες στο μέλλον. Η χρήση ναρκωτικών και ψυχιατρικών φαρμάκων, οι ψυχικές διαταραχές και οι αυτοκτονίες αυξήθηκαν επίσης σε μεγάλο βαθμό. Η εσωτερική σύγκρουση σε προσωπικό επίπεδο που γεννιόταν από την αδυναμία βιωματικής επιβεβαίωσης των προσδοκιών της τρομουστερίας, την αδυναμία εξήγησης του γιατί πρέπει να απαγορεύσω στον εαυτό μου όλες εκείνες της πρακτικές που δίνουν ουσιαστικό νόημα στη ζωή -ιδίως για την νεολαία που δεν έβλεπε τους μισούς της φίλους να πεθαίνουν από κορονοιό- αποτέλεσε ένα μόνιμο εσωτερικό ψυχικό αγκάθι που οδηγούσε στις παραπάνω πρακτικές.

Όμως το δίπολο λοκ-ντάουν και εμβόλια δεν λειτούργησε. Όση αυστηρότητα και πειθαρχία και αν επιδείκνυε  ο κόσμος στην κοινωνική του αποστασιοποίηση, τα θανατόμετρα (δείκτης θετικότητας, θάνατοι) συνέχιζαν να ανεβαίνουν. Όσες φορές και να εμβολιάστηκε ο κόσμος, εν τέλει αυτό δεν έχτισε κανένα τείχος της ανοσίας. Από την στιγμή που ο ιός εξαπλώθηκε παγκόσμια και η δύση δεν μπόρεσε να εκμηδενίσει την διασπορά στο εσωτερικό της κάθε χώρας, τα εμβόλια βοήθησαν μόνο τις ευάλωτες ομάδες. Ιδιαίτερα για τους πληθυσμούς που δεν κινδυνεύουν από τον κορονοιό, ο εμβολιασμός μάλλον έγινε για ψυχολογικούς λόγους. Παρότι λοιπόν τα μέτρα δεν απέδιδαν, η γραμμή του κράτους ήταν ότι έφταιγαν όσοι έσπαγαν τα λοκντάουν και οι ανεμβολίαστοι. Το γενικότερο σχέδιο δεν έφταιγε, μας έλεγαν! Οι άνθρωποι έφταιγαν που δεν έκαναν ό,τι τους έλεγαν.

Δυτική επιστήμη και κορονοιός

Το πρόβλημα φυσικά δεν ήταν οι άνθρωποι, αλλά το παράλογο σχέδιο που συντάχθηκε για την καταπολέμηση του κορονοϊού. Η επιστημονική κοινότητα ποτέ δεν συζήτησε για αυτό το ζήτημα ελεύθερα και χωρίς λογοκρισία. Ασκήθηκε τεράστια πίεση στους θεσμούς και τους μηχανισμούς που παράγουν επιστήμη στην Δύση. Αυτό έχει να κάνει με την ήδη υπάρχουσα δομή και λειτουργία της δυτικής επιστήμης. Η αυτοκρατορία συγκροτείται και επιστημονικά και έχει να κάνει με ένα δίκτυο πανεπιστημίων, ινστιτούτων, περιοδικών και επιστημόνων τα οποία αυτή τη στιγμή νέμονται τη μερίδα του λέοντος στην εκπροσώπηση της παγκόσμιας επιστήμης. 

Η ύπαρξη αυτής της δομής διαφαίνεται από αρκετά σημεία. Για παράδειγμα τα συστήματα αξιολόγησης πανεπιστημίων, ακαδημαϊκών και επιστημονικών εργασιών είναι οργανωμένα έτσι ώστε να πριμοδοτούνται κάθε φορά οι δυτικοί. Προσφάτως η Κίνα προσπάθησε να αποσυνδέσει το ακαδημαϊκό της κόσμο από αυτά τα συστήματα αξιολόγησης, επειδή «τους έριχναν» και επειδή ασκούσαν μία τεράστια πίεση για δημοσιεύσεις[vi]. Η παγκόσμια ακαδημαϊκή κοινότητα είναι αναγκασμένη να αποδεικνύει διαρκώς την αξία της μέσα από μία φρενήρη υπερπροσπάθεια επαναλαμβανόμενων δημοσιεύσεων με χαμηλή αξία σε αγγλοσαξονικά περιοδικά. Οι τίτλοι σπουδών, τα διδακτορικά χάνουν την αξία τους καθώς ο μόνος δείκτης για το αν ένας ακαδημαϊκός θα κρατήσει την θέση του σε ένα πανεπιστήμιο είναι το κατά πόσον διαβάζεται και δημοσιεύεται από δυτικά περιοδικά. Πρόκειται για ένα σύστημα οικονομικής καταλήστευσης της παγκόσμιας ακαδημίας, το οποίο βασίζεται πάνω στο μονοπώλιο της έκφρασης επιστημονικής γνώμης.

Όσοι ακολούθησαν το δυτικό μοντέλο στην αντιμετώπιση του κορονοϊού, δεν το έκαναν επειδή οδηγήθηκαν στο ίδιο συμπέρασμα από διαφορετικές μεριές. Η πηγή της υγειονομικής γραμμής των δυτικών ήταν το John Hopkins και το Lancet.  Τα επιμέρους εθνικά συστήματα υγείας προσάρμοσαν την άποψη τους σε όσα έλεγε το CDC και δευτερευόντως ο ΕΜΑ. Ο ΠΟΥ, που θεωρήθηκε ότι είναι υπεράνω κάθε υποψίας λειτούργησε σαν ένα υγειονομικό ΔΝΤ αναπαράγοντας τις ιδιαίτερες απόψεις της αυτοκρατορίας ως προς το χαρακτήρα του κορονοϊού και το πως πρέπει αν αντιμετωπιστεί.

Αυτά ήταν τα βασικά υποκείμενα βάσει των σχεδίων των οποίων προσάρμοσαν και τα υπόλοιπα συστήματα υγείας αντιστοίχως τα πρωτόκολλα τους. Το επίπεδο του συντονισμού με τον αμερικάνικο επιστημονικό λόγο ήταν εκπληκτικό, τόσο στα παράξενα όσο και στα εντελώς ανεξήγητα μέτρα (π.χ. μείωση της καραντίνας από 10 στις 5 μέρες). Με λίγα λόγια, στο μήκος της αυτοκρατορίας και στις υπερπόντιες κτήσεις εφαρμόστηκε -με εθνικες διαφοροποιήσεις- το δυτικό μοντέλο αντιμετώπισης του κορονοϊού. Δεν υπήρχε δυνατότητα άσκησης διαφορετικής πολιτικής. Δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό σε ένα τόσο σημαντικό ζήτημα να υπάρξει εναλλακτική πολιτική. Δεν μπορούσε να υπάρξει κάποιο «διαφορετικό» υπόδειγμα εντός της αυτοκρατορίας. Όσοι επέλεξαν αυτό τον δρόμο, όπως η Σουηδία, αντιμετωπίστηκαν ως μαύρο πρόβατο από την Ευρώπη και όσους υιοθετούσαν την αυτοκρατορική οδό.

Η πολιτική που υλοποιήθηκε δεν βασίστηκε στην αδιαμεσολάβητη, ανεξάρτητη και αντικειμενική παρατήρηση των δεδομένων του κορονοϊού. Αυτό που έγινε ήταν η ενεργοποίηση του επιστημονικού βραχίονα της αυτοκρατορίας, η στρατιωτικοποίηση της επιστήμης πάνω σε ένα υγειονομικό δόγμα, η αποκήρυξη όσων διαφωνούσαν με όλα αυτά και η βίαιη επιβολή αυτού του μοντέλου στο σώμα της κοινωνίας. Κανείς δεν ήθελε να χάσει το κύρος του, βάζοντας τα με αυτό που ονομάστηκε «επιστήμη». Η πλειοψηφία των γιατρών και των επιστημόνων, παρότι πολλοί εξ’αυτών κατά μόνας εξέφραζαν σοβαρές αμφιβολίες, υποτάχθηκαν και κλήθηκαν να συντάξουν μία επιστημονικοφανή εξήγηση πάνω στις προειλημμένες πολιτικές αποφάσεις για τα μέτρα που πάρθηκαν. Ακόμα και αν πολλές επιστημονικές εργασίες εντός του δυτικού επιστημονικού κανόνα αποδομούσαν την ιδέα του κορονοιού ως μαύρης πανώλης, τα λοκντάουν και τις υποχρεωτικότητες, η επίσημη πολιτεία απλούστατα τους αγνοούσε. Λίγες φωτεινές εξαιρέσεις ακολούθησαν τον σκληρό δρόμο του Κοπέρνικου, ακολουθώντας την λογική και τα πραγματικά δεδομένα. Λίγοι επιστήμονες μπόρεσαν να αντισταθούν μπροστά σε ένα δόγμα και μία πρακτική που δεν έβγαζε νόημα ούτε υπό το φως της επιστήμης τους, ούτε και υπό το φως των προηγούμενων εμπειριών της ανθρωπότητας με πανδημικά κύματα. Οι βασικοί φορείς όμως που τους έχει δοθεί το αυθαίρετο δικαίωμα να μιλούν στο όνομα της επιστήμης (πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα, περιοδικά, εταιρείες, υπουργεία) είχαν πειστεί. Όλοι οι υπόλοιποι ονομάστηκαν στην αρχή απλώς αντισυμβατικοί, παράξενοι.

Το δόγμα του κορονοιού όμως προπαγανδίστηκε και στην μάζα των λαών της αυτοκρατορίας. Έγινε κοινός τόπος, προπαγανδιστικό τσιτάτο. Επικοινώνησε με τα πιο σκοτεινά αισθήματα του κόσμου. Τρομοκρατήθηκε για να πειθαρχήσει και έτσι παρήχθη και μία στρατιά ηλίθιων, που νόμιζε ότι εκπροσωπούσε την επιστήμη, για να δουλεύουν και στο δρόμο, πέραν από τα επιστημονικά σαλόνια. Οργανώθηκε δηλαδή και ένα ψευδοεπιστημονικό παρακράτος, ώστε να εξασφαλιστεί ότι ο κόσμος θα παρέμενε τυφλός. Μικροί χαρδαλιάδες εμφανίστηκαν σε κάθε οικογένεια, σπίτι και φιλία.

Υπήρχε εναλλακτική;

Στον βαθμό στον οποίο κάποιος έχει πιστέψει ότι δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική (στην πολιτική και γενικότερα στη ζωή θα λέγαμε), αυτό που υλοποιείται δεν γίνεται αντιληπτό ως αποτέλεσμα αποφάσεων, αλλά ως μία φυσική αναπόδραστη εξέλιξη. Η θρησκευτική σκέψη δεν ανάγεται στη πίστη στους Αγίους και τις Παναγίες, αλλά στη δογματική σκέψη, δηλαδή τη θεώρηση ότι η αμφισβήτηση του χαρακτήρα των πραγμάτων είναι βλασφημία. Οι αρχές του υγειονομικού ΤΙΝΑ απέπνεαν μία μόνιμη αίσθηση ιερότητας, οι οποίες όποτε βεβηλώνονταν δέχονταν την πλήρη μήνη των «παπάδων» και του ευσεβούς λαού. Όσο και αν οι πιστοί κολάζονταν από τις αμαρτίες της κοινωνικοποίησης πάντα έβρισκαν το ψυχικό σθένος να μετανοήσουν με ακόμα περισσότερες σειρές στο νέτφλιξ και ιερό κήρυγμα στους αμαρτωλούς.

Η επιστήμη όμως πολύ δύσκολα να χωρέσει στο κουτάκι καραντίνα-υποχρεωτικός εμβολιασμός. Όποιος παριστάνει τον επιστήμονα για να πει στο τέλος ότι τα πράγματα βρίσκονται σε αδιέξοδο μάλλον μοιάζει με απατεώνα. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πολλές φορές οδηγεί σε κάποιο αδιέξοδο. Όμως αυτό που παρουσιαζόταν ως μονόδρομος δεν έβγαζε νόημα ούτε καν από επιδημιολογική πλευρά. Αντίφασκε σε βασικές αρχές της επιδημιολογίας και της ιατρικής. Οι αφηγήσεις για τον κόβιντ που επιστρατεύτηκαν αντίφασκαν η μία μετά την άλλη. Τι επιστημονική σοβαρότητα να απαιτήσει από τους Τσιόδρες, όταν οι καραντίνες δεν έριχναν τα κρούσματα, όταν δεν οικοδομήθηκε τείχος ανοσίας μέσω του εμβολιασμου και πολλά άλλα. Όμως πέραν αυτών των λογικών επιχειρημάτων, υπήρχαν εναλλακτικά παραδείγματα χωρών, με πολύ μικρότερη οικονομική και πολιτική ισχύ από την συλλογική δύση, οι οποίες κατάφεραν να χαράξουν επιτυχημένα διαφορετική πολιτική απέναντι στην υγειονομική κρίση.

Η ΛΔ της Κίνας δεν επέβαλε ποτέ καθολικό λοκ-ντάουν εις το διηνεκές. Η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης έληξε στις 8 Μαΐου 2020, μόνο για να επανέλθει στην Σαγκάη τον Απρίλιο του 2022 πάλι για λίγες εβδομάδες. Πανεθνικό οριζόντιο λοκ-ντάουν δεν επιβλήθηκε ποτέ. Αντιθέτως έδωσε προτεραιότητα στην έγκαιρη ανίχνευση υλοποιώντας ένα μοντέλο βραχύχρονων και απότομων καραντινών σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές με σκοπό την μείωση της έξαρσης. Ταυτόχρονα επέβαλε καραντίνα αρκετών ημερών για όσους εισέρχονταν στη χώρα, καταφέρνοντας έτσι να εκμηδενίσει τον κορονοϊό στο εσωτερικό της χώρας. Για τον έλεγχο των εξάρσεων κινητοποίησε το σύνολο του κρατικού μηχανισμού, κατασκευάζοντας 16 Fangcang υπερ-νοσοκομεία για την αντιμετώπιση της έξτρα πίεσης του συστήματος. Το ίδιο μοντέλο δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί από την Δύση, για λόγους που έχουν να κάνουν με τον κεντρικό κρατικό έλεγχο της οικονομίας.

Από την στιγμή λοιπόν που κατάφερε να εμποδίσει την είσοδο του ιού στη χώρα, -ακόμα και της όμικρον-δεν εισήλθε ποτέ στο γαιτανάκι του κυνηγιού των αστυμπτωματικών φορέων του ιού. Όλα τα έξοδα θεραπείας, νοσηλειών και διαγνώσεων τα ανέλαβε το ασφαλιστικό σύστημα, ενώ παράλληλα θεμελιώθηκε ένα σύστημα μαζικών διαγνώσεων με διαρκή τεστ και θερμομέτρηση με έμφαση στις κοινότητες θωρακίζοντας έτσι την διασπορά έναντι του ατομοκεντρικού μοντέλου διάγνωσης που υλοποιήθηκε στη Δύση. Δεν προσπάθησε ούτε να στραγγαλίσει ούτε να τιμωρήσει οικονομικά τους πολίτες ούτε κατηγοριοποίησαν τον πληθυσμό βάσει πιστοποιητικών τεστ ή εμβολιασμου. Αντιθέτως χώρισαν τον πληθυσμό σε 4 βαθμίδες, τα  επιβεβαιωμένα κρούσματα, τα πιθανά κρούσματα, τους εμπύρετους, και τις κοντινές επαφές. Καραντίνα υλοποιήθηκε μόνο στα συγκεκριμένα άτομα που έπρεπε να απομονωθούν. Η υπόλοιπη κοινωνία ζούσε κανονικά.

 Έτσι το σύστημα υγείας ήταν σε θέση να παρεμβαίνει με συγκεκριμένο πρωτόκολλο για τις συγκεκριμένες ανάγκες της κάθε περίπτωσης. Η Δύση αντιθέτως αναπαρήγαγε την ιδέα ότι κάθε άνθρωπος είναι ασυμπτωματικός διασπορέας και υπεύθυνος για τους θανάτους που αποδίδονταν στον κορονοϊό. Το αποτέλεσμα των παραπάνω πολιτικών είναι σαφές, η Κίνα κατάφερε και να εκμηδενίσει τον κορονοιό και να έχει ελάχιστους θανάτους δεδομένου και του πληθυσμού, πράγμα το οποίο συνηγορεί υπέρ της επιτυχίας του μοντέλου της.

Η επιτυχία και των άλλων χωρών της Ανατολικής Ασίας (Νότιος Κορέα, Ιαπωνία, Βιετνάμ) φαίνεται να αποδίδεται στο γεγονός ότι υλοποίησαν παρόμοια πολιτική με αυτή της Κίνας. Φαίνεται πως σε αυτές τις χώρες επίσης κατάφεραν να οικοδομήσουν ένα αποτελεσματικό σύστημα ανίχνευσης και έγκαιρης αντιμετώπισης- απομόνωσης. Σύμφωνα με τις έρευνες σύγκρισης διαφορετικών συστημάτων αυτό το γκρουπ χωρών επέδειξαν πιο αποτελεσματική οργάνωση και προετοιμασία μπροστά στην κρίση του κορονοιού. Η Ρωσία δεν οικοδόμησε ποτέ ένα καθεστώς εξαίρεσης, απαγόρευσης κυκλοφορίας, πιστοποιητικών υγειονομικών φρονημάτων. Η Ρωσία επίσης δεν επέβαλε διαρκή και παρατεταμένα λοκ-ντάουν παρά μόνο στην αρχή της κρίσης. Εξασφάλισε επίσης δωρεάν νοσηλεία και διαγνώσεις, καθώς το ασφαλιστικό σύστημα ανέλαβε όλο το κόστος του κορονοϊού. Οργάνωσε μαζικές εκστρατείες διαγνώσεων με τεστ και έγκαιρης διάγνωσης, ενώ δεν επέβαλε ηλεκτρονικά πάσα (qr codes) παρά μόνο για ένα μικρό διάστημα στη Μόσχα. Επίσης η Σουηδία, βασική χώρα της αυτοκρατορίας, κατάφερε να έχει πολύ καλύτερα αποτελέσματα στον κόβιντ, χωρίς να επιβαρύνεται από το οικονομικό και κοινωνικό κόστος του δυτικού μοντέλου.

Η ατομική αποστείρωση και η «κοινωνική αλληλεγγύη»

Δεν υπάρχει κανένα επιχείρημα που να μας πείθει ότι δεν υπήρχε εναλλακτική. Υπό το φως μάλιστα του τι έγινε στον υπόλοιπο κόσμο, γίνεται καλύτερα κατανοητό το τι έγινε στη δύση.  Όσον αφορά τη καραντίνα στη δύση ο πληθυσμός ενοχοποιήθηκε από το κράτος ως ατομικά ανεύθυνος, έγινε αντικείμενο εκδίκησης, έμεινε παρατημένος χωρίς καμία υποστήριξη. Το κράτος ήταν πρακτικά απόν στην οργάνωση του έργου του εντοπισμού των επαφών, της υποστήριξης των κοινοτητών και της ενίσχυσης των δομών υγείας. Η δυτική καραντίνα είχε ως σκοπό την ατομική αποστείρωση από τον κορονοιό, είχε ως ορίζοντα την φυλάκιση στο ατομικό σπίτι. Αν κάποιος κολλούσε κορονοιό, αυτό οφειλόταν στην ατομική του ευθύνη. Το μόνο το οποίο όφειλε να κάνει ο καθένας είναι να αποστειρώσει τον εαυτό του με το να κρατήσει κοινωνικές αποστάσεις.

Αντιθέτως, όπως έδειξε το παράδειγμα της Κίνας, η καραντίνα μπορούσε να λειτουργήσει μόνο όταν το κράτος εξασφάλιζε ότι όλη η χώρα διατηρείται απρόσβλητη από τον κορονοιό. Στη περίπτωση που αυτό δεν είναι δυνατό, τότε και πάλι η ενίσχυση του συστήματος υγείας, η αναζήτηση των κρουσμάτων και η παροχή εξειδικεύμενης προστασίας επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό το πως μία κοινωνία θα αντιμετωπίσει τον κορονοιό.

Με την εισαγωγή στη φάση των υποχρεωτικών εμβολιασμών, η λογική της αποστείρωσης μεταφέρθηκε στο εσωτερικό των βιολογικών οργανισμών και απέκτησε προσωποποιημένα χαρακτηριστικά. Προπαγανδίστηκε η ιδέα ότι με το εμβόλιο δεν θα κολλούσε ούτε θα αρρώσταινε ούτε θα κινδύνευε πλέον κάποιος από τον κορονοιό. Δηλαδή ο εμβολιασμός θα λειτουργούσε ως ένα εσωτερικό τείχος, όπως ακριβώς ήταν ο τοίχος των σπιτιών. Μία ήδη υπάρχουσα επιστημονική γνώση, ότι οι κορονοιοί δεν αφήνουν ανοσία, άρα ότι η συμπεριφορά τους προσομοιάζει με αυτή της γρίπης, ξεχάστηκε, αποβλήθηκε στο πυρ το εξώτερον. Όμως η επιστροφή στην κανονικότητα διά της βιολογικής ατομικής αποστείρωσης ήταν αδύνατη, γιατί τα συγκεκριμένα εμβόλια κρατούσαν μόνο για μερικούς μήνες.

Η πολιτικο-επιστημονική χορωδία της αποστείρωσης εμπιστεύτηκε την φαρμακομαφία, που είχε μίας πρώτης τάξεως ευκαιρία να γιγαντώσει τα κέρδη της. Η απεύθυνση στην φαρμακομαφία, με τα εκατοντάδες περιστατικά εγκληματικών πρακτικών, ήταν και ένα είδος άφεσης αμαρτιών στο όνομα της επιστήμης που έσωσε τον κόσμο. Αντί να κάνουν μία γενική και ειλικρινή υποχώρηση αποφάσισαν να επιστρατεύσουν ολόκληρο τον προπαγανδιστικό τους μηχανισμό σε μία απελπισμένη κίνηση επιβολής της 3ης υποχρεωτικής δόσης. Παρότι υπήρχαν σοβαρά ζητήματα με τους απανωτούς εμβολιασμούς, χωρίς κανένα απολύτως επιστημονικό δεδομένο για τις συνέπειες που θα είχε αυτό, η επιστήμη εκχυδαΐστηκε, έγινε μία σκιά του εαυτού της, καθώς σερνόταν από δω και από κει για να νομιμοποιήσει αυτές τις αποφάσεις.

Τα χαφιεδόχαρτα και τα πρόστιμα για το σπάσιμο της καραντίνας, και η μεταγενέστερη οργάνωση του υγειονομικού απαρτχάιντ με τον αποκλεισμό των ανεμβολίαστων από τις κοινωνικές εκδηλώσεις ήταν τα κόστη που θα πλήρωνε ο καθένας στην περίπτωση που δεν αποστείρωνε τον εαυτό του. Οι διακρίσεις και το απαρτχάιντ δεν ήταν η εξαίρεση, το «προβληματικό στοιχείο» μίας σωστής κατεύθυνσης, αλλά το φανερό τμήμα αυτού του γενικότερου ατομοκεντρικού μοντέλου πρόσληψης της δημόσιας υγείας.

Αν η ατομική αποστείρωση ήταν ο ένας ιδεολογικός πόλος του δυτικού υγειονομικού σχεδίου, η απεύθυνση στο γενικό καλό ήταν ο άλλος. Ήταν εντυπωσιακό το γεγονός ότι η άρχουσα τάξη, για κάποιο λόγο δεν μιλούσε πλέον το λόγο του σκληρού νεοφιλελευθερισμού, της περικοπής των κόστων για την υγεία. Αντιθέτως βλέπαμε όλους τους αρχι-κανίβαλους να μιλάνε για το  γενικό καλό, τη κοινωνική αλληλεγγύη, τη συλλογική προστασία και την υγεία για όλους. Η άρχουσα τάξη μιλούσε την γλώσσα της αλληλεγγύης, της ενσυναίσθησης, της φροντίδας, ότι θα το περάσουμε μαζί κλπ. Η υιοθέτηση της καραντίνας έγινε στο όνομα της προστασίας της κοινωνίας, της ανησυχίας για τους αδυνάτους, της ευαισθησίας και της κατανόησης.

Και μάλιστα όποιος δεν τηρούσε τα μέτρα, θεωρήθηκε ότι είναι ουσιαστικά «αντικοινωνικό» στοιχείο, που δεν νοιαζόταν για τον διπλανό του και τα συναφή. Δηλαδή είχαμε από την μία πλευρά έναν ακραίο ατομικισμό στο πυρήνα της υγειονομικης διαχείρισης και παράλληλα να θεωρείται ότι όποιος δεν υπηρετεί τη λογική και τις πρακτικές του να θεωρείται αυτός ότι είναι ατομικιστής. Δηλαδή συνέβη μία αντιστροφή ρόλων με τους θύτες να κατηγορούν τα θύματα για όσα έκαναν. Ενώ σε ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας τίποτα δεν έβγαζε πρακτικά και στοιχειωδώς νόημα, φρόντισαν πολύ καλά η κοινωνία να κατηγορεί ότι για όλα φταίνε οι ψεκασμένοι. Έτσι αφού στήθηκε αυτό το σκιάχτρο, όποιος είχε αμφιβολία για τα μέτρα φοβόταν να μιλήσει για να μη ταυτιστεί με τους ακραίους ατομικιστές-ψεκασμένους-ανορθολογιστές. Διάφοροι πρόθυμοι, όπως το Breadtube αμείφθηκε για τις εν λόγω υπηρεσίες του. Αν έλεγες κάτι διαφορετικό από τις παραδοχές του υγειονομικού ιερατείου άμεσα γινόσουν συνομωσιολόγος και «αρνητής» στα γρήγορα.

Το πολιτικό περιεχόμενο της κρίσης του κορονοϊού

Μία υπαρκτή υγειονομική κρίση έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης για να εκφοβιστεί ο κόσμος και να οδηγηθεί πίσω στις αγκάλες του κράτους και των αστικών πολιτικών. Τα θανατόμετρα είχαν αντίστοιχο ρόλο με τα σπρέντς της οικονομικής κρίσης ή τους αριθμούς του εισερχόμενου «κύματος λαθρομεταναστών». Δηλαδή ήταν ένα στοιχείο το οποίο αποσκοπούσε στο πολιτικό ζύμωμα του πληθυσμού. Το βασικό μήνυμα πίσω από τα υγειονομικά λόγια ήταν το ότι ο πληθυσμός πρέπει να φοβάται, να είναι καχύποπρος για τον διπλανό του και να ακούει τους επικεφαλής του κράτους. Πλάι στη διάλυση όμως υπήρχε και χτίσιμο. Έπρεπε πλέον ο καθένας να κάνει παρέα με τους ορθολογιστές, να ξαναφτιάξει τις σχέσεις τους και τις φιλίες τους με τους εμβολιασμένους, τους καθαρούς και τους μη ψεκασμένους.

Έτσι ακούγοντας τους κατά τόπους Τσιόδρες το κράτος κατάφερε να επανασυγκροτήσει τους δεσμούς πολιτικής εμπιστοσύνης και εκπροσώπησης με τα κατά τόπους πρόσωπα, θεσμούς και κόμματα της αυτοκρατορίας. Το εύρος αυτής της επανασυγκρότησης είναι εκπληκτικό, καθώς πέραν της πρόσδεσης του πληθυσμού, συνέτρεξε και μία μάζα προθύμων αριστερών ως εάν να επρόκειτο για το πεζικό της κορονοχούντας. Από την στιγμή που όλοι αυτοί άρχισαν να έχουν ως αντικειμενική βάση συζήτησης την κορονοενημέρωση του ΣΚΑΙ και του Τσιόδρα, έπαψαν να έχουν αυτόνομη πολιτική, αλλά έγιναν ουσιαστικά εκτελεστικοί εκπρόσωποι της κορονο-χούντας. Η υγειονομική κρίση ήταν για αυτούς κάτι τόσο ξεκάθαρο και σαφές όσο ένας σεισμός, μία καταιγίδα, και ήταν τέτοιο το βάθος της τρομοκράτησης τους, που θεωρούσαν όλους τους άλλους, που δεν πείθονταν, ότι είναι τρελοί και συνομωσιολόγοι.

Πρόκειται επίσης για ένα πρότζεκτ αυτοκρατορικής υφής. Είχε κοσμοπολίτικη υφή, υπερεθνική, αυτοκρατορική, όπου οι επιμέρους πολιτικές κατηγοριοποιήσεις υποχώρησαν υπό το βάρος της νέας διαιρετικής τομής ψεκασμένοι ή ορθολογιστές. Η κρίση του κορονοιού ήταν κατ’ουσίαν ένα πραξικόπημα σε πλανητική διάσταση που οργανώθηκε κυρίως από το «Δημοκρατικό κόμμα». Ήταν οι κάθε λογής «προοδευτικοί», αυτοί οι οποίοι υιοθέτησαν το αφήγημα. Αυτό φάνηκε και από το γεγονός ότι ένα από τα βασικά επιχειρήματα υπέρ τριπλέτας λοκντάουν -υποχρεωτικό εμβολιασμό – απαρτχαίντ ήταν η λεγόμενη «κοινωνική αλληλεγγύη». Αυτό επίσης φαίνεται και από το ότι το υποκείμενο που τέθηκε μπροστάρης στο κοροναικό πραξικόπημα ήταν το πεζικό με τις λευκές ρόμπες. Τα μέτρα δικαιολογήθηκαν στη βάση της γνώσης και της επιστήμης.

Ο «προοδευτικός πόλος» όξυνε αρκετά την αντιπαράθεση του με την συντήρηση ονομάζοντας καθέ ένα που διαφωνούσε με το υγειονομικό σχέδιο ως ψεκασμένο και ανορθολογικό σε μία λογική ενός νέου εμφύλιου πολιτισμικού πολέμου. Το «ρεπουμπλικάνικο κόμμα» του πολιτικού σπέκτρουμ διασπάστηκε, με μια μερίδα του να καλεί στο όνομα των δικών της αξιών και σημαιών σε αντίσταση απέναντι στον περιορισμό της ελευθερίας. Είναι εντυπωσιακό το πως φωνές εντός του συντηρητισμού μπόρεσαν να έχουν πιο καθαρό βλέμμα απέναντι στα καθαυτό ιατρικά – επιδημιολογικά δεδομένα σε σύγκριση με την υστερία του «δημοκρατικού κόμματος» και των παραφυάδων του. Το κομμάτι που διασπάστηκε στο ζήτημα του κόβιντ, το έκανε επειδή το μοντέλο του παραδοσιακού καπιταλισμού, που εκπροσωπεί, αυτού που κοιτάζει το μέλλον κυρίως μέσα από την γερασμένη ματιά του παρελθόντος, θεωρεί ότι οι βέλτιστες συνθήκες της διαιώνισης της εκμετάλλευσης γίνεται με τα παλαιά εργαλεία πολιτικής, και όχι με τα νέα. Βλέπει την κοινωνία κυρίως ως «συνέχεια» παρά ως ασυνέχεια.  Έτσι ο συντηρητισμός τους, αλλά και η αντίδραση τους στην βίαιη ανακοπή της οικονομικής δραστηριότητας τους έσωσε και από την παγίδα της υστερίας. Φυσικά κανένα κοινό μέτωπο δεν μπορούσε να γίνει ανεκτή με αυτό το σκέλος.

Αλλά παράλληλα η κρίση του κορονοιού ήταν και μία επίθεση απέναντι στην αριστερά. Η κρίση του κορονοιού αποτέλεσε μία εξαιρετική ευκαιρία επίλυσης από την πλευρά του κράτους όλων εκείνων των ανηλειμένων υποχρεώσεων που είχε απέναντι στο ταξικό, ανταγωνιστικό κίνημα. Ο περιορισμός κυκλοφορίας, το ότι ξαφνικά η αστυνομία είχε τη δυνατότητα να πετάει πρόστιμα σε όποιον γούσταρε, η εντελώς παράλογη -από υγειονομική άποψη- πρακτική των sms του αυτοφακελώματος αποτέλεσαν τα βασικά εργαλεία που εν μία νυκτί κατήγργησαν το δικαίωμα του συνέρχεσθαι. Με μία ΠΝΠ μπόρεσαν να εγκαθιδρύσουν μία αστυνομική χούντα, ένα μίνι πραξικόπημα. Στην Ελλάδα καβαλόντας το κύμα του κορονοιού, η κυβέρνηση βρήκε την ευκαιρία να περάσει όλο το αντιδραστικό πακέτο μέτρων που είχαν ετοιμάσει με ορίζοντα ολόκληρη τη δεκαετία: πρακτικά κατάργηση του δικαιώματος στην απεργία και την διαδήλωση, ιδιωτικοποίηση των εθνικών δρυμών. Για δύο χρόνια το πεζοδρόμιο δεν μπορούσε να μιλήσει, επειδή ο κόσμος του φοβόταν μήπως αρρωστήσει και πεθάνει. Το κράτος αναβάθμισε την στρατιωτική του ισχύ, με πρόσληψη περισσότερων μπάτσων και αγορά νέων εξοπλισμών ενάντια στον εσωτερικό εχθρό.

Η κρίση του κορονοϊού αποτέλεσε σημαντικό πεδίο πειραματικής εφαρμογής νέων τεχνολογιών οι οποίες τροποποίησαν τον συσχετισμό δύναμης υπέρ των αφεντικών. Τα coronapass, τα qr, τα διάφορα πιστοποιητικά ενδυνάμωσαν τους μηχανισμούς επιτήρησης του κράτους, που για χρόνια προειδοποιούσαν ο Snowden και ο Assange. Το φακέλωμα ολόκληρης της κοινωνίας, το σκάνδαλο με την Palantir, ο έλεγχος των big data αποτελούν σημαντικά στοιχεία αναβάθμισης της δυνατότητας του κράτους να ασκεί πραγματική και συμβολική εξουσία πάνω στην κοινωνία και ιδιαίτερα πάνω στο επανασταστικό κίνημα. Η εξοικείωση των ανθρώπων στην διαρκή λογοδοσία συνιστά μία νέου τύπου «σκλαβιάς» με την συγκρότηση ενός μοντέλου κοινωνίας-φυλακής. Η αποκοινωνικοποίηση, η ριζική αποκοπή των ανθρώπων από τους ζωτικούς τους δεσμούς με την κοινωνία αποτελεί μία πραγματική απειλή για την κοινωνία.  Η κρίση του κορονοιού είναι ένα παράθυρο στο είδος της κοινωνιάς που επωάζει στα μυαλά των αρχουσών τάξεων της αυτοκρατορίας. Οφείλουμε να ασκούμε κριτική απέναντι στα ερωτήματα και τον προσανατολισμό της τεχνο-επιστήμης και των νέων τεχνολογιών. Όποιος δεν το κάνει θα βρεθεί λίαν συντόμως στη θέση να υποστηρίζει -εκ των αριστερών- τις αξίες και τις πολιτικές της κοινωνικής αντίδρασης.

Η κρίση του κορονοιού είχε ως αποτέλεσμα το μασκάρεμα μίας υπαρκτής οικονομικής κρίσης, η οποία είναι η συνέχεια της κρίσης του ’08. Στην πραγματικότητα ο δυτικός καπιταλισμός δεν έχει καταφέρει να ξεπεράσει αυτή την κρίση. Δεν βρισκόμαστε σε κάποιο κύκλο ανάπτυξης του καπιταλισμού, πράγμα το οποίο οφείλεται σε υποκειμενικούς και αντικειμενικούς παράγοντες. Δεν θα μάθουμε ποτέ το κατά πόσον τα λοκ-ντάουν εξυπηρέτησαν και οικονομικούς σκοπούς, δηλαδή ότι αποτέλεσαν ένα ιδιότυπο Λοκ-άουτ, εν μέσω μίας πραγματικής διατάραξης της οικονομικής ζωής στη Δύση. Το σκάνδαλο της απόκρυψης της χορήγησης εγγυήσεων της τάξης των 4,5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ προς τις συστημικές τράπεζες και χρηματοπιστωτικά κέντρα των ΗΠΑ το Σεπτέμβρη του 2019 υποδηλώνει το ότι, στο υποθετικό σενάριο που δεν είχαμε το επιδημικό κύμα του κορονοιού, η δυτική αγορά έτσι και αλλιώς θα αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα. Επίσης η κρίση του πληθωρισμού που βιώνουμε αυτή την στιγμή ως αποτέλεσμα της ποσοτικής χαλάρωσης και της διοχέτευσης δισεκατομμυρίων στην αγορά, δίχως όμως την συνέχιση της παραγωγικής δραστηριότητας είναι επιπλέον σημάδια της χειροτέρευσης της οικονομικής κρίσης. Είναι λοιπόν εύλογο να θεωρήσουμε ότι οικονομικά προβλήματα που κανονικά θα ανάγονταν στην οικονομική κρίση, λόγω των λοκ-ντάουν αποδόθηκαν στην υγειονομική συνθήκη. Ως εκ τούτου η κοινωνική συνείδηση αποπροσανατολίστηκε, θεωρώντας τα λοκ-ντάουν ως πηγή των οικονομικών του προβλημάτων. Φυσικά ο κόσμος αντιμέτωπος μπροστά στο δίλημμα των απολύσεων και των μειώσεων των παροχών έναντι του θανάτου από κορονοιού, ιεράρχησε το δεύτερο, πράγμα το οποίο οδήγησε και στην αδρανοποίηση των οικονομικών αγώνων και την υποχώρηση από την πολιτική αρένα.

Τέλος εν μέσω αυτών των τελευταίων δύο χρόνων, οι κοινωνικές ανισότητες εντός των ξεχωριστών κρατών γιγαντώθηκαν, ενώ η συσσώρευση πλούτου στη Δύση έναντι του παγκόσμιου Νότου αυξήθηκε δραματικά. Στο πλαίσιο αυτών των εξελίξεων πραγματοποιήθηκε και ενός είδους καπιταλιστική ανασυγκρότηση με την βίαιη είσοδο των εταιριών υψηλής τεχνολογίας σε όλο το μήκος και εύρος της παραγωγικής αλυσίδας. Αυτή η διεύρυνση είναι φυσικά αναγκαία, και αναπόδραστη. Ωστόσο οι όροι με τους οποίους αυτό συνέβη αποσκοπούσε και στην καταστροφή ορισμένων μικροαστικών θυλάκων επιβιώνουν, πλάι στην προελαύνουσα συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου. Εντός της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης, την ηγεμονία πλέον την έχουν λάβει οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις που εκπροσωπούν την υψηλή τεχνολογία.  Αυτή η ανασυγκρότηση, έχει ονομαστεί και ως great reset, με την ανάδειξη των FANG στα υψηλότερα επίπεδα κεφαλαιοποίησης στα αμερικανικά χρηματιστήρια.

Η αίσθηση της παρακμής

Με την κρίση του κορονοιού, το κράτος έκτακτης ανάγκης προβάλλει στην αναπτυγμένη του μορφή στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό. Μέχρι τότε, στις προηγούμενες κρίσεις εμφανιζόταν σε πολύ συγκεκριμένες καταστάσεις. Όμως τώρα, προβάλλει στη πλήρη του διάσταση, δεν διαπραγματεύεται με κανέναν, δεν αναφέρεται σε κανέναν, καταλύει κάθε είδους δικαιώματα και υλοποιεί το πρόγραμμα του ως ωμή βία. Αποτέλεσε εκδήλωση μίας προσπάθειας του συστήματος να αποκαθαρθεί από όσους μηχανισμούς του παρελθόντος έχουν καταστεί πλέον δυσλειτουργικοί για το μέλλον του ιμπεριαλισμού. Στη θέση των επιμέρους εθνικισμών της αυτοκρατορίας, ο αυτοκρατορισμός ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο, διχοτομώντας τις κοινωνίες σε ψεκασμένους και επιστήμονες με τους πρώτους να εξωστρακιζόνται με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Ο δυτικός προοδευτικός επαναεπικυρώθηκε στην πολιτική αρένα ως ορθολογιστής, ενώ όσοι αντιπολιτεύτηκαν την υγειονομική καταστολή από τα δεξιά και τα αριστερά θεωρήθηκαν ψεκασμένοι.

Αν η κρίση του κορονοϊού ξεκαθάρισε τις ανειλημμένες πολιτικές υποχρεώσεις στο εσωτερικό, το Ουκρανικό εκφράζει την διάθεση ξεκαθαρίσματος των υποχρεώσεων στο εξωτερικό. Με την στρατιωτικοποίηση της αντιπαράθεσης με τη Ρωσία στην Ουκρανία, η Δύση περνά το Ρουβίκωνα ως προς τις διαθέσεις της απέναντι στη Ρωσία και την Κίνα. Τα πρόχειρα μπαλώματα της παγκοσμιοποίησης ξεσκίζονται και σε όλο το πλανήτη εμφανίζονται πλέον σαφή στρατιωτικά ρήγματα, στα οποία η Δύση θα κληθεί εκ νέου να επικυρώσει την αποικιακή της θέση στον πλανήτη. Ο φιλελευθερισμός, η πολιτική ορθότητα και οι ανοιχτοί ναζί θα κληθούν όλοι μαζί -αλλά και σε αντιπαλότητα- να λύσουν το πρόβλημα της διατήρησης της ηγεμονίας της Δύσης. Το κατά πόσον η διατήρηση της ηγεμονίας θα διεκδικηθεί στο όνομα της πολυπολιτισμικότητας ή θα παλινδρομήσει στον καθαρόαιμο ναζισμό θα αποτελέσει πραγματικό διακύβευμα για το μέλλον της πολιτικής ζωής της Δύσης.

Παράλληλα βλέπουμε ότι η συνθήκη της έκτακτης ανάγκης να επεκτείνονται σε όλο το εύρος και μήκος της πολιτικής ζωής της αυτοκρατορίας. Η αυτοκρατορία δεν επιθυμεί έναν χαλαρό αγώνα στα όρια της επικράτειας της, αλλά το φανατισμό των πάντων στο μεθύσι της κατασυκοφάντησης της Ρωσίας, της Κίνας και όσων υποκειμένων τολμούν να αμφισβητήσουν την τάξη πραγμάτων.  Όπως έδειξε και η εμπειρία του κορονοϊού, θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι για το «περιεχόμενο» πάνω στο οποίο θα εκδηλώσει το σύστημα τις αντιφάσεις του. Η ίδια γνώριμη υστερία αναδύεται και σε όποια συζήτηση αφορά και την Κλιματική Αλλαγή. Υπαρκτά συμπτώματα (ως προς την υπερθέρμανση του πλανήτη) διαμεσολαβούνται από τον πολιτικό λόγο της άρχουσας τάξης με την ίδια υστερία, μιλώντας για κλιματική κρίση και βομβαρδίζοντας την κοινή γνώση ότι έχουμε «λίγα μόλις χρόνια» για να αντιστραφεί η κατάσταση. Το πρόταγμα της αποβιομηχανοποίησης, του ορισμού ρητρών ενεργειακής κατανάλωσης βαδίζουν στο ίδιο μονοπάτι της τιμωρητικής ατομικής ευθύνης, την ίδια στιγμή που η άρχουσα τάξη συνεχίζει να κάνει τα γλέντια της χωρίς καμία απολύτως συνέπεια.

Η ίδια γνώριμη δυσωδία αναδύεται πλέον από τον αυτοκρατορικό λόγο. Οι δημοσιογραφικές παραπλανήσεις για την Μπούτσα, η τρομοϋστερία για τα θανατόμετρα, η μόνιμη υστερία για το ανέβασμα της στάθμης της θάλασσας,  παρότι όλα μπορεί να αντανακλούν -έως ένα βαθμό- πραγματικές καταστάσεις, παραμορφώνονται από τον αυτοκρατορικό λόγο για να εκφοβιστεί ο πληθυσμός. Από παντού η μόνιμη επωδός είναι η προσοχή και προσωπική ευθύνη, είτε αυτό αφορά την μετάδοση του κορονοιού, την ατομική κατανάλωση ενέργειας ή πλαστικών και διοξειδίου του άνθρακα. Όλως τυχαίως οι μόνες λύσεις που προτείνονται για την επίλυση αυτών των προβλημάτων είναι η περαιτέρω στρατιωτικοποίηση της ζωής και η απώλεια ελευθεριών. Η στρατιωτικοποίηση των αεροδρομίων μετά την 9/11, η αποδοχή της δυνατότητας του κράτους να κάνει παρακολουθήσεις χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν, το ξεφύτρωμα των διαφόρων Γκουαντανάμο, τα λοκντάουν και οι υποχρεωτικότητες, η απαγόρευση των ρωσικών ΜΜΕ, η διασπορά ρατσιστικής προπαγάνδας απέναντι στους ρώσους και τους κινέζους, όλα αυτά είναι συμπτώματα της ίδιας υστερίας, της ίδιας συνθήκης έκτακτης ανάγκης που αγκαλιάζει όλη τη ζωή.

Είναι σαφές ότι όλες αυτές οι πλευρές εκφράζουν χαρακτηριστικά καταστροφής παραγωγικών δυνάμεων και ανθρώπινου δυναμικού. Φαίνεται πως ο μόνος τρόπος για να ξεπεράσει το σύστημα την κρίση του είναι ο παρατεταμένος πόλεμος στο εσωτερικό και το εξωτερικό, η εσωτερική του ανασυγκρότηση και το τσάκισμα όσων θέτουν εμπόδια στη περαιτέρω του ανάπτυξη. Δεν την ενδιαφέρει ακριβώς η διασάλευση της εμπορικής αλυσίδας, η καταστροφή και ορισμένων τμημάτων της κοινωνίας. Η έκτακτη συνθήκη είναι οι σάλπιγγες του πολέμου που προετοιμάζουν τον πληθυσμό για την μεγάλη σύγκρουση.  Στην τελική ας θυμηθούμε ότι το ίδιο σύστημα γέννησε τους δύο παγκοσμίους πολέμους που κατέστρεψαν την ανθρωπότητα στον 20ο αιώνα. Η Ρώμη έχει γεράσει. Και βγάζει μόνο τοξικότητα, καταστολή και τρέλα. Είναι ο εθνικισμός του 21ου αιώνα, της κατάρρευσης, της παρακμής. Χρέος των κομμουνιστών είναι να μην επιτρέψουν την επίλυση των αντιφάσεων με όρους που θα επιτρέψουν την επιβίωση του σύγχρονου ιμπεριαλισμού. Όσο και αν ο μη ιμπεριαλιστικός κόσμος διεξάγει ένα δίκαιο αγώνα, οι κομμουνιστές δεν πρέπει να ταυτιστούν με τα εθνικά τους προγράμματα. Αλλά να παλέψει για τον μόνο κόσμο υπό τον οποίο η ανθρωπότητα θα ζει συναδελφωμένη, τον Κομμουνισμό.


[i] https://data.oecd.org/fdi/fdi-stocks.htm#indicator-chart

[ii] https://monthlyreview.org/2021/07/01/china-imperialism-or-semi-periphery/

[iii] https://monthlyreview.org/2021/07/01/china-imperialism-or-semi-periphery/

[iv] https://www.amazon.com/Super-Imperialism-Origin-Fundamentals-Dominance/dp/0745319890

[v] https://www.amazon.com/JUNK-ECONOMICS-GUIDE-REALITY-DECEPTION/dp/3981484258

[vi] https://www.universityworldnews.com/post.php?story=20200226122508451&fbclid=IwAR0xc5Wipj3exx7AckIoXHVnuBvRz9Sa5LaVzFMfqVQC7wbZa_eAIFbIrIg

Ανάρτηση από: https://avantgarde2009.wordpress.com/