«Το σκάνδαλο των τηλεφωνικών υποκλοπών δημοσιογράφων από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών δεν έχει ακόμη διαλευκανθεί, όπως και η περίπτωση της δολοφονίας του βετεράνου αστυνομικού ρεπόρτερ Γιώργου Καραϊβάζ το 2021. Οι αγωγές SLAPP είναι συνήθεις» αναφέρουν οι RSF.
«Η εμπιστοσύνη του πληθυσμού στα μέσα ενημέρωσης είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη εδώ και πολλά χρόνια. Λίγοι μεγάλοι ιδιωτικοί όμιλοι, όπως η Alter Ego Media, συνυπάρχουν με εκατοντάδες ειδησεογραφικούς ιστότοπους, γεγονός που συμβάλλει στον έντονο κατακερματισμό του τοπίου των μέσων ενημέρωσης. Ομοίως, λίγοι επιχειρηματίες διευθύνουν τη συντριπτική πλειοψηφία των μέσων ενημέρωσης, ενώ παράλληλα εμπλέκονται και σε άλλους επιχειρηματικούς τομείς με υψηλή ρύθμιση. Ορισμένοι από αυτούς έχουν στενούς δεσμούς με την πολιτική ελίτ της χώρας. Ως αποτέλεσμα, ο Τύπος είναι πολύ πολωμένος» σημειώνουν για το τοπίο στα ΜΜΕ.
Αναφορικά με το πολιτικό πλαίσιο, οι RSF προσθέτουν πως «ο κυβερνητικός εκπρόσωπος είναι υπεύθυνος για την εποπτεία των δημόσιων μέσων ενημέρωσης, γεγονός που θέτει σε κίνδυνο τη συντακτική τους ανεξαρτησία. Η ρυθμιστική αρχή ραδιοτηλεόρασης, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ), που κατηγορείται ότι είναι αργό και αναποτελεσματικό, δεν έχει ανανεωθεί σημαντικά ούτε από τη σημερινή ούτε από την προηγούμενη κυβέρνηση. Η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ), η οποία εποπτεύεται από τον πρωθυπουργό, συμμετείχε στην παρακολούθηση δημοσιογράφων, πολλοί από τους οποίους έγιναν στόχος του κατασκοπευτικού λογισμικού Predator».Για το νομικό πλαίσιο σημειώνουν πως «παρά τις συνταγματικές εγγυήσεις, η ελευθερία του Τύπου έχει αμφισβητηθεί σε νομοθετικό επίπεδο. Οι νέοι νόμοι που ψηφίστηκαν από το Κοινοβούλιο ως απάντηση στο σκάνδαλο υποκλοπών Predatorgate αποσκοπούν στην καλύτερη προστασία των πολιτών από την αυθαίρετη παρακολούθηση, αλλά υπολείπονται των ευρωπαϊκών προτύπων, ενώ το Ανώτατο Δικαστήριο απάλλαξε την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ) από την εμπλοκή της στο σκάνδαλο. Ένα νομοσχέδιο για τα μέσα ενημέρωσης οδήγησε στη δημιουργία μιας αμφιλεγόμενης επιτροπής δεοντολογίας».
«Η οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας, σε συνδυασμό με τη μείωση του αναγνωστικού κοινού και των διαφημιστικών προϋπολογισμών, έθεσε υπό αμφισβήτηση τη μακροπρόθεσμη επιβίωση πολλών μέσων ενημέρωσης. Ο αντίκτυπος της νέας νομοθεσίας που αποσκοπεί στην αύξηση της διαφάνειας της ιδιοκτησίας και της χρηματοδότησης των μέσων ενημέρωσης μένει να φανεί» αναφέρουν για το οικονομικό πλαίσιο.
Επιπλέον, σχετικά με το κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο σημειώνουν πως «οι εγκαταστάσεις ορισμένων μέσων ενημέρωσης δέχονται τακτικά επιθέσεις από ακροαριστερούς και ακροδεξιούς ακτιβιστές που τα θεωρούν ιδεολογικούς εχθρούς. Επιπλέον, οι γυναίκες δημοσιογράφοι αντιμετωπίζουν συχνά σεξισμό στο χώρο εργασίας».
«Η αστυνομία καταφεύγει τακτικά στη βία και σε αυθαίρετες απαγορεύσεις για να παρεμποδίσει τη δημοσιογραφική κάλυψη των διαδηλώσεων και της προσφυγικής κρίσης στα ελληνικά νησιά. Δημοσιογράφοι έχουν πέσει θύματα σωματικών επιθέσεων κατά τη διάρκεια αθλητικών εκδηλώσεων και μπροστά από τα σπίτια τους. Η δολοφονία του βετεράνου αστυνομικού ρεπόρτερ Γιώργου Καραϊβάζ, ο οποίος πυροβολήθηκε μέρα μεσημέρι μπροστά από το σπίτι του στην Αθήνα το 2021, δεν έχει ακόμη διαλευκανθεί, ενώ δύο ύποπτοι αθωώθηκαν το 2024. Το περιορισμένο πεδίο εφαρμογής μιας ομάδας εργασίας για την προστασία των δημοσιογράφων την εμποδίζει να αντιμετωπίσει τη συστημική κρίση της ελληνικής δημοσιογραφίας» καταλήγουν οι RSF αναφερόμενοι στην ασφάλεια των δημοσιογράφων.
Ανάρτηση από: https://thepressproject.gr/