Κυριακή 30 Ιουνίου 2013

Έχει όνομα: τη λένε Βαρβάρα Αργυρίου. Και ήταν η μητέρα μου

Του γιου της Πέτρου Αργυρίου 

(Η μητέρα μου Βαρβάρα Αργυρίου, με την λατρεμένη της κορούλα, Καλοκαίρι 2012)


Δεν κρατάω πλέον λογαριασμό για τις αυτοκτονίες της κρίσης. Είμαι όμως απόλυτα βέβαιος ότι από χθες είναι +1. Και είμαι τόσο βέβαιος, γιατί αυτό το +1 που προστέθηκε στα μαθηματικά του θανάτου ήταν… η μητέρα μου.
Από τους γονείς μου αποσυνδέθηκα συναισθηματικά πολύ νωρίς γιατί εκείνοι υποστήριζαν το σύστημα και με προετοίμαζαν για αυτό όπως κάναν όλοι οι νοικοκυραίοι της εποχής.
Στα εφηβικά μου μάτια, η συναισθηματική μου απομάκρυνση από τους γονείς μου ήταν μια τιτάνια μάχη κατά του συστήματος που γνώριζα από τα μικρά μου πόσο στρεβλό και διεφθαρμένο ήταν χωρίς να χρειάζομαι κάποια δηλητηριώδη πολιτική κατήχηση για να με προγραμματίσει.
Φυσικά, όσο δίκιο και αν είχα, είχα άδικο. Γιατί οι γονείς μου, όπως εκατομμύρια άλλοι γονείς, ήταν απλοί και αφελείς άνθρωποι που παγιδεύτηκαν από την γαλαντόμο τοκογλυφία του συστήματος της εποχής τους.
Σφάλμα θανάσιμο για αυτούς και τη γενιά μου και όσες άλλες γενιές απομένουν να ρθουν, αλλά σφάλμα που οφειλόταν στην άγνοια.
Ακριβώς χάρη στην πρόωρη αποσύνδεση μου και στην απόρριψη όλων των γονεϊκών στερεότυπων μπορώ αντικειμενικότατα να σας πω:
Η μάνα μου ήταν αγία. Όπου έβλεπε ανάγκη έστεργε. Πέρασε χρόνια ολόκληρα στα νοσοκομεία της ντροπής και της οδύνης και έκανε εθελοντικά τη νοσηλεύτρια και την ψυχοπομπό σε δεκάδες συγγενείς, γνωστούς και αγνώστους.
Αγκάλιαζε όποιο παιδί βρισκόταν στο διάβα της.
Η ψυχή της δεν είχε το παραμικρό ψεγάδι. Τον παραμικρό δόλο.
Η ανεξάντλητη αγάπη της ήταν η συνδετική κόλλα για την οικογένεια όλη.
Αεικίνητη, με μια ζωντάνια που έβαζε κάτω όλα της τα παιδιά μαζί.
Σήκωσε τόσους σταυρούς αγόγγυστα. Ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκε για τίποτα. Δε ζήτησε τίποτα.
Όλα για τους άλλους.
Η Βαρβάρα για όλους και κανείς για τη Βαρβάρα. Δε καταδεχόταν να ζητήσει βοήθεια.
Τα τελευταία χρόνια ήταν τα πιο δύσκολα της ζωής της, ακόμη και με τα τόσα που είχε περάσει.
Η κρίση μπήκε στη ζωή της, στο νοικοκυριό της. Το μέλλον των τριών παιδιών της, όλα τους σπουδαγμένα, πουθενά στον ορίζοντα. Η σύνταξη του άντρα της καρατομήθηκε βάναυσα. Σύνταξη δουλεμένη και πληρωμένη μέχρι την τελευταία της στιγμή πήγε κάτω από το μισό.  Σύνταξη κλεμμένη από τους πολιτικούς αλήτες.
Η γκρίνια του πατέρα καθημερινή. Η πίεση αφόρητη. Η ψυχική επίθεση από τα μήντια που ήθελαν να μας κάνουν να συμμορφωθούμε με τη μαζική κλοπή περιουσιών, αξιοπρέπειας και ζωής, αδιάκοπη.
Η μάνα σήκωνε τους σταυρούς όλων. Δούλευε ασταμάτητα στο νοικοκυριό της, με νυχτερινά τιμολόγια για να σώσει κανά ευρώ.
Αμείλικτη με τον εαυτό της. Αδυσώπητη. Κοιμόταν 4 ώρες την ημέρα για να τα έχει όλα στην εντέλεια.
Πριν από 20 μέρες, αιφνίδια, κάτω από όλη αυτή την πίεση και με τον όλο πόνο που είχε στωικά συσσωρεύσει η καλή μου μάνα κατέρρευσε.
Το μικροσκοπικό ζωντόβολο με την τόση ζωή έγινε σκιά του εαυτού της.
Δεν ήθελε να φάει. Δεν ήθελε να μιλήσει.
Μάταιοι οι γιατροί.
Κάποτε η μάνα μου, με τις εκλάμψεις θυμοσοφίας που είχε, με είχε αγγίξει βαθύτατα λέγοντας μου: Παιδί μου σε θαυμάζω: Είσαι σαν το φοίνικα. Κάθε φορά που πέφτεις σηκώνεσαι.
Προσπάθησα να της αντιγυρίσω το δάνειο ψυχής. Να της πω μάνα, θυμάσαι; Φοίνικας είσαι και εσύ.
Μα το σκοτάδι είχε σβήσει τον σπινθήρα της,
Μες στη θολούρα της έλεγε παλαβομάρες. Έλεγε στα παιδιά της, σε εμάς, πως αυτή μας δολοφόνησε.  Πως μας κατέστρεψε. Ζητούσε κατανόηση για το έγκλημα της. Ζητούσε να παραδοθεί στους αστυνομικούς. Ζητούσε την παραδειγματική τιμωρία της. Τιμωρία γιατί όλη τη ζωή της ήταν αγία.
Η τηλεόραση μιλούσε από μέσα της. Έλεγε πως αυτή τα έφαγε όλα. Τα δισεκατομμύρια. Αυτή τα έκλεψε. Ζητούσε να παραδοθεί στην αστυνομία.
Καταλάβαινε το σκοτάδι στο μυαλό της. Την ήξερε την αρρώστια πολύ καλά τόσους και τόσους που είχε συνοδοιπορήσει καρτερικά στο τελευταίο τους της ζωής ταξίδι.
Δε θα παραδιδόταν στην ασθένεια.
Τη χάσαμε μέσα από τα χέρια μας.
Όταν άλλοι στην ηλικία  της τρέμουν το θάνατο, αυτή, εκείνα τα μοιραία δευτερόλεπτα που ο πατέρας μου πήγε να σβήσει το μάτι της κουζίνας, άνοιξε το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας και έκανε την ηρωική της έξοδο. Σιωπηλά, αδιαμαρτύρητα, πήρε τους σταυρούς της μαζί της, να βαρύνει το σώμα της πούπουλο των 43 κιλών, να την πάρει στα σοβαρά ο θάνατος που εκείνη πάντα τον έπαιρνε αψήφιστα σε σχέση με τον εαυτό της.  
Δεν έκανε ο θάνατος ηρωίδα τη μάνα μου. Όχι όπως έγινε με τον ήρωα Δημήτρη Χρίστουλα. Ηρωίδα ήταν η μάνα μου στην καθημερινότητα της. Μια μικρή καθημερινή ηρωίδα.
Ακούσαμε κραυγές από κάτω.
Μόλις την είδαμε από το μπαλκόνι πεσμένη δίπλα στα σκουπίδια, ο καθένας από εμάς, από την οικογένεια της που λάτρευε, σπάσαμε. Η κολώνα του σπιτιού μας είχε σπάσει, τα κόκκαλα της είχαν σπάσει.
Πέσαμε ο καθένας από εμάς σαν χάρτινοι πύργοι στο πάτωμα σφαδάζοντας από τους λυγμούς.    
Κατεβήκαμε κάτω, μέσα στο κεραυνόπληκτο πλήθος.
Η μάνα μας μας άφησε έτσι όπως την θυμόμασταν: ούτε αμιχή. Ούτε σταγόνα αίματος να κηλιδώσει την όψη της.
Όλα μέσα της. Όλη η ζημιά εσωτερικά. Όπως στη ζωή, έτσι και στο θάνατο. Το κοριτσάκι μας.
Ο πατέρας μου τραβούσε τα μαλλιά του. Το σπουργιτάκι μου. Το κατσικάκι μου. Αχ περιστεράκι μου!
Ήταν ακόμη ερωτευμένος μαζί της, με την σύντροφο της ζωής του. Δεν έκλαιγε για αυτόν. Για εκείνη έκλεγε. Κανείς δεν έκλαιγε για τον εαυτό του. Όλοι κλαίγαμε που χάθηκε κάτι τόσο σπάνιο.
Είμαι δολοφόνος φώναζε ο πατέρας μου. Είμαι εγκληματίας.
Όχι ο πατέρας μου δεν ήταν δολοφόνος. Ένας καλός άνθρωπος είναι. Χωρίς πλέον τη λατρεμένη του σύντροφο.
Η μάνα μου δεν άφησε σημείωμα. Δεν προλάβαμε να πούμε ένα αντίο, να ακούσουμε τις τελευταίες της επιθυμίες, να της κρατήσουμε το χέρι, να της χαϊδέψουμε τα μαλλιά, να της δώσουμε ένα φιλί στο μάγουλο. Έφυγε μπροστάρησα, περήφανη και μόνη.
Ο θάνατος της μάνας μου θα μας αφήσει με ακόμη περισσότερα χρέη. Όπως είχα προβλέψει χρόνια πριν για τη χώρα, μετά βίας μπορούμε να θάψουμε τον νεκρό μας, τόσο ζωντανό μέχρι πριν από μερικές στιγμές.
Μας άφησε όμως μια πλούσια κληρονομιά. Την τεράστια ψυχή της. Ένα μικρό κομματάκι από την ψυχή της να δέσει τη ραγισμένα μας από τον τόσο άδικο χαμό της καρδιά μας. Να μας κάνει όχι σκληρότερους αλλά καλύτερους ανθρώπους. Μια κληρονομιά που οφείλουμε να τιμήσουμε. Ελπίζω, μόνο να ελπίζω μπορώ, πως θα φανούμε αντάξιοι του κληροδοτήματος της. Της αγάπης της για όλους τους ανθρώπους.
Ήμουν από τους πρώτους που κατέδειξα το θέμα των αυτοκτονιών της κρίσης. Μια από αυτές ήρθε και στοίχειωσε το σπίτι μας και τη ζωή μας.
Η μάνα μου προσπαθούσε να μας πείσει πως ήταν δολοφόνος. Πως μας σκότωσε. Η μάνα μου δεν ήταν δολοφόνος. Ήταν αγία.
Ο πατέρας μου φώναζε πως ήταν δολοφόνος. Πως την άφησε να πεθάνει. Δεν είναι δολοφόνος. Είναι ένας καλός άνθρωπος.
Ούτε εγώ είμαι δολοφόνος ούτε κανένας από την οικογένεια μου.
Ξέρω όμως ποιος είναι ο δολοφόνος της μάνας μου. Δεν ήταν το χέρι του βέβαια που την έσπρωξε από το παράθυρο. Αυτό έγινε με τη δική της βούληση και με το ανίκητο της, ηρωικό σχεδόν πείσμα στην αξιοπρέπεια.
Ήταν όμως αυτός ο δολοφόνος που έβαλε τη μεγάλη και ασήκωτη κοτρώνα πάνω στην πλάτη της, ακριβώς πάνω από τους σταυρούς της που για δεκαετίες  πρόθυμα και αγόγγυστα σήκωνε με τα 43 της κιλά.  
Ήταν όμως αυτός που την ανάγκασε, αυτή την αεικίνητη ακαταπόνητη γυναίκα να ακινητοποιηθεί στο κρεβάτι της ντροπής δίπλα στο παράθυρο στης απόδρασης της από την ζωή. Και μόνο αυτό το παράθυρο μπορούσε να δει πλέον σαν έξοδο από ένα πόνο εσωτερικό τόσο φριχτό που ούτε να τον ψελλίσει δεν μπορούσε.  
Αυτός ο δολοφόνος, ο κατά συρροή δολοφόνος με την άδεια και την ασυλία να σκοτώνει με δηλητήρια ή σιγαστήρα, είναι το πολιτικό σύστημα της χώρας.  Και για αυτό το τέρας πρέπει να επανέλθει η θανατική ποινή.

Καλή ανάπαυση Βαρβάρα μας, γλυκό μας κοριτσάκι!!! 

Ανάρτηση από: http://agriazwa.blogspot.gr