Του Δημήτρη Πατέλη
Πολύς λόγος γίνεται τελευταία περί αξιοκρατίας και περί ίσων ευκαιριών. Γιατί άραγε; Από που προέκυψαν αυτές οι όροι και σε τί αποσκοπούν όσοι του έχουν κάνει σημαία τους; Ας ανατρέξουμε λίγο στην ιστορία και το κοινωνικό περιεχόμενο αυτών των ιδεών.
Το ιδεολόγημα της «αξιοκρατίας» εκφράζει παραστατικά το μηχανισμό ιδεολογικής αφομοίωσης των κυρίαρχων κεφαλαιοκρατικών σχέσεων και της κυρίαρχης ιδεολογίας της αστικής τάξης. Βάσει αυτού του ιδεολογήματος ο καθ’ ένας πρέπει να συμμορφώνεται με τη θέση και το ρόλο του στην κοινωνία γιατί κατέχει αυτό που του αξίζει ( Young M., Bell D. κ.α.). Το κυρίαρχο σύστημα σχέσεων παραγωγής, η κυριαρχία του κεφαλαίου, οι βαθύτατες ταξικές αντιθέσεις και η ιεραρχία βάσει της κλίμακας της διαθέσιμης ιδιωτικής ιδιοκτησίας μέσων παραγωγής, βάσει της άντλησης υπεραξίας από τη μισθωτή εργασία, θεωρείται εδώ ως κάτι το δεδομένο, σαν να πρόκειται για αδιαμφισβήτητο και ακλόνητο φυσικό φαινόμενο… Τα περί «γνήσιας», «άδολης», «μη πελατειακής» κλπ. αξιοκρατίας δεν θίγουν την ουσία του προβλήματος, δεν αγγίζουν το πρόβλημα της εκμετάλλευσης και των συνακόλουθων κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων ατόμων, ομάδων, τάξεων, λαών, περιφερειών κ.λπ. Απλώς ανάγουν το όλο πρόβλημα σε καθαρά «διαδικαστικό-διαχειριστικό», μεταθέτοντάς το παρελκυστικά στην ύπαρξη ή στην απουσία μηχανισμού διασφάλισης «σωστής» αξιοκρατίας ή στην πιο «αντικειμενική» αποτίμηση, στην «καλύτερη» αξιολόγηση, στον «σωστό» καθορισμό της «τιμής» που πρεσβεύει το κάθε άτομο, η κάθε κοινωνική ομάδα και τάξη στο παζάρι των αξιών, στην αγορά «αξίων» και «αναξίων»…Στην κυριολεξία σημαίνει εξουσία που στηρίζεται στις αξίες.
Τον όρο «αξιοκρατία» επινόησε και εισήγαγε ο Άγγλος κοινωνιολόγος Μάικελ Γιανγκ (Young, 1870-1933) στο αντιουτοπικό έργο του Η άνοδος της αξιοκρατίας (The Rise of the Meritocracy). Ο όρος υποδηλώνει την κυβέρνηση εκ μέρους εκείνων που θεωρούνται ότι είναι φορείς ανώτερης αξίας. Ο Γιανγκ σατίριζε την επαπειλούμενη άνοδο στην εξουσία μιας νέας ολιγαρχίας, η οποία θα προέβαλλε και θα δικαιολογούσε την κυριαρχία της με το επιχείρημα ότι αποτελείται από τους πλέον νοήμονες, ικανούς και ενεργητικούς εκπροσώπους του λαού. Αυτοί ως φορείς ανώτερης αξίας επισημαίνονται από την παιδική τους ηλικία και επιλέγονται για μιαν ειδική εντατική εκπαίδευση, χαρακτηριστικό της οποίας είναι η μανιώδη επιδίωξη αλλεπάλληλων αξιολογήσεων, βάσει μετρήσεων (με τεστ, εξετάσεις, δοκιμασίες κ.λπ.) ποσοτικοποιημένων δεικτών των επιδόσεων και των προσόντων που διαθέτουν.
Οι εκπρόσωποι της νεοσυντηρητικής-νεοφιλελεύθερης κοινωνιολογικής σκέψης αντέστρεψαν το αυτοκαταστροφικό αρνητικό περιεχόμενο του αντιουτοπικού οράματος του Γιανγκ περί «αξιοκρατίας», προσδίδοντας στον όρο θετικό και επιθετικό περιεχόμενο. Μετέτρεψαν έτσι τη φρίκη του ακραίου ανταγωνισμού τεχνοκρατικού-κανιβαλικού τύπου που προσπάθησε να αναδείξει και να στηλιτεύσει ο Γιανγκ (με σαφείς αναφορές στον εκφασισμό των κοινωνιών του μεσοπολέμου) σε ιδανική κατάσταση, σε ιδεώδες του νεοσυντηρητισμού-νεοφιλελευθερισμού, σε ένα νέου τύπου επιθετικό «ελιτισμό». Έτσι προέκυψε μια νέα απολογητική «θεωρία», ή ακριβέστερα εκείνο το επιθετικό προπαγανδιστικό ιδεολόγημα περί «αξιοκρατίας» (ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, με το έργο ιδεολογικών συστατικών στοιχείων των πιο επιθετικών κύκλων του κεφαλαίου, όπως ο Ντάνιελ Μπελ, ο Ζμπίγκνιεφ Μπρζεζίνσκι, Μ. Πλάτνερ κ.ά.). Το ιδεολόγημα αυτό συνδυάστηκε με το έργο της νεοφιλελεύθερης σχολής του Σικάγου (Μίλτον Φρίντμαν, Φρίντριχ Χάγιεκ κ.ά.). Η αναγόρευση αυτού του ιδεολογήματος σε κυρίαρχο ιδεολογικό δόγμα συνδέεται με τα καθεστώτα των Μ. Θάτσερ στη Μ.Β., του Ρ. Ρέιγκαν στις ΗΠΑ, του φασίστα δικτάτορα Α. Πινοσέτ στη Χιλή, κ.ά., ως εκ των ων ουκ άνευ στοιχείο ενός νέου σταδίου της κεφαλαιοκρατικής-ιμπεριαλιστικής αναδιάρθρωσης των μηχανισμών κεφαλαιακής συσσώρευσης από το πλέον επιθετικό Πολυεθνικό Μονοπωλιακό Κεφάλαιο, στον αντίποδα των παγιωμένων μεταπολεμικά εκδοχών κεινσιανού τύπου Κρατικομονοπωλιακής διαχείρισης, με τα συνακόλουθα ιδεολογήματα και πρακτικές της σοσιαλδημοκρατίας, της «λαϊκής δεξιάς», του «κράτους πρόνοιας», του «κοινωνικού κράτους». Η απογείωσή του επήλθε με τη χρήση σε ευρεία κλίμακα κατακτήσεων του Β’ σταδίου της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης απ’ το κεφάλαιο και με την επικράτηση αστικών αντεπαναστάσεων και την κεφαλαιοκρατική παλινόρθωση στην ΕΣΣΔ και στις περισσότερες χώρες του πρώιμου σοσιαλισμού, οπότε, έγινε σχεδόν συνώνυμο των ιδεολογημάτων και πρακτικών της ιμπεριαλιστικής «παγκοσμιοποίησης». Εδώ τα περί αξιοκρατίας δόγματα συνδέονται με την επιδίωξη πλήρους ελευθερίας για το πολυεθνικό μονοπωλιακό κεφάλαιο σε παγκόσμια κλίμακα, γενίκευσης των ιδιωτικοποιήσεων-αποκρατικοποιήσεων, διάλυσης του όποιου «κράτους πρόνοιας» (με αντίστοιχη αναβάθμιση των κατασταλτικών λειτουργιών του αστικού κράτους) και «απελευθέρωσης»-απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων, ενώ ο νεοφιλελεύθερος «αντικρατισμός» συνδέεται οργανικά με τον αντισοβιετισμό-αντικομμουνισμό…
Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι η αστική τάξη δεν είχε ανέκαθεν αυτά τα ιδεολογήματα. Σε όλες τις κοινωνικοφιλοσοφικές αντιλήψεις της κλασικής αστικής παράδοσης κεντρική θέση καταλαμβάνουν τα λεγόμενα «έμφυτα δικαιώματα» του ανθρώπου, την ουσία των οποίων ανέδειξε καυστικά ο Κ. Μαρξ στο “Κεφάλαιο” : η «ελευθερία», η «ισότητα», η (ιδιωτική) «ιδιοκτησία» και ο ωφελιμισμός, το οικονομικό και κοινωνικοπολιτικό περιεχόμενο των οποίων, παρ’ όλες τις περί του αντιθέτου αυταπάτες που χαρακτηρίζουν το λόγο που αρθρώνουν οι θιασώτες αυτής της παράδοσης, είναι δέσμιο του ορίζοντα της αστικής τάξης. Στον τομέα της κοινωνικής φιλοσοφίας, για την ανερχόμενη αστική τάξη π.χ. των αρχών του 19ου αι., η κοινωνία, η οποία προβάλλει στην επιφάνεια ως συνονθύλευμα αποκομμένων ατόμων – «ροβινσώνων», γίνεται αντιληπτή στο πνεύμα του φυσικού δικαίου. Εκτός από τα οντογενετικά – φυσικά γνωρίσματα του μεμονωμένου ατόμου και συγκεχυμένα μαζί με αυτά εντοπίζονται από την αστική συνείδηση και μερικά γνωρίσματα συγκεκριμένου ιστορικού χαρακτήρα, στα οποία ωστόσο, προσδίδεται ανιστορικός, φυσικός και έμφυτος χαρακτήρας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο στην κλασική αστική αντίληψη εκπρόσωπος του είδους homo sapiens ταυτίζεται εν πολλοίς με τον «homo oeconomicus». Η ιδιοτελής και εγωιστική συμπεριφορά των ορμώμενων από το ίδιον συμφέρον τους (self interest) ατόμων (των «λελογισμένων εγωιστών»), συνιστά κατά την κλασική σκέψη ως δια μαγείας προϋπόθεση της «φυσικής» κοινωνικής και οικονομικής αρμονίας και ισορροπίας (το αόρατο χέρι της αγοράς κατά τον Smith). Η «φυσική τάξη», ο ορθολογισμός και η ηθικότητα, θεωρούνται a priori ιδιότητες των οικονομικών νόμων που προβάλλει ο οικονομικός φιλελευθερισμός της κλασικής οικονομικής σκέψης. Η διάγνωση αυτών των νόμων, στο βαθμό που υφίστανται ακόμα οι φεουδαρχικού – απολυταρχικού χαρακτήρα σχέσεις ή κατάλοιπά τους, τροφοδοτεί τα πολιτικά αιτήματα, και τις διεκδικήσεις της ανερχόμενης αστικής τάξης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο «οντολογική» – ορθολογική επιστημονική έρευνα και ηθικοπολιτικός «δεοντολογισμός» περιπλέκονται στην αστική σκέψη ως αναπόσπαστες πτυχές του συνδεόμενου με το διαφωτισμό οικονομικού και πολιτικού φιλελευθερισμού (βλ. και Δ. Πατέλης. Δικαιοσύνη και προοπτικές ενοποίησης της ανθρωπότητας. «Αξίες και δικαιοσύνη στην εποχή της οικουμενικότητας», επιμ. Κ. Βουδούρη, Ε. Μαραγγιανού, ΙΩΝΙΑ, Αθήνα, 2007, σ. 180-194.). Τότε ακόμα η αστική τάξη επιτελούσε προοδευτικό ρόλο. Σήμερα;
Στην ουσία, η νεοσυντηρητική-νεοφιλελεύθερη εκδοχή της αξιοκρατίας που κυριαρχεί από τα τέλη του 20ου αι., στρέφεται κατά της ίδιας της ιδέας της κοινωνικής ανάπτυξης και επιδιώκει να δικαιολογήσει τα προνόμια της άρχουσας τάξης, προβάλλοντάς την ως «νέα ελίτ της διανόησης», της οποίας η συμβολή στην ευημερία του κοινωνικού συνόλου είναι, όπως λένε, δυσανάλογα μεγάλη. Εδώ αποθεώνεται το απολογητικό ιδεολόγημα περί της αστικής τάξης ως εκλεκτής ελίτ «αξίων, ταλαντούχων και ευεργετικώς δρώντων εργοδοτών», τα σκανδαλώδη προνόμια και ο προκλητικά αμύθητος πλούτος των οποίων είναι δήθεν αναγκαίος όρος για τις επενδύσεις, τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, και τέλος πάντων την ύπαρξη κάποιων γλίσχρων εισοδημάτων στην επισφάλεια της εργασίας (για τις προεκτάσεις αυτής της προβληματικής στην παιδεία, βλ. Δ. Πατέλης. Η παιδεία ως συνιστώσα της δομής και της ιστορίας. Εκπαίδευση και αξιολόγηση. Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ. Ποιος, ποιον και γιατί. Επιμέλεια: Χ.Κάτσικας-Γ.Καββαδίας, Εκδ. “Σαββάλα”, Αθήνα 2002, σελ. 53-97). Εν ολίγοις, ο απλός λαός, η εργατική τάξη, βάσει αυτού του θρησκευτικού δόγματος των προφητών της αοράτου χειρός της αγοράς, οφείλουν να προσκυνούν την κυριαρχία των πιο επιθετικών κύκλων του κεφαλαίου ως «ευεργεσία» και «ευλογία»… Με αυτά τα ιδεολογήματα, αντιστρέφεται τελείως η πραγματικότητα και η αλήθεια: η ακραία ανισότητα αναγορεύεται σε αρετή και η κατάφωρη αδικία σε δικαιοσύνη (βλ. και Δ. Πατέλης. Δικαιοσύνη και προοπτικές ενοποίησης της ανθρωπότητας. «Αξίες και δικαιοσύνη στην εποχή της οικουμενικότητας», επιμ. Κ. Βουδούρη, Ε. Μαραγγιανού, ΙΩΝΙΑ, Αθήνα, 2007, σ. 180-194.).
Ο ακραίος κερδοσκοπικός χαρακτήρας του πολυεθνικού χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου της εποχής έχει ανάγκη από τέτοια ιδεολογήματα. Ο χαρακτήρας αυτός, δεν είναι αποτέλεσμα νοσηρής ψυχολογίας (της ακόρεστης βουλιμίας κάποιων ανήθικων κερδοσκόπων) είτε κάποιων υποκειμενικών λανθασμένων πολιτικών επιλογών ακραίων οπαδών του νεοσυντηρητισμού-νεοφιλελευθερισμού στην Ελλάδα και στην Ε.Ε. ή παραπλανημένων, αλλά νομοτελώς εγγενές στοιχείο του σύγχρονου σταδίου της κεφαλαιοκρατίας, του επιπέδου και του τρόπου ανάπτυξης της βασικής αντίφασης του συστήματος πρωτίστως στη σφαίρα της παραγωγής, στο πεδίο παραγωγής και απόσπασης υπεραξίας. Επί περίπου 3 δεκαετίες απετέλεσε τον αποτελεσματικότερο μηχανισμό που μπορούσε να ενεργοποιήσει το παγκόσμιο κεφαλαιοκρατικό σύστημα για την ταχεία μονοπωλιακή αξιοποίηση των κεκτημένων της δεύτερης επιστημονικοτεχνικής επανάστασης, για τη δικτύωση της παραγωγής σε παγκόσμια κλίμακα και για την στρατηγική καθυπόταξη της εργατικής τάξης.
Τελικός σκοπός των περί αξιοκρατίας ιδεολογημάτων είναι η εδραίωση, εμπέδωση και διαιώνιση του χωρισμού της κοινωνίας σε εκμεταλλευτές και όσους υφίστανται την εκμετάλλευση, σε εξουσιάζοντες και εξουσιαζόμενους, σε κυρίαρχους και υποτακτικούς. Για αυτό τα ιδεολογήματα αυτά επαναλαμβάνονται ως ιερά και όσια του καθεστώτος σε όλα τα επίσημα κείμενα των κρατικών και διακρατικών οργάνων του κεφαλαίου, από το ιδεολογικό και πολιτικό προσωπικό του κεφαλαίου, από την πουλημένη καθηγητική «επιστήμη», από τα ΜΜΕ και όλους τους ιδεολογικούς μηχανισμούς της άρχουσας τάξης. Τα ιδεολογήματα αυτά συνάδουν πλήρως με την ιδεολογία και πρακτική του ρατσισμού και του φασισμού. Αποτελούν το σημείο σύγκλισης νεοφιλελευθερισμού και φασισμού, μιας και αμφότερα αυτά τα αδελφά ρεύματα ιδεολογίας και πολιτικής του κεφαλαίου μοιράζονται την ιδεολογία του ακραίου ανταγωνισμού, αντιλαμβάνονται την κυριαρχία της ιεραρχίας του κεφαλαίου ως «φυσική κατάσταση», ως το μόνο καθεστώς που αντιστοιχεί στη ζωώδη «φύση του ανθρώπου», στο πνεύμα του κοινωνικού δαρβινισμού. Η επιτυχία αυτού του ιδεολογήματος εκφράζεται με τη συναίνεση και την εθελοδουλία των λαϊκών στρωμάτων στο ακραίο νεοφιλελεύθερο καθεστώς, σε συνθήκες κρίσης και πολέμου. Γενικότερα το δίπολο αξία-απαξία εδράζεται στην κοινωνία της αλλοτρίωσης (βλ. και Δ. Πατέλης. Οι αξίες ως εκφάνσεις των πολιτιστικών καθόλου. Βουδούρης Κ.(επ.), Η φιλοσοφία του πολιτισμού, εκδ. Ιωνία, Αθήνα 2006, σσ. 170-183. ).
Στα ιδεολογήματα περί αξιοκρατίας έχουμε τον εκφυλισμό των αιτημάτων της ανερχόμενης αστικής τάξης περί ισότητας και ελευθερίας. Η αναθεώρηση των αξιακών καταβολών της αστικής τάξης που κυριαρχεί στις μέρες μας, εκδηλώνεται με εκείνο τον ακραίο μινιμαλισμό, που παραιτείται από κάθε θετικό προσδιορισμό της καταπολέμησης της ανισότητας και της ανελευθερίας, και περιορίζεται αρνητικά στους όρους μοιρολατρικής αποδοχής, εδραίωσης και εμπέδωσης της αδιαμφισβήτητης πλέον ανισότητας και ανελευθερίας ως μονόδρομου, ως της μοναδικής κοινωνικής κατάσταση, έναντι της οποίας δήθεν δεν υπάρχει καμία εναλλακτική διέξοδος. Εδώ τα αιτήματα αυτά επαναπροσδιορίζονται υποβαθμιζόμενα στην τυπική αρχή των περιβόητων «ίσων ευκαιριών ή δυνατοτήτων» (Bell D. 1979, σελ. 29). Μέσω αυτής της αρχής πραγματοποιείται στο σύγχρονο καθεστώς του κεφαλαίου η εδραίωση του ακραίου ανταγωνισμού ως βασικής αρχής του κυρίαρχου τρόπου ζωής. Ο ανταγωνισμός αυτός έχει νόημα στο βαθμό που αναδεικνύει, δομεί, εγκαθιδρύει και επικυρώνει ιεραρχικά συστήματα κοινωνικών ελίτ.
Γιατί όμως είναι εξαιρετικά διαδεδομένα τα περί αξιοκρατίας και ίσων ευκαιριών ιδεολογήματα ακόμα και στην εργατική τάξη, ακόμα και μεταξύ ατόμων με αναπηρία; Είναι γεγονός ότι συχνά, όσοι ενστερνίζονται αυτά τα ιδεολογήματα, τελικά οδηγούνται σε απώλεια όχι μόνο της κοινωνικής συλλογικής προοπτικής, αλλά και κάθε ίχνους αυτοσεβασμού και αξιοπρέπειας (βλ. Βαζιούλιν Β., Τα παράδοξα της αξιοπρέπειας υπό το πρίσμα του Μαρξ.//Ουτοπία, Νο 30, 1998, σελ. 143-146). Επειδή τα κριτήρια είναι ασαφή και διάχυτα και οι δοκιμασίες αλλεπάλληλες, το άτομο καθ όλη τη ζωή του ενστερνίζεται το κόστος και τη μόνιμη απειλή της αποτυχίας ως προσωπική ενοχή και βρίσκεται σε μόνιμη ανασφάλεια. Η κατάσταση αυτή το καθιστά πρόσφορο για εξουσιαστική χειραγώγηση και αποδομεί την προσωπικότητά του, μέσω υποκατάστατων καταξίωσης δια του έχειν, σ’ ένα φαύλο κύκλο «καταναλωτικής ιδιωτείας που επιτείνει την ανασφάλεια και τα αδιέξοδα» (From E.). Εδώ έχουμε υποκατάσταση της όποιας επιδίωξης ηθικής ελευθερίας από το κυνήγι της «επιτυχίας», από την «οικονομική ελευθερία», που -στο πνεύμα του καταναλωτισμού- ανάγεται σε δυνατότητα απόκτησης κατά το δυνατόν περισσότερων αντικειμένων κύρους (Lauer Q.). Σ’ αυτή τη διαδικασία, η περί ελευθερίας αντίληψη (ούτως ή άλλως τυπικά και αρνητικά προσδιοριζόμενη στην αστική παράδοση) γίνεται πλήρως διαδικαστική: ανάγεται στη δυνατότητα επιλογής σκοπών. Η επιλογή αυτή – κατά τα αξιοκρατικά ιδεολογήματα – εναπόκειται αποκλειστικά στην διακριτική ευχέρεια του ατόμου, θεωρείται ζήτημα της «ελεύθερης βούλησής» του. Η «ισότητα ευκαιριών» ταυτίζεται συνήθως με την «ισότητα αφετηριακών συνθηκών». Το ιδεολόγημα των «ίσων ευκαιριών» ως από μηχανής θεός της «αξιοκρατίας» έρχεται να καθαγιάσει τον ανθρωποφάγο ανταγωνισμό ως υποκατάστατο κάθε αιτήματος κοινωνικής δικαιοσύνης.
Οι φορείς αυτών των ιδεολογημάτων αντιπαρέρχονται ταχυδακτυλουργικά – παρελκυστικά τον αντιεπιστημονικό χαρακτήρα και το παράλογο αυτών των ιδεών αναγορεύοντάς τις σε αξιολογική αρχή δεοντολογικού χαρακτήρα. Βάσει αυτής της αρχής, ο καθ’ ένας μπορεί (ή δεν μπορεί) να πράξει (η να μη πράξει) ότι επιτρέπεται (ή απαγορεύεται) από έναν καθολικής ισχύος κανόνα. Το όλο πρόβλημα ανάγεται στην αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου! Κατ’ αυτό τον τρόπο ίσες δεν είναι οι πραγματικές δυνατότητες των μελών της κοινωνίας, αλλά αυτό που επιτρέπεται ή απαγορεύεται, το πλαίσιο (ο τύπος) και οι απαγορεύσεις της θεσμικότητας. Οι άνθρωποι ως «φύσει» κοινωνικά ζώα, δηλαδή «ως…ιδιοτελείς, φιλόδοξοι και ρέκτες…θα μπορεί να αφήνονται να προοδεύουν ανάλογα με τις δεξιότητες και τις ικανότητες τους, αρκεί να εμφανίζονται ίσοις όροις στην «αφετηρία». Εφεξής ο καθ’ ένας θα απολαμβάνει τους άνισους καρπούς των άνισα αποτελεσματικών ατομικών του κόπων. Το «αντικείμενο» της κοινωνικής δικαιοσύνης επικεντρώνεται στους όρους διεξαγωγής του κοινωνικού ανταγωνισμού και όχι στα αποτελέσματά του» (Τσουκαλάς Κ., 2000). Ο κυνισμός αυτής της αξιολογικής αντίληψης δικαιολογεί τη συμβίωση των αξιοκρατικών ιδεολογημάτων με τον κοινωνικό δαρβινισμό, την ευγονική και ποικίλες εκδοχές βιολογικής ερμηνείας της φύσης του ανθρώπου (π.χ. με τον φυλετισμό).
Η εμμονή στην αναζήτηση «άδολων» τεχνικών και «αντικειμενικών κριτηρίων» αξιολόγησης συνιστά τον πυρήνα αυτής της φενάκης. Συχνά πίσω από αυτή την εμμονή κρύβεται η σκοπιμότητα να εξυψωθεί τεχνηέντως η κοινωνική αξία της ελίτ των «αρίστων» και «προικισμένων» ει δυνατόν υπεράνω του πεδίου διαμόρφωσης της στατιστικά ισχύουσας αφηρημένης εργασίας, φορείς της οποίας είναι όσοι εξαναγκάζονται στη μισθωτή αβεβαιότητα του απασχολήσιμου. Είναι πρόδηλο ότι το εξετασιοκεντρικό εκπαιδευτικό σύστημα προσφέρεται ως προνομιακό πεδίο δοκιμιών αυτών των ιδεολογημάτων, ιδιαίτερα μέσω της κατανεμητικής λειτουργίας του. Είναι ένας δοκιμασμένος τρόπος διατήρησης της ταξικής δομής της κοινωνίας μέσω του στατιστικά εξασφαλισμένου αποκλεισμού των παιδιών με κατώτερη κοινωνικό-οικονομική προέλευση (Brunner J.). Κατ’ αυτό τον τρόπο, η αξιολόγηση ως εφαρμοσμένη εκδοχή του ιδεολογήματος των «ίσων ευκαιριών», αντί να διασφαλίζει την ισότητα «εκλογικεύει την ανισότητα και αντί να κατατείνει στην άμβλυνση των κοινωνικών αποτελεσμάτων της αγοραίας λογικής, δικαιώνει την όξυνσή τους» (Τσουκαλάς Κ., 2000).
Σε συνθήκες δομικής κρίσης του κεφαλαιοκρατικού συστήματος και εν εξελίξει Παγκόσμιου Ιμπεριαλιστικού πολέμου, ιδιαίτερα σε χώρες της περιφέρειας του ευρωατλαντικού άξονα όπως η Ελλάδα (στις οποίες επιβάλλεται καθεστώς αποικίας χρέους), τα περί αξιοκρατίας και ίσων ευκαιριών ιδεολογήματα ξεφτίζουν στη συνείδηση του λαού. Γι’ αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία να καταδεικνύεται η ουσία του εκμεταλλευτικού καθεστώτος της κυριαρχίας του κεφαλαίου και ο ιστορικά παροδικός χαρακτήρας του, μαζί με την αποκάλυψη του μισανθρωπισμού και της σαπίλας των «αξιών» και των άθλιων ιδεολογημάτων του. Να αναδεικνύεται θετικά και επιθετικά το απελευθερωτικό περιεχόμενο και ο βαθύς ανθρωπισμός της προοπτικής της επαναστατικής ενοποίησης της ανθρωπότητας μέσω της άρσης κάθε ανισότητας, κάθε εκμετάλλευσης και καταπίεσης ως νομοτέλεια που διέπει τη λογική της ιστορίας της ανθρωπότητας. Να συνδέεται ο αγώνας κατά του ιμπεριαλισμού του Ευρωατλαντικού άξονα (ΕΕ-ΝΑΤΟ και των συμμάχων τους) με την ιστορική αποστολή της εργατικής τάξης, με την επαναστατική προοπτική του σοσιαλισμού-κομμουνισμού. Με το ιδεώδες μιας κοινωνίας, όπου οι άνθρωποι απαλλαγμένοι από κανιβαλικές πρακτικές «αξιοκρατίας» και «ίσων ευκαιριών», θα επικεντρώνονται στην ολόπλευρη ανάπτυξη των δημιουργικών ικανοτήτων της προσωπικότητας του κάθε ανθρώπου θα είναι όρος για την ανάπτυξη της κοινωνίας ως αυθεντικής συλλογικότητας.
Ανάρτηση από: https://www.imerodromos.gr