Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2019

Με ιδεολογήματα του "μικρού ΣΥΡΙΖΑ" ο Τσίπρας στήνει τη δική του Κεντροαριστερά

Του Βασίλη Ασημακόπουλου

Μια γνωστή θεωρία της πολιτικής επιστήμης διαβάζει τα κόμματα ως οργανωμένες συλλογικές εκφράσεις των κοινωνικών διαιρετικών τομών στον πολιτικό ανταγωνισμό, όπως ιστορικά διαμορφώνονται και εξελίσσονται. Η θεωρία των διαιρετικών τομών (cleavages) των Λίπσετ και Ρόκαν (1967) λαμβάνει κατά βάση υπ’ όψιν της την εξέλιξη δυτικών-μητροπολιτικών κοινωνικών σχηματισμών.
Αναφέρεται στις διαιρέσεις που προκλήθηκαν από τρεις επαναστάσεις: Την εθνική-κοινωνική ανατρεπτικού χαρακτήρα (κράτος-εκκλησία, κέντρο-περιφέρεια), τη βιομηχανική (γαιοκτήμονες-αστοί, μισθωτοί-αστοί) και τη διεθνή (σοσιαλιστές-κομμουνιστές). Η κίνηση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, η διαδικασία διεθνούς ενσωμάτωσης και εσωτερίκευσής της, προκάλεσε διαφορετικού τύπου διαιρετικές τομές σε σχέση με τη δυτική κανονικότητα, ή τις ιδιομορφίες του γίγνεσθαι της χώρας μέσα στους γενικούς νόμους κίνησης της ιστορίας, σύμφωνα με τη διατύπωση του Κωστή Μοσκώφ.Μερικά από τα στοιχεία που διαμόρφωσαν τις διαιρετικές τομές της ελληνικής ιδιαιτερότητας απέναντι στο δυτικό παράδειγμα είναι η διαφορετική πορεία εθνογένεσης και η συνέχεια του έθνους μέσα στην ιστορικότητά του, αλλά και ο διαφοροποιημένος ρόλος της θρησκείας. Επίσης, πρέπει να λάβουμε υπόψιν στην αργόσυρτη, επώδυνη, ανολοκλήρωτη και υπό αμφισβήτηση διαδικασία εθνικής ολοκλήρωσης που παρήγαγε έναν εθνικό κοινωνικό σχηματισμό κυρίαρχο-κυριαρχούμενο.
Η ελληνική ιδιαιτερότητα έγκειται επίσης στην εκτεταμένη διάσπαρτη μικροϊδιοκτητική κοινωνική δομή ως αποτέλεσμα του τρόπου επίλυσης του ζητήματος της γης και οι ειδικότερες συνθήκες διευρυμένης αναπαραγωγής της (λ.χ. το κράτος-πρωτεύουσα), στον ιδιότυπο ρόλος δύο οιονεί μορφών πρωταρχικής συσσώρευσης κεφαλαίου μέσω του πολέμου και της προσφυγιάς (1922, δεκαετία 1940), στον διάχυτο δημοκρατισμό, το ελευθερωτικό πρόταγμα και την κίνηση κοινωνικού εξισωτισμού.

Όλα τα ανωτέρω προκαλούν μια ιδιαίτερη διαπλοκή και ενότητα του εθνικού με το κοινωνικό ζήτημα. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, παρατηρώντας τις ιδιαιτερότητες την περίοδο 1918-19, με έμφαση στο ζήτημα της γης και των πρωτόλειων τότε βιομηχανικών σχέσεων, επιχείρησε να διαμορφώσει ένα θεωρητικό σχήμα για τα πράγματα. Αναφέρθηκε, λοιπόν, στην "κοινωνική αλληλεξάρτηση", διακρίνοντάς την από την αλληλοαποκλειόμενη --κατ' αυτόν-- μπολσεβίκικη εκδοχή της ταξικής πάλης.
Την ίδια περίοδο ο πρωτοπόρος μαρξιστής Γιώργος Σκληρός, στο έργο του "Σύγχρονα προβλήματα του Ελληνισμού", προχώρησε σε μια πολύ ενδιαφέρουσα κατάταξη των πολιτικών κομμάτων και ρευμάτων, εστιάζοντας στον πολιτικό --μη δομικό με άλλη ορολογία-- χαρακτήρα των διαιρετικών τομών. Ο αριστερός βενιζελισμός, το ΕΑΜ, εκδοχές της ΕΔΑ και του προδικτατορικού δημοκρατικού κινήματος, ο αντιδικτατορικός αγώνας, το αφετηριακό ΠΑΣΟΚ και ο Ανδρέας Παπανδρέου, διαμόρφωσαν στην εποχή τους ηγεμονικούς όρους για την πάλη των κυριαρχούμενων κοινωνικών τάξεων, επειδή είχαν θεωρία σε σχέση με το γίγνεσθαι του τόπου.

Κυριαρχία ΣΥΡΙΖΑ στον αντιδεξιό χώρο

Το αποτέλεσμα των εκλογών της 7ης Ιουλίου, επιβεβαίωσε την κυριαρχία του ΣΥΡΙΖΑ στον αριστερό-αντιδεξιό χώρο, καταγεγραμμένη ήδη από το 2012, αλλά και τα ισχυρά χαρακτηριστικά μιας αντιδεξιάς ταυτότητας, που επέτρεψε τη σχετική εκλογική συσπείρωση. Ο Γεράσιμος Μοσχονάς σ’ ένα παλιότερο κείμενό του αναλύει εκτενώς τη διαιρετική τομή Δεξιά-Αντιδεξιά στη μεταπολίτευση και ιδίως το αντιδεξιό υποσύστημα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του.
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ήδη από το βράδυ των βουλευτικών εκλογών εξήγγειλε την πρόθεσή της να διαμορφώσει τους ιδεολογικο-πολιτικούς όρους διεύρυνσης του σχήματος, προκειμένου να καλύψει και οργανωτικό-λειτουργικά τον χώρο της δημοκρατικής-προοδευτικής παράταξης με όρους ιστορίας, αλλά και σύγχρονους. Μια προσπάθεια οργανικής συνάρθρωσης της κομματικής γραφειοκρατίας, μέσα από τις ισορροπίες των επιμέρους υποσυστημάτων της, με το ευρύ κοινωνικό μπλοκ δυνάμεων.
Αυτό είναι ένα έργο που παίζεται στον ΣΥΡΙΖΑ από το 2012. Θυμίζει κάπως το αντίστοιχο έργο της γραφειοκρατίας του ΠΑΣΟΚ με θέμα "ανασυγκρότηση", "επανίδρυση" κ.α. που πρωτοανέβηκε το 1985 και επαναλαμβανόταν κατά καιρούς. Τούτο δεν σημαίνει ότι και στις δύο περιπτώσεις η ανάγκη δεν ήταν υπαρκτή. Η πολιτική διαχείρισή της έχει σημασία.

Διακήρυξη-κάλεσμα για την "Κεντροαριστερά" του ΣΥΡΙΖΑ

Στην τελευταία Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ εγκρίθηκε ομόφωνα μια σχετική Διακήρυξη με τίτλο "Δημοκρατικό κάλεσμα ένταξης στον ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία". Η συγκεκριμένη Διακήρυξη συμπυκνώνει, ή και επιδιώκει να προκαταλάβει αφετηριακά τον σχηματισμό του "νέου" ιδεολογικο-πολιτικού σώματος. Προϋποθέτει και καταγράφει μια σαφή θεωρία και ερμηνεία για την εξέλιξη και τις κατευθύνσεις.
Ουσιαστικά επαναλαμβάνει τα στερεότυπα και τα ιδεολογικά κλισέ του χώρου που αποκαλείται ριζοσπαστική-ανανεωτική Αριστερά, όπως αυτά διαμορφώθηκαν από το 1990 και μετά, με την κυβερνητική εμπειρία παρούσα και ταυτόχρονα απούσα. Πρόκειται για ένα κείμενο που ενώ είναι σχετικά φλύαρο, εντούτοις δεν κάνει απολογισμό της κυβερνητικής εμπειρίας, πολύ περισσότερο της κομματικής διαδρομής.
Είναι ως προς αυτό μια γραφειοκρατική Διακήρυξη. Υποβαθμίζει τον σκοπό σε σχέση με τη διαδικασία που προτάσσεται σε μια μπερνσταϊνικού τύπου αναφορά και όχι σε μια διαλεκτική σχέση του μέσου ως πραγματοποιημένου μέρους του σκοπού, αλλά αυτονομημένο από τον σκοπό. Περαιτέρω είναι ένα κείμενο ενός κρατικού κόμματος με την έννοια που έδινε ο Νίκος Πουλαντζάς στον όρο. Δηλαδή, ένα κείμενο που συμπυκνώνει κρατικά προτάγματα και κατευθύνσεις.

Δύο αναφορές και μία απουσία

Δύο συγκεκριμένες αναφορές και μια απουσία ως προς αυτό. Η μία είναι η θέση για την επίλυση του Κυπριακού στην κατεύθυνση της διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας. Και η άλλη είναι η αναφορά στη Συμφωνία των Πρεσπών εννοιολογημένης ως «στρατηγικής ήττας του εθνικισμού». Η γραμμή Ανδρέα Παπανδρέου ήταν σταθερά απέναντι τόσο στη θέση της διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας στην κατεύθυνση των Ψηφισμάτων 541/83 και 550/84 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, όσο και στο περιεχόμενο της Συμφωνίας των Πρεσπών. Αμφότερα, όμως, έγιναν πολιτικές κατευθύνσεις του ελληνικού κράτους από το 1996 και μετά και συνεπώς κατ’ εξοχήν του ΠΑΣΟΚ μετά την ανδρεϊκή εποχή. Η απουσία αφορά το ζήτημα του ιμπεριαλισμού.
Η αμήχανη και ιμπρεσιονιστική έκφραση της «δημοκρατικής έκρηξης του ‘81» προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην αλήθεια των κυριαρχούμενων κοινωνικών τάξεων, της ιστορίας και της πολιτικής επιστήμης, απέναντι στον στερεοτυπικό κομματικό μύθο της «πρώτης φοράς Αριστερά» το 2015. Η αναφορά της Διακήρυξης περί «βολικών μύθων» με αφορμή τη συμπλήρωση των 200 χρόνων από την Επανάσταση του ’21 σκιαγραφεί τη γνωστή θεωρία του μοντερνισμού για το εθνικό φαινόμενο.
Δηλαδή, ότι πρόκειται περί αμιγώς νεωτερικού φαινομένου κατασκευασμένου ή επινοημένου τον 18ο-19ο αιώνα, αποκλειστικά συνδεδεμένου και παραγόμενου από μια ιδεολογία της αστικής τάξης, τον εθνικισμό, από ένα κοινωνικό σύστημα το καπιταλιστικό και από το κράτος. Όπως αποτυπώνεται το σχήμα αυτό στην εμβληματική φράση του Έρικ Χομπσμπάουμ «δεν είναι τα έθνη που δημιουργούν κράτη και εθνικισμούς, αλλά το αντίθετο».

Ακατάλληλο για την ελληνική περίπτωση

Στη θεωρία του μοντερνισμού έχει ασκηθεί πειστική κριτική από θεωρητικούς κυρίως του λεγόμενου εθνοσυμβολικού ρεύματος (Άντονυ Σμιθ), αλλά και εντός του ρεύματος του μοντερνισμού έχουν ανασκευαστεί οι αρχικές απολυτότητες. Είναι χαρακτηριστική η συγκριτική αναφορά και αμηχανία ενός κλασικού εκπροσώπου της θεωρίας του μοντερνισμού, του Έρνεστ Γκέλνερ για το Ναύπλιο και την Αθήνα του πρώιμου 19ου αιώνα με το Μάντσεστερ, ή την Πελοπόννησο με τα λαγκάδια του Λάνκασαϊρ.
Το σχήμα των μοντερνιστών, ειδικά στην αρχική του εκδοχή, που μαχητικά υπερασπίζεται η οργανική διανόηση του ΣΥΡΙΖΑ, είναι ακατάλληλο για την ελληνική περίπτωση και αναιρετικό της παράδοσης της ίδιας της προ του ’90 κομμουνιστογενούς Αριστεράς (Σβορώνος, Ασδραχάς, Ψυρούκης, Πουλαντζάς). Είναι ακατάλληλο για την ελληνική εθνογένεση, αλλά και για άλλα έθνη, που θεμελιώνονται στην συνέχεια του ιστορικο-πολιτισμικού χώρου, ή και σε προνεωτερικές πολιτειακές μορφές και όχι σ’ ένα κοινωνικο-οικονομικό σύστημα, ή μια ιδεολογία με όρους αποκλειστικότητας.
Η Διακήρυξη ρητώς αναφέρει ως περίοδο διαμόρφωσης της πολιτικής συνείδησης κυρίως την του κινήματος κατά της νεοφιλεύθερης παγκοσμιοποίησης. Στο κίνημα αυτό υπήρξαν πολλές αντιφατικές και αντιθετικές μεταξύ τους εκδοχές. Η Διακήρυξη και ειδικότερα τα στελέχη του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ που συμμετείχαν, υποστήριζαν κατά βάση την ά-τοπη, α-εθνική θεώρηση, τη θεώρηση του Πλήθους. Κατ’ αντιστοιχία του μεταεθνικού αστερισμού του Χάμπερμας ή της Αυτοκρατορίας των Χαρντ-Νέγκρι για να αναφέρουμε μια μετριοπαθή και μια ριζοσπαστική βιβλιογραφική καταγραφή της συγκεκριμένης κατεύθυνσης.
Στη Διακήρυξη ο αγώνας για την εθνική ανεξαρτησία αναφέρεται σε τόνο και χρόνο παρελθοντικό, όταν είναι επίκαιρο ζήτημα με διάφορες μορφές, όπως της ταυτότητας, της αντίστασης απέναντι στον τουρκικό αναθεωρητισμό και το νεοοθωμανικό επεκτατισμό, της δημιουργίας, του πολιτισμού, της γεωπολιτικής. Ένα ζήτημα ιστορικό και σύγχρονο μαζί, όπως μας λέει η Μελίνα Μερκούρη ή ο Μάνος Κατράκης σε μια επιγραμματική διερώτησή του.

Διαχωρισμός εθνικού-κοινωνικού

Η ά-τοπη και α-εθνική θεώρηση παρήγαγε συνέπειες, όπως τον διαχωρισμό εθνικού-κοινωνικού, την ανάγκη να δηλώνεται ένας πατριωτισμός σύμφυτος με τον διεθνισμό, όπως αναγράφεται στη Διακήρυξη. Αυτό, όμως, ήταν δεδομένο --όχι ζητούμενο-- στην πολιτική κουλτούρα του δημοκρατικού ελληνικού λαού. Η αντίθεση βρίσκονταν μεταξύ του λαϊκού δημοκρατικού πατριωτισμού με αυτονόητα δοσμένο τον κοινωνικό και διεθνιστικό χαρακτήρα και του αστικού εθνικισμού. Έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ οδηγήθηκε τελικά στη σχέση με τις δυνάμεις του υπεριμπεριαλισμού στους πρόσφατους καιρούς.
Οι αντιλήψεις αυτές που συγκρότησαν βασικές παραδοχές της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στο δημόσιο λόγο υποστήριξης κρατικών πολιτικών όπως λ.χ. «εθνικιστές όσοι εναντιώνονταν στη Συμφωνία των Πρεσπών» ή «ταξική μεροληψία για φορολογικό-ασφαλιστικό», συνέβαλαν αποφασιστικά στην εκλογική νίκη της νεοφιλελεύθερης Δεξιάς και στη δημιουργία προϋποθέσεων μιας περιόδου ιδεολογικής ηγεμονίας της. Επιπλέον μεταλλάσσουν βασικά χαρακτηριστικά της δημοκρατικής πολιτικής συνείδησης, ιδίως στις νεώτερες γενιές, με αφετηριακό σημείο τα μέσα της δεκαετίας του ’90.
Με τον τρόπο αυτό οι θετικές εκδοχές της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, που αφορούσαν κατά βάση τα εργασιακά και δευτερευόντως επιμέρους πτυχές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (πιο αντιφατικά), έμειναν πολιτικά ακάλυπτες, λόγω της συνδικαλιστικής προσέγγισης του ΣΥΡΙΖΑ. Και τελικά ακυρώνονται με τις προβλεπόμενες διατάξεις του σχεδίου νόμου "Επενδύω στην Ελλάδα και άλλες διατάξεις", που συζητείται αυτές τις μέρες στη Βουλή. Στο θέμα αυτό σύντομα θα επανέλθουμε.
Ανάρτηση από: https://slpress.gr