Κυριακή 5 Ιουλίου 2020

Η νομισματική ισχύς της αρχαίας Ρώμης

Του Αθανάσιου Μπούνταλη
Η διαχείριση συμβόλων και θεσμών είναι μια κοπιώδης διαδικασία, άρρηκτα συνδεδεμένη με την παγίωση και διατήρηση της κρατικής ισχύος, έως και με την ίδια την επιβίωση του κράτους. Το χρήμα είναι ένας από αυτούς τους θεσμούς. Ένα υπερχιλιετές "επεισόδιο" της Βυζαντινής ιστορίας δείχνει ότι στην διαχείριση αυτή, ακόμη και σε οικονομικής φύσεως θεσμούς, δεν αρκεί η ορθολογική μόνον προσέγγιση της πραγματικότητας, βάσει της αντίληψης του homo economicus. Εκτός από την υλική τους όψη, οι θεσμοί έχουν και την συμβολική, η οποία καθόλου δεν υστερεί σε σημασία.
Μια πολύ συνοπτική εισαγωγή νομισματικής θεωρίας: η πιο γνωστή στο ευρύ κοινό άποψη είναι ότι το χρήμα προήλθε από τον αντιπραγματισμό. Αρχικώς κάθε παραγωγός αντάλλασσε το πλεόνασμα της παραγωγής του με κάποιο προϊόν που δεν παρήγαγε ο ίδιος (π.χ. ο φούρναρης με τον χασάπη). Συν το χρόνω, τα μέταλλα, και δη ο χρυσός, λόγω των ιδιοτήτων τους κατέστησαν τα πιο ανταλλάξιμα προϊόντα, και τελικώς χρήμα. Το κράτος ήλθε εκ των υστέρων, απλώς για να πιστοποιήσει την διαδικασία μέσω κωδικοποίησης του συστήματος μέτρων και σταθμών.

Αυτή η άποψη φαίνεται κομψή, όμως έχει ένα πρόβλημα: δεν υπάρχει ούτε μία αρχαιολογική, ανθρωπολογική, φιλολογική ή άλλη παρατήρηση που να την επαληθεύει. Αντιθέτως, όσες τέτοιες παρατηρήσεις έχουν γίνει, την διαψεύδουν. Την ευρεία διάδοση αυτής της πλάνης την οφείλουμε στον Άνταμ Σμιθ, ο οποίος αναπαρήγαγε (ατυχείς) απόψεις από τα Πολιτικά του Αριστοτέλη (Αριστοτέλης, Πολιτικά, Αʹ, 1257a-1258b) φροντίζοντας όμως να αγνοήσει αντίθετες απόψεις που ο Σταγειρίτης διατύπωσε στα Ηθικά Νικομάχεια περί της νομικής βάσης του χρήματος, εξ ου και "νόμισμα" (Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, Εʹ, 1133b).
Πιστωτική κάρτα, η πιο παλιά μορφή χρήματος!
Πολλοί ανθρωπολόγοι έχουν τεκμηριώσει επί μακρόν ότι πρωτόγονες κοινωνίες δεν λειτουργούν με χρήμα, αλλά με τελείως άλλες διαδικασίες, όπως η ανταλλαγή δώρων. Αλλά και για τις πρώτες εκχρηματισμένες κοινωνίες της Μεσοποταμίας, το χρήμα δεν ξεκίνησε ως μεταλλικό νόμισμα, αλλά ως λογιστική μονάδα που κατέγραφε τις οφειλές στο ιερατείο. Με άλλα λόγια η πιστωτική κάρτα είναι η πιο παλιά μορφή χρήματος!
Οι ενδιαφερόμενοι αναγνώστες μπορούν να συμβουλευθούν την εξαντλητική βιβλιογραφία στα πολύ πρόσφατα: David Graeber, "Χρέος: Τα πρώτα 5000 χρόνια" και Michael Hudson "...And Forgive Them Their Debts: Lending, Foreclosure and Redemption from...".Πολλοί ιστορικοί είχαν διατυπώσει την κρατική θεωρία του χρήματος (βλ. π.χ. τον Georg Friedrich Knapp), ιδιαίτερο όμως ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι μελέτες του χαλκέντερου ιστορικού Alexander del Mar, ο οποίος πέραν θεωρητικών μοντέλων μελέτησε με ανεπανάληπτο ζήλο την νομισματική ιστορία σχεδόν όλου του τότε γνωστού κόσμου.
Εν γένει, κεντρική υπόθεση της κρατικής θεωρίας του χρήματος δεν είναι ότι τα κράτη δεν εκδίδουν μεταλλικό χρήμα, αλλά ότι όταν το εκδίδουν, η αξία του δεν εξαρτάται από το υλικό κατασκευής του νομίσματος, αλλά από την κρατική σφραγίδα του νομισματοκοπείου. Άλλωστε η Κίνα, η οποία έκοβε μεταλλικό νόμισμα περίπου από το 1000 π.Χ., δεν έκοψε νομίσματα από πολύτιμο μέταλλο παρά μόλις το 1890, και πάλι μόνον από άργυρο (Davies 2002, 57–58). Καλύτερο παράδειγμα του παραπάνω ισχυρισμού είναι η νομισματική μεταρρύθμιση του Ιουλίου Καίσαρα του 46 π.Χ. Αυτή δεν ήταν η πρώτη της ρωμαϊκής ιστορίας, ήταν όμως υπό μία έννοια η τελευταία.

Ρωμαϊκό κράτος και χρήμα

Αρκετά νέος ο Ιούλιος Καίσαρ κατέλαβε το θρησκευτικό αξίωμα του Pontifex Maximus (63 π.Χ.), τίτλο που διατηρεί και σήμερα ο Πάπας της Ρώμης. Την χρονιά της νομισματικής μεταρρύθμισης είχε εκλεγεί Δικτάτωρ για 10 χρόνια, δηλαδή ευρίσκετο στο απόγειο της ισχύος του, συγκεντρώνοντας στο πρόσωπό του την ύψιστη πολιτική και θρησκευτική εξουσία.
Έτσι, ήταν ο πρώτος Ρωμαίος εν ζωή που απεικόνισε τον εαυτό του σε νομίσματα. Κατά το νομισματικό σύστημα που εισήγαγε, το αργυρό δηνάριο περιείχε 60 κόκκους καθαρού αργύρου και εικοσιπέντε τέτοια δηνάρια άξιζαν όσο ένα χρυσό aureus, που περιείχε 125 κόκκους καθαρού χρυσού. Από την ισοτιμία αυτή προκύπτει ότι 1.500 κόκκοι καθαρού αργύρου (=25×60) άξιζαν όσο 125 κόκκοι καθαρού χρυσού. Δηλαδή, η κατά βάρος αναλογία χρυσού-αργύρου ήταν 1500:125 ή 12:1 (del Mar 1901, 34). Αυτή ήταν μια κρατική ρύθμιση της αναλογίας, της οποίας είχαν προηγηθεί και άλλες. Σημειωτέον ότι το 316 π.Χ. η αναλογία ήταν 9:1, από το 268 π.Χ. έγινε 10:1 και το 78 π.Χ. επέστρεψε στο 9:1 (del Mar 1901, 28–33).
Κατά τον del Mar η ισχύς της αναλογίας –12:1 εν προκειμένω– είναι θρησκευτικής προέλευσης, πορευόμενη από το αξίωμα του Pontifex Maximus που περιενδύετο ο κάθε κατοπινός Ρωμαίος Αυτοκράτορας. Σημασία όμως έχει ότι η αναλογία αυτή είχε μια εκπληκτική σταθερότητα, καθώς διατηρήθηκε κατά την μεταρρύθμιση του Καρακάλλα (215 μ.Χ.).
Μάλιστα, αυτό το σύστημα (4 σηστέρσια=1 δηνάριο, 24 δηνάρια=1 aureus, 5 aurei=1 libra (480 σηστέρσια=1 λίβρα), και όχι του Καρλομάγνου, θεωρεί ο del Mar την ρίζα του δωδεκαδικού συστήματος που διαδόθηκε από την Αγγλία μέχρι την Τουρκία και που διατηρήθηκε στα δύο νομισματικά συστήματα του Κωνσταντίνου (πριν το 310 μ.Χ. και μετά το 325 μ.Χ.).
Η "ιερή" αυτή αναλογία συνέχισε να ισχύει και αφού η πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, με μια σταθερότητα που ζαλίζει όσους επιμένουν στην αποτίμηση του χρήματος βάσει του υλικού του. Είναι προφανές ότι στην πάροδο δεκατριών αιώνων θα υπήρξαν αυξομοιώσεις στην παροχή αργύρου και χρυσού, οι οποίες θα μετέβαλλαν την εμπορική αξία των μεταλλευμάτων.
Όμως αυτές οι μεταβολές, αν υπήρχε "ελεύθερη αγορά" μεταλλευμάτων, θα αφορούσαν στην εμπορική αξία του μεταλλεύματος και όχι στην αξία του νομίσματος. Άλλωστε δεν εξηγείται αλλιώς το ότι την ίδια περίοδο ίσχυε άλλη αναλογία στην Ινδία (περίπου 6:1), άλλη στον Αραβικό κόσμο (6,5:1) και άλλη στους Γότθους (8:1). Μάλιστα, στην Ισπανία επικρατούσαν τρεις διαφορετικές ισοτιμίες στις ρωμαϊκές, γοτθικές και αραβικές κτήσεις. Κάτι τέτοιο ερμηνεύεται από την επιβολή διαφορετικών νόμων σε αυτές τις επικράτειες (del Mar 1901, 63, 398).
*Σόλιδος Ιουστινιανού Β’, 685-695 μ.Χ.
Ανάρτηση από: https://slpress.gr/
Ευχαριστώ τον φίλο Μάκη Δ,