Παρασκευή 11 Ιουνίου 2021

Δυο χρόνια χωρίς τον Χρήστο Τσιγαρίδα

Σήμερα συμπληρώνονται δυο χρόνια από το θάνατο του Χρήστου Τσιγαρίδα. Πέθανε τη Δευτέρα 10 Ιούνη του 2019, σε ηλικία 80 ετών. Οπως γράψαμε όταν ανακοινώσαμε το θάνατό του, η ευγενική του μορφή, η συντροφικότητα, η ανιδιοτέλεια και η ταπεινότητά του θα συνοδεύουν πάντοτε την ανάμνηση αυτού του σεμνού αγωνιστή. Παραθέτουμε και πάλι τη νεκρολογία του, όπως δημοσιεύτηκε στην Κόντρα στις 15 Ιούνη του 2019.


Ο Χρήστος Τσιγαρίδας «εισέβαλε» στη δημόσια σφαίρα τον Φλεβάρη του 2003 και συνέδραμε τα μέγιστα στο σπάσιμο της τρομοϋστερίας, όταν συνελήφθη και ανέλαβε την πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή του στον ΕΛΑ. Μετά τον Δημήτρη Κουφοντίνα, που μερικούς μήνες πρωτύτερα είχε αναλάβει την πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή του στη 17Ν, ήταν ο δεύτερος που όρθωσε ανάστημα, υπερασπιζόμενος τη δράση των οργανώσεων του ένοπλου.


Αυτή του η στάση υπήρξε καταλυτική και λόγω του προσωπικού του στάτους που έκανε σκόνη ένα κομμάτι της τρομοϋστερικής προπαγάνδας, το οποίο είχαν στήσει με μαεστρία οι αμερικάνικες και βρετανικές μυστικές υπηρεσίες, με τη βοήθεια των εξωνημένων ΜΜΕ. Προσπάθησαν να απαξιώσουν σε προσωπικό επίπεδο όσους είχαν συλληφθεί για ένοπλη δράση, ώστε μέσω αυτής της απαξίωσης να απαξιώσουν τις ιστορικές οργανώσεις του ένοπλου. Στο πρόσωπο του 65χρονου Τσιγαρίδα, ενός επιτυχημένου μηχανικού με τεράστιο κύκλο, με πέντε παιδιά και αρκετά εγγόνια, αυτή η απαξίωση σε προσωπικό επίπεδο δεν μπορούσε να σταθεί. Ο Χρήστος κέρδισε την πρώτη μάχη «άμα τη εμφανίσει του».


O ίδιος εξήγησε αργότερα ως εξής τη στάση του:


«Οταν ανέλαβα την πολιτική ευθύνη της συμμετοχής μου στον ΕΛΑ, αρκετοί αναρωτήθηκαν γιατί το έκανα. Oι περισσότεροι αναρωτήθηκαν καλοπροαίρετα, ακόμα και η οικογένειά μου και σχεδόν το σύνολο των γνωστών μου. Ελεγαν: “δικαστήριο είναι, μπορεί να αθωωθείς“. Αυτή η τοποθέτηση είχε προσωπικά κίνητρα. Αγνοούσαν ή ήθελαν να αγνοούν την πολιτική πραγματικότητα.. (…) Είχα αποφασίσει να αναλάβω την πολιτική ευθύνη. Το είχα ήδη ανακοινώσει στην οικογένειά μου, για να την προετοιμάσω για τη θύελλα που έρχεται. Η απόφασή μου αυτή ήταν προϊόν μιας εσωτερικής διαδικασίας. Ηταν μια ώριμη απόφαση. Κάθε άτομο δεν έχει απλώς δικαίωμα, αλλά έχει υποχρέωση να πράξει ανάλογα με τις ηθικές του αξίες. Και οι δικές μου ηθικές αξίες, ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνομαι τα καθήκοντα ενός κομμουνιστή, μου επέβαλαν να ενεργήσω έτσι. Το γιατί είναι αυτονόητο.

Υπήρχε ένα κλίμα. Κλίμα όχι μόνο τρομολαγνείας και τρομοϋστερίας, αλλά και απαξίωσης των οργανώσεων του ένοπλου και συνολικά της επαναστατικής Αριστεράς. Oι επαναστατικές οργανώσεις παρουσιάζονταν σαν μαφιόζικες συμμορίες, που διέπρατταν εγκλήματα σε βάρος του λαού μας. Τα μέλη τους παρουσιάζονταν σαν γκάνγκστερ. Διακυβεύονταν, λοιπόν, πράγματα πολύ πιο σημαντικά από την προσωπική μου ελευθερία.


Η συνείδησή μου δεν μου επέτρεπε να μην υπερασπιστώ την επαναστατική τιμή του ΕΛΑ, της οργάνωσής μου. Στον κυρίαρχο λόγο, στα μυθεύματα των διάφορων συγγραφέων της δεκάρας, που τους έγραφε τα βιβλία η ίδια η Αντιτρομοκρατική, στα κοράκια των ΜΜΕ που έκραζαν ανενόχλητα, έπρεπε να υπάρξει αντίλογος.

Ταυτόχρονα, έπρεπε να σταλεί το μήνυμα σε όλο τον κόσμο, που είχε περάσει από τον ΕΛΑ ή συμμετείχε στον ευρύτερο επαναστατικό χώρο μέσα στον οποίο κινούνταν ο ΕΛΑ, ότι τα μέλη του ΕΛΑ δεν αφήνουν την οργάνωσή τους ανυπεράσπιστη. Κι επίσης, ότι τα μέλη του ΕΛΑ ξέρουν να σφραγίζουν το στόμα τους και να μη καταδίδουν ή εμπλέκουν άλλους ανθρώπους.


Αυτά τα διλήμματα μπήκαν μπροστά μου, μήνες πριν τη σύλληψή μου και έδωσα την απάντηση που η προσωπική μου ηθική και η επαναστατική μου συνείδηση μου επέβαλαν: Αν με συλλάβουν, θα αναλάβω την πολιτική ευθύνη της συμμετοχής μου, για να μπορέσω να υπερασπιστώ δημόσια την ιστορία του ΕΛΑ και να μην αφήσω να πετιέται στα σκυλιά και να σπιλώνεται η τιμή και το μεγαλείο των δολοφονημένων συντρόφων μου, του Χρήστου Κασίμη και του Χρήστου Τσουτσουβή.


Υστερα από μισό αιώνα πολιτικής δράσης ως κομμουνιστής, αισθάνθηκα ότι αυτό είναι το χρέος μου και έτσι έπραξα».


Οταν άρχισε η πρώτη δίκη για την υπόθεση του ΕΛΑ, όσοι είχαν γνωρίσει τον Χρήστο μόνο από κάποιες δηλώσεις και κάποιες συνεντεύξεις, είχαν την ευκαιρία να τον δουν σε ώρες μάχης. Παρά την κλονισμένη υγεία του, δεν έλειψε ούτε μια στιγμή από τη δίκη (και από τις δύο δίκες που ακολούθησαν). Ηξερε κάθε λεπτομέρεια της δικογραφίας, παρενέβαινε συνεχώς, έκανε δηλώσεις, ερωτήσεις στους μάρτυρες, αξιολογήσεις των καταθέσεών τους, συγκρουόταν με την έδρα και τους εισαγγελείς, δεν άφηνε τίποτα να πέσει κάτω.


Μολονότι βασικός στόχος του Χρήστου ήταν η υπεράσπιση του ΕΛΑ και της δράσης του, ως δράση στην υπηρεσία του ελληνικού λαού, στο πλαίσιο του ευρύτερου επαναστατικού κινήματος, δεν παρέλειψε να δίνει σε καθημερινή βάση τη μάχη ενάντια στις νομικές αυθαιρεσίες και τα τερατουργήματα με τα οποία διεξαγόταν αυτή η δίκη. Κι ήταν αυτή η συνεχής συμμετοχή και παρέμβασή του στη δίκη, καθοριστική για τη νομική υπεράσπιση των συγκατηγορουμένων του.


Μετά από μια πρώτη τρομο-απόφαση, που καταδίκασε όλους τους κατηγορούμενους με βάση τη ναζιστική αρχή της συλλογικής ευθύνης, περάσαμε από μια δεύτερη δίκη, που κατέληξε σε νομική ανατροπή, για να επικυρωθεί αυτή η ανατροπή από το τρομοδικείο του δεύτερου βαθμού, που απάλλαξε τους συγκατηγορούμενους γιατί δεν βρέθηκε τίποτα σε βάρος τους, αλλά απάλλαξε και τον Χρήστο Τσιγαρίδα, πετώντας στα σκουπίδια τη ναζιστική αρχή της συλλογικής ευθύνης: υπήρξε μέλος του ΕΛΑ (η σχετική κατηγορία είχε παραγραφεί), όμως δεν υπήρξε καμιά απόδειξη για συμμετοχή του σε οποιαδήποτε από τις ενέργειες του ΕΛΑ, γι’ αυτό απαλλάχτηκε.


Ολα αυτά έχουν καταγραφεί αναλυτικά από τα ρεπορτάζ της «Κόντρας» και αποτελούν ένα κομμάτι Ιστορίας πλέον. Ηταν μια δικαστική νίκη που έφερε σε μεγάλο βαθμό την προσωπική σφραγίδα του Χρήστου. Πάλεψε και βγήκε νικητής, την ίδια ώρα που το κίνημα αλληλεγγύης «είχε ανακρούσει πρύμναν» και ειδικά από τη δίκη στο Εφετείο, που ήταν η πιο καθοριστική, απουσίασε, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων.


Ο Χρήστος, μολονότι αυτό τον πίκρανε, δεν εξάρτησε την παραπέρα στάση του, τη συμμετοχή του στο κίνημα απ’ αυτό. Δεν επαναπαύτηκε στις δάφνες αυτής της μεγάλης νίκης. Δεν τον ενδιέφερε η αναγνωρισιμότητα που είχε στο μεταξύ αποκτήσει, το γεγονός ότι όλες οι αστικές εφημερίδες του ζητούσαν συνεντεύξεις. Και βέβαια, δεν ασχολήθηκε με τα «κνώδαλα», όπως είχε χαρακτηρίσει εκείνους που προσπάθησαν να του ρίξουν λάσπη, να λεκιάσουν την επαναστατική του τιμή. Είχε πειστεί πλέον, από την εκτίμηση που του εξέφραζε ο κόσμος σε κάθε δημόσια παρουσία του, ότι αυτά τα «κνώδαλα» πνίγηκαν στη λάσπη που προσπάθησαν να του πετάξουν.


Απαλλαγμένος πια από την «ανωνυμία» που επέβαλε η συμμετοχή στον ΕΛΑ, ο Χρήστος «βούτηξε» στο κίνημα. Οχι επιδεικνύοντας «παράσημα», αλλά ως απλός αγωνιστής, πρόθυμος να προσφέρει βοήθεια όποτε και όπου του ζητούνταν. Αγνοούσε τις συμβουλές των γιατρών και ταξίδευε από τη μια άκρη της χώρας μέχρι την άλλη, για να συμμετάσχει σε μια εκδήλωση αλληλεγγύης σε πολιτικούς κρατούμενους ή σε μια συζήτηση για την ιστορία του ένοπλου. Ηταν μέλος σε κάθε συλλογικότητα αλληλεγγύης που δημιουργήθηκε όλ’ αυτά τα χρόνια. Ηταν μέλος της Πρωτοβουλίας «Ενα Καράβι για τη Γάζα» και μετά της «Δικτύωσης Αλληλεγγύης στην Παλαιστινιακή Αντίσταση». Επιβιβάστηκε στα πλοία του Στόλου της Ελευθερίας που προσπάθησαν να σπάσουν τον αποκλεισμό της Γάζας. Δεν ήθελε ν’ ακούσει κουβέντα για τους κινδύνους που εγκυμονούσε γι’ αυτόν, με τόσα προβλήματα υγείας, αυτό το ταξίδι. Θεωρούσε χρέος ζωής να εκφράσει και μ’ αυτόν τον τρόπο την αλληλεγγύη του στον αντάρτη παλαιστινιακό λαό, χωρίς να λογαριάζει τους κινδύνους για τη ζωή του. Κι όταν γύρισε, καμάρωνε με εφηβικό ενθουσιασμό για το γεγονός ότι, εκτός από τις ελληνικές, γνώρισε για λίγες μέρες και τις σιωνιστικές φυλακές.


Κάθε κομμάτι του αντικαπιταλιστικού κινήματος έχει να θυμηθεί κάτι από τη συντροφική του σχέση με τον Χρήστο όλα αυτά τα χρόνια της δικής του νόμιμης δράσης. Η αγωνιστική σεμνότητά του, η απουσία κάθε επιτήδευσης και κάθε ναρκισσισμού, το πηγαίο χιούμορ του, η γλυκύτητα του χαρακτήρα του, κέρδιζαν όσους έρχονταν σε επαφή μαζί του. Ιδιαίτερα τα νέα παιδιά που διαπίστωναν ότι ο «παππούς» έχει καρδιά εφήβου. Πρόκειται για τα ίδια χαρακτηριστικά που τον έκαναν αξιαγάπητο σε τόσο κόσμο, την εποχή που ήταν παράνομος ως μέλος του ΕΛΑ. Δεν είναι τυχαίο που η αγάπη τόσων ανθρώπων, στην Κάλυμνο, στο Μπιλέτσι (σημερινό Παλαιομονάστηρο) Τρικάλων, στην Αθήνα, δεν κάμφθηκε μετά τη σύλληψή του, όταν αποκαλύφθηκε η ιδιότητά του ως μέλος του ΕΛΑ. Θαρραλέα στάθηκαν στο πλευρό του «δικού τους Χρήστου». Υπέγραψαν κείμενα υπέρ της αποφυλάκισής του, κατέθεσαν ως μάρτυρες στο δικαστήριο, χωρίς να εκφέρουν τον παραμικρό υπαινιγμό ενάντια στη συνωμοτική επαναστατική δράση του Χρήστου. Ολοι αυτοί οι άνθρωποι, υπερασπιζόμενοι τον Χρήστο Τσιγαρίδα, κατέθεσαν τη δική τους συμβολή στο σπάσιμο της τρομοϋστερίας.


Ο Χρήστος Τσιγαρίδας, αν και ήταν ένας εξαιρετικά μορφωμένος άνθρωπος κι ένα κοφτερό μυαλό, ουδέποτε διεκδίκησε δάφνες θεωρητικού του κινήματος. Είχε απόψεις και τις υπερασπιζόταν (πάντοτε με διαλεκτική προσέγγιση, ανοιχτός ν’ ακούσει τον αντίλογο και να προσχωρήσει σ’ αυτόν), όμως ήταν περισσότερο ο επαναστάτης της πράξης. Ανήκε σ’ εκείνη τη γενιά των αγωνιστών που βίωσε όχι μόνο την ήττα της ελληνικής επανάστασης, αλλά και τη ρεβιζιονιστική αντεπανάσταση και τη μετάλλαξη των κομμουνιστικών κομμάτων σε ρεφορμιστικά κόμματα. Εκεί που οι επαναστάτες αυτής της γενιάς αναζητούσαν τις απαντήσεις στα τεράστια «γιατί», ήρθε η χούντα και αποκάλυψε όλη τη γύμνια του ρεφορμισμού, που διέλυσε το κίνημα, αφήνοντάς το ανυπεράσπιστο απέναντι στους καραβανάδες. Ενα κίνημα που είχε δώσει μάχες ενάντια σε μεγαλύτερους και πιο σκληρούς εχθρούς, τους ναζιφασίστες κατακτητές, τους αγγλοαμερικανούς ιμπεριαλιστές και τους αναβαπτισμένους δωσίλογους, στο τρομοκρατικό και δολοφονικό μοναρχοφασιστικό κράτος μετά τον εμφύλιο. Αγωνιστές σαν τον Χρήστο, που δεν ήθελαν να κάνουν κοινοβουλευτική καριέρα μετά την πτώση της χούντας, έκαναν την επιλογή της πολιτικοστρατιωτικής δράσης. Ο ίδιος την έχει περιγράψει πολύ παραστατικά στις πολιτικές τοποθετήσεις που έκανε αντί απολογίας στα τρομοδικεία.

Ο Χρήστος Τσιγαρίδας, ο άνθρωπος που έδωσε φωνή στον ΕΛΑ όταν αυτό απαιτήθηκε από την ιστορική συγκυρία, αγνοώντας κάθε προσωπικό κόστος, έκλεισε το βιολογικό του κύκλο, καταλείποντάς μας μια παρακαταθήκη: «Ο μόνος χαμένος αγώνας είναι αυτός που δεν έγινε». Αυτή την παρακαταθήκη την υπερασπίστηκε μέχρι το τέλος. Ξέροντας ότι «τα στερνά τιμούν τα πρώτα», ο Χρήστος μας άφησε ως κληρονομιά το παράδειγμα της ανιδιοτελούς ανάληψης της πολιτικής ευθύνης, με πλήρη γνώση των συνεπειών της. Αν και δεν το επεδίωξε ποτέ, αυτό τον καθιστά αθάνατο στη μνήμη μας ως αγωνιστή, ως επαναστάτη κομμουνιστή, ως άνθρωπο.

Ανάρτηση από: https://eksegersi.gr/