Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2024

Eurostat: Πρωταθλήτρια στη μακροχρόνια ανεργία η Ελλάδα στην ΕΕ

Επιμέλεια: Νατάσα Ρουγγέρη

Το 2023, το ποσοστό ανεργίας για τις ηλικίες 15-74 ετών στην Ευρωπαϊκή Ένωση μειώθηκε στο 6,1% του εργατικού δυναμικού, το χαμηλότερο επίπεδο από το 2014, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, ωστόσο, τα χαρμόσυνα νέα αφορούν μόνο εν μέρει την Ελλάδα, αφού η χώρα μας κατέχει τη θλιβερή πρωτιά στη μακροχρόνια ανεργία.

Η μακροχρόνια ανεργία, ως ποσοστό του εργατικού δυναμικού, ανήλθε στο 2,1% το 2023 στην Ευρώπη, σημειώνοντας ιστορικό χαμηλό από το 2009.

Η Ελλάδα, όμως, ξεχώρισε για το υψηλότερο ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας, που έφτασε το 6,2%, ακολουθούμενη από την Ισπανία (4,3%) και την Ιταλία (4,2%).

Στο άλλο άκρο της κλίμακας, η Δανία και η Ολλανδία ήταν και οι δύο στο 0,5%, μπροστά από την Τσεχία, τη Μάλτα και την Πολωνία (όλες στο 0,8%).

Αν παρατηρήσει κανείς προσεκτικά τον παρακάτω χάρτη της Eurostat, θα διαπιστώσει πως μόνο η Βοσνία-Ερζεγοβίνη ξεπερνά την Ελλάδα στη μαχροχρόνια ανεργία, με ποσοστό 9,6%.
Η ανεργία των νέων σε χαμηλό ρεκόρ

Παράλληλα και σε ό,τι αφορά τους νέους, ηλικίας 15 έως 29 ετών, το ποσοστό ανεργίας ήταν 6,3% του συνολικού πληθυσμού της ίδιας ηλικίας. Εξετάζοντας τη μακροπρόθεσμη τάση, το ποσοστό αυτό ήταν στο χαμηλότερο επίπεδο σε ολόκληρη τη διαθέσιμη χρονοσειρά.

Παρόλα αυτά, σημειώνει η Eurostat, η κατάσταση μεταξύ των χωρών της ΕΕ διέφερε πολύ.
Η Σουηδία κατέγραψε το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας των νέων με 10,9%, ακολουθούμενη από την Ισπανία (10,8%) και την Ελλάδα (9,8%), ενώ τα χαμηλότερα ποσοστά καταγράφονται στην Τσεχία (2,4%), την Βουλγαρία (3,2%) και την Γερμανία (3,3%).

Τέταρτη στην ΕΕ η Ελλάδα σε αναξιοποίητο εργατικό δυναμικό

Εν τω μεταξύ, η Eλλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostati, έχει το τέταρτο υψηλότερο ποσοστό αναξιοποίητου εργατικού δυναμικού στην Ευρώπη – ένας δείκτης που την καθιστά ιδιαίτερα «χαλαρή» ως αγορά εργασίας.

Η «χαλάρωση» στην αγορά εργασίας (labour market slack) υπολογίζεται με βάση τα ποσοστά του ευρύτερου εργατικού δυναμικού που δεν αξιοποιείται, είτε επειδή είναι άνεργοι, υποαπασχολούμενοι, αναζητούν εργασία, ακόμα και αν δεν είναι άμεσα διαθέσιμοι να εργαστούν, είτε δεν έχουν αλλά ούτε αναζητούν εργασία.

Στην Ελλάδα, τα ποσοστά αυτά ανέρχονται στο 16,3%, έναντι 12% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.

Συνολικά το 2023, το κενό «χαλάρωσης» στην αγορά εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση αντιπροσώπευε το 12% του διευρυμένου εργατικού δυναμικού. Αυτό σημαίνει ότι 27,1 εκατομμύρια άτομα, ηλικίας 15-74 ετών, ήταν σε θέση να προσφέρουν εργασία, αλλά δεν αξιοποιούνταν πλήρως.

Μεταξύ των χωρών της ΕΕ, το 2023 η χαλάρωση της αγοράς εργασίας ήταν υψηλότερη στην Ισπανία (20,2% του διευρυμένου εργατικού δυναμικού), την Ιταλία (17,7%), την Σουηδία (16,4%) και την Ελλάδα (16,3%).

Η ανάλυση του ΚΕΠΕ

Η έννοια της «χαλαρότητας» στην αγορά εργασίας αναφέρεται και στην πρόσφατη ανάλυση επικαιρότητας του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) για την ανεργία.

 Όπως σημειώνουν οι επιστήμονες του ΚΕΠΕ, η ελληνική αγορά εργασίας είναι «επίμονα χαλαρή» και αυτό σημαίνει ότι απέχουμε πολύ από την πλήρη απασχόληση.


Χαλαρή αγορά εργασίας, σύμφωνα με τον ορισμό του ΚΕΠΕ, είναι όταν οι άνεργοι είναι περισσότεροι από τις προσφερόμενες θέσεις εργασίας, άρα είναι πιο δύσκολο για τους άνεργους να βρουν δουλειά.

Αντίθετα, μια αγορά εργασίας θεωρείται «σφιχτή» όταν η ανεργία είναι μικρότερη από τις κενές θέσεις εργασίας – και αυτό καθιστά πιο δύσκολο για τους εργοδότες να βρουν εργαζόμενους.

Το ΚΕΠΕ επισημαίνει, πάντως, ότι με τα κατάλληλα βήματα θα μπορούσε να επιτευχθεί στην Ελλάδα πλήρης απασχόληση ακόμα και σε διάστημα 3,5 χρόνων.

Ειδικότερα, τονίζει πως θα πρέπει να αναζητηθούν πολιτικές που θα ενθαρρύνουν την αύξηση της καινοτομίας, τη βελτίωση της επιχειρηματικότητας, τη συμμετοχή του πληθυσμού και ιδίως των γυναικών (αύξηση της απασχόλησης), τη δημιουργία επιχειρήσεων υψηλής προστιθέμενης αξίας και αποφυγή της αποκλειστικής εστίασης (‘μονοκαλλιέργειας’) στον τουρισμό, την ανάπτυξη ανθρώπινου κεφαλαίου σε ικανότητες και δεξιότητες που χρειάζονται στην αγορά εργασίας, ιδιαίτερα μέσω της τεχνικής εκπαίδευσης και της δια βίου μάθησης, την αύξηση της συμμετοχής των ατόμων τρίτης ηλικίας και των συνταξιούχων (προαιρετικά, για όσους επιθυμούν να συμμετέχουν σε τέτοια προγράμματα) και τη βελτίωση των αμοιβών εργασίας, έτσι ώστε να ανακοπεί η διαρροή υψηλού εργατικού δυναμικού στο εξωτερικό.

Ανάρτηση από: https://iskra.gr/