Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2025

Πώς επανήλθε η Ακροδεξιά


Του Γιάνη Βαρουφάκη

Ωραίες οι ανθρωπιστικές ομιλίες, η απαίτηση για δικαιοσύνη, η συστράτευση για την ισονομία. Δεν αρκούν όμως. Απαιτείται, παράλληλα, απάντηση στο ερώτημα: Τι προώθησε τον Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο; Πώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης παραμένει, ανενόχλητος, στο Μαξίμου; Η απάντηση είναι, και στις δύο περιπτώσεις, ότι ούτε ο Τραμπ ούτε ο Μητσοτάκης θα ήταν εκεί που είναι αν δεν τους είχε στρώσει το χαλί η Κεντροαριστερά προσχωρώντας στον αστερισμό της ολιγαρχίας.

Τα δυτικά κράτη, ακόμη και η Γερμανία, ζορίζονται δημοσιονομικά πιο πολύ από ποτέ. Τα ελλείμματα διογκώνονται, το δημόσιο χρέος φουσκώνει και το ακροκεντρώο πολιτικό προσωπικό ακροβατεί υιοθετώντας περικοπές στο κοινωνικό κράτος που φουντώνουν τη δυσαρέσκεια που τρέφει την Ακροδεξιά. Κάποιοι συμπεραίνουν ότι η δημοκρατία δεν συνάδει με τη δημοσιονομική σύνεση επειδή ο λαός αρνείται να ζει μέσα στα πλαίσια των δυνατοτήτων του. Αλλά υπάρχει κι η εναλλακτική εξήγηση: το δημοσιονομικό πρόβλημα προκύπτει επειδή δεν ζούμε σε δημοκρατίες, αλλά υπό ολιγαρχικά καθεστώτα που νομιμοποιούνται μέσω εκλογών κάθε τέσσερα χρόνια.

Οι εκλογές επιτρέπουν σε άτομα με χρήματα και ελεύθερο χρόνο να εκλέγονται. Μόλις εκλεγούν, η Κεντρική Τράπεζα τους στερεί τον έλεγχο της νομισματικής πολιτικής, ενώ οι υπέρμετρα ανελαστικές κρατικές δαπάνες, μαζί με τον φόβο των αγορών ομολόγων, τους στερούν κάθε άλλο βαθμό ελευθερίας. Πριν το καταλάβουν, καταλήγουν θλιβεροί παρατηρητές κοινωνικών και οικονομικών δυνάμεων που δεν μπορούν να ελέγξουν.

Στο μεταξύ, η εξουσία ασκείται αλλού. Στη Γαλλία, το τελευταίο επίκεντρο της δημοσιονομικής κρίσης, οι 500 πλουσιότερες οικογένειες έχουν δει τον πλούτο τους να αυξάνεται από το 6% του εθνικού εισοδήματος το 1996 στο 42% το 2024. Το ίδιο ισχύει και για την υπόλοιπη Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας και των σκανδιναβικών σοσιαλδημοκρατικών «παραδείσων». Οι πολύ πλούσιοι πλουτίζουν ταχύτατα στον ύπνο τους, χωρίς να κάνουν τίποτα. Τρεις είναι οι λόγοι:

Πρώτον, η συστηματική μείωση των πραγματικών ωρομισθίων που φέρνει την επισφάλεια των πολλών. Δεύτερον, νέες μέθοδοι που επιτρέπουν στις μεγάλες επιχειρήσεις να αποσπούν πλούτο από το κράτος με τρόπο που υποβαθμίζει τις δημόσιες υπηρεσίες και αυξάνει τις μελλοντικές υποχρεώσεις των κυβερνήσεων. Τρίτον, νέες ευκαιρίες για φοροαποφυγή που μπορούν να εκμεταλλευτούν μόνο οι πολύ πλούσιοι.

Την ώρα που εκμεταλλεύεται την εργασία και το κράτος με πρωτοφανή αποτελεσματικότητα, η άρχουσα τάξη αρνείται να καταβάλει τους φόρους που επιτρέπουν στο κράτος να κατευνάζει τη λαϊκή δυσαρέσκεια και να προστατεύει τις ιδιοκτησίες τους. Με άλλα λόγια, οι πλούσιοι απαιτούν από το κράτος ασφάλεια αλλά οι ίδιοι τσιγκουνεύονται τα «ασφάλιστρα»! Ετσι, το κράτος καταφεύγει στον δανεισμό. Κι όταν το χρέος γίνει βουνό, οι γραφιάδες, ρήτορες και γραμματικοί που έχει στη δούλεψή της η άρχουσα τάξη απαιτούν λιτότητα για τους άλλους, τους μη έχοντες, την πλειοψηφία.

Και, σαν να μην έφτανε αυτό, οι ολιγάρχες αναγκάζουν το κράτος να τους διασώζει όταν τα στοιχήματά τους αποτυγχάνουν, να τους πληρώνει εξωφρενικά ποσά για τις συνεχώς επιδεινούμενες ιδιωτικοποιημένες υπηρεσίες και να στηρίζει τα καρτέλ των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας που απέσπασαν από τη δημόσια περιουσία ώστε να λεηλατούν ανεξέλεγκτα τα καταρρέοντα διαθέσιμα εισοδήματα της πλειοψηφίας.

Ετσι, οι κυβερνώντες γίνονται όλο και πιο μισητοί από τους λαούς. Υπό καθεστώς πανικού, επιδίδονται στην επιδοματική πολιτική που βάζει τσιρότο στα κατάγματα της κοινωνίας, ενώ φουσκώνει κι άλλο τα ελλείμματα – τα οποία στερούν ακόμα μερικούς βαθμούς ελευθερίας δράσης των κυβερνώντων. Κι έτσι επιταχύνεται ο φαύλος κύκλος.

Κάποια στιγμή, φωνές υψώνονται υπέρ της φορολόγησης του μεγάλου πλούτου. Πριν καν ακουστούν, αντιμετωπίζονται μ’ ένα ακαταμάχητο επιχείρημα: αν φορολογήσουμε τον πλούτο, οι πλούσιοι θα κινήσουν για το Μιλάνο, το Ντουμπάι, ίσως ακόμη και για τον… Αρη. Αποδεχόμενοι εκ προοιμίου το σαθρό επιχείρημα ότι η φυγή των ολιγαρχών είναι απαραίτητα κάτι το κακό, οι ακροκεντρώοι κυβερνώντες υποκύπτουν και ανακοινώνουν ότι, τελικά, ο μεγάλος πλούτος δεν θα φορολογηθεί. Κι έτσι η μονόπλευρη πάλη των τάξεων συνεχίζεται.

Στη μέση αυτής της μονόπλευρης ταξικής πάλης, οι κυβερνήσεις αισθάνονται όλο και πιο πιεσμένες μεταξύ των νευρικών αγορών ομολόγων και των ακροδεξιών που υπόσχονται τα πάντα σε όλους, ενώ υποδαυλίζουν το εθνικιστικό μίσος απέναντι σε βολικούς αποδιοπομπαίους τράγους – γυναίκες που αντιστέκονται στην πατριαρχία, τρανς άτομα, μουσουλμάνους, εβραίους και, βέβαια, τους εξαθλιωμένους πρόσφυγες που ξεβράζει η θάλασσα στις ακτές μας.

Οπου ανέλαβαν την κυβέρνηση, οι ακροδεξιοί ξαφνικά έπαθαν αμνησία – επικαλούμενοι τα μόνιμα δημοσιονομικά προβλήματα του κράτους, υποστηρίζουν τις ίδιες λιτότητες που προκάλεσαν τη δυσαρέσκεια την οποία εκμεταλλεύτηκαν για να κερδίσουν τις εκλογές. Περικόπτουν την κοινωνική ασφάλιση. Δασκαλεύουν τις υπερφορολογημένες, κακοπληρωμένες και λεηλατημένες μάζες πως το εθνικό τους καθήκον είναι να σφίξουν κι άλλο το ζωνάρι. Και, φυσικά, προσφέρουν φορολογικές ελαφρύνσεις στους ολιγάρχες που μετέτρεψαν τη φοροδιαφυγή σε ολυμπιακό άθλημα.

Για να διατηρήσουν τη βάση τους θυμωμένη και στο πλευρό τους, επιδίδονται σε επιδεικτική αγριότητα προς τους συνήθεις αποδιοπομπαίους τράγους, καθώς και μεσαιωνικό αυταρχισμό που αποπνέει μιλιταρισμό, πατριαρχία και θρησκοληψία. Με τον φιλελευθερισμό να έχει αποκαλυφθεί ως η ελευθερία των ελίτ να ληστεύουν τους πολλούς, το δόγμα «Ενας Ηγέτης, Ενα Κόμμα, Ενα Εθνος» γίνεται ο ιδεολογικός τους ακρογωνιαίος λίθος. Σε αντίδραση, εξοργισμένοι με αυτή την αναπαράσταση ενός φρικτού παρελθόντος, αντιφρονούντες γεμίζουν τους δρόμους για να διακηρύξουν «Οχι ξανά βασιλιάδες». Αν και ελπιδοφόρο, αυτό το κύμα διαμαρτυρίας δεν αρκεί.

Ωραίες οι ανθρωπιστικές ομιλίες, η απαίτηση για δικαιοσύνη, η συστράτευση για την ισονομία. Δεν αρκούν όμως. Απαιτείται, παράλληλα, απάντηση στο ερώτημα: Τι προώθησε τον Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο; Πώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης παραμένει, ανενόχλητος, στο Μαξίμου; Η απάντηση είναι, και στις δύο περιπτώσεις, ότι ούτε ο Τραμπ ούτε ο Μητσοτάκης θα ήταν εκεί που είναι αν δεν τους είχε στρώσει το χαλί η Κεντροαριστερά προσχωρώντας στον αστερισμό της ολιγαρχίας – οι Δημοκρατικοί στις ΗΠΑ και ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, δυνάμεις ρεφορμιστικές που κατέληξαν να νομιμοποιήσουν, και να διασώσουν, ένα σύστημα που για μισό αιώνα φτωχοποιεί το κράτος, περιθωριοποιεί τους μισθωτούς, ωθεί ολόκληρες γενιές στην επισφάλεια.

Κάπως έτσι εκκολάφθηκε ξανά το αυγό του φιδιού και επανήλθε στο προσκήνιο η ψευδαίσθηση ότι μας χρειάζεται ένας ισχυρός ανήρ που θα τα τακτοποιήσει όλα. Σήμερα, τώρα που η σοσιαλδημοκρατία έχει συνθλιβεί στη δημοσιονομική μέγκενη και ο φιλελευθερισμός μεταλλάχθηκε σε κρατική καταστολή, η επιλογή είναι άλλη μια φορά εκείνη που μας έθεσε η Ρόζα Λούξεμπουργκ: βαρβαρότητα ή σοσιαλισμός;

*Γραμματέας του ΜέΡΑ25. Το άρθρο αποτελεί απόδοση της μηνιαίας στήλης του συγγραφέα στο Project Syndicate

Ανάρτηση από: https://www.efsyn.gr/