Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2015

Οι εκλογές …. 1ο

Του Λευτέρη Ριζά


  Δυο ημέρες πριν από τις εκλογές έχουμε στη διάθεση μας πολλές δημοσκοπήσεις, που όλες τους πια βεβαιώνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι πρώτο κόμμα και μάλιστα πολύ πιθανόν αυτοδύναμος. Όποιο κι αν είναι το τελικό αποτέλεσμα θα επιβεβαιωθεί ότι αυτές οι εκλογές ήτανε πραγματικά πολύ κρίσιμες για τον λαό και τον τόπο.

     Ο λαός κλήθηκε να αποφασίσει αν θέλει – αν εμπιστεύεται – να βγει από το σημερινό αδιέξοδο του με μια κυβέρνηση της αριστεράς[1] ή όχι. Απ’ ό,τι φαίνεται – απομένουν τα αποτελέσματα να το επιβεβαιώσουν με μεγαλύτερη ακρίβεια και λεπτομέρεια – ένα μεγάλο τμήμα του λαού ελπίζει ότι μια κυβέρνηση της αριστεράς κάτι καλό θα κάνει. Κάποια ανακούφιση θα προσφέρει στον λαό, που πραγματικά υποφέρει, έχει γονατίσει οικονομικά και ηθικά από την κρίση και τη λαίλαπα των μνημονιακών μέτρων. Τα κόμματα που φέρουν ακέραιη την ευθύνη για όλα αυτά θα υποστούν μια δίκαιη εκλογική τιμωρία. Ιδιαίτερα τα κόμματα της «σοσιαλιστικής-εκσυγχρονιστικής» αριστεράς: το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ. Το ΠΑΣΟΚ που μόλις πριν έξι χρόνια, το 2009 κέρδιζε με 44% τις εκλογές, σήμερα έχει γίνει συντρίμμια. Το ίδιο και η – αδύνατη έτσι κι αλλιώς – ΔΗΜΑΡ πληρώνει τη συνεργασία της με το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ σε «μνημονιακή» κυβέρνηση, με την πολιτική της εξαφάνιση.
      Παρόλα όσα έχει υποστεί ο λαός αυτά τα χρόνια, οι συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις, ιδέες και αξίες εξακολουθούν να διατηρούνε μεγάλη επιρροή μέσα στον λαό και το εκλογικό σώμα. Το άθροισμα των ψήφων που θα αποσπάσουν η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα, η Χρυσή Αυγή, το ΛΑΟΣ, ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ και άλλα μικρά κομματίδια αυτής της ιδεολογικο-πολιτικής κατεύθυνσης, σε συνδυασμό πάντοτε με τα προγράμματα και την ιδεολογία τους, θα μας δείξουνε  την έκταση της επιρροής αυτών των ιδεών στον λαό. Και κάτι ακόμα: πρέπει να πάρουμε υπόψη μας και αξιολογήσουμε και πολλά από τα «ποιοτικά» στοιχεία που μας δίνουν οι διάφορες δημοσκοπήσεις, ώστε να μπορέσουμε να σχηματίσουμε όσο το δυνατόν καλύτερη  εικόνα όχι μόνο για το τι θέλει ο λαός αλλά και πώς σκέπτεται. Αυτό άλλωστε είναι κάτι που η αριστερά το έχει ανάγκη αλλά δυσκολεύεται να κάνει και μάθει, χρόνια τώρα.

Το 1981 είχε εκλεγεί μια κυβέρνηση της αριστεράς, το ΠΑΣΟΚ, σε συνθήκες πάρα πολύ διαφορετικές, από τις σημερινές. Το ΠΑΣΟΚ εξασφάλιζε ένα 48% του εκλογικού σώματος και υποστηρίζονταν στην πραγματικότητα από ένα 60% και πάνω, υποσχόμενο την Αλλαγή. Στο «συμβόλαιο» του με το λαό διαβάζαμε τότε για «αυτοδιαχείριση», «κοινωνικοποίηση» κλπ  που δεν τα συναντάμε σήμερα στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Γενικότερα το ΠΑΣΟΚ της εποχής εκείνης ήταν σοβαρά επηρεασμένο από τις συζητήσεις εντός της σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής (μη «ορθόδοξης», σοβιετικής επιρροής) αριστεράς. Η κριτική στον ιμπεριαλισμό – η αξιοποίηση γι αυτό της θεωρίας μητρόπολης-περιφέρειας - , οι αναφορές στην αντιπαράθεση Βορρά και Νότου και την ανάγκη της εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης,  η ταύτιση ΕΟΚ και ΝΑΤΟ, οι έννοιες της αυτοδιαχείρισης και της κοινωνικοποίησης, η κριτική του στην σοσιαλδημοκρατία και τον «σοβιετικού τύπου» σοσιαλισμό και τον ευρωκομμουνισμό, η αναζήτηση του για έναν «τρίτο δρόμο» προς τον σοσιαλισμό, το διαχώριζαν έντονα τόσο από το ΚΚΕ όσο και από το ευρωκομμουνιστικό ΚΚΕ εσωτ.

Να πάρουμε υπόψη μας ότι το ΠΑΣΟΚ υπήρξε διάδοχος του ΠΑΚ – διέθετε δηλαδή μια σημαντική πρώτη ύλη (μαγιά) αγωνιστών κατά της δικτατορίας, των αγώνων του 114 και της «αποστασίας», καθώς και ρίζες στην ΕΑΜική Αντίσταση. Επίσης όταν κατέρρευσε η Χούντα το 1974, είχαν προηγηθεί οι αγώνες των φοιτητών – Νομική και Πολυτεχνείο – και άλλων οργανώσεων και το σημαντικότερο την εποχή εκείνη είχαν συμβεί σημαντικότατες εξελίξεις: Η ήττα των αμερικανών στο Βιετνάμ, η πετρελαϊκή κρίση και η απαίτηση σειράς χωρών βασικά του Τρίτου Κόσμου για μια Νέα Διεθνή Οικονομική Τάξη, ενώ ακόμα ηχούσαν στα αυτιά ιδίως των νέων τα συνθήματα του γαλλικού Μάη, ο αγώνας του λαού στη Χιλή, η ανατροπή του Σαλαζάρ, ο αγώνας της PLO στην Παλαιστίνη.

Η παταγώδης αποτυχία της Χούντας σε όλα, η προδοσία στην Κύπρο, η ανακάλυψη κοιτασμάτων πετρελαίου στο Β. Αιγαίο, σε συνδυασμό με την αποδυνάμωση – όπως φαινότανε τότε των ΗΠΑ – η κρίση στην οποία είχαν εισέλθει τόσο οι ΗΠΑ αλλά και γενικότερα ο δυτικός κόσμος, η κίνηση για μια Νέα Διεθνή Οικονομική Τάξη, δημιούργησαν βάσιμες ελπίδες για μια βελτίωση της θέσης της χώρας μέσα στο διεθνή καταμερισμό εργασίας[2]. Αυτή η βάσιμη ελπίδα εκφράστηκε, τότε, ιδεολογικά και πολιτικά από το ΠΑΣΟΚ.   

      Σε επίπεδο οργάνωσης κάλεσε σε «αυτό-οργάνωση» - γι αυτό ονομάστηκε  «Κίνημα» και όχι κόμμα, στην αρχή – στην προσπάθεια του να ανταποκριθεί και αξιοποιήσει  την αναζήτηση των νέων αγωνιστών για νέες μορφές οργάνωσης, μακριά από τα γραφειοκρατικά αστικά και αριστερά κόμματα κομμουνιστικής  καταγωγής. Πρέπει να αναγνωρίσουμε πώς το όλο εγχείρημα, τόσο σε πολιτικό-ιδεολογικό όσο και σε οργανωτικό επίπεδο, σημείωσε εξαιρετική επιτυχία. Η οργάνωση εξαπλώθηκε γρήγορα σε όλη την Ελλάδα, η γενική ιδεολογικο-πολιτική του κατεύθυνση, το δικό του δηλαδή «πιστεύω», έγινε κτήμα και σημαία πολλών χιλιάδων νέων ανθρώπων και συσπείρωσε και παλιότερες γενιές.

       Παρόλο ότι οι συνθήκες φαίνονταν τότε ευνοϊκές για μια αριστερή κυβέρνηση στην Ελλάδα – την ίδια εποχή υπήρχε γενικότερα ένα ευνοϊκό κλίμα για αριστερές κυβερνήσεις στην Ευρώπη: Γαλλία, Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία – ο Ανδρέας Παπανδρέου προειδοποιούσε ότι δεν είχαμε «λόγους να είμαστε ιδιαίτερα αισιόδοξοι», γιατί ήταν «κοινή πια διαπίστωση πως στη Βόρεια Ευρώπη, υπάρχει ένα κλίμα επιστροφής σε σκληρότερο καπιταλισμό, επιστροφή σε μια περίοδο λιτότητας για τους πολλούς, επιστροφής σε μια περίοδο χωρίς το κλασικό κοινωνικό συμβόλαιο εργοδοσίας και εργαζομένων που χαρακτηρίζει τη σοσιαλδημοκρατία. Με άλλα λόγια διαπιστώνουμε μια στροφή προς τα δεξιά». Ήτανε, όμως, τότε ακόμα αισιόδοξος γιατί «οι δυνάμεις της αριστεράς είναι ισχυρότατες στη Νότια Ευρώπη. Ότι παρόλα τα εμπόδια που υψώνονται παντού στη Ν. Ευρώπη, η πορεία προς τη ριζική αλλαγή στα πλαίσια μιας σοσιαλιστικής αντίληψης προχωρεί με βήμα γοργό».

Συνέχιζε δε λέγοντας  πως «Είναι επομένως σαφές, ότι για μια χώρα σαν την πατρίδα μας – δεν γενικεύουμε – εκείνο που πρέπει να αναζητήσουμε είναι μια πλατειά συμμαχία των εργαζομένων, εκείνων που είναι αντικείμενο της στυγνής εκμετάλλευσης όχι μόνο από τον βιομήχανο (που είναι το κλασικό μοντέλο) αλλά από τον μεσάζοντα, τον μεταπράτη, το τραπεζικό σύστημα, τις πολυεθνικές. Κι έτσι γι μας, για το ΠΑΣΟΚ, η κοινωνική βάση του φορέα της αλλαγής είναι πολυσύνθετη, είναι μια πλατειά συμμαχία λαϊκών δυνάμεων…..»[3] 

Σημαντικό είναι πως ο ίδιος είχε μια καθαρή αντίληψη για το τι ήταν και ποιο ρόλο έπαιζαν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην εξουσία και γι αυτό ήθελε το ΠΑΣΟΚ να μην γίνει ένα τέτοιο κόμμα. Μιλώντας στο διεθνές επιστημονικό σεμινάριο για τη μετάβαση στον σοσιαλισμό – ένα χρόνο πριν από την εκλογική του νίκη – τόνιζε με έμφαση:

«Το ΠΑΣΟΚ έχει πολλές φορές διακηρύξει ότι είναι σοσιαλιστικό κόμμα, όχι σοσιαλδημοκρατικό. Κι αυτό γιατί, στα πλαίσια της σοσιαλδημοκρατικής σκέψης, οι οριακές μεταρρυθμίσεις που πραγματοποιούνται εκεί που κυβερνούν εργατικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, απλώς αλλάζουν και εκσυγχρονίζουν τη μορφή του καπιταλισμού. Δεν θίγουν όμως ουσιαστικά τη βασική του δομή. Κι εκεί ακόμα που εθνικοποιούνται επιχειρήσεις, όπως στην Αγγλία, τη Γαλλία και αλλού συνήθως εθνικοποιούνται οι επιχειρήσεις εκείνες που είναι χρήσιμες για το σύστημα, αλλά δεν έχουν ενδιαφέρον για τον επενδυτή, τον καπιταλιστή, επειδή δεν είναι επαρκώς επικερδείς. Και τότε αναλαμβάνει ο λαός, με τους φόρους τους οποίους καταβάλλει, να στηρίξει τους αδύνατους κρίκους μέσα στην οικονομική δομή του καπιταλισμού. Αυτός είναι βασικά ο ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας. Κι εμείς έχουμε τονίσει, ότι μέσα στη μεγάλη και βαθειά κρίση που περνάει ο σύγχρονος καπιταλισμός, οι δυνατότητες για μια σοσιαλδημοκρατική λύση έχουν στενέψει»[4]   

       Αυτά που διαπίστωνε τότε ο Α. Γ. Παπανδρέου επιβεβαιώθηκαν. Ο «σκληρός καπιταλισμός» επέστρεψε και κυριάρχησε σε όλη την Ευρώπη και όχι μόνο. Ακλούθησε η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού ενώ και  στην Κίνα η εξέλιξη δεν υπήρξε καθόλου καλύτερη. Ο σκληρός καπιταλισμός επεκτάθηκε δηλαδή και εκεί που για κάμποσα χρόνια έγινε προσπάθεια να ανατραπεί, να δημιουργηθεί μια άλλη, σοσιαλιστική κοινωνία. Οι σοσιαλδημοκρατικές / σοσιαλιστικές κυβερνήσεις όχι μόνο σαρώθηκαν στην Ευρώπη, αλλά ευθυγραμμίστηκαν πλήρως – για άλλη μια φορά – με τις πολιτικές του καπιταλισμού/ ιμπεριαλισμού. Το ίδιο το ΠΑΣΟΚ δεν μπόρεσε να κάνει σοβαρά βήματα αλλαγής των δομών και των κοινωνικών-πολιτικών και ιδεολογικών/πολιτισμικών σχέσεων που κυριαρχούσαν.

Η Αλλαγή που υποσχότανε το ΠΑΣΟΚ δεν έγινε όχι μόνο γιατί οι δυνατότητες για μια σοσιαλιστική λύση είχαν στενέψει λόγω της γενικής  αντεπίθεσης του καπιταλισμού/ ιμπεριαλισμού. Αλλά και γιατί ο συσχετισμός των κοινωνικών-πολιτικών δυνάμεων στη χώρα, καθώς και η όλη ιδεολογική-πολιτική και πολιτιστική αντιστοίχιση τους δεν επέτρεπαν κάτι καλύτερο. Δυστυχώς δεν αρκούν τα προγράμματα, οι διακηρύξεις και το τι πιστεύουν και θέλουν ορισμένοι κύκλοι καλοπροαίρετων έστω ανθρώπων, για να προχωρήσουν οι κοινωνίες «μπροστά».

Το ΠΑΣΟΚ πολύ γρήγορα εξελίχθηκε σε ένα τυπικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Δεν στάθηκε εμπόδιο σε αυτή την εξέλιξη το ότι ο ιδρυτής του είχε γνώση του τι ήτανε στην πραγματικότητα τα κόμματα αυτά. Τελικά όχι μόνο δεν απέτρεψε τη μετεξέλιξη του σε καθαρά σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, αλλά συνέβαλε κι αυτός σε αυτή την εξέλιξη. Που βέβαια ολοκληρώθηκε επί κυριαρχίας Κ. Σημίτη και Γιώργου Παπανδρέου. [ Για να μην αδικήσουμε εξ’ ολοκλήρου το ΠΑΣΟΚ για τη μεταμόρφωση του σε τυπικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, θα πρέπει να θυμίσουμε ότι όχι μόνο το μεγάλο και κραταιό άλλοτε Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας προηγήθηκε στον εκφυλισμό του σε παρακολούθημα του αστικού συστήματος της Γερμανίας – του γερμανικού ιμπεριαλισμού σωστότερα – όπως και όλα τα άλλα σοσιαλιστικά κόμματα παραμονές του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, αλλά και τα επαναστατικά, κομμουνιστικά κόμματα εκφυλίστηκαν κι΄ όπως πολύ σωστά διαπίστωνε ο Μάο σε γράμμα του  (18 Ιουλίου 1966) στην Τσιάνγκ Τσίγκ (γυναίκα του) «Σ’ όλο τον κόσμο υπάρχουν πάνω από εκατό κόμματα, ο μεγαλύτερος αριθμός των κομμάτων αυτών δεν πιστεύουν πια στο μαρξισμό-λενινισμό». Και το δικό του δεν πιστεύει πια. Μεταμορφώθηκε σε ένα κόμμα του καπιταλισμού στην Κίνα, παρόλη την προσπάθεια που κατέβαλε με την Μεγάλη Προλεταριακή Πολιτιστική Επανάσταση να προλάβει έναν τέτοιο εκφυλισμό. Αν λοιπόν μεγάλα και ένδοξα κομμουνιστικά κόμματα – όπως το ΚΚΣΕ και το ΚΚ Κίνας – εκφυλίστηκαν σε κάτι χειρότερο από τα κλασικά σοσιαλδημοκρατικά, γιατί το ΠΑΣΟΚ χτες ή ο ΣΥΡΙΖΑ αύριο να μην αλλάξουν χρώμα; Αυτές οι μεταμορφώσεις, η μετεξέλιξη αριστερών, εργατικών, σοσιαλιστικών, κομμουνιστικών κι επαναστατικών κομμάτων σε γραφειοκρατικά κι αντεπαναστατικά αποτελούν ένα πρόβλημα που πρέπει να μας απασχολήσει].

Οι συνθήκες μέσα στις οποίες καλείται σήμερα να κυβερνήσει ο ΣΥΡΙΖΑ -  μόνος του ή όχι δεν έχει μεγάλη σημασία – είναι πολύ πιο δυσμενείς από αυτές του 1981. Πριν  δούμε το πως και γιατί, πρέπει να τονίσουμε ότι και το όλο θεωρητικό και ιδεολογικο-πολιτικό πλαίσιο του ΣΥΡΙΖΑ διαφέρει σοβαρά από αυτό του ΠΑΣΟΚ. Οι αναφορές στον αντι-ιμπεριαλιστικό αγώνα αν δεν έχουν εξαλειφθεί παντελώς, είναι αδύνατες, δεν παίζουν κανένα ρόλο στην στρατηγική και τακτική του. Άλλωστε οι κύριοι εκφραστές της οικονομικής του πολιτικής θεωρούν τον ιμπεριαλισμό αρκετά ξεπερασμένο (Γ. Μηλιός, Γ. Δραγασάκης)[5].

Το ιδεολογικό πλαίσιο του ΣΥΡΙΖΑ αποτελείται εκτός από την πάγια εμμονή του υπέρ της ΕΕ, απ’ όλο το σχετικό «μενού» του μεταμοντερνισμού: δικαιώματα ατομικά και κάθε λογής μειονοτήτων, εθνομηδενισμός, πολυπολιτισμικότητα, ανοικτά σύνορα για κάθε λογής μετανάστη, «σεβασμός των σεξουαλικών προτιμήσεων» στο οποίο περιλαμβάνονται ο γάμος ή σύμφωνο συμβίωσης ομοφυλόφιλων ζευγαριών και δικαίωμα υιοθεσίας παιδιών.  Δεν είναι καθόλου τυχαίες και οι απόψεις που εκφράζουν κορυφαία στελέχη του για τα εθνικά μας θέματα: Κυπριακό, Θράκη, Αιγαίο, Μακεδονικό. Όπως επίσης δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι σε καμιά προεκλογική του ομιλία ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δεν αναφέρθηκε σε αυτά.  
   
Τα περιθώρια και οι δυνατότητες στένεψαν ακόμα περισσότερο μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, τις εξελίξεις στην Κίνα και τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες σε συνδυασμό με την τελική αποτυχία και των άλλων εθνικοαπελευθερωτικών και αντι-ιμπεριαλιστικών επαναστάσεων στην προσπάθεια τους να δημιουργήσουν νέου τύπου κοινωνίες. Αυτές οι εξελίξεις μας υποχρεώνουν να σκεφτούμε πολύ σοβαρά για τις βαθύτερες αιτίες αυτών των γενικών αποτυχιών[6]. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να κριθούν όχι μόνο  η αποτυχία του  ΠΑΣΟΚ αλλά και αυτές της αριστεράς (ΚΚΕ) στη δεκαετία του ‘ 40.

Μπορούμε να ισχυριστούμε πώς, σε τελευταία ανάλυση, αιτία όλων αυτών των επαναλαμβανόμενων αποτυχιών υπήρξε – κι εξακολουθεί – η αδυναμία της εργατικής τάξης να ανταποκριθεί στον ιστορικό ρόλο που της είχαν αναθέσει οι μεγάλοι θεωρητικοί του σοσιαλιστικού/ εργατικού κινήματος: δηλαδή να υψωθεί σε ηγέτιδα τάξη του έθνους δημιουργώντας μια στερεή λαϊκή συμμαχία και να βαδίσει σε μια σοσιαλιστική κοινωνία, μέχρι την πλήρη κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο[7]. Τα κόμματα και οι επαναστάσεις της τα κατάφεραν όσο οι αγώνες στρέφονταν σε ζητήματα εθνικής απελευθέρωσης, διανομής της γης στους φτωχούς αγρότες κλπ αλλά όχι όταν πια έμπαιναν ζητήματα ουσιαστικότερα: του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας σε όλα τα επίπεδα: οικονομίας και οργάνωσης της, πολιτικής, ιδεολογίας / πολιτισμού κλπ. 
      
       Πιστεύω ότι αυτό είναι το βασικό, το κομβικό, ερώτημα και ζητούμενο, για κάθε σοβαρή συζήτηση για την προσπάθεια να αλλάξουμε την κοινωνία, να απαλλαγούμε από την κυριαρχία του κεφαλαίου, των μονοπωλίων, των τραπεζών, της κυριαρχίας των αγορών. Οι συζητήσεις και οι προτάσεις για επιδιορθώσεις, μέσω διεθνών ή ευρωπαϊκών συνεδρίων ή διασκέψεων που θα εξετάσουν την αναδιάρθρωση του χρέους κλπ κλπ[8] ή για μια «άλλη Ευρώπη»[9], δεν έχουν να προσφέρουν καμιά οριστική λύση.       

       Τώρα, όμως, βρισκόμαστε ενώπιον εκλογών[ Όταν θα διαβάζονται αυτές οι γραμμές θα μαθαίνουμε και τα αποτελέσματα]. Οι μεγάλες συζητήσεις δεν μπορούν να γίνουν τώρα – ακόμα και αν τις επιθυμούσαν πολλοί. Πράγμα που μάλλον δεν συμβαίνει.  Να συζητήσουμε τα προγράμματα είναι μάλλον κάτι που δεν ενδιαφέρει πολλούς, ούτε θα τα προσέξουν. Δεν θα είναι αποτελεσματική και παραγωγική μια τέτοια προσπάθεια. Οι αντιπαραθέσεις που διαβάζουμε, ακούμε και βλέπουμε, κινούνται όλες στην επιφάνεια των πραγμάτων, ανταλλάσσονται «ατάκες» και «εξυπνακισμοί» και βέβαια πολλές, δικαιολογημένες ή όχι, κατηγορίες. Για τις αιτίες της κρίσης γίνεται προσπάθεια να μην ανοίξει σοβαρή συζήτηση[10]. Όλα περιορίζονται στο κατά πόσον  θα  ανεχθούνε ή όχι οι ευρωπαίοι εταίροι μας μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και το πώς πότε και από ποιους θα γίνει η επαναδιαπραγμάτευση των δανείων – Μνημονίου κλπ. Οι κυβερνητικοί εταίροι προσπαθούν όσο μπορούν να μας «τρομάξουν» με το grexit, ενώ από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ να μας καθησυχάσουν. Κι οι δυο επικαλούνται δηλώσεις αξιωματούχων της ΕΕ, αρχηγών κρατών ή υπουργών οικονομικών, δημοσιεύματα του ξένου τύπου κλπ κλπ.
      
       Με όλη αυτή τη φασαρία, από πλευράς αριστεράς ιδίως, τελικά γίνεται αποδεκτή η ΕΕ και το μόνο που θίγεται είναι η βελτίωση της, με πρώτο ζητούμενο την αντιμετώπιση του χρέους με μια «Ευρωπαϊκή Διάσκεψη Χρέους»[11] Αυτές οι προτάσεις είναι καθαρά ουτοπικές από την άποψη ότι και να γίνουν,  τα χρέη των κρατών δεν θα εξαφανιστούν για τον απλούστατο λόγο ότι αποτελούν συστατικό του ίδιου του καπιταλισμού και της αναπαραγωγής του, ιδίως τώρα στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο. Η Ελλάδα σαν μικρή χώρα που είναι, κρίκος της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, πάντοτε θα βρίσκεται στο «έλεος» των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων οικονομικά, στρατιωτικά και πολιτικά. Για να σταματήσει αυτή η κατάσταση χρειάζεται μια βαθειά αλλαγή – όχι μόνο πολιτική αλλά κοινωνική, αποδέσμευση από τον άνισο διεθνή ιμπεριαλιστικό καταμερισμό εργασίας και βεβαίως κάτι τέτοιο να συμπέσει με ανάλογες αλλαγές σε μια σειρά μεγάλες καπιταλιστικές / ιμπεριαλιστικές χώρες.

Η αλήθεια είναι πώς ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε βέβαια τα απομεινάρια του ΠΑΣΟΚ (και το Κίνημα) δεν θέλουν να θυμούνται  συνθήματα/ αιτήματα του λαϊκού κινήματος όπως τα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», το «Έξω από την ΕΟΚ», «Έξω από το ΝΑΤΟ», «Αυτοδιαχείριση», κλπ.   Μόνο το ΚΚΕ έχει μείνει να τα θυμάται[12]  που, όμως, έχει καταφέρει να  το προσπερνάνε πολύ εύκολα[13]. Όσοι έχουν σχέση με το αριστερό κίνημα πριν από τη Δικτατορία των συνταγματαρχών, θυμούνται τι έλεγαν τότε η ΕΔΑ και το ΚΚΕ για την ΕΟΚ: λάκκο των λεόντων την αποκαλούσαν και μιλούσαν – και αποδείκνυαν ότι επρόκειτο για μια πραγματική θύελλα[14].   

Οι σχέσεις της χώρας μας με την ΕΟΚ (ΕΕ) και η κοινωνία που θέλαμε να δημιουργήσουμε και το πώς θα το επιδιώκαμε, καθόριζαν και τους «δρόμους» που θα ακολουθούσαμε. Είναι γνωστό ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ του, μιλούσαν για τον «τρίτο δρόμο» στον σοσιαλισμό. Προσπαθούσαν να διαχωριστούν από τον πρώτο, της σοσιαλδημοκρατίας και τον δεύτερο, των κομμουνιστικών κομμάτων (ή τον λενινιστικό). Για τον «τρίτο» δρόμο – θα λέγαμε κι εμπνευσμένο από τα κινήματα του Τρίτου Κόσμου και το χώρο των Αδέσμευτων – πολλά γράφτηκαν τότε και πολλές κριτικές του ασκήθηκαν. Πάντως ως «δρόμος» και αυτός, τελικά, περιορίστηκε σε επιμέρους μικρο-πολιτικές παρεμβάσεις.

Τέτοια ζητήματα, όμως, τώρα δεν συζητούνται. Τώρα η όλη συζήτηση και προεκλογική πολεμική περιστρέφεται γύρω από τα ζητήματα της λιτότητας, της φορολογίας, της ανθρωπιστικής κρίσης, της επαναδιαπραγμάτευσης, της επιμήκυνσης αποπληρωμής του χρέους κλπ.

Τα δύο «μέτωπα»

       Με την επιβολή των Μνημονίων διαμορφώθηκαν δύο διακριτά μέτωπα: το μνημονιακό και το αντιμνημονιακό.  Το αντι-μνημονιακό κοινωνικό μέτωπο που  απόκτησε σταδιακά μεγάλο εύρος και βάθος. Δηλαδή όλο και περισσότερα κοινωνικά στρώματα, κατηγορίες, ομάδες και φυσικά τάξεις αισθάνθηκαν στο πετσί τους τις επιπτώσεις της κρίσης και των μνημονίων. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι απαλλάχτηκαν από τις αρχικές αυταπάτες τους ότι τάχα το κακό θα διαρκέσει λίγο και γρήγορα θα βγούμε από την κρίση. Όπως ισχυριζότανε ο Γιώργος Παπανδρέου και το κυβερνητικό επιτελείο του και πολλοί ήθελαν να πιστεύουν ότι έτσι θα γίνει και όπως συνέχισαν να υποστηρίζουν οι κυβερνήσεις που ακολούθησαν.

«Είναι βέβαιο ότι αυτό το «αντι-μνημονιακό» μέτωπο δεν είναι ενιαίο, ούτε κοινωνικά ούτε ιδεολογικά ούτε, βεβαίως, πολιτικά. Αυτό δεν είναι καθόλου «κακό», παρ’ όλο που παρουσιάζει προβλήματα και δυσκολίες στην πορεία του. Αλλά έτσι συμβαίνει πάντοτε, σε όλες τις μεγάλες και άξιες λόγου κοινωνικές εξελίξεις και αλλαγές»[15]. Μέσα σε αυτό το μέτωπο – που πολιτικά εκφράστηκε από μια σειρά μεγάλα και μικρά κόμματα και οργανώσεις ενός ευρέως ιδεολογικού φάσματος, από αριστερά ως δεξιά και ακροδεξιά – διαμορφώθηκε και ένα δεύτερο: το «φιλο-ενωσιακό» και «αντι-ενωσιακό». Πρόκειται γι αυτούς που προσπαθούν να βρουν τη λύση μέσα στα πλαίσια της ΕΕ  και της ευρωζώνης και σε αυτούς που πιστεύουν, προπαγανδίζουν και προτείνουν μια έξοδο μας από την ΕΕ και την ευρωζώνη ή τουλάχιστον αρχικά από την δεύτερη.

       Τελικά αυτό το «δεύτερο μέτωπο», αυτή η δεύτερη «διαχωριστική γραμμή» είναι αυτή που έχει επιβληθεί στο μεγαλύτερο μέρος του αντι-μνημονιακού μπλοκ. Οι πολιτικές δυνάμεις με ευρωπαϊκό προσανατολισμό απλώνονται από τη μνημονιακή έως την αντι-μνημονιακή πλευρά. Έτσι π.χ. οι απειλές για «σχίσιμο» των μνημονίων, με τις οποίες έκανε το «αντιμνημονιακό» ντεμπούτο του ο ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του 2012, μετατράπηκε σε επαναδιαπραγμάτευση. Που τώρα πια παρουσιάζεται ως αναγκαία προκειμένου να μη διαλυθεί η ζώνη του ευρώ!!

            «…ο ΣΥΡΙΖΑ δε διεκδικεί τη διάλυση αλλά τη διάσωση του ευρώ. Και διάσωση του ευρώ δεν υπάρχει με ανεξέλεγκτο δημόσιο χρέος για τα κράτη μέλη του. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ο δαίμονας, η μεγάλη απειλή για την Ευρώπη, αλλά η φωνή της λογικής….», θα γράψει ο Αλ. Τσίπρας στην ελληνική έκδοση της Huffington Post [05/01/2015], ενώ και ο πιο «σκληρός»  Π. Λαφαζάνης θα ορκιστεί ότι «Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει ως επιλογή την έξοδο από το ευρώ» σε συνέντευξη του στο in.gr (22/1/2015). Για να μην απογοητεύσει εντελώς το κομματικό  ακροατήριο του φρόντισε να προσθέσει όλη εκείνη την κριτική που ακούμε από την εποχή ακόμα του Προυντόν: « Η ευρωζώνη, όμως, και η ΕΕ δεν παύουν να βαδίζουν από το κακό στο χειρότερο και να έχουν καταστεί η πιο προβληματική περιοχή του καπιταλισμού στον πλανήτη. Η ευρωζώνη και η ΕΕ χρειάζονται μεγάλες αλλαγές και ανατροπές. Η Ευρώπη πρέπει να σταματήσει να είναι η Ευρώπη του χρηματιστικού κεφαλαίου, των αβυσσαλέων αποκλίσεων και της Γερμανικής επικυριαρχίας. Μια προοδευτική ανατροπή στην Ελλάδα μπορεί να συμβάλει σε αυτήν την κατεύθυνση και να γίνει μια θετική ευκαιρία για την ήπειρό μας και ένα διαφορετικό μέλλον της». Σε απλή μαρξιστική γλώσσα – μια και η πλειοψηφία των μελών της καθοδήγησης του ΣΥΡΙΖΑ είναι μαρξιστές – όπως διαβεβαίωσε ο Γ. Μηλιός (Guardian 7/1/15) -  θέλουνε έναν καπιταλισμό χωρίς τα αρνητικά του (τα κακά του), δηλαδή τα μονοπώλια, τις αβυσσαλέες αποκλίσεις και επικίνδυνες συγκρούσεις, τη διαπλοκή κεφαλαίου και κράτους κλπ κλπ. Τα πολύ παλιά μικροαστικά όνειρα και κριτική του καπιταλισμού.

            Κι ακόμα παραπέρα και δημιουργικά, τώρα δεν επιδιώκει η μεταμοντέρνα μας αριστερά την αποδόμηση του ιμπεριαλισμού και των θεσμικών οργάνων του αλλά αντίθετα  « Ο ΣΥΡΙΖΑ εγγυάται ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο για την πολιτική σταθερότητα και την οικονομική ασφάλεια. Οι πολιτικές μας θα σταματήσουν την λιτότητα, θα ενδυναμώσουν τη δημοκρατία και την κοινωνική συνοχή και θα βοηθήσουν τη μεσαία τάξη να ξανασταθεί στα πόδια της. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να ενισχύσουμε την ευρωζώνη και για να κάνουμε το ευρωπαϊκό σχέδιο ελκυστικό στους πολίτες σε ολόκληρη την ήπειρο» θα γράψει ο πρόεδρος του κ. Αλ. Τσίπρας στους Financial Times (F.T.)  Τέλος πια οι αναφορές σε πολιτικές αλλαγές – πολύ περισσότερο σε κοινωνικές [16] - που οπωσδήποτε ταράσσουν την σταθερότητα και την «ασφάλεια». Τώρα πια όχι εργατικός έλεγχος στις μονάδες παραγωγής, όχι αυτοδιαχείριση αλλά προσπάθεια να ξανασταθεί η μεσαία τάξη στα πόδια της. Και όλα αυτά βέβαια δεν μπορούν να γίνουν παρά μόνο μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού / ιμπεριαλισμού,  των θεσμών και οργάνων του, όπως η ΕΕ, η ΕΚΤ, το ευρώ κλπ. Γι αυτό  δεν είναι απαραίτητο να χαράξουμε ένα «άλλο δρόμο», έξω κι ενάντια στον μοναδικό του υπάρχοντος συστήματος.

Όταν στο ίδιο άρθρο ο κ. Αλ. Τσίπρας γράφει «Επιτρέψτε μου να ξεκαθαρίσω μια λάθος αντίληψη: η δημοσιονομική ισορροπία δεν συνεπάγεται αυτομάτως τη λιτότητα. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα σεβαστεί τη θεσμική υποχρέωση του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού που έχει η Ελλάδα ως μέλος της Ευρωζώνης, δεσμευόμενη σε ποσοτικούς στόχους. Παρόλα αυτά, είναι θεμελιώδες ζήτημα δημοκρατίας, μία νεοεκλεγμένη κυβέρνηση, να αποφασίζει η ίδια τον τρόπο με τον οποίο θα επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι. Η λιτότητα δεν είναι μέρος των ευρωπαϊκών Συνθηκών», δεν μαθαίνει «γράμματα» στους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές. Γιατί αυτοί πολύ καλά ξέρουν ότι η λιτότητα είναι εγγεγραμμένη στο DNA του συστήματος τους. Δεν αναφέρεται σε καμιά ευρωπαϊκή συνθήκη μεν αλλά την προκαλεί η ίδια η λειτουργία του κεφαλαιοκρατικού συστήματος και ενισχύεται την εποχή του ιμπεριαλισμού.

Αν, λέμε αν, ο «μαρξιστής» κ. Τσίπρας είχε διαβάσει στοιχειωδώς έργα των Μαρξ-Ένγκελς αυτά θα έπρεπε να τα γνωρίζει. Θα τα είχε βρει στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», στην «Κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία», στο ίδιο «Το Κεφάλαιο». Ο καπιταλισμός/ ιμπεριαλισμός και η ΕΕ, που είναι μια τέτοια ένωση του, δεν έχει στόχο και σκοπό ούτε την ευτυχία και χειραφέτηση του ανθρώπου, ούτε την ολόπλευρη ανάπτυξη του, ούτε τον σεβασμό του περιβάλλοντος, ούτε την δημοκρατία, ούτε τίποτα από όσα φαντάζονται οι μικροαστοί ηγετίσκοι του κόμματος του. Αν νομίζει ότι πρόκειται απλά για λάθος αντίληψη «ότι η δημοσιονομική ισορροπία συνεπάγεται αυτομάτως τη λιτότητα» κι ότι με τη διαπραγμάτευση θα  τους την διορθώσει, ο ίδιος πλανάται πλάνη οικτρά. Αυτά μπορεί να τα φαντάζονται οι καθηγητάδες που τον περιτριγυρίζουν και που πιστεύουν ότι παντού και πάντα έχουν να κάνουν με ένα επιστημονικό πάνελ όπου καθένας με τη σειρά του και ευγενικά λέει τις απόψεις του. Δημοσιονομική ισορροπία σε μια χώρα όπως η δική μας – μέσα στα αυστηρά πλαίσια των Συνθηκών του Μάαστριχτ, του Άμστερνταμ, της Λισσαβόνας και της Νίκαιας – συνδέεται πάντοτε με «λιτότητα» για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Τώρα η λιτότητα «χτύπησε» και στρώματα που χτες ζούσαν καλά ή τουλάχιστον πολύ υποφερτά. Αλλά και νωρίτερα – πριν  από την κρίση, τα Μνημόνια και την Τρόϊκα – σταθερά  ένα 22-24% του πληθυσμού ζούσε κάτω από το όριο της φτώχειας[17]. Σε μόνιμη δηλαδή λιτότητα. Εδώ, στην Ελλάδα. Γιατί αλλού τα πράγματα ήτανε και είναι πάρα πολύ χειρότερα. Κάτι έχουν να μας πούνε οι μετανάστες και λαθρομετανάστες που έρχονται ή πνίγονται στην προσπάθεια τους να έρθουν στην Ελλάδα-Ευρώπη.

Αυτό το 22-24% συμπολιτών μας που ζούσε κάτω από το όριο της φτώχειας εδώ δίπλα μας, σπάνια το έβλεπαν οι υπόλοιποι. Η αριστερά μας του 3-4% την εποχή εκείνη ζήτημα είναι αν το ήξερε. Άλλα την απασχολούσαν τότε. Αυτό το ποσοστό εξακολουθεί να μην το βλέπει ούτε να το ξέρει ούτε και να την απασχολεί. Την ενδιαφέρει περισσότερο το φτωχοποιημένο  τμήμα της μικροαστικής και μεσοαστικής τάξης που πρέπει να ξανασταθεί στα πόδια της. Έστω και αν την ύπαρξη του την χρωστούσε σε ένα αντιπαραγωγικό, παρασιτικό και «στρεβλό» μοντέλο ανάπτυξης.

Όταν λοιπόν ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ –  που διεκδικεί μάλιστα να είναι ο αυριανός πρωθυπουργός – δηλώνει δημόσια και σε διεθνές έντυπο, ότι θα «σεβαστεί τη θεσμική υποχρέωση του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού που έχει η Ελλάδα ως μέλος της Ευρωζώνης, δεσμευόμενη σε ποσοτικούς στόχους», και απλά διεκδικεί ως πρωθυπουργός νεοεκλεγμένης κυβέρνησης να ασκεί το δημοκρατικό δικαίωμα να επιλέγει αυτός και η κυβέρνηση του πως θα επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι, τότε ή δεν ξέρει τι είναι δημοκρατία και ανεξαρτησία σε μια χώρα ή παραπλανά συνειδητά το λαό.

Στην αρχαία Ελλάδα και Αθήνα «ο Φίλιππος επέτρεψε την απόλυτη αυτονομία της Αθήνας στα εσωτερικά ζητήματα, υποχρέωσε όμως την πόλη να διαλύσει τη συμμαχία της και να συμμετάσχει στην ελληνική συμμαχία που σχεδίαζε ο ίδιος και η πόλη έχασε έτσι την πολιτική ελευθερία των κινήσεων της…»[18]. Η τακτική αυτή ή καλύτερα η μέθοδος αυτή να ασκεί μια χώρα εξουσία πάνω σε άλλη, επιτρέποντας της να έχει και να εκλέγει δική της κυβέρνηση, να ασκεί την εξουσία της, για να νομίζει ο λαός πως είναι ελεύθερος ενώ στην πραγματικότητα είναι όλοι υποχρεωμένοι να κινούνται και να αποφασίζουν «ελεύθερα» βέβαια, μέσα σε ασφυκτικά πλαίσια που έχει καθορίσει ο επικυρίαρχος, συνεχίστηκε και βελτιώθηκε στα χρόνια που ακολούθησαν. Αποικιοκρατία, προτεκτοράτα, νεοαποικιοκρατία, εξάρτηση οικονομική και στρατιωτική, όλα έχουν χρησιμοποιηθεί.

 Οι Συνθήκες της ΕΕ π.χ. έχουν προβλέψει τα κράτη-μέλη – και σε τελευταία ανάλυση οι λαοί – να  είναι τόσο ελεύθερα στην εσωτερική πολιτική ζωή τους όσο θα εφαρμόζουν τις αποφάσεις και οδηγίες που θα παίρνουν  οι μεγάλες και οικονομικά ισχυρές χώρες. Είτε συλλογικά είτε υπό την καθοδήγηση εκείνης που  θα έχει αναδειχθεί ο ηγεμόνας και θα επιβάλλει τη θέληση του και στους άλλους. Αν και όταν, τέτοιος «ηγεμόνας» δεν υπάρχει τότε η συλλογική ηγεμονία συνοδεύεται από μικρές ή μεγάλες προστριβές, ακόμα και συγκρούσεις, αλλά πάντοτε από τις πιο ισχυρές χώρες-μέλη.  Όποιος πιστεύει ή  ισχυρίζεται ότι στην ΕΕ π.χ. είναι όλες οι χώρες-μέλη ίσες μάλλον κάνει λάθος. Τυπικά μπορεί να είναι «ίσες» όλες οι χώρες-μέλη  μεταξύ τους. Στην πραγματικότητα όμως αυτό δεν συμβαίνει. Διότι οικονομικά, στρατιωτικά, πολιτικά δεν είναι ίσες. Και αυτήν την ανισότητα την υπερασπίζονται και αναπαράγουν με όλα τα μέσα και τους τρόπους.

Όταν συνεπώς ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ λέει πως  «Είναι καθήκον μας να διαπραγματευτούμε ανοιχτά και με ειλικρίνεια με τους εταίρους μας, ως ίσος προς ίσο.» και ότι γι αυτό «Δεν έχει νόημα να κραδαίνει η κάθε πλευρά τα όπλα που διαθέτει», κάποιον κοροϊδεύει: τον εαυτό του, το κόμμα του, τους οπαδούς του, τον λαό. Τέτοια έλεγε κι ο Σημίτης – νόμιζε πώς επειδή καθότανε δίπλα στη Μέρκελ ήτανε κιόλας «ίσος» - και όλοι μας ξέρουμε πόση ισότητα υπάρχει μέσα στη ζούγκλα. Δυστυχώς σε κανέναν συλλογικό οργανισμό ή όργανο ή ένωση ή ακόμα και σχέση, δεν είναι όλοι ίσοι μεταξύ τους στην πραγματικότητα, άσχετα αν – ενώ ξέρουν την αλήθεια – δημόσια ισχυρίζονται το αντίθετο. Η Ελλάδα δεν είναι ίση με την Γερμανία παρά μόνο όσο το θέλει η δεύτερη. Είναι χώρα με μεγαλύτερη έκταση και πληθυσμό, ισχυρή βιομηχανία, πιο αναπτυγμένο εμπόριο και διεθνείς σχέσεις, καλύτερο εκπαιδευτικό σύστημα, δηλαδή περισσότερα Πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα κλπ κλπ. Υπερέχει πια και των άλλων παλιών ανταγωνιστριών της σε πολλούς τομείς – αν εξαιρέσουμε τον στρατιωτικό. Δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να στέκεται στο ένα πόδι μπροστά στους πιο ισχυρούς. Αλλά δεν μπορεί να μην παίρνει υπόψη της αυτές τις διαφορές.
(συνεχίζεται)  


[1] Υπενθυμίζω ότι δεν θα είναι η πρώτη κυβέρνηση της αριστεράς στην Ελλάδα, όπως κακώς ισχυρίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ. Βλ σχετικό άρθρο μου «Για πρώτη φορά»; (ΟΙΣΤΡΟΣ 25 Νοεμβρίου 2014). Όπως αναφέραμε στο «Για πρώτη φορά;» ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου όριζε το ΠΑΣΟΚ ως «μαρξιστικό, μη δογματικό κίνημα» και θεωρούσε πώς η «Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη δεν συμβιβάζεται με τον Λενινισμό, τόσο στο θεωρητικό πλάνο όσο και στο πλάνο της πολιτικής πρακτικής»[βλ Ανδρέας Παπανδρέου:»Μετάβαση στο σοσιαλισμό» εκδ. ΑΙΧΜΗ 03/1978]. Δεν αυτοπροσδιοριζότανε διαφορετικά από τον Γ. Μηλιό. Το τι «σόϊ» μαρξιστές είναι ο Γ. Μηλιός και υπήρξε ο Ανδρέας είναι κάτι που εδώ δεν θα μας απασχολήσει. Ότι το ΠΑΣΟΚ ήτανε αριστερό-σοσιαλιστικό κόμμα το παραδέχτηκε μάλιστα, σε πρόσφατη συνέντευξη του ο Γ.Γ. του ΚΚΕ κ. Δ. Κουτσούμπας [Συνέντευξη στον ΤV ΣΚΑΪ 16-1-15]. Βέβαια αυτό το παραδέχτηκε γιατί σκοπός του ήτανε να δικαιολογήσει την άρνηση του ΚΚΕ να στηρίξει μια αριστερή κυβέρνηση, αυτή του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Π. Παπαδόπουλος (ΒΗΜΑ 24/1/15) ρωτάει τον κ. Αλ. Τσίπρα: «Αν κερδίσετε την Κυριακή, η Αριστερά θα έχει για πρώτη φορά την ιστορική ευκαιρία να κυβερνήσει την Ελλάδα! Τι είναι αυτό που θα διαφοροποιήσει την αριστερή διακυβέρνηση από οποιαδήποτε άλλη μεταπολεμική διακυβέρνηση;», υιοθετώντας από άγνοια ή από δημοσιογραφική αβρότητα τον ισχυρισμό του ΣΥΡΙΖΑ περί «πρώτης φοράς». Η σωστή ερώτηση θα ήταν «σε τι  η δική σας αριστερή διακυβέρνηση θα διαφέρει από την προηγούμενη αριστερή διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ».

  [2] Βλ γι αυτό Σταύρος Ελευθερίου (Λευτέρης Ριζάς) «Ο ελληνικός καπιταλισμός: προβλήματα και διλήμματα», περιοδικό «ΤΕΤΡΑΔΙΑ-πολιτικού διαλόγου έρευνας και κριτικής», τεύχος 2-3, Φθινόπωρο 1981.
[3] Βλ. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Α. Γ. Παπανδρέου στο «Μετάβαση στο σοσιαλισμό» , εκδ. ΚΕΝΤΡΟ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ-ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΛΕΤΡΙ, ΑΘΗΝΑ  1981. Πρόκειται για τα πρακτικά ενός διεθνούς επιστημονικού σεμιναρίου που έγινε στην Αθήνα (στο Πάντειο Πανεπιστήμιο 30 Ιουνίου – 3 Ιουλίου 1980.
[4] Βλ.  όπου ανωτέρω
[6] Βλ. Λ Ριζάς «Ο ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΤΟΝ 21ο ΑΙΩΝΑ», ΤΕΤΡΑΔΙΑ τ. 50-51ο Φθινόπωρο 2005. Να προσθέσουμε δε ότι σύμφωνα με τον Μαρξ «κάθε επέκταση της επικοινωνίας θα καταργούσε τον τοπικό κομμουνισμό. Εμπειρικά, ο κομμουνισμός είναι δυνατός μονάχα σαν πράξη των κυρίαρχων λαών μονομιάς και ταυτόχρονα, πράγμα που προϋποθέτει την παγκόσμια ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και την Παγκόσμια επικοινωνία που συνδέεται με τον κομμουνισμό» [Γερμανική Ιδεολογία]. Το ερώτημα του εάν μπορεί να υπάρξει σοσιαλισμός/ κομμουνισμός σε μια μόνη χώρα ταλαιπώρησε το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα για χρόνια. Γύρω από αυτό μάλιστα υπήρξε σφοδρή σύγκρουση ανάμεσα στον Στάλιν και τον Τρότσκι. Η απάντηση που έχει δώσει μέχρι τώρα η ιστορία είναι πώς όχι. Ο Μάο διαφώνησε ωστόσο και με τους δύο. Αλλά πάνω σε μια άλλη προβληματική.
[7] Ο Λένιν το είχε πάρει αυτό υπόψη του, το είχε προβλέψει και είχε προειδοποιήσει τους συντρόφους του, έγκαιρα: «Θα ήταν λάθος να νομίζει κανείς, πως οι επαναστατικές τάξεις έχουν πάντα αρκετή δύναμη για να πραγματοποιήσουν την επανάσταση, όταν αυτή η επανάσταση έχει ωριμάσει πέρα για πέρα λόγω των συνθηκών της κοινωνικό-οικονομικής εξέλιξης. Όχι, η ανθρώπινη κοινωνία δεν είναι συγκροτημένη τόσο έλλογα και τόσο «βολικά» για τα πρωτοπόρα στοιχεία. Η επανάσταση μπορεί να ωριμάσει, ενώ οι δυνάμεις των επαναστατών δημιουργών αυτής της επανάστασης μπορεί να φανούν ανεπαρκείς για την επιτέλεση της – τότε η κοινωνία σαπίζει, κι αυτό το σάπισμα παρατείνεται κάποτε ολόκληρες δεκαετίες.» [Βλ. Άπαντα Λένιν, τόμος 9 σελ.354, «Η τελευταία λέξη της «Ισκρικής» τακτικής..», Κ.Ε. του ΚΚΕ, εκδ.1956]
[8] ΣΑΜΙΡ ΑΜΙΝ « ΓΙΑ ΚΡΙΣΗ» http://pergadi.blogspot.gr/2012/11/blog-post_3.html
 «Οι κρίσεις είναι εγγενείς στον καπιταλισμό, που τις γεννά, περιοδικά, και κάθε φορά βαθύτερες. Τις κρίσεις δεν θα πρέπει να τις εξετάζουμε ξεχωριστά, αλλά συνολικά.»
[9]Σαμίρ Αμίν: «Το ευρωπαϊκό σχέδιο θα καταρρεύσει…»  (Εφημερίδα των Συντακτών 13/01/2013):  «Η ερώτησή δεν είναι κατά πόσο «ένα» ευρωπαϊκό σχέδιο (ποιό σχέδιο; για ποιο πράγμα;) είναι εφικτό (η απάντησή είναι προφανώς θετική), αλλά κατά πόσο το υφιστάμενο σχέδιο είναι βιώσιμο, ή αν στο μέλλον θα μπορούσε να μετασχηματιστεί με τέτοιο τρόπο που να καταστεί βιώσιμο. Αφήνω κατά μέρος τους δεξιούς «ευρωπαϊστές», δηλαδή αυτούς που υποτάσσονται στις απαιτήσεις του μονοπωλιακού γενικευμένου καπιταλισμού, που αποδέχονται την ΕΕ ουσιαστικά ως έχει και ενδιαφέρονται μόνο για την εξεύρεση λύσεων στα «συγκυριακά» προβλήματα (τα οποία δεν θεωρώ καθόλου συγκυριακά) που αντιμετωπίζει. Με ενδιαφέρουν αποκλειστικά τα επιχειρήματα εκείνων που δηλώνουν ότι «μια άλλη Ευρώπη είναι εφικτή,» συμπεριλαμβάνοντας τους υποστηρικτές του ανασχηματισμένου ανθρωποκεντρικού καπιταλισμού, και εκείνους που πιστεύουν στην προοπτική σοσιαλιστικού μετασχηματισμού στην Ευρώπη και τον κόσμο».
[10]  Το ΚΚΕ μόνον επιμένει να μιλάει για μονοπώλια, καπιταλισμό, ιμπεριαλισμό και να αποδίδει την κρίση στην «υπερσυσσώρευση», με έναν τρόπο που όμως δεν προκαλεί απολύτως κανένα ενδιαφέρον και αποτέλεσμα.
[11] Ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένει μόνιμα σε αυτό. Το επανέλαβε ο πρόεδρος του στο τελευταίο άρθρο του στους Financial Times.
[12] Μάλιστα ο Γενικός Γραμματέας του κ. Δ. Κουτσούμπας σε σχετική ερώτηση γιατί δεν θα βοηθήσει ένα κόμμα της αριστεράς, τον ΣΥΡΙΖΑ, που για πρώτη φορά φτάνει στην κατάληψη της εξουσίας, υπενθύμισε ότι και το ΠΑΣΟΚ ήταν αριστερό, σοσιαλιστικό κόμμα το 1981, με συνθήματα πιο αριστερά από αυτά του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα. [Συνέντευξη στον ΤV ΣΚΑΪ 16-1-15]
[13] Το ΚΚΕ δεν έχει καταλάβει, δεν μπορεί και δεν θέλει, ότι υπήρξε άκριτος «αντιπρόσωπος» ενός μοντέλου – του σοβιετικού – που έχει καταρρεύσει. Έτσι πια έχει καταστεί αναξιόπιστο. Πλάι σε αυτό η όλη σεχταριστική τακτική του το απομονώνει απίστευτα πιο εύκολα, από όσο θα ήθελαν και οι αντίπαλοι του.
[14] Βλ. «Η Θύελλα της Κοινής Αγοράς», συλλογή άρθρων με επιμέλεια Νίκου Κιτσίκη: Ν. Κιτσίκης, Γ.Χ. Γεωπόνος W, Απ. Στρογγύλης, Γιάννης Ιμβριώτης, Απόστολος Κακαβάς, Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, 1962.
[15] Λ ΡΙΖΑ «Προβλήματα του αντι-μνημονιακού μετώπου και η Αριστερά» ΔΡΟΜΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ , 15 Ιούνιος 2012 19:37  τ. 120 και του ίδιου «Οι «αμνήμονες» και «αντι-νεοφιλελεύθεροι» ΔΡΟΜΟΣ 11/9/2010 τχ 30.
[16] Ο Μαρξ έχει διαχωρίσει την πολιτική αλλαγή, την πολιτική χειραφέτηση, από την κοινωνική, την χειραφέτηση του ανθρώπου τόσο στο «Εβραϊκό Ζήτημα» όσο και στην «Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου» 
[17] Ενδεικτικά μόνο: «Μεγαλώνει το χάσμα φτωχών και πλουσίων στην Ελλάδα – Π. ΣΟΛΜΠΕΣ: Χρειάζεστε ταχύτερη ανάπτυξη και σωστή χρήση των πόρων» «Στην Ελλάδα η φτώχεια είναι χειρότερη από ό,τι στις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. ..»…Το χάσμα φτωχών  - πλουσίων είναι από τα υψηλότερα στην Ε.Ε. και συνεχώς διευρύνεται, την ώρα που ο ένας στους πέντε Έλληνες ζεί κάτω από το όριο της φτώχειας, όπως αυτό έχει προσδιοριστεί πανευρωπαϊκά, και με ελάχιστες ελπίδες λύτρωσης καθώς η χώρα μας κατέχει τη δεύτερη θέση στην Ένωση στη μακροχρόνια φτώχεια, σημειώνει ο Πέδρο Σόλμπες απαντώντας σε ερώτηση του  Μιχάλη Παπαγιαννάκη.  …»  [ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ – 1/6/001, σελ. 25]. Περισσότερα στο άρθρο μας «Τα αδιέξοδα του αστισμού και τα αδιέξοδα της αριστεράς: ο λαός και το έθνος σε κίνδυνο» ΟΙΣΤΡΟΣ 24/1/2015 

[18] Βλ. Christian Habicht «Ελληνιστική Αθήνα», εκδ. ΟΔΥΣΣΕΑΣ, ΑΘΗΝΑ 1998, σελ.29.

Ανάρτηση από: http://istrilatis.blogspot.gr