Παρασκευή 3 Ιουλίου 2020

Οι Ντρέδες της προεπαναστατικής Πελοποννήσου: Μάρκος Ντάρας

Του Γιάννη Κιουλέκα

Από την ένδοξη ιστορία των ΝΤΡΕΔΩΝ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ στην Ανω Τριφυλία (Μεσσηνία)!  

Γνωρίζουμε τον μέγιστο των κλεφταρματωλών στην προεπαναστατική Πελοπόννησο Μάρκο Ντάρα.
Γεννήθηκε στο Ψάρι της επαρχίας Τριφυλίας στις 12 Δεκεμβρίου 1700.
Ήταν άντρας ψηλός και ωραίος, μελαχρινός με μακριά μαλλιά και “μύστακα επιμήκη”. Πάντοτε “εφόρει λαμπράν χρυσοποίκιλτον εκ μελανός βελούδου ενδυμασίαν έφερε δε πανοπλία κεχρυσωμένην”.

Από το 1720 μέχρι το 1745 διετέλεσε κλεφταρχηγός ή ανεξάρτητος αρματωλός και ήγείτο άλλοτε 80-150 και άλλοτε 200-300 εκλεκτών παλληκαριών Αρκαδινών, και είχε ως αρματωλίτικη σημαία την εικόνα του Αγίου Γεωργίου με την επιγραφή “Προστάτης των Χριστιανών Πελλοπονήσου, άσπονδος εχθρός και διώκτης των Τούρκων και Τουρκαλβανών”. Προκαλούσε τρομερές λεηλασίες και σφαγές στους Τούρκους και στους Αλβανούς και εκείνοι τον έτρεμαν. Υπήρξε ένας από τους διασημότερους διασημότερους κλεφτοκαπεταναίους του Μωριά αναγνωρισμένος γενικός αρχηγός όλων των κλεφτών του Μωριά. Η δράση του και τα κατορθώματα του μπορουν να συγκριθούν μόνο με όσα κατάφεραν οι Μωραίτες κατά την διάρκεια της επανάστασης.
Οι Τούρκοι κατάλαβαν ότι δεν θα τα βγάλουν πέρα με τον Ντάρα , ό οποίος τους κατέσφαζε σε κάθε μάχη, και για αυτό το λόγο προχωρήσανε σε σχέδιο εξόντωσης του Μάρκου και των δικών του, Μήτρο Πυθυμούντα , Δήμο Κολοκοτρώνη, Ιωάννη Μαντά και Μήτρο Περίβολο. Βρήκαν λοιπόν ένα Βούλγαρο στην καταγωγή, τον Τσέλιο Κριτσέβα, ο οποίος υπηρετούσε στην φρουρά του Σαραγιού στην Τριπολιτσά, και σκότωσε για τα μάτια μιας Τουρκοπούλας ένα Τούρκο αξιωματικό της φρουράς. Του πρότειναν ή να γίνει προδότης ή θα τον σκοτώσουν. Δήθεν λοιπόν διέφυγε από το δεσμωτήριο και κατέφυγε στον νταιφά του Μάρκου που λημέριαζε σε μια ρεματιά του περίφημου λόγγου του χωριού Κόκλα. Ο Ντάρας και οι άλλοι τον πίστεψαν και τον κράτησαν κοντά τους ως υποτακτικό τους, αλλά η παγίδα είχε ήδη στηθεί. Ο Κριτσέβας θα τους οδηγήσει στη χωσιά που είχαν στήσει οι Τούρκοι στο χωριό Δραγουμάνου της Ολυμπίας, χωρίς να αντιληφθεί ο Μάρκος με τους Καπεταναίους τους το παραμικρό. Η μάχη που δόθηκε ήταν λυσσαλέα ,οι Τούρκοι υπεράριθμοι και για αυτό οι κλέφτες τράβηξαν τα σπαθιά τους για να ξεφύγουν. Η μάχη έγινε σώμα με σώμα και κατέληξε υπέρ των Τούρκων που ήταν περισσότεροι. Οι κλέφτες πολεμώντας γενναία διέσχισαν τις γραμμές των Τούρκων πληρώνοντας όμως βαρύτατο φόρο αίματος. Από τους εκατόν είκοσι που αποτελούσαν τον νταιφά του Μάρκου, γλύτωσαν μόνο σαράντα πέντε με τον Ντάρα επικεφαλής. Όλοι οι άλλοι ήταν νεκροί ή αιχμάλωτοι μετξύ των οποίων και οι Μήτρος Πυθυμούντας , Δήμος Κολοκοτρώνης, Ιωάννης Μαντάς και Μήτρος Περίβολος.

Φυσικά ο Κριτσέβας έφυγε με τους Τούρκους, με τα κεφάλια των κλεφτών στα σακιά, για την Τριπολιτσά όπου του ετοίμασαν πανηγύρι για να τον τιμήσουν και ο Μώρα Βαλεσής Σουλειμάν Πασάς το αντάμειψε με λεφτά και βαθμούς. Αφού τελείωσαν οι γιορτές ζήτησε να φύγει από τον Μωριά και του έδωσαν φρουρά τριάντα Τουρκαλβανών για να τον συνοδέψουν στο Ναύπλιο για να φύγει με καράβι στην Κωνσταντινούπολη.

Ο Ντάρας με τους τρομερούς Ντρέδες του τους έστησαν χωσιά στον Αχλαδόκαμπο και τους περικυκλώνουν σε ένα χάνι που είχαν σταματήσει. Η φρουρά του Κριτσέβα παρέδωσε τα όπλα της αλλά πέρασαν όλοι από τα γιαταγάνια των Ελλήνων ενώ ο Ντάρας κόβει σε κομμάτια τον προδότη Κριτσέβα. Κατόπιν τους έκοψαν τα κεφάλια και αφού τα φόρτωσαν σε μουλάρι τα έστειλαν πεσκέσι στον Μώρα Βαλεσή μαζί με ιδιόχειρη επιστολή που έγραψε ο Ντάρας.

” Σουλειμάν πασά Βαλή του Μορέως. Σου γράφω πως εγώ έπιασα και έσφαξα τον άτιμο προδότη σου Βούλγαρο Τσέλιο Κριτσέβα και τους Αρβανίτες στρατιώτες σου.
Να μάθεις λοιπόν πως και εσύ και οι λοιποί ομόθρησκοί σου Μπέηδες και Αγάδες του Μωρέως να πάψετε πλια να μας κυνηγάτε και να μας σκοτώνετε, γιατί αλλιώς να καρτερείτε όλοι τέτοιον θάνατο όπως του άτιμου Κριτσέβα και των Τουρκαλβανών σου.
Άκουσε όλα αυτά που σήμερα σου γράφω, γιατί ύστερα και εσύ και οι Μπέηδες και Αγάδες και οι Αρβανίτες σας θα το μετανιώσετε. Είναι η ώρα έως τρείς μετά το μεσημέρι και εγώ με τους Ντρέδες μου φεύγω από εδώ και πηγαίνω να κάνω λημέρι σε κανένα άλλο μέρος του Μοριά.
Από το χωριό Αχλαδόκαμπος στις 20 του μηνός Ιουλίου του έτους 1740. Ο άσπονδος εχθρός σου και των λοιπών Μπέηδων, Αγάδων και Αρβανιτών.
 Μάρκος Ντάρας Αρκαδινός Αρματολός”

Αργότερα ο Ντάρας κυνηγημένος από παντού και τραυματίας με τραύμα στο αριστερό του πόδι,μετά από μάχη κατέφυγε τελικά στο Ίσάρη, όπου ένας πρακτικός γιατρός Τρουβέλης τ’όνομα του, θεράπευε σε μια σπηλιά ανάμεσα στα Στάλα και Ντερμπούνι. Ένας παραγυιός του, ο Αρβανίτης Γιόγκας τελικά τον πρόδωσε στους Πιγλήδες μπέηδες του Λεονταρίου κι ένα βράδυ στις 20 Ιουνίου 1745 σκότωσε τον πρωτοκλέφτη στον ύπνο του κι έφερε το κεφάλι του στο Λεοντάρι όπου κρεμάστηκε πιστομένο (ταριχευμένο) για πολλούς μήνες στο πλατάνι που βρίσκονταν εκεί που ήσαν τα παλιά χασάπικα (στα πηγαδάκια πάνω από το σπίτι του Καίσαρη).

Στις 24 Ιουνίου καταφθάνει στην Τριπολιτσά ο απεσταλμένος του Σουλτάνου, Καραμάν Πασάς, με φιρμάνι του Σουλτάνου όπου ζητούσε από τον Ντάρα να τον πάρει στην φρουρά του στο παλάτι, ή δυνοντάς του ότι ζητούσε φθάνει να ησύχαζε. Φυσικά ήταν αργά και το μόνο που έκανε ήταν να πάρει το ταριχευμένο κεφάλι του Ντάρα και το πήγε στον Σουλτάνο.
Το κεφάλι του το έστησαν σε μία πύλη του ανακτόρου του Σουλτάνου ως ένδειξη θριάμβου της Σουλτανικής κυριαρχίας.

Τον Αλβανό Γιόγκα τον συνέλαβε ο ονομαστός Αναγνώστης Ριπεσιώτης και κατακρεουργήθει ανηλεώς στις 10 Μαρτίου 1746 στο Καμάρι της Τριπολιτσάς ή στο Ίσαρι.
Η ανδρεία του ,η τόλμη του ,η ορμητικότητα του στις μάχες ,η πολεμική σκέψη του, η επιδεξιότητα του στην σκοποβολή και πολλά άλλα είναι ορισμένα από τα χαρακτηριστικά του ήρωα αυτού. Μάλλον ήταν ο επιφανέστατος αρματολός όλων των κλεφτών και αρματολών της Πελοποννήσου εφάμιλλος του Θ. Κολοκοτρώνη σύμφωνα με τον στρατηγό του 1821 Αθανάσιο Γρηγοριάδη.
“Ο Μάρκος Ντάρας από την Αρκαδιά, όπου ήταν ξακουσμένος εις όλο το Μωριά είχε παλληκάρια διαλεχτά όλο Ντρέδας Αρκαδινούς που πολεμούσανε σαν τα λεοντάρια τα δυνατά.
Ο Ντάρας ήταν παλληκάρι ξακουστό περήφανος αρματολός μέρα νύχτα έκανε πόλεμο δυνατό με Τούρκους και Αρβανίτες τους νικούσε και τους έσφαζε σαν τα τραγιά.
Όταν ο Ντάρας διαβαίνει εκεί βογγούν οι κάμποι και τα βουνά. Άιντε Ντάρα μου ξακουσμένε μου, που στους κάμπους, που σταις χώραις μπαίνεις Τούρκους και Αρβανίτες ποτέ σου δεν φοβιέσαι ”
Πηγές:
  • Αθανάσιος Γρηγοριάδης, Ιστορικαί Αλήθειαι
  • Δημήτριος Αθανασόπουλος , Οι Αδικημένοι της Ιστορίας.
  • Θεόδωρου Κατριβάνου “Η Ιστορία του Λεονταρίου-1968”
Ανάρτηση από: http://geromorias.blogspot.com/