Δευτέρα 31 Αυγούστου 2020

Χαμένες γενιές

Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου

«…Και στη μικρή θ’ αφήσουμε το χωράφι στη θάλασσα». Τα παλιά χρόνια όλοι οι γονείς άφηναν κάτι στα παιδιά τους. Δηλαδή, ποια παλιά χρόνια; Ανέκαθεν. Από τότε που υπάρχει κληρονομικό δίκαιο. Και οι πιο φτωχοί φρόντιζαν ν’ αφήσουν κάτι στα παιδιά τους. Ενα μικρό χωράφι, μια μικρή αποταμίευση, ένα σπίτι, δυο ζευγάρια σεντόνια, ένα ρολόι, ένα κομπολόι, ένα ζευγάρι σκουλαρίκια, μια τέχνη. Ηταν μια υπόθεση ιδιοκτησίας αλλά και μνήμης. Συσσώρευσης αλλά και αλληλεγγύης. Ετσι πορεύτηκε ο κόσμος για αιώνες, έτσι διασώθηκε κι ο καπιταλισμός από μια ανθρωπιστική αποσύνθεση, πριν την ώρα του. Ακόμη και την εποχή της αιματηρής πρωταρχικής συσσώρευσης που αποσπούσε βίαια τα παιδιά από τους γονείς τους για να κάνει κυριολεξία την έννοια του προλετάριου, του ανθρώπου που δεν είχε τίποτε άλλο δικό του εκτός από τους απογόνους του, διασωζόταν μια ελάχιστη έγνοια για τα τρυφερά παιδιά που παραδίδονταν σαν κρέας για τα κλωστήρια, τα βυρσοδεψεία, τα ορυχεία ή τα καμίνια: μερικές συμβουλές, ένα manual επιβίωσης, μια φορεσιά για να τα προστατέψει από το κρύο και την ασφυκτική ζέστη. 

Ούτε καν οι μεγάλοι πόλεμοι των δύο προηγούμενων αιώνων κατάφεραν να διακόψουν αυτή την αρχέγονη και ζωτική για την αναπαραγωγή κάθε κοινωνικού συστήματος αρχή της αλληλεγγύης των γενεών. Οι έφηβοι και οι νέοι άνδρες ρίχνονταν κατά εκατομμύρια σαν κρέας στην πολεμική μηχανή του κιμά, αλλά στη θέση τους εκατομμύρια νέες γυναίκες γίνονταν αποδέκτριες της γονικής μέριμνας, όχι πάντα εκφρασμένης με τρυφερότητα, συχνά εκδηλωμένης με ανδροκρατική βία και καταναγκασμό, αλλά πάντως με μια πρόθεση στοιχειώδους αλληλεγγύης γενεών. 


Πάνω σ’ αυτή την ουσιαστικά βιολογική διαδικασία αναπαραγωγής της ανθρωπότητας, όσο κι αν ακούγεται σήμερα στερεοτυπική, αναχρονιστική και παρωχημένη, όσο κι αν φαίνεται να ευτελίζει τη σχέση γονέων και παιδιών, παππούδων κι εγγονών, τρίτης και πρώτης ηλικίας στο επίπεδο ενός συμβολαίου, μιας διαθήκης, μιας γονικής παροχής, μιας δωρεάς κι οποιασδήποτε άλλης οικονομικής συναλλαγής («Ανάθεμά τα τα τάλαρα», που θα ‘λεγε κι η κυρα-Επιστήμη, «ανάθεμά τα τάλαρα» που θα ‘λεγε κι ο Αντρέας στο αριστούργημα του Θεοτόκη, αλλά πόσο διαφορετικά ο ένας απ’ τον άλλο), βασίστηκε λίγο-πολύ κι αυτό που λέμε κοινωνικό κράτος. Η αλληλεγγύη των γενεών είναι ο σκληρός πυρήνας του. Και αλληλεγγύη όχι μονοσήμαντη, από τους κατιόντες προς τους ανιόντες, αλλά αμφίπλευρη: μπορεί οι νέοι να πληρώνουν τις συντάξεις των ηλικιωμένων, αλλά και οι δεύτεροι, ως φορολογούμενοι κι ασφαλισμένοι, έχουν πληρώσει τη μόρφωση, την εκπαίδευση, την κατάρτιση των νεότερων - για να περιοριστούμε μόνο στη σχέση των γενεών ως συντελεστών της παραγωγικής διαδικασίας. 

Λοιπόν, είμαστε στην απαρχή της πλήρους κατάλυσης και εξάλειψης αυτής της αρχέγονης σταθεράς. Νιώθω υπόλογος και τρομακτικά ανίκανος απέναντι στην κόρη μου, που στο ξεκίνημα της ενήλικης ζωής της δεν έχω να της προσφέρω σχεδόν τίποτα που να της εξασφαλίζει ότι θα τα πάει λίγο καλύτερα από μένα. Η γενιά της -η Ζ, Υ, Χ κι όπως αλλιώς την ονομάσουν οι τεχνοκράτες της κοινωνικής μηχανικής, μέχρι εξαλείψεως του λατινικού αλφάβητου (τι θα γίνει μετά; Θα προσφύγουν στο κινέζικο;)- είναι κυριολεκτικά η πρώτη εδώ και πολλές δεκαετίες που οι προϋποθέσεις κοινωνικής και παραγωγικής ένταξής της είναι πολύ χειρότερες από των γονιών και των παππούδων της.
Κι αυτό είναι αντιστρόφως ανάλογο των προσόντων και των δεξιοτήτων της, τουλάχιστον στο πλαίσιο του λεγόμενου δυτικού κόσμου. Είναι κοσμοπολίτες, πολύγλωσσοι, φορτωμένοι με πτυχία, μεταπτυχιακά και πιστοποιημένα προσόντα και δεξιότητες, επιμελημένα βιογραφικά στα οποία καταγράφεται και η πιο σύντομη επαφή τους με εργασιακή εμπειρία, είναι δικτυωμένοι, φορτωμένοι με απίστευτους όγκους πληροφοριών (αν και συχνά ανεπεξέργαστες καταλήγουν σε αποπληροφόρηση, σύγχυση και μερική ή ολική άγνοια), κι όμως είναι εκτεθειμένοι σε μια κυριολεκτική και γυμνή προλεταριοποίηση. 


Το 2010, στην κρίση χρέους με επίκεντρο και πρωταγωνίστρια την ελληνική κοινωνία, πιστέψαμε ότι αυτό συνέβη για πρώτη και τελευταία φορά. Φτωχοποιήθηκαν ταυτόχρονα οι τρεις γενιές που συμβατικά συγκροτούν το δημογραφικό όλο μιας κοινωνίας, αλλά υποθέσαμε ότι αυτό θα ήταν απλώς ένα μεγάλο διάλειμμα, μια χαμένη δεκαετία που στο τέλος της θα περίμενε, τουλάχιστον την επόμενη γενιά, τα παιδιά και τα εγγόνια μας, τους Millennials, τη γενιά Υ κι όπως αλλιώς την ονομάσουμε, μια εποχή ανόδου, ευφορίας, βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου, αύξησης του εισοδήματος, πολλαπλασιασμού των ευκαιριών. 


Ο κορονοϊός διέψευσε
 κι αυτή την προσδοκία με δύο τρόπους, εξίσου καταστροφικούς: πρώτα, πρόσθεσε στην προηγούμενη χαμένη δεκαετία, σ’ αυτήν που μέχρι τώρα θεωρούσαμε «μια χαμένη γενιά», μερικές ακόμη χαμένες δεκαετίες και μία (τουλάχιστον) ακόμη χαμένη γενιά. Δεύτερο, κατέστησε αυτή την εξέλιξη κυριολεκτικά παγκόσμια. Η ομοιομορφία με την οποία επιδεινώνονται οι συνθήκες οικονομικής και παραγωγικής ένταξης των νέων ανθρώπων στην Ευρώπη, στην Ασία ή στην Αμερική δεν είναι καθόλου παρηγορητική. Ισα ίσα είναι τρομακτική. 


Κι ακόμη πιο τρομακτική
 είναι η αδυναμία η δική μας, των ανιόντων τους, να ανακουφίσουμε στο ελάχιστο τον ανήφορο που έχουν μπροστά τους τα παιδιά μας. Με μια μικρή αποταμίευση, μια μαγιά για την εκκίνηση, κάτι αντίστοιχο μ’ αυτό που οι δικοί μας γονείς και παππούδες, αν και τσακισμένοι από τη δική τους χαμένη δεκαετία πολέμου κι εμφυλίου, κατάφεραν να μας προσφέρουν.
Είναι τρομακτικό και συνάμα ντροπιαστικό, αντί της αλληλεγγύης και τρυφερότητας που τους οφείλουμε, να ανταγωνιζόμαστε τα παιδιά μας στην επιβίωση.

«Οχι!» του ‘πε μ’ απόφαση· «εδώ είναι ο χωρισμός μας. Θα πάω σε ξένα μέρη, σε ξένον κόσμο, σ’ άλλους τόπους· θα δουλέψω για με και για να κουναρήσω το παιδί που θα γεννηθεί. Θα μου δώσει η μάνα γράμματα για να ‘βρω αλλού εργασία· θα τα πάρει από τες κυράδες της. Οχι, δεν έρχομαι! Είμαι δουλεύτρα· ποιόνε έχω ανάγκη;». Κι έπειτα από μία στιγμή σα ν’ απαντούσε σε κάποια της σκέψη εξαναφώναξε: «Δεν έρχομαι, δεν έρχομαι!».
Ο Αντρέας την εκοίταξε ξεταστικά κι εκατάλαβε πως όλα τα λόγια θα ‘ταν χαμένα.
«Ανάθεμά τα τα τάλαρα!», εφώναξε πάλι απελπισμένος. «Πάει η ευτυχία μου!».
Κι εβγήκε στο δρόμο.
Κωνσταντίνου Θεοτόκη, «Η τιμή και το χρήμα»