Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2023

Για το δίκαιο και το άδικο


Του Νίκου Μωραϊτη

Αδιαμφισβήτητα εντός των δυτικών κοινωνιών έχει ξεκινήσει εδώ και πολλά χρόνια μία συζήτηση για το τι είναι καταπίεση. Σε αντίθεση με το 60’ και το 70’ όπου η συζήτηση για το τι συνιστά καταπίεση αντιμετωπιζόταν από την αυλή της αστικής τάξης ως κομμουνιστική προπαγάνδα  πλέον έχουμε και μία εναλλακτική αντιμετώπιση. Η καταπίεση έχει γίνει βασικά ποπ, και οι συζητήσεις για το περιεχόμενό της οργανώνεται από τις κατεξοχήν φωνές της αστικής τάξης (τους πολιτικούς, τα ΜΜΕ και το κράτος της). Η φαντασία για το περιεχόμενο της καταπίεσης είναι ανεξάντλητο: ομοφοβία, μισογυνισμός, τρανσφοβία, χονδροφοβία, ηλικιασμός, ρατσισμός, σπησισμός κα.

Αυτή η προπαγάνδα δημιουργεί ένα γενικότερο κλίμα στη κοινωνία. Πολλοί αριστεροί θεωρούν ότι πρόκειται για ένα προοδευτικό κύμα, το οποίο πρέπει και η αριστερά να προλάβει για να μην περιθωριοποιηθεί. Άλλωστε η ενσυναίσθηση για τον αδύναμο θεωρείται γενικώς αριστερή. Αδυνατούν όμως να καταλάβουν ότι τα δικά τους συνθήματα για κοινωνική δικαιοσύνη δεν έχουν καμία σχέση με το παραπάνω κλίμα που δημιουργεί η αστική προπαγάνδα. Η τελευταία δεν σκοπεύει να ενώσει τον κόσμο, αλλά να τον χωρίσει υπό άπειρα τεχνητά πολιτισμικά φράγματα. Αξιοποιεί υπαρκτά κοινωνικά προβλήματα, όχι όμως για να τα λύσει, αλλά για να γεμίσει με όλο και περισσότερο μίσος τα αντιμαχόμενα μέρη. Η ίδια λογική του διαίρει και βασίλευε εφαρμόζεται από τη Δύση, είτε όταν σπάει το Ιράκ σε ένα κουρδικό, ένα σιιτικό και ένα σουνιτικό κομμάτι, είτε όταν βάζει πυρίτιδα στη σχέση γυναίκας-άντρα, στρέητ και ομοφυλόφιλων, μικρών και μεγάλων κλπ.

Αυτή η κατάσταση οδηγεί τους μισούς να θεωρούν τους άλλους μισούς φασίστες. Ο φασισμός έχει σχετικοποιηθεί σε σεξισμό, μισαναπηρισμό κα, με αποτέλεσμα οποιοσδήποτε δεν καλύπτει τη πολιτική ορθότητα να ονοματίζεται φασίστας, πράγμα που ενέχει επικίνδυνες πολιτικές συνέπειες. Ταυτόχρονα αυτή η νέα Ιερά εξέταση βάζει όσους έτυχε να έχουν κάποιο «προνόμιο» να υποφέρουν από ένα μόνιμο άγχος μήπως φέρονται σαν δυνάστες. Είναι σαν η ανθρωπότητα να επέστρεψε στον Μεσαίωνα, σε μία κατάσταση μόνιμης μετάνοιας και ενοχών για τις αμαρτίες μας, υπό τις ευλογίες πάντοτε μίας νέας Μεταμοντέρνας Ιεράς Εξέτασης.

Τις απαρχές αυτής της ιστορίας μπορούμε να τις εντοπίσουμε σε πολλές περιόδους, καθώς στο πυρήνα της πρόκειται για μία πολύ παλιά συνταγή, που δεν είναι άλλη από τον φιλελευθερισμό. Η πολιτική ορθότητα κρύβει από πίσω της την «αστική ευγένεια» και ένα βαθύτατο ατομοκεντρικό ορισμό του ανθρώπου. Ο καθένας μας αυτοπροσδιορίζεται όπως θέλει, αξιοποιώντας όποια ταυτότητα θέλει και δεν υποτάσσεται σε τίποτα συλλογικό πέραν από τα άμεσα συμφέροντα του, που τώρα έχουν μεταφραστεί ως «βιώματα». Ο ευρωκομμουνισμός ως ρεύμα κατ’ουσίας εξέφραζε την ιδεολογική επιρροή του φιλελευθερσμού στο κομμουνιστικό στρατόπεδο, η οποία εκφράστηκε με το σύνθημα περί ενός «δημοκρατικού σοσιαλισμού». Αυτό το σύνθημα όμως εξέφρασε σύντομα την εσωτερική του δυναμική οδηγώντας στην σταδιακή εγκατάλειψη του σοσιαλισμου στο όνομα μιας φιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας με πλήρη σεβασμό στο αστικό κράτος και τους κανόνες του. Έτσι οι ηγεσίες της ευρωκομμουνιστικής αριστεράς άρχισαν να μπασταρδεύουν την κόκκινη σημαία με ένα σύνολο άλλων σημαιών, προσπαθώντας να εκπροσωπήσουν την «προοδευτική-δημοκρατική» κοινωνία. Έτσι στο όνομα της ανάγκης εκπροσώπησης του κάθε τυχάρπαστου «ακτιβιστή μκο με ανησυχίες», ο ευρωκομμουνισμός δικαιολόγησε την δεξιά του στροφή. Έτσι από την κοινωνική δικαιοσύνη ως συλλογικό πρόταγμα οδηγηθήκαμε στο σύνολο ορισμένων ατομικών δικαιώματα. Και οι αριστεροί που πίστευαν ότι έχουν το ηθικό μονοπώλιο της υπεράσπισης των δικαιωμάτων «γενικώς» των αδυνάμων, σύρθηκαν σιγά σιγά σε οργανισμούς, μκο και παραμάγαζα της αστικής τάξης, μη μπορώντας να καταλάβουν τη διαφορά ανάμεσα σε αυτούς και τις κομματικές τους οργανώσεις.

Η Παλαιστίνη σαν μέτρο

Το αποτέλεσμα όμως αυτής της προσπάθειας δεν το βρίσκουμε μόνο σε αυτούς τους «εμφυλίους πολέμους» στο εσωτερικό της χώρας που στήνει η αστική τάξη. Την πραγματική φύση αυτών των ιδεολογικών όπλων την βλέπουμε όταν στρέφονται εναντιόν των εχθρών της αυτοκρατορίας. Αυτή η ανεξέλεγκτη προνομιολογία διαλύει την οποιαδήποτε συζήτηση για το ποιος είναι προνομιούχος και ποιος καταπιεσμένος. Τα πραγματικά δεδομένα πλέον δεν έχουν καμία σημασία για αυτούς. Δεν έχει σημασία το γεγονός ότι το Ισραήλ έχει επιβάλει ένα μόνιμο εμπάργκο στη λωρίδα της Γάζας. Δεν έχει σημασία το μόνιμο καθεστώς δολοφονίας των Παλαιστινίων. Οι οργανώσεις της Παλαιστινιακής αντίστασης παρουσιάζονται σαν μινι-φασίστες, «επειδή ασκούν βία». Απ’ την άλλη το Ισραήλ συνειδητά προωθεί τον εαυτό του ως κάποιο δημοκρατικό παράδεισο για τους βίγκαν, τους Lgbtq και τις γυναίκες (που θέλει να τις προστατέψει από τους κακούς μουσουλμάνους πατριάρχες). Έτσι το Ισραήλ από πρωτεύουσα της παγκόσμιας καταπίεσης καθίσταται πρωτεύουσα της ελευθερίας και των «πραγματικών» αγώνων ενάντια στην καταπίεση. Και μάλιστα σε μέτωπα που δεν του πολυκοστίζουν, που δεν σηματοδοτούν δηλαδή κάποια ριζική ταξική ανατροπή, ανατροπής του κράτους και των συσχετισμών δύναμης. Πρόκειται για ένα σχετικά δωρεάν μάρκετινγκ για το πιο αιματοβαμμένο κράτος στο κόσμο. Αυτή η πλήρης αντιστροφή της πραγματικότητας σχετικοποιεί επομένως εντελώς καταπιεστές και καταπιεζόμενους, με σκοπό να βαφτίσουν τους μεν δε.  Όταν λοιπόν παρουσιάζεις τους αμυνόμενους ως επιτιθέμενους, επιτρέπεις προπαγανδιστικά στον εαυτό σου να παρουσιάσεις την επίθεση σου ως άμυνα. Και κάπως έτσι οδηγούμαστε η «Πλημμύρα» των παλαιστινίων προς την απελευθέρωση, να μακιγιαρίζεται σε επίθεση, με αποτέλεσμα να μπορούν έτσι να δικαιολογούν τις βόμβες του Ισραήλ σε νοσοκομεία, σχολεία και κτήρια του ΟΗΕ. 

Για την επίτευξη όμως αυτής της ιστορίας έπρεπε να γίνει μία τροποποίηση στον ορισμό της καταπίεσης. Πλέον το πως αισθάνεται κάποιος αποτελεί αποκλειστικό τεκμήριο καταπίεσης. Το τελευταίο παρουσιάστηκε σαν την τελευταία λέξη της πολιτικής και της νομικής επιστήμης. Έτσι δεν έχει σημασία μόνο η κλασσική καταπίεση, αλλά και το ότι αισθάνεται κάπως. Αυτό το κριτήριο παρουσιάστηκε σαν μία πρόσθεση δίπλα στις κλασσικές εκμεταλλεύσεις. Όμως τελικά οδήγησε στην αναίρεση των ταξικών ή των εθνικών καταπιέσεων γιατί αντικαθιστά την ανάλυση της πραγματικότητας με το βίωμα. Αυτό δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα κάλεσμα για την κατάργηση της σκέψης, και την αντικατάσταση της από τις πρόσκαιρες εντυπώσεις. Οδηγεί στην εγκατάλειψη της προσπάθειας ταξικής ερμηνείας των κοινωνιών, αφήνοντας πίσω του ένα ταξικό ένστικτο, άμεσα χειραγωγίσιμο και χωρίς άμυνες. Οι φασίστες πολύ εύκολα μπορούν να πείσουν κάποιον ότι για την φτώχεια τους φταίνε οι μετανάστες. Αντίστοιχα, όταν κάποιος εγκλωβίζεται στην αποκλειστικότητα των βιωμάτων του, είναι λιγότερο ικανός να αξιολογήσει και να κρίνει τις εμπειρίες των άλλων και του εαυτού του.

Από την στιγμή λοιπόν που η σκέψη του καθενός αντικαθίσταται από ένα άθροισμα βιωμάτων, το περιεχόμενο της καταπίεσης του καθενός προσδιορίζεται εντελώς υποκειμενικά και αυθόρμητα. Και φυσικά κανένα κίνημα δεν μπορεί να χτιστεί από ανθρώπους που έτσι και αλλιώς προσδιορίζονται ως ετερότητες, δηλαδή ως διαφορετικοί. Το κίνημα προϋποθέτει κάποια αμοιβαιότητα, και δη μία συμφωνία στους πολιτικούς στόχους. Εφόσον η κοινωνία γίνεται, όπως έλεγε η Θάτσερ, ένα άθροισμα ατομικοτητών, το ποιος εν τέλει καταπιέζεται από ποιόν γίνεται εντελώς σχετικό. Στους ατομικοποιημένους ανθρώπους όμως δεν φταίει ποτέ «κάποιο σύστημα» το οποίο πρέπει να παλέψουμε συλλογικά, αλλά πάντοτε αυτό που βλέπουν μυωπικά απλώς μπροστά στα μάτια τους. Για τις ατομικότητες απλώς φταίνε άλλες φυσικές ατομικότητες. Όπως έχει φανεί πολλές φορές στο παρελθόν ο φιλελευθερισμός μετατρέπεται σε κανιβαλισμό. Το κίνημα που ακολουθεί αυτούς τους ινστρούκτουρες, ενώ προηγουμένως σκόπευε στην αντιμετώπιση και κράτους και της αστυνομίας ως συλλογικό θεσμό επιτήρησης της καπιταλιστικής τάξης, τώρα προσπαθεί να εξοντώσει τους κρεατοφάγους, τους ομοφοβικούς, τους σεξιστές κλπ. Δεν είναι άλλωστε διακηρυγμένος στόχος κάθε αστικής τάξης να τελειώσει με την πάλη των τάξεων; Δηλαδή να αυθαιρετεί χωρίς καμία αντίδραση από το στρατόπεδο των εκμεταλλευομένων. Στο βαθμό που η ταξική πάλη αντικαθίσταται από κάθε λογής υπερταξικές ταυτότητες, πράγματι σταματά η πάλη των τάξεων, γιατί η κοινωνία είναι απασχολημένη να παλεύει άλλους πολέμους στο εσωτερικό της. Με αυτό το τρόπο η αστική τάξη μάλιστα επαναπλασάρεται ως πρωτοπόρα και εγγυητής του δικαίου, γιατί έρχεται να τιμωρήσει σκληρά τους παραβάτες για τις αδικίες που προκάλεσαν.

Είναι πολλοί αυτοί που έχουν τσιμπήσει σε αυτό το κύμα της προνομιολογίας. Για την Ελλάδα φαίνεται πως όλα τα ιδεολογικά παιδιά του Καστοριάδη, του Μπούχτσιν και του Φουκώ να έχουν μία ιδιαίτερη νοσηρότητα απέναντι σε αυτή την νέα ασθένεια. Αν ήμασταν επιοικείς θα λέγαμε ότι έχουν απλώς κάποιες αντιεξουσιαστικές ανησυχίες, όμως τώρα με την Ουκρανία και την Παλαιστίνη το πράγμα έχει κάπως ξεφύγει. Λειτουργούν σαν προέκταση των προπαγανδιστικών μηχανισμών της νατοϊκής τους πατρίδας. Αυτό το είδαμε στην ευκολία με την οποία στήριξαν τα ψέμματα των δυτικών κρατών όταν προκαλούσαν πραξικοπήματα εναντίον της Συρίας και της Λιβύης. Τον ίδιο ρόλο παίζουν και όλοι αυτοί οι αναρχικοί της πλάκας, που έχουν ξεχάσει τελείως την κριτική στο δικό τους κράτος, και η μόνη τους ασχολία είναι να βρίζουν όσους πολεμούν στη πράξη τον ιμπεριαλισμό και τους κάθε λογής «καταπιεστές». Βαφτίζουν τον αγώνα τους ως αντιθεοκρατικό, αντικρατικό, όμως στη πραγματικότητα απλώς αναπαράγουν στα αριστερά ακροατήρια τη προπαγάνδα του  Πορτοσάλτε και του Μητσοτάκη.

Ποιο είναι το υποκείμενο του αγώνα;

Όπως ένας πόλεμος προϋποθέτει προετοιμασία, εκπαίδευση και οργάνωση, έτσι γενικότερα η ταξική πάλη προϋποθέτει έναν ολόκληρο μηχανισμό που θα οργανώνει τα μελλοντικά μέτωπα των συγκρούσεων. Η ακαδημαϊκή πτέρυγα της αστικής πολιτικής επιχειρεί το ιδεολογικό χακάρισμα της κοινωνίας με σκοπό να την κάνει να πιστεύει ότι είναι ένα άθροισμα ατομικοτητών που προσδιορίζεται από μία τυχαία πλευρά, όπως το φύλο, η σεξουαλικότητα, το βάρος, η ηλικία κλπ. Αυτή η εντεινόμενη προσπάθεια να πειστεί ο κόσμος ότι δεν προσδιορίζεται από το τι μοιράζεται με τον διπλανό του αλλά από τις φυσικές του διαστάσεις, κάτι που τον φέρνει σε τροχιά ρήξης με το περιβάλλον του είναι μια πολιτική δικλείδα ασφαλείας. Όσο σκέφτεται ο καθένας τον εαυτό του σαν το άθροισμα των ατομικών του βιωμάτων, τότε κανένα αγώνα δεν θα μοιραστεί με τον διπλανό του. Θα είναι πάντοτε δύο διαφορετικοί άνθρωποι που προσπαθούν να συνεννοηθούν μάταια.

Όμως η ιστορία πάει παραπέρα. Το κομμάτι του κινήματος που έχει τσιμπήσει από τη προπαγάνδα του Ιδρύματος Ωνάση και της Στέγης, λέει σωστά ότι ο ατομισμός είναι μονόδρομος, και πως η διέξοδος είναι η οργάνωση συλλογικοτητών και κοινοτητών βάσει αυτών των φυσικών ιδιοτητών. Δηλαδή να φτιάξουμε κοινότητες γυναικών, lgbtq, αναπήρων, ζωώφιλων κλπ γιατί μόνο μέσα στη κοινότητα μπορούμε να οικοδομήσουμε ένα αίσθημα ασφάλειας (safe space). Αυτές οι κοινότητες παρέχουν μία αίσθηση προστασίας απέναντι σε έναν βίαιο και επιθετικό κόσμο εκεί έξω. Όμως ταυτόχρονα πρόκειται για ένα φάρμακο το οποίο εκπαιδεύει τους ανθρώπους να αυτοπροσδιορίζονται ως θύματα μίας καταπίεσης, ως ποικίλων ειδών τραύματα με την κοινότητα να παίρνει τον ρόλο μίας φροντιστικής μητέρας. Έτσι η πολιτική οργάνωση παύει να είναι ένας ιεραρχικός μηχανισμός με σκοπό την επίθεση, αλλά αποσκοπεί στο συναισθηματικό κουράρισμα των μελών-θυμάτων της. Η πολιτική διαδικασία γίνεται ψυχοθεραπεία, ενώ η πολιτική δράση ένα κάλεσμα εξωτερίκευσης των τραυμάτων και των βιωμάτων, καθώς τα μέλη πολιτεύονται ως προσωπικές ταυτότητες και βιώματα.

Καμία εργατική εξέγερση όμως δεν πρόκειται να χτιστεί με κόλλα το κοινό βιωματικό-τραυματικό υπόβαθρο των θυμάτων. Αυτό γίνεται από ανθρώπους που θέλουν να παλέψουν για να κερδίσουν και όχι να κάνουν σημαία τους τα δεινά τους. Ούτε η ενότητα μπορεί να προέλθει από την σύνθεση όλων αυτών των ομαδοποιήσεων που συγκροτούνται η κάθε μια στη βάση κάποιας φυσικής καταπίεσης. Δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει ποτέ μία κεντρική οργάνωση όλων των «αλλοτήτων» επειδή έτσι και αλλιώς πρόκειται για ανθρώπους που ψάχνονται να επιβεβαιώσουν διαρκώς την ταυτότητά τους ως τραύματα, επανατραυματιζόμενοι. Για αυτό και βολεύονται να το παίξουν πρώτοι στο χωριό τους σαν μπάτσοι κακοποιητικών συμπεριφορών.

Όμως η πραγματικότητα περιέχει αντιφάσεις που ξεπερνούν το στενό βιωματικό ορίζοντα αυτών των οργανώσεων. Η Παλαιστίνη είναι ένα τέτοιο παράδειγμα γιατί είναι εξ’ ορισμού καταπιεζόμενη, και με δυσκολία οι μεταμοντέρνες οργανώσεις θα σταθούν με το Ισραήλ. Κάποιες όμως το κάνουν και δεν είναι τυχαίο ότι μοιράζονται με τον ισραηλινό εθνικισμό την ίδια ανάγκη σχετικοποίησης της καταπίεσης. Αλλά όσες εν τέλει αναγνωρίζουν την πρωταίτια ευθύνη του Ισραήλ το κάνουν για λόγους ταύτισης με τα θύματα. Να το πούμε διαφορετικά, επειδή οι ίδιοι αισθάνονται θύματα, νιώθουν και την ανάγκη στήριξης θυμάτων. Αυτή είναι η πολιτική λογική που κρύβεται πολλές φορές πίσω από το «αλληλεγγύη στο λαό της παλαιστίνης». Εδώ λοιπόν εμφανίζεται μία αντίφαση. Βλέπουμε σχετικά μαζικά συλλαλητήρια, τα οποία όμως δεν εμπνέονται από έναν αέρα αντιπαράθεσης και σύγκρουσης με το ελληνικό κράτος, το οποίο είναι συνένοχο στις σφαγές του Νετανιάχου. Βλέπουμε μαζικά μνημόσυνα αλληλεγγύης στον αγώνα κάποιων άλλων και όχι ανάληψη των ευθυνών που αναλογούν σε εμάς. Όσο θεωρούμε ότι ο αγώνας δίνεται κάπου αλλού, τότε σε εμάς αναλογεί κάτι σαν μια ποδοσφαιρικού τύπου στήριξη μιας ομάδας εξ’ αποστάσεως.

Φυσικά το «αλληλεγγύη στον αγώνα των παλαιστινίων» είναι ένα βασικό σύνθημα που οριοθετεί βασικά ένα κόσμο από τον υπαρκτό κανιβαλισμό εκεί έξω. Το «Νίκη στα όπλα της Χαμας/λοιπών παλαιστινιακών οργανώσεων» είναι μια ευθεία πρόκληση στο ελληνικό και το αυτοκρατορικό καθεστώς γιατί σπάει αυτό το φαύλο κύκλο της εξ’ αποστάσεως ταύτιση με το θύμα, που κλιμακώνει την ταξική πάλη. Όμως το βασικό ζητούμενο/σύνθημα πρέπει να είναι το σαμποτάρισμα της ελληνικής υποστήριξης του πολέμου του Ισραήλ. Το να λέμε απλώς ότι «πρέπει να νικήσει η Χαμάς» δεν μας θέτει και ιδιαίτερα καθήκοντα, εκτός και αν κάποιος πάει να πολεμήσει αυτή τη στιγμή στη Παλαιστίνη. Το ελληνικό κράτος είναι συνένοχο στις σφαγές γιατί κάνει ό,τι μπορεί για να υποστηρίξει το πόλεμο του Ισραήλ κατά των παλαιστινίων. Ο ουσιαστικός ρόλος της αυτοκρατορίας ως πολιτικοστρατιωτική ενότητα των αστικών τάξεων της Δύσης τώρα αποκαλύπτεται. Και αυτός είναι ένας αγώνας που η αστική τάξη δεν τον κάνει επειδή η Αμερική την πίεσε ή την φορτώθηκε.

Το ελληνικό κράτος συμμετέχει στη δολοφονία των παλαιστινίων επειδή το θέλει. Αποκομίζει οφέλη επειδή λειτουργεί σαν ακρίτας της Αυτοκρατορίας, εναντίον των μουσουλμάνων και του υπόλοιπου κόσμου που θέλει να ξανααποικίσει η Δύση. Και όσο περισσότερο συμβάλει στον αγώνα τόσο μεγαλύτερο το μερίδιο από τη μοιρασιά της κλοπής. Το σύνθημα της «καμίας εμπλοκής της Ελλάδας στο πόλεμο», που για παράδειγμα έβγαλε το ΚΚΕ και το ΝΑΡ, ναι μεν κάνει κριτική, όμως αποτυγχάνει εντελώς να δώσει κατεύθυνση στον αγώνα. Πρέπει να κερδίσουν οι παλαιστινιακές οργανώσεις που παλεύουν εδώ και τώρα εναντίον του Ισραήλ ή όχι; Αυτή η εσωστρέφεια, ενασχόλησης με τη Παλαιστίνη στο βαθμό στον οποίο είναι θύματα ή στο μέτρο της εμπλοκής της Ελλάδας στο πόλεμο δεν εξοπλίζει το κίνημα εναντίον των διαρκώς επιθέσεων των αστών δημοσιογραφίσκων που ανακρίνουν διαρκώς για το «αν είσαι με τη κακιά ισλαμιστική α λα ΙΣΙΣ Χαμάς». Όταν τα στελέχη του ΚΚΕ ξεκινάνε τις τοποθετήσεις τους λέγοντας «αρχικά εμείς δεν είμαστε με τη Χαμάς» τότε η συζήτηση είναι ήδη ναρκοθετημένη στα όρια που θέτει η αστική τάξη.

Εμείς λέμε ότι το ελληνικό κράτος πρέπει να ηττηθεί, να χάσει στο πόλεμο που κάνει αυτή τη στιγμή υποστηρίζοντας το Ισραήλ. Για αυτό το λόγο δεν έχει νόημα οι πορείες να έχουν ως μοναδικό προορισμό την πρεσβεία του Ισραήλ. Εμείς με τους δικούς μας πρέπει να τα βάλουμε, με τους δικούς μας αρχόντους, κάνοντας διαδηλώσεις έξω από τη Βουλή, το κέντρο δηλαδή συντονισμού και υποστήριξης του Ισραήλ. Πρέπει να καταδείξουμε τον Μητσοτάκη σα δολοφόνο και όχι απλώς τον Νετανιάχου. Όσο ο πόλεμος φαντάζει σαν κάποιο μακρινό και απόμακρο γεγονός, τόσο οι ευθύνες μικραίνουν. Εμείς πρέπει να δούμε τους δρόμους της Αθήνας σαν συνέχεια της κατάστασης στη Γάζα, βάζοντας τα με τα δικά μας αφεντικά. Αυτό είναι και το μόνο αντίδοτο σε όσους επιμένουν στη βιωματική σχέση με τη πολιτική. Η στάση απέναντι σε αυτά τα ερωτήματα θα κρίνει και το κατά πόσον το κίνημα θα παρακμάσει στα identity politics.

Ανάρτηση από: https://avantgarde2009.wordpress.com/