Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

Επικαιρότητα

Του Σπύρου Μαστροδήμου


Πραγματικά ελπιδοφόρος για την κοινωνία μας η τάση για το μεγάλο ξεσηκωμό. Απόδειξη της τάσης αυτής, οι λαϊκές αντιδράσεις σε πόλεις και χωριά. Λαϊκές αντιδράσεις που θα μπορούσαν με κατάλληλο συντονισμό και στόχο, να οδηγήσουν στις λύσεις που υποσχέθηκε ο τελευταίος «ψευτο-αντιμνημονιακός» πρωθυπουργός. Λύσεις, βεβαίως που απαιτούν πρώτα και πάνω απ’ όλα να αντιληφθούμε να κρίνουμε και να προτείνουμε τις αληθινές αλλαγές που χρειάζονται για να ωφεληθεί η πατρίδα για πρώτη φορά ίσως, στα σχεδόν διακόσια χρόνια της σύγχρονης ιστορίας της.
Το μόνο που είναι αδύνατον να αλλάξει σε μια χώρα είναι η πραγματική της γεωγραφική θέση, ακόμα κι αν αυτή δεν συμπίπτει συγκυριακά στο χρόνο με τα σύνορά της. Η θέση της δικής μας χώρας έχει σύμφωνα με πλήθος επιστημονικά έγκυρων απόψεων ιδιαίτερη σημασία στον ανταγωνισμό μεταξύ δύσης κι ανατολής. Αυτό από μόνο του, μας στερεί την πολυτέλεια να χαράξουμε μια πολυδιάστατη και ίσης απόστασης πολιτική απέναντι στους πρωταγωνιστές της διελκυστίνδας επί των παγκόσμιων οικονομικών συμφερόντων. Αυτό εξηγεί το γεωστρατηγικό δόγμα που αποφάσισαν για τη χώρα, ερήμην της χώρας, μετά το 2ο ΠΠ οι δυο «μεγάλοι» νικητές. Η απόφαση αυτή αποτελεί το θεμέλιο λίθο της κακοτυχίας μας, κι αυτό είναι που πρέπει να αλλάξει έτσι ώστε να έχει πρακτικό νόημα η ουσιαστική πολιτική αλλαγή που έχει ανάγκη η κοινωνία μας. Η πολιτική αλλαγή για την επιβίωση της ελληνικής κοινωνίας, ταυτίζεται με «διαζύγιο» της χώρας από ΝΑΤΟ - ΕΕ και φυσικά τον εφιάλτη του ευρώ, επειδή ακόμα και με καπιταλιστικούς όρους στην οικονομική υπόθεση, είναι προφανές ότι:
Η ισχυρή συναλλαγματική ικανότητα (σκληρό νόμισμα) ενός νομίσματος αντανακλά την ικανότητα μιας χώρας να παράγει προϊόντα ανελαστικής ζήτησης, και δημιουργεί τακτικό πλεονέκτημα συσσώρευσης κέρδους από ακριβές μεν εξαγωγές, δεδομένες δε και σε αυξανόμενο ρυθμό, λόγω της ανελαστικότητας η οποία και δημιουργεί στις επιλογές του καταναλωτή, μονοπωλιακές συνθήκες, και μάλιστα στην ίδια αγορά που για τα υπόλοιπα ομοειδή προϊόντα η ίδια αγορά λειτουργεί ως μονοπωλιακός ανταγωνισμός. Απόδειξη του συλλογισμού αυτού, η γερμανική οικονομία καθώς παράγει προϊόντα υψηλής τεχνολογίας, φάρμακα, αναγνωρίσιμα brand names κλπ, τα οποία κι έχει καθιερώσει στην παγκόσμια αγορά ως μοναδικά χωρίς απαραίτητα τούτο να ισχύει και αντικειμενικά (βλέπε VW). Πολλά παραδείγματα στη σημερινή αγορά συνηγορούν. Αξιοθαύμαστα μεγάλο το ποσοστό αξονικών τομογράφων στα νοσοκομεία παγκοσμίως, που είναι SIEMENS ακόμα κι αν υπάρχουν και πιο αξιόπιστες επιλογές. Αξιοθαύμαστα μεγάλο το ποσοστό υπέρμαχων της αυτοκίνησης παγκοσμίως που υποστηρίζουν την άποψη ότι υπάρχουν μόνο δυο μάρκες αυτοκινήτων, α) η Mercedes, και β) όλα τα υπόλοιπα. Ερευνώντας κανείς στην αγορά κάθε είδους, διαπιστώνει ότι στην κορυφή των ακριβών προτιμήσεων στέκονται γερμανικές επιλογές, από το απλό κατσαβίδι μέχρι το σπανιότερο χημικό αντιδραστήριο και φάρμακο. Γιατί λοιπόν η γερμανική νομισματική πολιτική να μη χειροκροτά το χειροπόδαρο μπαγλάρωμα του ευρωπαϊκού νότου σε ένα σκληρό νόμισμα τύπου ευρώ, που χαρίζει πλούτο στους «εκλεκτούς» της, όχι μόνο από τις χρηματοπιστωτικές ταχυδακτυλουργίες της «γερμανοθρεμένης» ΕΚΤ, αλλά και από τις ακριβοπληρωμένες εξαγωγές της.
Αντίθετα, τι γίνεται με οικονομίες όπως της Ελλάδας, που βασίζονται σε παραγωγή (εννοώ τότε που υπήρχε «παραγωγή») προϊόντων μικρότερης προστιθέμενης αξίας, (π.χ αγροτικά προϊόντα, τουρισμός) είτε και τη ναυτιλία, που απίστευτα εύκολα μπορεί να αλλάζει «εθνικό πρόσημο» μέσω σημαίας. Αυτές, υποχρεωτικά, στην πλειοψηφία της παραγωγή τους αντιμετωπίζουν συνθήκες ελαστικής ζήτησης, και πλήθος υποκατάστατων ανταγωνιστικών προϊόντων. Έτσι μοναδικό ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα στον αγώνα της καπιταλιστικής επιβίωσης, είναι η λειτουργία ενός υποτιμημένου ευπροσάρμοστου μαλακού νομίσματος. Ένα τέτοιο νόμισμα ωφελεί μια αδύναμη οικονομία διπλά, εφόσον από τη μια δημιουργεί φιλικό κλίμα στις εξαγωγές, και ταυτόχρονα κάνει τις εισαγωγές ακριβή υπόθεση, προστατεύοντας έτσι την εγχώρια παραγωγή, μέχρι αυτή να προβιβασθεί σε ανταγωνιστικότερο στάδιο, κι εφόσον βεβαίως η εξέλιξη αυτή δεν εμποδίζεται από οικονομικά κέντρα και παράκεντρα, νονών, κουμπάρων και νταβατζήδων. Δεν είναι παράδοξο λοιπόν το «πως» και το «γιατί» ο ταλαιπωρημένος από τη διεφθαρμένη πολιτική παραγωγικός ιστός της χώρας μέχρι την εισαγωγή του ευρώ, ιδιαίτερα στο μνημονιακό σήμερα, εξαφανίζεται δραματικά. Μοναδική ελπίδα αναγέννησης του παραγωγικού αυτού ιστού, είναι μια πατριωτική νομισματική πολιτική στηριζόμενη σε δυο βασικούς πυλώνες.
  • Εθνικό νόμισμα, έκδοσης από 100% δημόσια Κεντρική Τράπεζα Ελλάδος.
  • Η διαχείρισή του από μια κυβέρνηση υπέρ στους παραγωγικής ανασυγκρότησης στους οικονομίας της κοινωνίας, αντί στους μέχρι σήμερα παρασιτικής πλουτοκρατίας μικρών και μεγάλων διαπλεκόμενων ιδιωτικών συμφερόντων ανάμεσα στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα.


Άλλωστε, το θεμελιωμένο από τη δεκαετία του ’60 «τρίλημμα στους ανοικτής οικονομίας», δεν αποτελεί κομμουνιστικό «δάκτυλο», αλλά μια «κρίση» καπιταλιστικής ειλικρίνειας, η οποία εξηγεί περίφημα την κοινωνική αδικία που εμπεριέχεται στην οικονομική πράξη, κατά τη νόμιμη ανταλλαγή μιας Porsche Cayenne με περισσότερα από 150.000 κιλά πρόβειου γάλακτος, κοντά στους κάμπους των «Κιλελέρ».

Ανάρτηση από: http://iskra.gr