Του Γεράσιμου Δεληβοριά
Καμιά άλλη εκδήλωση, καμιά άλλη επέτειος δεν συγκέντρωσε τόσο αντικρουόμενα πάθη, εγκλήσεις, αντεγκλήσεις, χαρακτηρισμούς αλλά και αναλύσεις επί αναλύσεων σε μιαν ατέρμονη αναζήτηση του «νοήματος», όσο αυτή του «Πολυτεχνείου».
Δεν είχαμε μονάχα τις αντεγκλήσεις ανάμεσα σ’ εκείνους που παθιασμένα ισχυρίζονταν πως «ο αγώνας τώρα δικαιώνεται» και σ’ εκείνους που επέμεναν πως «ο αγώνας συνεχίζεται» που διάνθιζαν τις επετειακές εκδηλώσεις.
Στην μάχη ανακατεύθηκαν και οι αφιχθέντες εκ Παρισίων αμέσως μετά την μεταπολίτευση αριστεριστές, πλήρεις επαναστατικών εμπειριών και θεωρητικής καταρτίσεως. Καθώς όμως οι θέσεις ήταν ήδη κατειλημμένες, ξεκίνησαν μιαν χιλιαστική εκστρατεία υποσχόμενοι «ένα, δύο, τρία, πολλά Πολυτεχνεία» και «το Πολυτεχνείο ήταν η αρχή, θάρθουνε αγώνες λαϊκοί (ή ταξικοί, μαζικοί, επαναστατικοί, ότι ποθούσε ο καθένας τέλος πάντων)» στους αδημονούντες οπαδούς τους. Έτσι το «Πολυτεχνείο» χάνονταν στην αχλή του μύθου και ένα λαμπρό μέλλον πρόβαλε γεμάτο αγώνες, όπου ο καθένας θα μπορούσε επιτέλους να διακριθεί.
Από όλο το νταβατούρι δεν μπορούσαν να λείψουν και οι αναρχοαυτόνομοι, οι οποίοι όμως συμπεριφέρθηκαν στο αντικείμενο του πόθου τους, το έπος του «Πολυτεχνείου», όπως οι Γότθοι του Αλάριχου απέναντι στο αντικείμενο του δικού τους πόθου, την Ρώμη. Το κατέστρεψαν και συνεχίζουν να το καταστρέφουν, επιμένοντας να περιορίζουν τη δράση τους μέσα και γύρω από το ίδιο το κτίριο, πιστεύοντας, υποσυνείδητα ίσως πως η αίγλη πηγάζει από τον χώρο.
Από την πλευρά των χουντικών και όλων των φασιστοειδών, υπήρξε από την αρχή μια απόπειρα άρνησης, απόπειρα που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, με συνεχείς δημοσιεύσεις και αναδημοσιεύσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Στην πραγματικότητα, άρνηση υπήρξε από ολόκληρο το πολιτικό κατεστημένο. Και ήταν λογικό. «Πολυτεχνείο» σήμαινε πρώτα απ’ όλα εξέγερση, εξέγερση των νέων και κάθε νεανική εξέγερση είναι καταδικαστέα από όλα τα συστημικά κόμματα και τους πολιτικούς οργανισμούς της χώρας.
Σήμαινε επίσης πρωτοβουλία των ίδιων των νέων ανθρώπων κι αυτό για όλες τις πολιτικές ηγεσίες είναι όχι απλά καταδικαστέο, είναι απαγορευμένο ακόμη και σαν σκέψη.
Σήμαινε επίσης σύμπνοια και ειλικρινή διάλογο χωρίς κομματικούς φραγμούς, με μόνο οδηγό την επιτυχία του εγχειρήματος, την επαφή με τον λαό και την αφύπνιση του.
Σήμαινε τέλος Δημοκρατία, απλή, άδολη, άμεση δημοκρατία, όπου οι ίδιοι οι συμμετέχοντες αποφάσιζαν με γενικές συνελεύσεις και οι αντιπρόσωποι τους απλά εκτελούσαν τις αποφάσεις του «πλήθους». Και όταν προέκυπτε κάποιο πρόβλημα, αμέσως συγκαλούνταν νέες συνελεύσεις για να πάρει το «πλήθος» απόφαση και να εκλέξει τους ίδιους ή νέους εκπροσώπους για να την υλοποιήσουν.
Όλα αυτά έπρεπε να κρυφτούν πίσω από γιορτές, πορείες, δεκάρικους λόγους και συνεχή αναβάπτιση του «μηνύματος» στις τρέχουσες απαιτήσεις και λογικές του κάθε πολιτικού κόμματος, παράταξης ή συνδικαλιστικής οργάνωσης.
Τον τελευταίο καιρό όμως παρουσιάστηκε μια νέα εκδοχή άρνησης. Στην πραγματικότητα, η εκδοχή αυτή παρουσιάστηκε από τον Κυριάκο Σταμέλο, μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής του Πολυτεχνείου, ο οποίος πέθανε πριν από λίγα χρόνια. Είπε λοιπόν ο Σταμέλος:
«Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι, αν δεν είχαν γίνει τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, πιθανότατα δε θα είχαμε χάσει την Κύπρο. Δηλαδή δεν ήταν στις προθέσεις βεβαίως των επαναστατημένων να χαθεί η Κύπρος, αλλά υπήρξε τέτοια ροή στην εκμετάλλευση διότι εμείς δε ρίξαμε τον Παπαδόπουλο. Φέραμε τον Ιωαννίδη, πάντως. Και ο Ιωαννίδης δεν έπεσε μόνος του, έπεσε λόγω των γεγονότων της Κύπρου. Άρα λοιπόν, ένα αυθόρμητο κίνημα μετετράπη σ’ έναν μοχλό εναντίον της πατρίδος. Δεν έχω καμιά διάθεση αποδόμησης της εξέγερσης, απλά θέλω να πω την αλήθεια».
Η εκδοχή αυτή άρεσε πάρα πολύ σε όλους τους αρνητές της εξέγερσης, που την επαναλάμβαναν συνεχώς το Νοέμβριο του 2018 διανθίζοντας την με διάφορες πιπεράτες λεπτομέρειες δικής τους επινόησης.
Όλοι αυτοί που την υποστηρίζουν, δεν απαντάνε βέβαια στο εξής απλό ερώτημα: Γιατί οι συνωμότες χουντικοί αξιωματικοί αποκήρυξαν ξαφνικά τον Παπαδόπουλο και στρατεύθηκαν πίσω από τον Ιωαννίδη; Μέχρι τότε, όλοι τους ήταν πιστοί στον Παπαδόπουλο. Γιατί λοιπόν προχώρησαν στην ανατροπή του; Ο Ιωαννίδης είχε τις δικές του φιλοδοξίες, όμως δεν είχε τις ικανότητες να πείσει όλους τους υπόλοιπους να τον ακολουθήσουν. Προφανώς, δεν το έκαναν επειδή φοβήθηκαν μερικές δεκάδες χιλιάδες νεαρούς που διαδήλωσαν επί τρεις ημέρες στο κέντρο της Αθήνας. Άλλωστε το κίνημα είχε κατασταλεί και ο στρατιωτικός νόμος που κήρυξε ο Παπαδόπουλος και η τρομοκρατία που ακολούθησε, αρκούσαν για να προλάβουν οποιαδήποτε αναζωπύρωση.
Ο λόγος επομένως, πρέπει να αναζητηθεί στις συνθήκες που διαμορφώθηκαν για τους χουντικούς αξιωματικούς, αμέσως μετά την επικράτηση του χουντικού πραξικοπήματος το 1967. Όλοι οι συνωμότες ήταν μεσαίοι και (κυρίως) κατώτεροι αξιωματικοί. Ξαφνικά, αμέσως μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, βρέθηκαν από την μιζέρια και την υποτιμητικότητα του στρατοπέδου στο κέντρο της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής της χώρας και μάλιστα με ρόλο διευθυντικό - διοικητικό.
Παράλληλα, είδαν τις αποδοχές τους να εκτοξεύονται, καθώς λάμβαναν δεύτερους μισθούς ή επιδόματα για τις πρόσθετες ασχολίες τους. Ακόμη και οι βασανιστές όπως ο Θεοφιλογιαννάκος, παίρνανε επίδομα 450 δραχμών για κάθε «ανάκριση», βάζοντας στην άκρη περίπου 1200 δολάρια κάθε μήνα, όπως αποκάλυψε το «Ποντίκι». Οι πιο τυχεροί και έξυπνοι βέβαια, όπως ο Μπαλόπουλος κι ο Μακαρέζος, αλλά κι όσοι ασχολούνταν με αναθέσεις έργων, συμβάσεις και προμήθειες έχτιζαν περιουσίες.
Είχε δημιουργηθεί επομένως ένα κοινωνικό στρώμα, μια νέα ελίτ, η οποία όμως στήριζε την ύπαρξη της στην στρατιωτική εξουσία και μόνον. Καθώς αυτή η ελίτ πίστευε πως η εξουσία της θα ήταν παντοτινή, είναι φυσικό να πανικοβλήθηκε με τα μέτρα «πολιτικοποίησης» του Παπαδόπουλου. Τα προνόμια της, η ίδια της η ύπαρξη κινδύνευε. Άνθρωποι κομπλεξικοί οι περισσότεροι, δεν τολμούσαν να σκεφθούν πως θα έπρεπε να ανταγωνιστούν πολιτικάντηδες από εδώ κι εμπρός.
Εξάλλου, το ίδιο πρόβλημα είχαν αντιμετωπίσει και με το κίνημα οπερέτα του Γλύξμπουργκ. Παρόλο που είχαν γαλουχηθεί με την πίστη και την αφοσίωση στο Στέμμα, μπροστά στον κίνδυνο να χάσουν τα προνόμια που μόλις είχαν αποκτήσει, στοιχήθηκαν πίσω από την τριανδρία του Παπαδόπουλου και αποκήρυξαν τον βασιλιά.
Είναι φανερό πως ο συλλογισμός και η αυτοκριτική του Σταμέλου βασίζεται στα εξωτερικά γεγονότα και μόνον, χωρίς να εξετάσει την συνολική κατάσταση. Βλέπει τα δέντρα, όχι το δάσος, όπως έλεγαν οι παλιότεροι. Η τύχη του Παπαδόπουλου και της ομάδας του, είχε κριθεί από τότε που έπαψε τον Ζωιτάκη κι άρχισε τις μανούβρες της πολιτικοποίησης.
Το ίδιο είχε κριθεί και η τύχη της Κύπρου και μάλιστα πολύ πιο πριν, από την πρώτη στιγμή που οι χουντικοί κατέλαβαν την εξουσία στις 21 Απριλίου 1967. από τις πρώτες κινήσεις των χουντικών, ήταν να αποσύρουν την ελληνική μεραρχία από την Κύπρο, αφήνοντας το νησί αφύλακτο απέναντι στους Τούρκους. Το πότε θα επέρχονταν η διχοτόμηση, ήταν πια ζήτημα χρόνου.
Αν υπάρχει κάποιος υπεύθυνος, πρώτος και κύριος υπεύθυνος για την κυπριακή τραγωδία, δεν είναι φυσικά το «Πολυτεχνείο», δεν είναι ούτε οι Αμερικανοί που την σχεδίασαν μαζί με τον Ιωαννίδη και τους χουντικούς αξιωματικούς, ούτε οι Τούρκοι που την εκτέλεσαν. Είναι οι έλληνες πολιτικοί που ενώ είχαν δει από την αρχή που οδηγούσε η χούντα την εθνική υπόθεση, δεν βγήκαν μπροστά, την ώρα της εξέγερσης να το καταγγείλουν στον ελληνικό λαό και την διεθνή κοινή γνώμη και να καλέσουν τον λαό να απαιτήσει την άμεση απομάκρυνση των χουντικών από την εξουσία.
Όμως εκείνοι κρύφθηκαν, όχι γιατί φοβόντουσαν την χούντα. Αλλά γιατί φοβόντουσαν ένα εξεγερμένο λαό περισσότερο από όλες τις χούντες του κόσμου. Φοβόντουσαν πως αν ο λαός απαιτούσε πραγματικά ελευθερία και δημοκρατία, τότε δεν υπήρχε χώρος για τους ίδιους.
Απόδειξη είναι η συμπεριφορά τους αμέσως μετά την 24η Ιουλίου 1974 όταν είχαν αναλάβει σαν Κυβέρνηση (ο Θεός να την κάνει) Εθνικής Ενότητας. Για τρεις σχεδόν μήνες, μέχρι και τον Οκτώβριο του 1974, οι πρωταίτιοι της Χούντας παραθέριζαν στην Τζιά, ενώ οι υπόλοιποι χουντικοί αξιωματικοί παρέμεναν στις θέσεις τους στον στρατό, εξακολουθώντας να βυσσοδομούν και να συνωμοτούν. Ακόμη κι όταν άρχισαν οι δίκες των βασανιστών, δικαστές ήταν οι ίδιοι που καταδίκαζαν αγωνιστές επί δικτατορίας. Κι αυτοί οι δικαστές ζητούσαν «αποδείξεις» από τους βασανισμένους για τα βασανιστήρια που υπέστησαν. Και οι βασανιστές χλεύαζαν και απειλούσαν ανοικτά τα πρώην θύματα τους.
Χρειάζονται κι άλλες αποδείξεις; Το περιοδικό «Αντί» αποκάλυψε πως στις συνεδριάσεις της κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητας», του Καραμανλή, Μαύρου και λοιπών «δημοκρατικών δυνάμεων», δεξιών, κεντρώων και κεντροαριστερών, το κύριο θέμα των συζητήσεων δεν ήταν η καταπολέμηση των χουντικών, αλλά η αναχαίτηση ενός πιθανού «Λαϊκού Μετώπου» της Αριστεράς! Κι αυτά την ώρα που όπως είδαμε οι αρχηγοί των χουντικών παραθέριζαν στην Τζιά και οι υπόλοιποι χουντικοί διατηρούσαν τις θέσεις τους στον στρατό, την αστυνομία, την δικαιοσύνη, τις κρατικές υπηρεσίες.
Τα τελευταία χρόνια, μια καινούργια προσπάθεια άρνησης έκανε την εμφάνιση της. Γεννήθηκε στις εκπομπές υποκουλτούρας του Λαζόπουλου και έκτοτε αναμασιέται από πολλούς «έγκριτους» και άκριτους αναλυτές. Χωρίς αναλύσεις ή άλλες αποδείξεις, αποφαίνονται πως «η γενιά του Πολυτεχνείου φταίει για τα δεινά της γενιάς των μνημονίων». Όμως ποια είναι η «γενιά του Πολυτεχνείου»;
Μέσα στο Πολυτεχνείο βρίσκονταν στις 2 το πρωί του Σαββάτου 17 Νοεμβρίου 1973 περίπου 4,000 νέοι, κυρίως φοιτητές, μερικοί μαθητές και αρκετοί εργαζόμενοι. Έξω από το Πολυτεχνείο την Πέμπτη και κυρίως την Παρασκευή συγκεντρώθηκαν και διαδήλωσαν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, νέοι κυρίως. Το απόγευμα της Παρασκευής, όταν υπήρχαν ήδη νεκροί που μεταφέρθηκαν στο ιατρείο που είχε στηθεί μέσα στο Πολυτεχνείο, νεαροί γιατροί (όχι φοιτητές) πέρασαν τις πύλες για να βοηθήσουν στην περίθαλψη των τραυματιών. Νεαροί φαρμακοποιοί άδειασαν τα φαρμακεία τους και μεταφέρανε φάρμακα και υλικά στο Πολυτεχνείο.
Αμέσως μετά την εκκένωση, στις 3 το πρωί, δεκάδες πόρτες άνοιξαν για να δεχτούν όσους προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τους παρακρατικούς που χτυπούσαν με ρόπαλα και σιδερολοστούς. Το πρωί του Σαββάτου, όταν τα τανκς πολυβολούσαν στο Σύνταγμα, δεκάδες άνθρωποι μεταξύ τους και νεαρές πωλήτριες καταστημάτων, πρόσφεραν καταφύγιο στους νεαρούς διαδηλωτές. Όλοι αυτοί κι άλλοι ακόμη, γιατί υπάρχουν πάρα πολλές ιστορίες, κατά την γνώμη των τιμητών, ξεπουλήθηκαν.
Δυστυχώς, οι μάζες αλλάζουν εύκολα γνώμη, ακριβώς γιατί είναι μάζες. Τότε ήταν μερικές δεκάδες χιλιάδες όσοι κινητοποιήθηκαν. Μετά το 1981, όταν είχαμε πια πασοκικό σοσιαλισμό και το Πολυτεχνείο είχε γίνει της μόδας, όποιον και να ρωτούσες δήλωνε καταληψίας του Πολυτεχνείου. Ξαφνικά, η «γενιά του Πολυτεχνείου» άγγιζε τα μερικά εκατομμύρια. Ακόμη και η νεολαία της ΝΔ διεκδικούσε συμμετοχή στην κατάληψη. Σήμερα, όλοι φροντίζουν να αποστασιοποιηθούν και να λιθοβολήσουν. Αλλά είπαμε . Έτσι είναι οι μάζες.