Του Γεράσιμου Δεληβοριά
Στις αρχές του περασμένου αιώνα, η αστυνομία της Ιταλίας είχε μια παράξενη συνήθεια. Κάθε φορά που επισκεπτόταν κάποιος ξένος επίσημος την χώρα, μάζευε προληπτικά όσους υπήρχε πιθανότητα να τον απειλήσουν, να του επιτεθούν για να τον σκοτώσουν ή απλώς να δημιουργήσουν επεισόδια. Και οι συνήθεις ύποπτοι ήταν φυσικά οι αναρχικοί.
Έτσι οι οπαδοί του Μπακούνιν και τον άλλων αναρχικών ηγετών, είχαν πάντοτε έτοιμη μια βαλιτσούλα με όλα τα χρειαζούμενα για μιαν ολιγοήμερη ή ολιγόωρη κράτηση στην Ασφάλεια, ανάλογα με την περίσταση. Κατά την δεκαετία του ’50 μάλιστα, είχε γυριστεί και μια αρκετά διασκεδαστική κωμωδιούλα, όπου η νεαρά και πανέμορφη κορούλα ζεύγους αναρχικών, ζητούσε επιμόνως να έχει κι αυτή την «βαλιτσούλα» της, καθώς είχε μόλις κλείσει τα 18.
Στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’80 και συνέχεια όμως, η αστυνομία δεν είχε τέτοιες αγενείς συνήθειες. Έτσι, μόλις τελείωνε η πορεία της επετείου του Πολυτεχνείου και καθώς το κτίριο ήταν μεν κλειστό, αλλά ουσιαστικά αφύλακτο, όλος ο κόσμος περίμενε να ακούσει στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο, πως πάλι κάποιοι «αναρχοαυτόνομοι», «αντιεξουσιαστές» και άλλοι «αντί», είχαν εισβάλλει στο κτίριο και είχαν αρχίσει τον πετροπόλεμο με την αστυνομία και τις καταστροφές μέσα κι έξω από το Ίδρυμα.
Καθώς οι περισσότεροι, αν όχι όλοι οι «αντί» που προκαλούσαν αυτά τα επεισόδια ήταν γνωστοί στην Αστυνομία – παρόλο που φορούσαν κουκούλες – από συλλήψεις κατά την διάρκεια αυτών ή άλλων επεισοδίων, αλλά κι από άλλες παράνομες δραστηριότητες τους, η επίσημη άποψη των αρχών ήταν για «αγνώστους». Έτσι άρχισε, ειρωνικά στην αρχή, επισήμως κατόπιν, να αναφέρονται όλοι, τύπος, κόμματα, κυβέρνηση, αστυνομία και πολίτες, στους «γνωστούς-αγνώστους».
Τα πράγματα κύλαγαν έτσι αρκετά ρομαντικά για αρκετά χρόνια, με κλεφτοπόλεμο, πετροβολήματα, μολότοφ, δακρυγόνα, ασπίδες και ρόπαλα, πυρπόληση κάδων απορριμμάτων και πρόχειρα οδοφράγματα. Μερικές φορές τα πράγματα ξεφεύγαν και αρκετά παρκαρισμένα αυτοκίνητα καίγονταν, αλλά και η στέγη του Πολυτεχνείου, ενώ κάποια βραδιά απ’ αυτές δολοφονήθηκε ο μικρός Μιχάλης Καλτεζάς.
Τα πράγματα άλλαξαν σύμφωνα με την κ. Γιούλα Κουγιά τα χρόνια της κρίσης. Αυτά ήταν το «κομβικό σημείο». Η κ. Κουγιά είναι κάτοικος των Εξαρχείων εδώ και 37 χρόνια, επιμελήτρια εκδόσεων και στην «Καθημερινή» της 12/5/19 δημοσιεύτηκε συνέντευξη της με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Καίνε και γυρίζουν στη μαμά τους».
Το ενδιαφέρον όμως στην συνέντευξη της κ. Κουγιά, δεν είναι το ψυχολογικό ή ιδεολογικό προφίλ των κάθε λογής «αντί» (καίνε και γυρίζουν στη μαμά τους), ούτε ο χρόνος του «κομβικού σημείου». Αλλά στην ποιοτική αλλαγή που πραγματοποιήθηκε και στο ποια είναι η καινούργια κατάσταση.
«Αυτό που υπάρχει τώρα», λέει η κ. Κουγιά «είναι ένα καθεστώς όπου δρούν οι ποινικοί. Κάνουν κουμάντο οι μαφιόζοι, οι οποίοι όπως αποδεικνύεται ήταν και οι μόνοι που είχαν σχέδιο σε αυτή την χώρα και κατάφεραν να το υλοποιήσουν. Ποιο ήταν αυτό το σχέδιο; Να παραμείνουν τα Εξάρχεια γκέτο, άβατο, να μην μπορεί να προσεγγίσει η αστυνομία, παρά μόνο τα ΜΑΤ όταν γίνονται επεισόδια, για να μπορούν έτσι να δρουν ανενόχλητοι, να πωλούν τα ναρκωτικά τους, τα λαθραία τσιγάρα, να κάνουν τις δουλειές τους».
Είναι η πρώτη φορά φυσικά, που γράφεται μια τέτοια άποψη σε μιαν εφημερίδα. Ότι δηλαδή, οι κάθε λογής «αναρχοαυτόνομοι», δεν είναι καθόλου αυτόνομοι, ή τουλάχιστον δεν είναι πλέον αυτόνομοι. Άλλοι κινούν τα νήματα, άλλοι οργανώνουν τα επεισόδια, άλλοι συντονίζουν τις ομάδες που προκαλούν τα επεισόδια και την δράση τους.
Και χρειάστηκε να βρεθεί μία γυναίκα που διαθέτει αυτό που λέμε «κοινό νου», ναι γυναίκα που έχει την κακή συνήθεια να παρατηρεί την πραγματικότητα για να βγάλει τα συμπεράσματα της χωρίς να καταφεύγει σε έτοιμα κλισέ. Και το κυριότερο, να βλέπει τα πράγματα όπως είναι κι όχι όπως θα ήθελε να είναι, όπως θα την βόλευε να είναι ώστε να συμφωνεί (η πραγματικότητα) με τις πολιτικές της πεποιθήσεις ή τα προσωπικά της συμφέροντα.
Τώρα οι κουκουκοφόροι – μπαχαλάκηδες είναι χρήσιμοι και για όλους εκείνους που έχουν «μεγάλα συμφέροντα μαύρο χρήμα και πωλούν παράνομα τσιγάρα, πρέζα, όπλα, κοπέλες». Είναι χρήσιμοι φυσικά και για τα κόμματα καθώς τους δίνουν επιχειρήματα στην πολιτική τους αντιπαλότητα. Στους δημοσιογράφους γιατί τους παρέχουν υλικό για την επικαιρότητα αλλά και για να γεμίζουν ανέξοδα τις σελίδες που υπολείπονται καθημερινά. Στην εκάστοτε κυβέρνηση και κυρίως στους υπουργούς Δημόσιας Τάξης και τους επικεφαλής των κατασταλτικών μηχανισμών για να καλύπτουν την ανικανότητα τους αλλά και να απορροφούν μεγαλύτερα κονδύλια από τον προϋπολογισμό. Στους αυτόκλητους σωτήρες και ερασιτέχνες δημοσιογράφους για να πλημμυρίζουν το Διαδίκτυο (κυρίως) με ασυναρτησίες και θεωρίες συνομωσίας.
Τελευταία αποδείχθηκαν χρήσιμοι και για νέο σωτήρα υποψήφιο Δήμαρχο, που ανακάλυψε ότι το πρόβλημα των Εξαρχείων είναι το…. Πολυτεχνείο. Βέβαια, το Πολυτεχνείο έχει πάψει εδώ και αρκετά χρόνια να αποτελεί τους Αγίους Τόπους των πάσης φύσεως αναρχοαυτόνομων, όπου οι νεοφώτιστοι κουκουλοφόροι γίνονταν δεκτοί από τους παλαιότερους και ξεκινούσαν την σταδιοδρομία τους. Τώρα το Πολυτεχνείο είναι απλώς μία προέκταση των Εξαρχείων, όπου άλλοι κάνουν κουμάντο. Όμως η πραγματικότητα οφείλει πάντοτε να συμφωνεί με τα προγράμματα και τις εξαγγελίες των πολιτευτών, αλλιώς αλλοίμονο της.
Πάντως η χρησιμότητα των κουκουλοφόρων δεν σταματά εδώ. Συμβάλλουν και στην αναζωογόνηση της (αθηναϊκής) οικονομίας, καθώς στην επικράτεια τους αναπτύσσεται ο αναρχοτουρισμός. Όπως εξηγεί στην συνέντευξη της η κ Κουγιά, τα δύο τελευταία χρόνια συχνά την σταματούν στον δρόμο και την ρωτούν που είναι το μνημείο του Γρηγορόπουλου, ενώ όταν νυχτώνει θέλουν να μάθουν πουν γίνεται το νταβατούρι με τις μολότοφ.
Πάλι καλά. Στην Κύπρο οι αντίστοιχοι «πολίτες» της μεσαίας τάξεως, βγάζουν σέλφι οικογενειακές μπροστά στην Κόκκινη Λίμνη.