Τρίτη 21 Μαΐου 2019

Τι λείπει κραυγαλέα;

Του Ρούντι Ρινάλντι

Από τις στήλες αυτής της εφημερίδας, έχει τονιστεί με πολλούς τρόπους πως έχουμε εισέλθει σε μια νέα εποχή με ιδιαίτερα και καινούρια χαρακτηριστικά. Μέσα από άρθρα, συνεντεύξεις και αφιερώματα, προσπαθήσαμε να αναδείξουμε ότι ο κύκλος που έχει ανοίξει, παρ’ όλα τα σημάδια του παρελθόντος, σφραγίζεται από ιδρυτικά και μεταβατικά στοιχεία που είναι δύσκολο να αδραχτούν. Αλλά ακόμα πιο δύσκολο είναι να προσδιοριστούν δρόμοι και να συγκεντρωθούν δυνάμεις απελευθέρωσης. Σήμερα, το «κατανοώ» είναι μια μορφή πράξης, σημαντική και κρίσιμη. Χωρίς αυτό, είμαστε περίπου τυφλοί, παρά την όποια καλή θέληση. Η νοσταλγία του παρελθόντος που ποτέ δεν ξανάρχεται, δεν είναι μια παραγωγική κατεύθυνση. 

Εποχή μεταβατική λοιπόν από όλες τις πλευρές, χωρίς τίποτα προδιαγραμμένο και χωρίς βεβαιότητες που κατέρρευσαν δίχως να αντικατασταθούν από άλλες. Με νέες μορφές κινημάτων και χωρίς την καθιερωμένη πολιτική γεωγραφία η οποία είχε εγκαθιδρυθεί πριν μερικές δεκαετίες. Σε αυτή την εποχή, η χώρα μας βρίσκεται μπροστά σε μεγάλες προκλήσεις ύπαρξης ή συρρίκνωσης.

Οι δύο «δαγκάνες» 

Δέκα χρόνια μνημονίων προδιέγραψαν μια τεράστια οικονομική και κοινωνική αποδυνάμωση. Τώρα, έρχεται ο δεύτερος γύρος που συμπίπτει με γενικότερες διευθετήσεις, ενώ οι εθνικές απειλές πάνε μαζί με τις οικονομικοκοινωνικές. Το χτεσινό «πειραματόζωο» προορίζεται να υποστεί ακρωτηριασμούς νουθέτησης και δώρων προς την Τουρκία, φτάνει να διατηρηθεί η «μεγάλη χώρα» στη δυτική σφαίρα. Έχει φτάσει η εποχή που ο «κακός γείτονας» μπορεί να πάρει αυτά που θέλει ή να υπαγορέψει όρους για να πάρει αυτά που θέλει, χωρίς να περιμένει το σινιάλο κανενός. Πόσο νοιάζονται οι «σύμμαχοι» σε ΝΑΤΟ και Ε.Ε. για την δεδομένη «Ελλαδίτσα» (έτσι την πλασάρουν οι ελίτ της) απέναντι στο τουρκικό κράτος και τις σχέσεις μαζί του; Η ύπαρξη της Ελλάδας ανάμεσα σε δύο δαγκάνες (από τη μια η ευρωκρατία, από την άλλη ο τούρκικος επεκτατισμός), δείχνει πόσο πιο σύνθετο και δύσκολο έργο είναι μια ανεξάρτητη πορεία, ύπαρξης και διεξόδου της χώρας. 

Στα δέκα χρόνια που πέρασαν ακούσαμε πολλά. Για κατοχή, αποικία, νέο ΕΑΜ, δραχμή, έξοδο από την Ε.Ε. ή το ΝΑΤΟ, αλλά δεν είδαμε και δεν ακούσαμε σχεδόν τίποτα για την ανάγκη συνυπολογισμού και των γεωπολιτικών μνημονίων συν τον εθνικό κίνδυνο από τον τουρκικό επεκτατισμό. Η σύνδεση κοινωνικού και εθνικού (που είναι αδιαχώριστα) δεν γίνονταν ούτε στην περίπτωση της πάλης ενάντια στην ευρωκρατία, πολύ δε περισσότερο δεν γίνεται μπροστά στην επιθετικότητα της Άγκυρας, η οποία ούτε καν αναγνωρίζεται ως τέτοια. Η πολιτική εν γένει ως αναγκαίας διαμεσολάβησης και πεδίου δημιουργίας προϋποθέσεων, έχει εγκαταλειφθεί πλήρως και στις δύο περιπτώσεις. Πόσα και ποια μέτωπα είναι σε θέση να ανοίξει, να βαθύνει η Ελλάδα, ο λαός της για να υπάρχει, με ποιους βαθμούς κυριαρχίας και αυτεξουσιότητας; Μπορεί να αντέξει ταυτόχρονα δύο μέτωπα ανοικτά χωρίς συμμάχους, μετόπισθεν και δυνάμεις στήριξης; 

Επομένως, υποταγή και στους δύο; Εξάρτηση και αποικιοποίηση της χώρας από τη Δύση και συμμετοχή σε κάθε τυχοδιωκτισμό της; Ή (και) δορυφοροποίησή της από τη «μεγάλη Τουρκία», «συνεργασία» μαζί της (δηλαδή, υποχώρηση κι εγκατάλειψη κυριαρχικών δικαιωμάτων σε Κύπρο, Αιγαίο, Θράκη κ.λπ.) στο όνομα μιας «οικονομικής συνεκμετάλλευσης»; Μα ο νεοοθωμανισμός δεν ζητά κάτι περισσότερο αυτή τη στιγμή. 

Αλλά τι λείπει κραυγαλέα σήμερα; Λείπει η συνειδητοποίηση πως έτσι έχουν τα πράγματα. Η πεποίθηση ότι μπορεί και πρέπει να χαραχτεί μια πολιτική διεξόδου από την τανάλια που μας συνθλίβει. Η κατανόηση πως αυτό δεν γίνεται μέσω του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος, γιατί αυτό είναι ανίκανο και δεν θέλει να αντιταχθεί. Λείπει τελείως από την πολιτική συζήτηση και την προεκλογική περίοδο, η αναζήτηση μιας εναλλακτικής πολιτικής πρότασης διεξόδου. Όλοι, μα όλοι, μοιάζει να έχουν αποδεχτεί πως κάπως έτσι θα πορευόμαστε. Κυρίως με υποταγή, με απραξία που θα ενδύεται φορέματα και φαντασιώσεις άλλων εποχών, με συνθήματα κενά περιεχομένου, με ατάκες και λόγια. Κυρίως, με απομάκρυνση από τα «θέλω» του τόπου και των ανθρώπων του. Με τη λοβοτομή του αντιστασιακού χαρακτήρα, με τη νέα ταυτότητα των «δικαιωμάτων» κι όχι των συλλογικών ταυτοτήτων.

Ανάγκη πολιτικής πρότασης 


Δεν μπορεί να γίνει κανένα βήμα μπροστά για την ίδια τη χώρα, τον λαό, την κοινωνία, το άτομο μέσα στην Ελλάδα, χωρίς να απαντηθεί το ζήτημα της διεξόδου της χώρας. Τι εννοούμε όμως ως πολιτική πρόταση; 

Πολιτική πρόταση δεν είναι η πλατφόρμα. Δεν είναι ο κατάλογος στόχων, έστω και μελετημένος. Δεν είναι μια επινόηση. Το ζήτημα δεν είναι απλώς τι θα λέει μια πολιτική πρόταση, ή «τι να πούμε» ως πρόταση. Αλλά πώς θα σκεφτούμε και πώς θα τοποθετηθούμε απέναντι στην οικοδόμηση μιας πολιτικής πρότασης και την ύπαρξή της. Είναι διαφορετικό. Υπάρχουν «προτάσεις», σκόρπια στοιχεία μιας συνολικής πρότασης, αλλά δεν υπάρχει μια συνολική πρόταση. Και τελούμε κάτω από αυτή τη μεγάλη έλλειψη. Το γεγονός ότι υπάρχουν σκόρπια σημεία, ή το ότι υπάρχει μαζική συνείδηση της ανάγκης να απαντηθεί αυτό το ερώτημα, δηλαδή η διαίσθηση έστω ότι δεν μπορεί να διορθωθεί η κατάσταση χωρίς κάτι πιο συνολικό, δείχνει ότι είναι υπό διαμόρφωση οι συνθήκες ώστε να απαντηθεί αυτό το θεμελιώδες ζήτημα. 

Η πολιτική πρόταση πρέπει να νοηθεί ως μια συλλογική κατάκτηση μέσα από το ίδιο το ερώτημά της και μέσα από την απαίτησή της για διαμόρφωση. Πώς θα προσεγγίσουμε τη διαμόρφωσή της. 

Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να πάμε κόντρα σε πολλά εμπόδια που υπάρχουν. Πρώτα, σε σχήματα υποκειμενισμού που έχουν έντονα μικρές ομάδες ή άτομα. Άλλο εμπόδιο είναι η αντίληψη ότι «έχω πρόταση, απλά έχει προβλήματα η υλοποίησή της». Το τρίτο εμπόδιο συνοψίζεται στο «ας λύσουμε τα μερικά σημεία και μετά θα τα συνενώσουμε σε μία συνολική πρόταση». Κι αυτό βάζει εμπόδια στην αντιμετώπιση του προβλήματος. 

Πρέπει να αντιμετωπίσουμε την πολιτική πρόταση ως συνολική και όχι μονομερή. Ως ζήτημα και του ίδιου του κινήματος, ζήτημα μιας κινηματικής διαδικασίας, πιο σύνθετης, που θα μπλέκει το «κάτω», το «πάνω», το πνευματικό, διανοητικό επίπεδο, τις δοκιμασίες, την πράξη, σε μια προσπάθεια να απαντηθεί ένα κεντρικό ζήτημα: Πώς μπορεί να οικοδομηθεί μια πολιτική πρόταση διεξόδου της χώρας απ’ την κατάσταση στην οποία έχει βρεθεί. Σ’ αυτό τον γενικό στόχο θα πρέπει να συνενωθούν όλες οι επιμέρους προσπάθειες. Αυτό δεν γίνεται με κάποιο «παράγγελμα» αλλά είναι διαδικασία σύνθετη και απαιτητική. 

Η αναζήτηση, η δράση, ο διάλογος, πρέπει να καταστούν πιο πολιτικά και πιο καίρια. Σήμερα, είναι αναγκαίο ένα μαζικότερο επίπεδο διαλόγου και επικοινωνίας ανάμεσα σε όλες τις διάσπαρτες καταστάσεις που υπάρχουν, αλλά με κεντρικό αίτημα να αναζητηθεί μια πρόταση πολιτικής διεξόδου. Ο Δρόμος θα υπηρετήσει αυτήν την ανάγκη. Να συμβάλλει ώστε να διαμορφωθεί αυτό που λείπει κραυγαλέα.


Ανάρτηση από: https://edromos.gr