Του Αντώνη Ανδρουλιδάκη
Η κυρίαρχη κουλτούρα του νεο-ελληνικού κράτους, όπως αυτή εκφράζεται διαχρονικά από τους κατσαπλιάδες, που παριστάνουν την αστική τάξη και το λυμαίνονται, συγκροτείται από ένα χρόνιο αίσθημα ντροπής για την καταγωγή τους, μια βαθιά μειονεκτικότητα για την ταυτότητα τους, που επιβεβαιώνεται συνήθως στις σπουδές τους στην προηγμένη Δύση και προβάλλεται στη συνέχεια –με την ψυχολογική σημασία του όρου– στις οθόνες του συλλογικού φαντασιακού.
Πρόκειται για μια χρόνια παγίδευση σε ένα εσωτερικό αίσθημα ανεπάρκειας, που βέβαια για τις ελίτ είναι εντελώς αντικειμενικό και το οποίο για να ανακουφιστεί αποδίδεται στο συλλογικό μας πρόσωπο.
Αυτό το χρόνιο αίσθημα ανεπάρκειας διαχέεται ως κυρίαρχη αφήγηση και «μολύνει» κάθε σπιθαμή του κοινωνικού πεδίου, καθώς η ηγεμονική κοινωνική αναπαράσταση για τον Εαυτό μας μάς ορίζει ως «μικρούς και προβληματικούς».
Από την ίδια αφήγηση εκπηγάζει και η αντίληψη ότι ο πολίτης είναι ένα νήπιο που χρειάζεται διαρκή νουθεσία, επίβλεψη, τιμωρία και επιβράβευση, που διαχέεται μέσα από το κυρίαρχο δίκτυο διάδοσης πολιτισμικών προτύπων και καθοδηγεί το άτομο σε μια παλινδρόμηση στην πρώιμη παιδικότητα του και στον ακρωτηριασμό των υπαρξιακών του αναγκών για αυτονομία και αυτοέκφραση. Δηλαδή, σε υποταγή και στην υλοποίηση μιας αυτοεκπληρούμενης προφητείας.
Με τον ίδιο τρόπο διαμορφώνεται η κυρίαρχη κουλτούρα της νέο-ελληνικής οικογένειας, που αρκετά συχνά μπολιάζει τα παιδιά της με ένα αίσθημα ευαλωτότητας και «λίγου», ενώ ταυτόχρονα μεγεθύνει την επικινδυνότητα του «εκεί έξω», προκειμένου να τα χειραγωγήσει και να τα υπερ-προστατεύσει. Εκεί θα συναντήσει κανείς την επικριτικότητα, το αίσθημα των παιδιών ότι είναι μάλλον προβληματικά, τις συγκρίσεις με τους κοντινούς άλλους, την ποικιλόμορφη εγκατάλειψη και την αυτομομφή και την αυτοενοχοποίηση.
Αλλά και οι υπόλοιποι κοινωνικοί θεσμοί, το σχολείο, ο στρατός, η δημόσια υπηρεσία, ακόμη και η εκκλησία ακολουθούν, επίσης, πιστά το πρότυπο της ανεπάρκειας.
Όλο αυτό, οδηγεί τον ανθρώπινο ψυχισμό σε τρεις πιθανούς τρόπους αντίδρασης, που συχνά μπορεί και να ιδεολογικοποιούνται ορίζοντας μάλιστα ακόμη και πολιτικούς χώρους.
Μια πρώτη περίπτωση είναι η υποχώρηση, η πλήρης, δηλαδή, αποδοχή της ανεπάρκειας και της ντροπής που την συνοδεύει, με τρόπο ορατό και φανερό. Είμαστε ανεπαρκείς σαν Λαός και το δηλώνουμε. Δεν έχουμε αυτοπεποίθηση και επιδεικνύουμε ανά πάσα στιγμή την ανασφάλεια μας, μήπως και μας λυπηθεί «κάνας Χριστιανός».
Μια δεύτερη περίπτωση είναι η απόδραση από την παγίδα της μειονεκτικότητας, δηλαδή η υποκριτική παρουσίαση της ταυτότητας μας ως μιας φυσιολογικής ταυτότητας ανάμεσα σε δεκάδες άλλες. Το αίσθημα ντροπής, αποκρύπτεται πίσω από στερεότυπα «ευγένειας», δικαιωματισμού, κορεκτίλας και χλιαρής, σαν ζαμπόν χωρίς λιπαρά, ψυχραιμίας. Αλλά, «σιώπα να περάσουμε», που λένε και στην Κύπρο.
Η τρίτη περίπτωση είναι μια μορφή «αντεπίθεσης» στο αίσθημα ανεπάρκειας ή μια υπερ-αναπλήρωση με όρους ψυχανάλυσης. Η συλλογική μας ταυτότητα όχι μόνο δεν μας δημιουργεί μειονεξία, αλλά καθοδηγείται και εμπνέεται από τα λαμπρά κατορθώματα του μακρινού ένδοξου παρελθόντος μας. Ο τσαμπουκάς, η κοινωνικά επιδεικνυόμενη μαγκιά, ο αμοραλιστικός κυνισμός, ο φθόνος της δημιουργικότητας του Άλλου, η αντιαισθητική βαρβατίλα, ο κομπασμός του «ξέρεις ποιος είμαι εγώ», ο ναρκισσισμός με μια λέξη, αναπληρώνει και ανακουφίζει έτσι την εσωτερική μειονεξία.
Ο κάθε Μπέος υπάγεται σ’ αυτήν την κατηγορία και με την έννοια αυτή δεν είναι απλά ένας άνθρωπος. Είναι ανθρωπολογικός τύπος.
Αυτόν τον τύπο τον βλέπω, σαν να είναι τώρα, να οδηγεί ιδρωμένος το αμαξάκι του, με τα «νάϋλο» ακόμη στα καθίσματα, φορώντας την κιτρινισμένη φανέλα του παρασιτισμού του, να πέφτει με πάταγο στον τοίχο του 21ου αιώνα και να δυσφορεί οργισμένος για τους «μαλάκες» γύρω του, που πάντα φταίνε για την ανεπάρκεια του… Κι ίσως εδώ να αναδύεται μια μικρή ελπίδα, να είναι ο τοίχος αυτός κοινωνικά αφυπνιστικός.
*Ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης είναι αναπτυξιακός και κοινωνικός ψυχολόγος – Βοηθός διδασκαλίας στο Τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου
Ανάρτηση από: https://edromos.gr/
Η κυρίαρχη κουλτούρα του νεο-ελληνικού κράτους, όπως αυτή εκφράζεται διαχρονικά από τους κατσαπλιάδες, που παριστάνουν την αστική τάξη και το λυμαίνονται, συγκροτείται από ένα χρόνιο αίσθημα ντροπής για την καταγωγή τους, μια βαθιά μειονεκτικότητα για την ταυτότητα τους, που επιβεβαιώνεται συνήθως στις σπουδές τους στην προηγμένη Δύση και προβάλλεται στη συνέχεια –με την ψυχολογική σημασία του όρου– στις οθόνες του συλλογικού φαντασιακού.
Πρόκειται για μια χρόνια παγίδευση σε ένα εσωτερικό αίσθημα ανεπάρκειας, που βέβαια για τις ελίτ είναι εντελώς αντικειμενικό και το οποίο για να ανακουφιστεί αποδίδεται στο συλλογικό μας πρόσωπο.
Αυτό το χρόνιο αίσθημα ανεπάρκειας διαχέεται ως κυρίαρχη αφήγηση και «μολύνει» κάθε σπιθαμή του κοινωνικού πεδίου, καθώς η ηγεμονική κοινωνική αναπαράσταση για τον Εαυτό μας μάς ορίζει ως «μικρούς και προβληματικούς».
Από την ίδια αφήγηση εκπηγάζει και η αντίληψη ότι ο πολίτης είναι ένα νήπιο που χρειάζεται διαρκή νουθεσία, επίβλεψη, τιμωρία και επιβράβευση, που διαχέεται μέσα από το κυρίαρχο δίκτυο διάδοσης πολιτισμικών προτύπων και καθοδηγεί το άτομο σε μια παλινδρόμηση στην πρώιμη παιδικότητα του και στον ακρωτηριασμό των υπαρξιακών του αναγκών για αυτονομία και αυτοέκφραση. Δηλαδή, σε υποταγή και στην υλοποίηση μιας αυτοεκπληρούμενης προφητείας.
Με τον ίδιο τρόπο διαμορφώνεται η κυρίαρχη κουλτούρα της νέο-ελληνικής οικογένειας, που αρκετά συχνά μπολιάζει τα παιδιά της με ένα αίσθημα ευαλωτότητας και «λίγου», ενώ ταυτόχρονα μεγεθύνει την επικινδυνότητα του «εκεί έξω», προκειμένου να τα χειραγωγήσει και να τα υπερ-προστατεύσει. Εκεί θα συναντήσει κανείς την επικριτικότητα, το αίσθημα των παιδιών ότι είναι μάλλον προβληματικά, τις συγκρίσεις με τους κοντινούς άλλους, την ποικιλόμορφη εγκατάλειψη και την αυτομομφή και την αυτοενοχοποίηση.
Αλλά και οι υπόλοιποι κοινωνικοί θεσμοί, το σχολείο, ο στρατός, η δημόσια υπηρεσία, ακόμη και η εκκλησία ακολουθούν, επίσης, πιστά το πρότυπο της ανεπάρκειας.
Όλο αυτό, οδηγεί τον ανθρώπινο ψυχισμό σε τρεις πιθανούς τρόπους αντίδρασης, που συχνά μπορεί και να ιδεολογικοποιούνται ορίζοντας μάλιστα ακόμη και πολιτικούς χώρους.
Μια πρώτη περίπτωση είναι η υποχώρηση, η πλήρης, δηλαδή, αποδοχή της ανεπάρκειας και της ντροπής που την συνοδεύει, με τρόπο ορατό και φανερό. Είμαστε ανεπαρκείς σαν Λαός και το δηλώνουμε. Δεν έχουμε αυτοπεποίθηση και επιδεικνύουμε ανά πάσα στιγμή την ανασφάλεια μας, μήπως και μας λυπηθεί «κάνας Χριστιανός».
Μια δεύτερη περίπτωση είναι η απόδραση από την παγίδα της μειονεκτικότητας, δηλαδή η υποκριτική παρουσίαση της ταυτότητας μας ως μιας φυσιολογικής ταυτότητας ανάμεσα σε δεκάδες άλλες. Το αίσθημα ντροπής, αποκρύπτεται πίσω από στερεότυπα «ευγένειας», δικαιωματισμού, κορεκτίλας και χλιαρής, σαν ζαμπόν χωρίς λιπαρά, ψυχραιμίας. Αλλά, «σιώπα να περάσουμε», που λένε και στην Κύπρο.
Η τρίτη περίπτωση είναι μια μορφή «αντεπίθεσης» στο αίσθημα ανεπάρκειας ή μια υπερ-αναπλήρωση με όρους ψυχανάλυσης. Η συλλογική μας ταυτότητα όχι μόνο δεν μας δημιουργεί μειονεξία, αλλά καθοδηγείται και εμπνέεται από τα λαμπρά κατορθώματα του μακρινού ένδοξου παρελθόντος μας. Ο τσαμπουκάς, η κοινωνικά επιδεικνυόμενη μαγκιά, ο αμοραλιστικός κυνισμός, ο φθόνος της δημιουργικότητας του Άλλου, η αντιαισθητική βαρβατίλα, ο κομπασμός του «ξέρεις ποιος είμαι εγώ», ο ναρκισσισμός με μια λέξη, αναπληρώνει και ανακουφίζει έτσι την εσωτερική μειονεξία.
Ο κάθε Μπέος υπάγεται σ’ αυτήν την κατηγορία και με την έννοια αυτή δεν είναι απλά ένας άνθρωπος. Είναι ανθρωπολογικός τύπος.
Αυτόν τον τύπο τον βλέπω, σαν να είναι τώρα, να οδηγεί ιδρωμένος το αμαξάκι του, με τα «νάϋλο» ακόμη στα καθίσματα, φορώντας την κιτρινισμένη φανέλα του παρασιτισμού του, να πέφτει με πάταγο στον τοίχο του 21ου αιώνα και να δυσφορεί οργισμένος για τους «μαλάκες» γύρω του, που πάντα φταίνε για την ανεπάρκεια του… Κι ίσως εδώ να αναδύεται μια μικρή ελπίδα, να είναι ο τοίχος αυτός κοινωνικά αφυπνιστικός.
*Ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης είναι αναπτυξιακός και κοινωνικός ψυχολόγος – Βοηθός διδασκαλίας στο Τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου
Ανάρτηση από: https://edromos.gr/