Τρίτη 12 Μαΐου 2020

Ο μεγάλος ασθενής

Του Παύλου Δερμενάκη

Καθημερινά συνειδητοποιείται περισσότερο το τεράστιο μέγεθος της κρίσης στην οποία έχει εισέλθει τώρα η ελληνική οικονομία χωρίς να έχει ανακάμψει από την προηγούμενη μνημονιακή.

Οι διάφορες εκτιμήσεις για το μέγεθός της ποικίλουν αλλά συγκλίνουν σε δύο στοιχεία:

  1. ότι θα είναι πολύ μεγαλύτερη από ό,τι έχουμε γνωρίσει μεταπολεμικά

  2. ότι για μια ακόμα φορά η Ελλάδα βρίσκεται στη χειρότερη θέση στην Ε.Ε.
Η κρίση βρήκε την Ελλάδα εντελώς απροετοίμαστη και με μεγάλα ανοιχτά θέματα για τα οποία όχι μόνο δεν είχαν δοθεί λύσεις. Αυτά, είτε είχαν τοποθετηθεί κάτω από το χαλί (π.χ. το μη βιώσιμο δημόσιο χρέος) είτε είχαν αφεθεί προς επίλυση σε εύθετο χρόνο από τις δυνάμεις της αγοράς (π.χ. ανυπαρξία επενδύσεων). Η Ελλάδα επί δέκα χρόνια εφάρμοσε τις μνημονιακές πολιτικές που επέβαλαν οι δανειστές και τις οποίες αποδέχθηκε το εθελόδουλο πολιτικό σύστημα. Δέκα χρόνια μετά, αποδεικνύεται ότι οι αλλαγές (μεταρρυθμίσεις) που έγιναν, όχι μόνο δεν έλυσαν τα προβλήματα της οικονομίας, αλλά αντίθετα την οδήγησαν να μπαίνει στη νέα κρίση με πολύ χειρότερους όρους.
Η Ελλάδα σε νέα κρίση

Η πρόσφατη έκθεση της Κομισιόν προβλέπει ύφεση -9,7% φέτος έναντι -7,7% στην ευρωζώνη. Η χειρότερη αυτή επίδοση συνδέεται με τη δομή της ελληνικής οικονομίας καθώς είναι απόλυτα εξαρτημένη από τον τουρισμό (20-30% του ΑΕΠ ανάλογα με τον τρόπο υπολογισμού). Οι επί μια δεκαετία και πλέον κουτσουρεμένες επενδύσεις, που δεν κάλυπταν ούτε τις τρέχουσες αποσβέσεις με αποτέλεσμα τη συνεχή μείωση του παγίου κεφαλαίου, προβλέπονται μειωμένες κατά 30% το 2021.

Με αυτά τα μεγέθη διαφωνεί η κυβέρνηση όπως και η Τράπεζα της Ελλάδος. Σε μια προσπάθεια να μειώσουν το μερίδιο ευθύνης τους για το πώς έχουμε φθάσει ως εδώ, αλλά και για την ανεπάρκεια των μέτρων που έχουν ληφθεί μέχρι σήμερα ή σχεδιάζονται για το άμεσο μέλλον. Η κυβέρνηση στο νέο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα εκτιμά ότι το ΑΕΠ θα ήταν μειωμένο κατά -10% εάν δεν λάμβανε μέτρα. Με τα μέτρα που λαμβάνονται, η μείωση θα είναι από -4,7% σύμφωνα με το βασικό σενάριο έως -7,9% με το δυσμενές σενάριο.

Τις αποκλίσεις από τις εκτιμήσεις της Κομισιόν, η κυβέρνηση τις δικαιολογεί με βάση:

  1. τον διαφορετικό χρόνο «ανοίγματος» της οικονομίας (εκείνη τον εκτιμά πιο νωρίς)

  2. το σύνολο των μέτρων που υλοποιούνται καθώς, σύμφωνα με την κυβέρνηση, η Κομισιόν δεν λαμβάνει υπόψη της 7 δισ. εγγυήσεις του Δημοσίου για χρηματοδότηση των επιχειρήσεων.
Όμως η δομή της ελληνικής οικονομίας, με τη μεγάλη της εξάρτηση από τον τουρισμό, τη στιγμή που η τρέχουσα καλοκαιρινή περίοδος προβλέπεται να είναι ουσιαστικά χαμένη και με μεγάλα ερωτηματικά για την επόμενη, οδηγεί σε ένα πολύ πιο δυσμενές σενάριο από εκείνο που θέλει να προβάλλει η κυβέρνηση.

Διαφορές υπάρχουν και όσον αφορά την ανάκαμψη. Η κυβέρνηση θεωρεί ότι η ανάκαμψη θα είναι γρήγορη, δηλαδή η κρίση θα λάβει μορφή σχήματος V. Αντίθετα η Κομισιόν εκτιμά ότι η ανάκαμψη θα είναι αργή, συνεπώς η κρίση θα λάβει μορφή σχήματος U. Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα, ακόμα και με τα καλύτερα σενάρια, σε επίπεδο παραγωγής στο τέλος του 2021 θα είναι στο -5% περίπου, συγκριτικά με το 2019, δηλαδή στα επίπεδα του 2015-2016.

Φυσικά η μείωση της παραγωγής δημιουργεί μια σειρά από αλυσιδωτές αντιδράσεις. Ενδεικτικά, η ανεργία εκτινάσσεται στα ύψη και σύμφωνα με τις προβλέψεις θα κυμανθεί από 20% έως και πλέον του 30%. Ο δείκτης Χρέους προς ΑΕΠ θα ξεπεράσει το 200% από 176,6% το 2019, ενώ στον δημοσιονομικό τομέα η χώρα επιστρέφει σε ελλείμματα και συνεπώς σε νέα δανεικά. Ήδη η δυσμενής διεθνής συγκυρία ανεβάζει σημαντικά το κόστος δανεισμού. Η πρόσφατη ελληνική έκδοση επταετούς ομολόγου κατέληξε σε επιτόκιο 2%, πολύ ψηλότερο δηλαδή από αυτό που είχε διαμορφωθεί δύο μήνες πριν στη δευτερογενή αγορά (κάτω του 1%). Μάλιστα, στον βαθμό που θα υπάρξει εμπλοκή στις παρεμβάσεις της ΕΚΤ στην αγορά, σύμφωνα με την πρόσφατη απόφαση του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου (βλέπε σελίδες 2-3) τα επιτόκια εκτιμάται ότι θα ανέβουν σημαντικά. Σημειώνεται ότι, λόγω της κρίσης που έφερε η πανδημία, τα ελληνικά ομόλογα έχουν ενταχθεί στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων από την ΕΚΤ κατά παρέκκλιση των συνθηκών, καθώς δεν βρίσκονται σε αποδεκτή πιστοληπτική βαθμίδα.

Η ανεπάρκεια των μέτρων


Σε συνθήκες μιας πρωτόγνωρης σε μέγεθος κρίσης, απαιτούνται αντίστοιχα μέτρα για να τεθεί υπό έλεγχο και να επανέλθει η οικονομία στα προηγούμενα επίπεδα. Αν μάλιστα η οικονομία αντιμετωπίζει και επιπλέον προβλήματα δομής και διαρθρωτικά, όπως η ελληνική, τότε τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν οφείλουν να είναι ακόμα πιο ισχυρά. Έναντι αυτής της κατάστασης, η κυβέρνηση θεωρεί ότι αρκεί η παρέμβασή με μέτρα των 10,3 δισ. ευρώ (εκ των οποίων 2,3 δισ. αναστολές φόρων) συν 7 δισ. χορήγηση δανείων με εγγύηση του Δημοσίου. Τα μέτρα αυτά, χωρίς να εξετάσουμε την ουσία τους, είναι ελάχιστα καθώς αντιστοιχούν περίπου στο 10% του εκτιμώμενου ΑΕΠ (2020) ενώ την ίδια στιγμή η Γερμανία λαμβάνει μέτρα που αντιστοιχούν σε πάνω από 60% του δικού της ΑΕΠ!

Όμως, τα προβλήματα για την ελληνική οικονομία δεν εξαντλούνται στα προαναφερθέντα. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, πιστή στη νεοφιλελεύθερη λογική της, ετοιμάζεται για έναν νέο γύρο ιδιωτικοποιήσεων, ξεπουλήματος δημόσιας περιουσίας και παροχών στο μεγάλο κεφάλαιο. Χωρίς να λαμβάνει μέτρα για την αντιμετώπιση των διαρθρωτικών προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας, τα οποία δημιουργήθηκαν με τις πολιτικές που ακολούθησε σύσσωμο το πολιτικό σύστημα διαχρονικά, προχωρά σαν να μη συμβαίνει τίποτε σε νέες «μεταρρυθμίσεις» και «απελευθερώσεις». Ήδη προανήγγειλε ότι σε σύντομο χρονικό διάστημα θα ψηφιστούν 24 νομοσχέδια σε αυτή την κατεύθυνση. Το πρώτο από αυτά είναι το «Περιβαλλοντικό». Με το περιεχόμενό του, ουσιαστικά καταργεί κάθε διάταξη προστασίας του περιβάλλοντος για τη «απλούστευση» των διαδικασιών στο όνομα της «ανάπτυξης». Όλα αυτά προετοιμάζουν το έδαφος για μαζικό ελληνικό ξεπούλημα προς τους ισχυρούς της Ε.Ε. και ειδικότερα τη Γερμανία (βλέπε σελίδες 2-3).

Η κατάσταση, όπως διαμορφώνεται, γίνεται πολύ ζοφερή. Η νέα μνημονιακή φάση είναι επί θύραις. Το συσσωρευμένο δημόσιο χρέος, η παρούσα κρίση, η προβληματική δομή της ελληνικής οικονομίας και η εξάρτησή της από δανειστές και νέα δανεικά, τα ανεπαρκή μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης και η τρέχουσα οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, οδηγούν σε μεγάλη ανησυχία για τις εξελίξεις. Είναι αναγκαίο να αναζητηθούν λύσεις και να διατυπωθούν προτάσεις σε μία διαφορετική λογική, για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας με τη συμμετοχή του λαϊκού παράγοντα.


Ανάρτηση από: https://sioualtec.blogspot.com/