Του Γεράσιμου Δεληβοριά
Πριν από 55 χρόνια περίπου, υπήρχε ένα διήγημα στο βιβλίο των Νέων Ελληνικών του ενιαίου τότε Γυμνασίου. Έλεγε πάνω κάτω τα εξής:
Την πρώτη φορά που οργανώθηκε στο Μεσολόγγι πανηγυρικός εορτασμός για την Έξοδο, πήγε κι ο γέρο καπετάνιος για να την παρακολουθήσει. Ήταν η δική του γιορτή. Πάνω στην εξέδρα, είδε πολιτικούς με βελάδες και ημίψηλα. Τους άκουσε ώρα πολλή να λένε ακαταλαβίστικες κουβέντες. Κίνησε να φύγει. Όχι ωρέ, δεν ήταν έτσι, μουρμούριζε. Στα σκαλιά της εκκλησίας ήταν ένας τυφλός ζητιάνος. Τραγουδούσε το μοιρολόϊ της εξόδου. Έκατσε ο γέρο καπετάνιος δίπλα του κι έκλαιγε. Ναι ωρέ, έτσι ήτανε, μονολογούσε.
Ναι μωρέ, έτσι ήτανε. Αίμα, πόνος και δάκρυα. Οχτώ χρόνια αγώνας, οχτώ χρόνια συντροφιά με τον θάνατο. Πόλεμος, τρεχαλητό, αγωνία. Οχτώ χρόνια μια φούχτα φουκαράδες αρνιόνταν να προσκυνήσουν και το χειρότερο, αρνούνταν και να πεθάνουν για να λυθεί επιτέλους το «ελληνικό πρόβλημα» και να επιστρέψει η Ευρώπη στην κανονικότητα.
Έναν διαφορετικό τρόπο προσέγγισης και εορτασμού, προτείνει ο ακαδημαϊκός κ. Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης, με το άρθρο του «Πώς γιορτάζεται μία επέτειος» («Καθημερινή» 31/5/2020).
Παραθέτοντας τα παραδείγματα δύο άλλων 200στών επετείων, της Αμερικάνικης Επανάστασης (1776) και της Γαλλικής (1789) προτείνει «να αναστοχαστούμε κριτικά, αλλά, γιατί όχι, και να χαρούμε τον συλλογικό μας εαυτό, την εθνική μας κληρονομιά και τη θέση μας στην κοινωνία των ελεύθερων λαών».
Αντί για τον θρήνο του γερο καπετάνιου, ο ύμνος της χαράς. Υπάρχουν βέβαια πολλές, μα πάρα πολλές ενστάσεις για το αν πρέπει να χαρούμε τον συλλογικό μας εαυτό όσο και για αν υπάρχει πραγματικά και για μας μια θέση στην κοινωνία των ελεύθερων λαών.
Ποιός είναι ο συλλογικός εαυτός μας τον οποίο πρέπει να χαρούμε; Μήπως με την «δοκιμασία της πανδημίας και του εγκλεισμού» ξύπνησε μέσα μας το ελληνικό φιλότιμο; Αναζωπυρώθηκε το ενδιαφέρον μας για το κοινό καλό, αυτό που διατήρησε των ελλήνων τις κοινότητες για χιλιετηρίδες; Ο σεβασμός για τον τόπο μας το περιβάλλον μας, τα μνημεία μας, την ιστορία μας; Πήγε στην πάντα ο άκρατος εγωισμός των τελευταίων πενήντα χρόνων, φώλιασε η αλληλεγγύη στις καρδιές μας;
Αναλύοντας στην συνέντευξη της τους τρόπους που θα γιορταστεί η επέτειος της Επανάστασης, η κ. Αγγελοπούλου άφησε να της ξεφύγουν τα εξής: «Το επόμενο διάστημα η Επιτροπή και εγώ προσωπικά θα ρίξουμε ιδιαίτερο βάρος και στη διεθνή προβολή της επετείου, ώστε να καταστήσουμε τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση του 1821 ένα διεθνούς εμβέλειας γεγονός, θυμίζοντας ότι είναι ένα σπουδαίο ορόσημο στην ευρωπαϊκή ιστορία. Η συνέχεια των μεγάλων επαναστάσεων της Δύσης, της Αμερικανικής και της Γαλλικής» (Η υπογράμμιση δική μας).
Έτσι εξηγείται λοιπόν η προσπάθεια ευτελισμού του Καραϊσκάκη, ο χαρακτηρισμός του Καποδίστρια σαν «δικτάτορα», η «εξαφάνιση» μερικών άλλων ηρωικών μορφών του ξεσηκωμού, αλλά και η αντίστοιχη αναβάθμιση του Μαυροκορδάτου σε περίπου «σωτήρα» της Επανάστασης από τον κ. Αριστείδη Χατζή, την κ. Αγγελοπούλου και την «επιτροπή» της.
Όλος ο καυγάς είναι για για να μπει ο ξεσηκωμός των ραγιάδων στην ουρά των «μεγάλων επαναστάσεων της Δύσης, της Αμερικανικής και της Γαλλικής».
Έτσι η Ελληνική Επανάσταση εξευγενίζεται, γίνεται «Δυτική», χάνει τον εθνικοαπελευθερωτικό της χαρακτήρα, γίνεται μια υποπαράγραφος στην ιστορία των μεγάλων «δημοκρατικών επαναστάσεων», όπως την κατατάσσει και ο κ. Κιτρομηλίδης στο παραπάνω άρθρο του.
Μπορούμε λοιπόν να φαντασθούμε από τώρα τα «200 νέα παιδιά» της πρώτης «δράσης» να διαδίδουν στην Ευρώπη ότι οι Έλληνες ζούσαν «σε εθελοντική σκλαβιά» τα 400 χρόνια της Τουρκοκρατίας. Αντίθετα, οι πιο μορφωμένοι Έλληνες έγραφαν «με πολύ σεβασμό για τον σουλτάνο». Συνεπώς, η Επανάσταση δεν ήταν μια «παλλαϊκή εξέγερση», αφού οι μορφωμένοι και πολλοί άλλοι δεν την ήθελαν και μάλλον ήταν μια πρόωρη και βιαστική ενέργεια, αφού σε μια δύο γενιές το πολύ, οι Έλληνες θα αποκτούσαν πλήρη ηγεμονία στα πλαίσια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και θα την έκαναν πιο ελληνική κι από τους ίδιους.
Η πρώτη αντίδραση στις προσπάθειες των αναθεωρητών της Ελληνικής Ιστορίας ήταν ένα μπαράζ δημοσιεύσεων ή επαναδημοσιεύσεων για τον Καποδίστρια, τον Kαραϊσκάκη κλπ, ενώ δεν έλειψαν και οι προσπάθειες καταφυγής στον μύθο, όπως η περίπτωση του κ. Κώστα Γιαννιώτη με το άρθρο του «Ο μούλος» (Δρόμος Ανοιχτός).
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, η καινούργια επιτροπή «Τιμή στο 21», καλείται να δώσει ένα διαφορετικό εορταστικό περιεχόμενο και πρόγραμμα. Η αποκατάσταση της ιστορικής πραγματικότητας φαίνεται σαν επιτακτική ανάγκη και είναι χρήσιμη να γίνεται συνεχώς, όμως σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αποτελέσει το αποκλειστικό περιεχόμενο ενός εορτασμού.
Ούτε φυσικά οι «διαδρομές» στην Ευρώπη, τα συλλεκτικά νομίσματα, τα μαντήλια της Hermes κι όλες οι άλλες συλλεκτικές κατασκευές. Αυτά όλα είναι καθρεφτάκια για τους ιθαγενείς και κυρίως τρόποι για να ξοδεύονται χρήματα ώστε να πλουτίζουν κάποιοι.
Άλλωστε πολύ λίγο θα πρέπει να μας ενδιαφέρει η γνώμη των ευρωπαίων για την σημασία της ελληνικής επανάστασης. Θα ήταν ίσως χρήσιμη η γνώμη των γειτόνων μας στα Βαλκάνια, αφού ο ξεσηκωμός των προγόνων μας και η ίδρυση ανεξάρτητου ελληνικού κράτους ήταν το εγερτήριο σάλπισμα και για την δική τους εθνική απελευθέρωση. Αφού μαζί τους θα ζήσουμε σαν έθνος, ο δικός μας εορτασμός μπορεί να αναζωπυρώσει φιλίες και να δημιουργήσει καινούργιες.
Εκείνο όμως που κυρίως μας ενδιαφέρει, είναι η γνώμη της ελληνικής κοινωνίας και κυρίως της νεολαίας. Το να μπορέσει η ελληνική νεολαία να μιλήσει χωρίς πατρονάρισμα για την Επανάσταση, να εκφραστεί με αυθορμητισμό, με ενθουσιασμό και ειλικρίνεια, θα ήταν ένας μεγάλος θρίαμβος.