Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Η τηλεργασία από μόνη της δεν είναι καλή ή κακή. Ενας κινητικά ανάπηρος μπορεί να απαλλαγεί από την καθημερινή δυσκολία της μετακίνησης και να είναι πλήρως παραγωγικός με εργασία εξ αποστάσεως. Κι ο αστροναύτης του διαστημικού σταθμού δουλεύει αναγκαστικά σε απόσταση περίπου 400 χιλιομέτρων από τα γήινα κοσμοδρόμια. Αλλά αυτό έχει και το κόστος του: την απώλεια της ανθρώπινης επαφής στον χώρο εργασίας που, όσο κι αν μισούμε τον καταναγκασμό της, ταυτόχρονα έχουμε ανάγκη την εγγύτητα και τη σωματικότητά της. Το παρατηρήσατε κι εσείς, υποθέτω: το χαμόγελο κι όχι η κατήφεια επικρατούσε στα πρόσωπα όσων επέστρεψαν στα πόστα τους έπειτα από 2-3 μήνες αναγκαστικής τηλεργασίας.
Γιατί η συνύπαρξη στον χώρο δουλειάς δεν είναι μόνο παραγωγή, χειρωναξία, πληκτρολόγηση, εξυπηρέτηση πελατών, αποθήκευση, συναρμολόγηση, ανταλλαγή μέιλ. Είναι και κουβεντολόι με τον διπλανό, κουτσομπολιό για τον προϊστάμενο, συζήτηση στο διάλειμμα για τσιγάρο, γύρω από μια κούπα καφέ, πάνω από τον ψύκτη νερού. Εργασία δεν είναι πια ο αριστοτεχνικά κατακερματισμένος, αξιοποιημένος μέχρι τελευταίου δευτερολέπτου εργάσιμος χρόνος του φορντικού μοντέλου. Είναι και ο χαμένος, παραγωγικά νεκρός χρόνος του χαζέματος, της χρονοτριβής, της μικρολούφας.
Αυτό ακούγεται αναμενόμενο από την πλευρά των εργαζόμενων, για τους οποίους οι μικροκλοπές παραγωγικού χρόνου από τον εργοδότη (αλλά και από τους εαυτούς τους) είναι μηχανισμός επιβίωσης. Αλλά δεν είναι διόλου αναμενόμενο να το ακούς από εργοδότες ή από ακριβοπληρωμένους τεχνοκράτες του επιστημονικού μάνατζμεντ. «Γιατί η τηλεργασία δεν αφήνει τις ιδέες να ανθίσουν» είναι ο τίτλος ενός απροσδόκητου άρθρου που διάβασα στους Financial Times – των οποίων ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει την προσήλωση στο πνεύμα του καπιταλισμού και της παραγωγικότητας της εργασίας. Η απλή ιδέα του άρθρου είναι ότι η τηλεργασία ίσως κάνει πια περιττούς τους ψύκτες νερού και το όποιο κόστος τους, αλλά «ένα δυνητικό θύμα είναι η ευκαιρία για δημιουργικότητα που παρέχει η κουβεντούλα γύρω από τον ψύκτη. Τέτοιες ανεπίσημες συναντήσεις, που τις στιγματίζει το ενδεχόμενο να είναι πρόσφορο έδαφος για καλλιέργεια και διάδοση ασθενειών, καλλιεργούν επίσης τις ιδέες». Προφανώς, το άρθρο δεν εννοεί ενοχλητικές κουβεντούλες και ιδέες συλλογικής οργάνωσης των εργαζομένων για να διεκδικήσουν αυξήσεις ή βελτίωση των συνθηκών δουλειάς. Αλλά ιδέες για να βελτιώσουν την παραγωγικότητα και την καινοτομία της επιχείρησης.
Η υπόθεση είναι αρκετά παλιά. Ανάγεται στις απαρχές του νεοφιλελευθερισμού, στη δεκαετία του '80, που με χαρακτηριστικό θράσος δανειζόταν από το ιδεοστάσιο της εργατικής αυτοδιαχείρισης και της σοσιαλδημοκρατικής «συμμετοχής» για να εισαγάγει πειράματα συμμετοχικού μάνατζμεντ. Με «κύκλους ποιότητας» στους οποίους ομάδες εργαζομένων ανά τμήμα παραγωγής συζητούσαν τρόπους βελτίωσης της παραγωγικότητας, εκτονώνοντας ταυτόχρονα δυσφορίες και αντι-εργοδοτικά αισθήματα. Ηταν ένας ευφυής τρόπος ενσωμάτωσης των εργαζομένων στη στρατηγική αναπαραγωγής του κεφαλαίου, που δεν ευδοκίμησε, καθώς επικράτησαν ο βούρδουλας και το αυταρχικό μάνατζμεντ.
Η μεγάλη καραντίνα φαίνεται ότι φρεσκάρει αυτούς τους προβληματισμούς ακόμη και στον σκληρό πυρήνα των πολυεθνικών κολοσσών, που είναι έτοιμοι να δουλέψουν ως διαδικτυακές πλατφόρμες δεκάδων χιλιάδων εργαζομένων, διεσπαρμένων σε όλες τις ηπείρους. Στο επίκεντρο της έρευνάς τους είναι οι μελέτες του ανθρωπολόγου και καθηγητή εξελικτικής ψυχολογίας Robin Dunbar, γνωστού για τον «αριθμό Ντάνμπαρ». Κατά τον οποίο, ανάμεσα στα πρωτεύοντα θηλαστικά, στη χρήση των κινητών τηλεφώνων και στις ιεραρχημένες στρατιωτικές ομάδες, υπάρχει ένα κοινό χαρακτηριστικό: ο μέσος άνθρωπος μπορεί να διαχειριστεί έναν ανώτατο αριθμό 150 συνανθρώπων με τους οποίους μπορεί να έχει ουσιαστικές φιλικές και κοινωνικές σχέσεις, διαβαθμισμένες σε ομόκεντρους κύκλους με διαφορετικά επίπεδα εγγύτητας και οικειότητας. Αυτή η ανθρώπινη ιδιότητα, που επιβιώνει από την εποχή του κυνηγού-τροφοσυλλέκτη, στον χώρο εργασίας παράγει άτυπες «κοινότητες πρακτικής», επαγγελματικές ομάδες λίγων δεκάδων με κοινά ενδιαφέροντα, αίσθηση κοινού συμφέροντος και αλληλεγγύης, που ακόμη και στη λούφα γύρω από τη μηχανή του καφέ μπορεί να εισφέρουν ιδέες πολύ πιο παραγωγικές από αυτές των ακριβοπληρωμένων μάνατζερ.
Την ώρα, λοιπόν, που τα αφεντικά του κόσμου επινοούν μηχανισμούς επιτήρησης των απομακρυσμένων και απομονωμένων εργαζομένων, οι ανθρωπολόγοι τούς συστήνουν να βρουν τρόπους ενθάρρυνσης των αυτοπαρακινούμενων εργασιακών κοινοτήτων, φυσικών, ψηφιακών ή μικτών. Κρίμα, βεβαίως, γιατί οι ανθρωπολόγοι, αν θέλουν να τιμήσουν την επιστήμη τους, αλλού πρέπει να στρέψουν τις συμβουλές τους.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Τα τείχη και η παγκοσμιοποίηση κατέστησαν απαρχαιωμένο έναν δεσμό στον οποίο μας είχαν συνηθίσει οι αναφορές στην οικονομία: μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Η μετακίνηση του χρήματος είναι εικονική. Σε μια στιγμή, μέσω διαδικτύου, τα κεφάλαια φτάνουν στην άλλη άκρη της Γης. Ομως, το εργατικό δυναμικό, τα «εργατικά χέρια» είναι πραγματικά χέρια, που δεν μπορούν να κοπούν από τους βραχίονες και από το σώμα στο οποίο ανήκουν. Κι εκείνο το σώμα, ακολουθώντας με απελπισία τις μετατοπίσεις των οικονομικών δραστηριοτήτων, συχνά σταματά να ζει.
Λουίτζι Τζόγια, «Ο θάνατος του πλησίον»
Ανάρτηση από: https://kibi-blog.blogspot.com/
Είναι, άραγε, η τηλεργασία η νέα χρυσοτόκος όρνιθα του νεο-καπιταλισμού (ή του μετα-καπιταλισμού, τουρμπο-καπιταλισμού, τηλε-καπιταλισμού, πείτε τον όπως θέλετε); Ετσι φαίνεται να αντιλαμβάνονται την υπόθεση τόσο οι εγχώριοι ψιλικατζήδες της επιχειρηματικής αρπαχτής όσο και οι πολυεθνικοί δεινόσαυροι της αλγοριθμικής οικονομίας, τα θεριά -Google, Facebook, Microsoft και λοιπές- που έσπευσαν να εξορίσουν στα σπίτια τους την πλειονότητα των εργαζομένων, μετατρέποντας κρεβατοκάμαρες και σαλονάκια σε γραφεία ή εργαστήρια και τα ψηφιακά δίκτυα σε αλυσίδες παραγωγής. Ο κορονοϊούλης θεωρήθηκε ιδεώδης ευκαιρία για μια γρήγορη, βίαιη ανατροπή του μοντέλου εργασίας που βασίζεται στη φυσική παρουσία των ανθρώπων στον κοινό χώρο. Χωρίς παζάρια, συλλογικές ή ατομικές διαπραγματεύσεις, συνδικάτα, περιττές συναντήσεις και χάσιμο χρόνου, στο κυλικείο, στο μπαλκόνι για κάπνισμα ή γύρω από τον ψύκτη του νερού.
Φυσικά, μέχρι να αναπτυχθεί η τεχνολογία του διακτινισμού και της τηλεμεταφοράς -λέμε τώρα-, οι οραματιστές του τηλε-καπιταλισμού θα ανεχθούν την ενοχλητική ανθρώπινη παρουσία και συνύπαρξη σε «βρομοδουλειές» που δεν μπορούν να γίνουν αλλιώς. Είτε πρόκειται για τις μπέιμπι σίτερ των βλαστών τους, είτε για τους ντελιβεράδες των παραγγελιών τους, είτε ακόμη και για τους «ντάλιτ», τους «Ανέγγιχτους» της Ινδίας, που είναι καταδικασμένοι να καθαρίζουν τους βόθρους των υπόλοιπων καστών. Ολα δένονται γλυκά στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό: ο φουτουρισμός της τηλεργασίας και η προϊστορία της βαρβαρότητας.
Η τηλεργασία από μόνη της δεν είναι καλή ή κακή. Ενας κινητικά ανάπηρος μπορεί να απαλλαγεί από την καθημερινή δυσκολία της μετακίνησης και να είναι πλήρως παραγωγικός με εργασία εξ αποστάσεως. Κι ο αστροναύτης του διαστημικού σταθμού δουλεύει αναγκαστικά σε απόσταση περίπου 400 χιλιομέτρων από τα γήινα κοσμοδρόμια. Αλλά αυτό έχει και το κόστος του: την απώλεια της ανθρώπινης επαφής στον χώρο εργασίας που, όσο κι αν μισούμε τον καταναγκασμό της, ταυτόχρονα έχουμε ανάγκη την εγγύτητα και τη σωματικότητά της. Το παρατηρήσατε κι εσείς, υποθέτω: το χαμόγελο κι όχι η κατήφεια επικρατούσε στα πρόσωπα όσων επέστρεψαν στα πόστα τους έπειτα από 2-3 μήνες αναγκαστικής τηλεργασίας.
Γιατί η συνύπαρξη στον χώρο δουλειάς δεν είναι μόνο παραγωγή, χειρωναξία, πληκτρολόγηση, εξυπηρέτηση πελατών, αποθήκευση, συναρμολόγηση, ανταλλαγή μέιλ. Είναι και κουβεντολόι με τον διπλανό, κουτσομπολιό για τον προϊστάμενο, συζήτηση στο διάλειμμα για τσιγάρο, γύρω από μια κούπα καφέ, πάνω από τον ψύκτη νερού. Εργασία δεν είναι πια ο αριστοτεχνικά κατακερματισμένος, αξιοποιημένος μέχρι τελευταίου δευτερολέπτου εργάσιμος χρόνος του φορντικού μοντέλου. Είναι και ο χαμένος, παραγωγικά νεκρός χρόνος του χαζέματος, της χρονοτριβής, της μικρολούφας.
Αυτό ακούγεται αναμενόμενο από την πλευρά των εργαζόμενων, για τους οποίους οι μικροκλοπές παραγωγικού χρόνου από τον εργοδότη (αλλά και από τους εαυτούς τους) είναι μηχανισμός επιβίωσης. Αλλά δεν είναι διόλου αναμενόμενο να το ακούς από εργοδότες ή από ακριβοπληρωμένους τεχνοκράτες του επιστημονικού μάνατζμεντ. «Γιατί η τηλεργασία δεν αφήνει τις ιδέες να ανθίσουν» είναι ο τίτλος ενός απροσδόκητου άρθρου που διάβασα στους Financial Times – των οποίων ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει την προσήλωση στο πνεύμα του καπιταλισμού και της παραγωγικότητας της εργασίας. Η απλή ιδέα του άρθρου είναι ότι η τηλεργασία ίσως κάνει πια περιττούς τους ψύκτες νερού και το όποιο κόστος τους, αλλά «ένα δυνητικό θύμα είναι η ευκαιρία για δημιουργικότητα που παρέχει η κουβεντούλα γύρω από τον ψύκτη. Τέτοιες ανεπίσημες συναντήσεις, που τις στιγματίζει το ενδεχόμενο να είναι πρόσφορο έδαφος για καλλιέργεια και διάδοση ασθενειών, καλλιεργούν επίσης τις ιδέες». Προφανώς, το άρθρο δεν εννοεί ενοχλητικές κουβεντούλες και ιδέες συλλογικής οργάνωσης των εργαζομένων για να διεκδικήσουν αυξήσεις ή βελτίωση των συνθηκών δουλειάς. Αλλά ιδέες για να βελτιώσουν την παραγωγικότητα και την καινοτομία της επιχείρησης.
Η υπόθεση είναι αρκετά παλιά. Ανάγεται στις απαρχές του νεοφιλελευθερισμού, στη δεκαετία του '80, που με χαρακτηριστικό θράσος δανειζόταν από το ιδεοστάσιο της εργατικής αυτοδιαχείρισης και της σοσιαλδημοκρατικής «συμμετοχής» για να εισαγάγει πειράματα συμμετοχικού μάνατζμεντ. Με «κύκλους ποιότητας» στους οποίους ομάδες εργαζομένων ανά τμήμα παραγωγής συζητούσαν τρόπους βελτίωσης της παραγωγικότητας, εκτονώνοντας ταυτόχρονα δυσφορίες και αντι-εργοδοτικά αισθήματα. Ηταν ένας ευφυής τρόπος ενσωμάτωσης των εργαζομένων στη στρατηγική αναπαραγωγής του κεφαλαίου, που δεν ευδοκίμησε, καθώς επικράτησαν ο βούρδουλας και το αυταρχικό μάνατζμεντ.
Η μεγάλη καραντίνα φαίνεται ότι φρεσκάρει αυτούς τους προβληματισμούς ακόμη και στον σκληρό πυρήνα των πολυεθνικών κολοσσών, που είναι έτοιμοι να δουλέψουν ως διαδικτυακές πλατφόρμες δεκάδων χιλιάδων εργαζομένων, διεσπαρμένων σε όλες τις ηπείρους. Στο επίκεντρο της έρευνάς τους είναι οι μελέτες του ανθρωπολόγου και καθηγητή εξελικτικής ψυχολογίας Robin Dunbar, γνωστού για τον «αριθμό Ντάνμπαρ». Κατά τον οποίο, ανάμεσα στα πρωτεύοντα θηλαστικά, στη χρήση των κινητών τηλεφώνων και στις ιεραρχημένες στρατιωτικές ομάδες, υπάρχει ένα κοινό χαρακτηριστικό: ο μέσος άνθρωπος μπορεί να διαχειριστεί έναν ανώτατο αριθμό 150 συνανθρώπων με τους οποίους μπορεί να έχει ουσιαστικές φιλικές και κοινωνικές σχέσεις, διαβαθμισμένες σε ομόκεντρους κύκλους με διαφορετικά επίπεδα εγγύτητας και οικειότητας. Αυτή η ανθρώπινη ιδιότητα, που επιβιώνει από την εποχή του κυνηγού-τροφοσυλλέκτη, στον χώρο εργασίας παράγει άτυπες «κοινότητες πρακτικής», επαγγελματικές ομάδες λίγων δεκάδων με κοινά ενδιαφέροντα, αίσθηση κοινού συμφέροντος και αλληλεγγύης, που ακόμη και στη λούφα γύρω από τη μηχανή του καφέ μπορεί να εισφέρουν ιδέες πολύ πιο παραγωγικές από αυτές των ακριβοπληρωμένων μάνατζερ.
Την ώρα, λοιπόν, που τα αφεντικά του κόσμου επινοούν μηχανισμούς επιτήρησης των απομακρυσμένων και απομονωμένων εργαζομένων, οι ανθρωπολόγοι τούς συστήνουν να βρουν τρόπους ενθάρρυνσης των αυτοπαρακινούμενων εργασιακών κοινοτήτων, φυσικών, ψηφιακών ή μικτών. Κρίμα, βεβαίως, γιατί οι ανθρωπολόγοι, αν θέλουν να τιμήσουν την επιστήμη τους, αλλού πρέπει να στρέψουν τις συμβουλές τους.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Τα τείχη και η παγκοσμιοποίηση κατέστησαν απαρχαιωμένο έναν δεσμό στον οποίο μας είχαν συνηθίσει οι αναφορές στην οικονομία: μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Η μετακίνηση του χρήματος είναι εικονική. Σε μια στιγμή, μέσω διαδικτύου, τα κεφάλαια φτάνουν στην άλλη άκρη της Γης. Ομως, το εργατικό δυναμικό, τα «εργατικά χέρια» είναι πραγματικά χέρια, που δεν μπορούν να κοπούν από τους βραχίονες και από το σώμα στο οποίο ανήκουν. Κι εκείνο το σώμα, ακολουθώντας με απελπισία τις μετατοπίσεις των οικονομικών δραστηριοτήτων, συχνά σταματά να ζει.
Λουίτζι Τζόγια, «Ο θάνατος του πλησίον»