Του Παντελή Σαββίδη
Καλόν είναι, για να μην έχουμε αυταπάτες, να εξοικειωθούμε με την ιδέα πως αν θέλουμε να κρατήσουμε την ανεξαρτησία και κυριαρχία της χώρας μια στρατιωτική κλιμάκωση με την Τουρκία είναι στη σφαίρα του δυνατού. Και πως μόνοι θα υπερασπιστούμε τη χώρα.
Ο τίτλος του κειμένου προδίδει ότι το ενδεχόμενο της στρατιωτικής κλιμάκωσης θέλουμε να είναι το απευκταίο. Αλλά όχι το εξοβελιστέο.
Βεβαίως, υπάρχουν πολλά περιθώρια αναζήτησης διπλωματικής λύσης. Αλλά τα περιθώρια κάποτε τελειώνουν όταν έχεις να κάνεις με έναν επίμονο και πολεμοχαρή γείτονα.
Δεν είμαστε καθόλου σίγουροι πως η ελληνική κυβέρνηση είναι διατεθειμένη να χρησιμοποιήσει όλα τα διπλωματικά μέσα ή περιορίζεται σε ό,τι της επιτρέπεται. Για παράδειγμα, ήταν ανεξήγητη η κυβερνητική διαρροή για ενόχληση της Αθήνας από τη δήλωση Αναστασιάδη ότι η Κύπρος θα προσπαθήσει να ανασταλεί η να διακοπεί η τελωνειακή Ένωση Ε.Ε. – Τουρκίας. Έχουν στην Αθήνα, ακόμη, την εντύπωση πως αν δεν πονέσει η Τουρκία θα κάνει σε κάτι πίσω;
Η χώρα πληρώνει την αβελτηρία των πολιτικών της ηγεσιών που δεν φρόντισαν να την θωρακίσουν. Ούτε και τώρα στη θωράκισή της είναι ο νους τους. Να καβατζάρουν θέλουν και μετά, έχει ο θεός. Στα γνώριμα βήματα ενός κατεστημένου που κατέστησε την Ελλάδα ενδοχώρα της πρωτεύουσάς της.
Οι στιγμές, όμως, είναι κρίσιμες.
Μακάρι οι διπλωματικές κινήσεις να αποδώσουν. Αλλά τα μηνύματα αποφασιστικότητας πρέπει να σταλούν.
Για λόγους ευεξήγητους ο αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τράμπ ταυτίζεται σε όλα με τον τούρκο ομόλογό του Ταγίπ Ερντογάν. Ακόμη και σε βάρος των συμφερόντων της χώρας του, όπως φαίνεται απο την αντίθεση όλων των αμερικανικών θεσμών προς τον πρόεδρο και, όπως αποκαλύπτεται από όσα ο πρώην Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Τζόν Μπόλτον γράφει στο βιβλίο του.
Είναι ανατριχιαστικό πόσο ευάλωτη ήταν η υπερδύναμη. Ήρκεσε η βούληση και το προσωπικό συμφέρον ενός προέδρου της για να αμφισβητηθεί ο ηγεμονικός ρόλος της και να αποκαλυφθούν τα σημάδια μιας προϊούσας παρακμής.
Δεν είναι, όμως, αυτό θετικό. Όταν λείπει ο ρυθμιστικός παράγων της παγκόσμιας ισορροπίας, αναδύονται διάφοροι τοπικοί χωροφύλακες που αναζητούν ρόλο στη γειτονιά τους. Η Τουρκία είναι μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση. Η οποία έφθασε στο σημείο να παίζει και τις ΗΠΑ και τη Ρωσία.
Ποιο είναι το ατού της; Προετοιμάστηκε καλά, διαμόρφωσε μια στρατηγική, καθόρισε την τακτική της και έδειξε επιμονή και αποφασιστικότητα στις διεκδικήσεις της. Το ακριβώς αντίθετο από ότι η Ελλάδα.
Η στάση Τράμπ βλάπτει και τα ελληνικά συμφέροντα, όσο ο Ερντογάν ενθαρρύνεται στην θάλασσα της Κύπρου, στο Αιγαίο, στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Λιβύη.
Ο Ερντογάν αν επιχειρήσει αυτά που εξήγγειλε κατά των ελληνικών συμφερόντων θα το κάνει όσο διαρκεί η προεδρία Τράμπ για να έχει την προεδρική αμερικανική υποστήριξη.
Αν όλα αυτά ισχύουν και αποτύχουν οι διπλωματικές προσπάθειες να πειστεί ο Ερντογάν να σταματήσει τις προκλήσεις (ακόμη και κλιμάκωση πιέσεων μέσω της αναστολής τελωνειακής ένωσης Τουρκίας- Ε.Ε.που είναι το ύστατο διπλωματικό μέσο να πειστεί ο τούρκος πρόεδρος), τότε, δυστυχώς, η Ελλάδα θα κληθεί να αντιμετωπίσει μόνη την Τουρκία.
Αν εκεί οδηγηθούν τα πράγματα και αν εκτιμηθεί, βασίμως, πως η επίσημη Ουάσιγκτον, όπως εκφράζεται δια του προέδρου της, υποστηρίξει την Τουρκία, τότε θα πρέπει να γίνει σαφές πως οτιδήποτε θα δυσχεράνει τις επιχειρήσεις της Ελλάδας (π.χ. βάσεις) θα τεθεί εκτός λειτουργίας, (όπως έκανε το ’87 ο Ανδρέας Παπανδρέου) και πως την επόμενη ημέρα τίποτε δεν θα είναι ίδιο με την προηγούμενη.
Καλοί οι συναισθηματισμοί, εκτιμητέες οι σχέσεις με ΗΠΑ αλλά προέχει η ακεραιότητα της χώρας και το συμφέρον του λαού της.
Δεν θα επαναληφθούν λάθη του παρελθόντος (π.χ. έξοδος από το ΝΑΤΟ) αλλά θα υπάρξει αποστασιοποίηση απο τις ΗΠΑ. Φθάνει η εγκατάλειψη και η προδοσία της Κύπρου. Ας το έχουν υπόψη στην Ουάσιγκτον.
Οι συμμαχίες και συνεργασίες έχουν νόημα όταν αποδίδουν.
Όχι όταν καθιστούν τους ελληνικούς θεσμούς υποσύνολα στην εξυπηρέτηση άλλων.
Αλλά και στο διπλωματικό στυλ διακρίνεται μια ανωριμότητα, όπως διαφαίνεται από τον τρόπο προσέγγισης της Αιγύπτου.
Οι παρακλήσεις στην εξωτερική πολιτική είναι σημεία αδυναμίας και εξευτελισμού. Χρειάζεται μεγαλύτερη αξιοπρέπεια απέναντι στην Αίγυπτο. Αν θέλουν καλώς, αν δεν θέλουν, εκεί που συμπίπτουμε. Ο Σίσυ θα βρει τον μπελά του με τον Ερντογάν.
Η κυβερνητική προσέγγιση για τμηματική ΑΟΖ με την Αίγυπτο είναι λανθασμένη.
Υπάρχουν άλλες προσεγγίσεις περισσότερο ωφέλιμες με την Αίγυπτο.
Το πρόβλημα με το Κάϊρο είναι ότι δεν θέλει να αναγνωρίσει πλήρη επήρεια στα νησιά (περιλαμβανομένου του Καστελόριζου) διότι αν συμφωνήσει ΑΟΖ με Τουρκία παίρνει μερικές χιλιάδες τ.χ. περισσότερα απο ό,τι με την Ελλάδα.
Μια πρόταση στην Αίγυπτο θα μπορούσε να είναι η εξής.
Να αναγνωρίσει πλήρη επήρεια στα νησιά, να οριοθετηθεί η ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου με αυτό το δεδομένο και κατόπιν η Ελλάδα, έχοντας κυριαρχικά δικαιώματα στην ΑΟΖ που θα της κατακυρωθεί, να συμφωνήσει με την Αίγυπτο την εκμετάλλευση (η συνεκμετάλλευσή τους) απο το Κάϊρο. Δηλαδή, η Αίγυπτος να ωφεληθεί οικονομικά και η Ελλάδα γεωπολιτικά. Και στο υπέδαφος και στην αλιεία
Έτσι κι αλλιώς μιλάμε για αμφίβολη οικονομική ωφέλεια, ενώ η γεωπολιτική είναι προφανής.
Τέλος, χρειάζεται ενίσχυση ο πυρήνας που διαμορφώνει τις διπλωματικές κινήσεις και την εξωτερική πολιτική της χώρας. Και νέοι θεσμοί που θα διαμορφώνουν και θα υλοποιούν την εξωτερική πολιτική και την πολιτική άμυνας και ασφάλειας.
Ανάρτηση από: https://www.anixneuseis.gr/