«Κόκκινο» χτυπάει η αγωνία των εργαζομένων, καθώς η συνθήκη της πανδημίας διαμορφώνει πρωτόγνωρες καταστάσεις στην ελληνική αγορά εργασίας. Οι καταγγελίες για κρούσματα αυθαιρεσιών πέφτουν βροχή, ακόμη και για περιπτώσεις εργοδοτών που φτάνουν στο σημείο να ζητούν πίσω στο... χέρι τμήμα του καταβληθέντος στην τράπεζα μισθού, «για να διασωθεί η επιχείρηση», κυρίως όσον αφορά τις έκτακτες αποδοχές υπερωριών, υπερεργασίας, νυχτερινών κ.ά.
Περισσότεροι από 6 στους 10 εργαζόμενους δηλώνουν πως έχουν υποστεί μείωση ωρών εργασίας, ενώ το 23,6% θεωρεί πιθανό να απολυθεί το επόμενο τρίμηνο. Το 45,4% τα βγάζει πέρα με μεγάλη ή σχετική δυσκολία με το μηνιαίο εισόδημα του νοικοκυριού του, ενώ το 17,7% αναγκάστηκε να δανειστεί από φίλους και συγγενείς στη διάρκεια της καραντίνας. Υπάρχει μάλιστα ένα 13,7% που εκτιμά πως θα πρέπει να μετακομίσει εντός των επόμενων έξι μηνών, καθώς δεν θα μπορεί πλέον να πληρώσει το νοίκι του.
Την ώρα που η ελληνική αγορά εργασίας μετράει βαθιές πληγές από την πανδημία του κορονοϊού, Έλληνες και ξένοι ερευνητές επιχειρούν να σφυγμομετρήσουν τη «νέα κανονικότητα» που διαμορφώνεται λόγω της πανδημικής κρίσης. Τα στοιχεία που αποκαλύπτει σήμερα η «Ημερησία» από τα ερωτήματα και τις καταγγελίες των εργαζομένων στην ομάδα πληροφόρησης και υποστήριξης εργαζομένων της ΓΣΕΕ «AΝΤΙCOVID-19» αλλά και τα δεδομένα που δημοσίευσε πρόσφατα το Eurofound από την online έρευνα που διεξήγαγε τον περασμένο Απρίλιο σε όλη την ΕΕ ιχνηλατούν την κρίσιμη κατάσταση της ελληνικής αγοράς εργασίας.
Απειλή
Πάνω από 10.000 μισθωτοί απευθύνθηκαν στην ομάδα πληροφόρησης της ΓΣΕΕ μέσα σε δύο μήνες και μέχρι τις 19 Μαΐου. Ορισμένοι με ερωτήματα και άλλοι με καταγγελίες. Αλλά, όπως λένε οι ερευνητές που χειρίστηκαν τις υποθέσεις, ακόμη και τα ερωτήματα υποκρύπτουν τις περισσότερες φορές παραβιάσεις της εργατικής νομοθεσίας. Οι περισσότεροι, και συγκεκριμένα το 32,5% -περίπου 3.000 μισθωτοί-, ανέφεραν πως εξαναγκάστηκαν να δουλεύουν κατά τη διάρκεια της αναστολής ή ότι δεν έλαβαν την αποζημίωση ειδικού σκοπού που δικαιούνταν.
Οι καταγγελίες αφορούσαν επιχειρήσεις που ενώ έθεταν σε αναστολή τους εργαζόμενους, τους καλούσαν να απασχοληθούν κανονικά. Σύμφωνα με ειδικούς, πρόκειται για νέα μορφή αδήλωτης εργασίας, που εμφανίστηκε στην περίοδο της καραντίνας και απειλεί τώρα τους εργαζόμενους σε τουρισμό, μεταφορές, πολιτισμό και αθλητισμό, καθώς είναι πλέον οι μόνοι που μπορούν να τεθούν σε αναστολή μέσα στο καλοκαίρι… Άλλοι εργαζόμενοι διατύπωναν ερωτήματα για την αποζημίωση ειδικού σκοπού, καθώς δεν εισέπραξαν τα 800 ευρώ είτε με ευθύνη του εργοδότη, ο οποίος δεν υπέβαλε ως όφειλε τη δήλωση αναστολής, είτε λόγω αστοχιών της πλατφόρμας ή και ατελειών της νομοθεσίας.
«Τα στοιχεία της AΝΤΙ-COVID-19 ομάδας πληροφόρησης και υποστήριξης εργαζομένων της ΓΣΕΕ επιβεβαιώνουν το νέο δυσμενές τοπίο που διαμορφώνεται στην αγορά εργασίας. Τα στοιχεία ενισχύουν τα αιτήματα της ΓΣΕΕ για αυστηρή ρύθμιση της αγοράς εργασίας. Απαιτούνται γενναίες ρυθμίσεις από την πλευρά της κυβέρνησης, προκειμένου, τουλάχιστον μέχρι το τέλος του έτους, να δημιουργηθούν συνθήκες ασφάλειας σε κάθε χώρο εργασίας, τόσο για τη διάσωση των θέσεων εργασίας και των στοιχειωδών εργασιακών δικαιωμάτων όσο και για την ενίσχυση των επιχειρήσεων κυρίως των μικρομεσαίων» επισημαίνει ο γραμματέας Τύπου της ΓΣΕΕ, Δημήτρης Καραγεωργόπουλος.
Η αμέσως επόμενη κατηγορία καταγγελιών αφορά παραβιάσεις της εργατικής νομοθεσίας, κυρίως ως προς τα ωράρια εργασίας, τις υπερωρίες και τα ρεπό. Το 13% των εργαζομένων από τη δεξαμενή των 10.000 εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία, δηλαδή περίπου 1.300 άτομα, τα οποία κατήγγειλαν κλασικά περιστατικά εργοδοτικών αυθαιρεσιών, όπως υπέρβαση ωραρίου εργασίας, απλήρωτες και αδήλωτες υπερεργασίες και υπερωρίες, μη χορήγηση ρεπό αλλά και αδήλωτη ή ψευδώς δηλωμένη εργασία ως μερική απασχόληση. Υπενθυμίζεται πως κατά την περίοδο της καραντίνας και έως τις 15 Ιουνίου οι εργοδότες μπορούσαν να δηλώνουν τις αλλαγές στον χρόνο εργασίας εκ των υστέρων στο σύστημα «Εργάνη», το πρώτο 10ήμερο του επόμενου μήνα.
Σημαντικό μέρος των καταγγελιών, το 11,5% (περίπου 1.150 εργαζόμενοι), απηύθυνε ερωτήματα ή καταγγελίες για την άδεια ειδικού σκοπού. Οι περισσότεροι ρωτούσαν αν και πότε τη δικαιούνται, καθώς οι εργοδότες τούς απέτρεπαν από το να τη λάβουν. Ένα όχι αμελητέο ποσοστό, και ειδικότερα το 11,1%, διατύπωσε ερωτήματα και καταγγελίες που αφορούσαν σε αναγκαστικές άδειες, αργίες και δώρα εορτών. Από τη συγκεκριμένη κατηγορία το 8,6% τηλεφώνησε κυρίως με ερωτήματα για τις άδειες, την εργασία κατά τις αργίες αλλά και πότε πρέπει να καταβληθεί το δώρο Πάσχα. Δεν ήταν λίγοι όσοι ανέφεραν πως ενώ η επιχείρηση στην οποία εργάζονται δεν συμπεριλαμβάνεται στις πληττόμενες -είναι δηλαδή εκτός των πληττόμενων ΚΑΔ-, ο εργοδότης δεν κατέβαλε το δώρο Πάσχα ως όφειλε έως τη Μ. Τετάρτη 15/4, μεταθέτοντας παρανόμως την καταβολή του τον Ιούνιο.
Τη δική του σημασία έχει πως από το 11,1% το 2,5% τηλεφώνησε για να καταγγείλει ευθέως πως ο εργοδότης επιβάλλει μονομερώς και παρανόμως άδειες άνευ αποδοχών. Οπως υπενθυμίζουν οι ειδικοί, ο εργοδότης δεν νομιμοποιείται να επιβάλλει μονομερώς στον μισθωτό άδεια άνευ αποδοχών. Ωστόσο τέτοια φαινόμενα φαίνεται πως ενδημούν σε διάφορους κλάδους. Σύμφωνα με καταγγελίες, στον κλάδο των καλλυντικών, για παράδειγμα, εταιρεία επιχειρεί να ωθήσει τους εργαζόμενους σε άδειες άνευ αποδοχών για 1 ή 2 εβδομάδες τον Ιούνιο και τον Ιούλιο, προκειμένου να εφαρμόσει μια... νεοφυή και άτυπη μορφή εκ περιτροπής απασχόληση.
Εξαναγκάστηκαν σε παραίτηση
Το 5,5% των εργαζομένων που απευθύνθηκαν στην ομάδα της ΓΣΕΕ ανέφερε πως έχασε τη δουλειά του με διάφορα προσχήματα. Οι περισσότερες περιπτώσεις αφορούσαν εργαζόμενους που απολύθηκαν σε κλάδους εκτός πληττόμενων ΚΑΔ ή εργαζόμενους που εξαναγκάστηκαν να προσυπογράψουν παραίτηση σε κλάδους όπου οι απολύσεις απαγορεύονταν.
Πρόκειται για τις λεγόμενες «υποκρυπτόμενες απολύσεις» όπως λένε ερευνητές της ΓΣΕΕ, καθώς οι εργοδότες είτε εκμεταλλεύονται την άγνοια των εργαζομένων και υφαρπάζουν την υπογραφή τους σε έγγραφα παραίτησης είτε τους εκβιάζουν με επαναπρόσληψη όταν θα επανακάμψει η αγορά. Αξίζει μάλιστα να αναφερθεί πως το 4,5% των μισθωτών που απευθύνθηκαν στη ΓΣΕΕ είχε ερωτήματα ή και καταγγελίες που αφορούσαν στην αποζημίωση. Το 3% κατήγγειλε αυθαίρετη και καταχρηστική μείωση μισθού, χωρίς απαραίτητα τροποποίηση σύμβασης. Μεμονωμένες, αλλά υπαρκτές ήταν και οι καταγγελίες ακόμη και για κρούσματα εργοδοτών που έβαζαν κανονικά τον μισθό στην τράπεζα και εν συνεχεία ζητούσαν από τον εργαζόμενο να επιστρέψει πίσω στο… χέρι ένα τμήμα του μισθού «για να διασωθεί η επιχείρηση». Κυρίως αυτό που ζητούσαν πίσω ήταν το μέρος του μισθού που αφορούσε σε πληρωμή υπερωριών, νυχτερινών, εργασία σε ρεπό και αργίες. Δηλαδή ο εργοδότης ζητούσε πίσω τις έκτακτες αποδοχές του μήνα, που όμως για κάποιους εργαζόμενους μπορεί να είναι ακόμη και το 20% του μισθού τους. Από τις 300 περιπτώσεις που εμπίπτουν στην κατηγορία «μείωση μισθού» περίπου οι 100 κατήγγειλαν τέτοια ή αντίστοιχα περιστατικά αυθαιρεσίας, που μέχρι πρότινος συναντούσε κανείς μόνο στις πληρωμές των δώρων.
Δεν έλειψαν οι περιπτώσεις εργοδοτών που ζητούσαν από τους εργαζόμενους να δώσουν στην επιχείρηση τα 800 ευρώ της ειδικής αποζημίωσης. Υπήρξαν μάλιστα και καταγγελίες για εργοδότες που προσφέρθηκαν να… εξυπηρετήσουν υποβάλλοντας οι ίδιοι την ηλεκτρονική υπεύθυνη δήλωση του εργαζομένου, με τους δικούς τους κωδικούς TaxisNet, αλλά με τον δικό τους τραπεζικό λογαριασμό, ώστε να λάβουν οι ίδιοι και όχι ο μισθωτός την ειδική αποζημίωση.
Ένας στους τέσσερις φοβάται ότι θα χάσει τη δουλειά του
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα στοιχεία της online έρευνας που διεξήγαγε τον Απρίλιο το Eurofound στις χώρες της ΕΕ για τις επιπτώσεις της πανδημίας του κορονοϊού στην αγορά εργασίας και στους εργαζόμενους. Το «Ευρωπαϊκό Ιδρυμα για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας» είναι ένας τριμερής οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ο ρόλος του οποίου είναι η παροχή γνώσεων για την ανάπτυξη πολιτικών στον τομέα της απασχόλησης. Εν μέσω καραντίνας, το Ιδρυμα διεξήγαγε διαδικτυακή έρευνα, στην οποία συμμετείχαν πάνω από 85.000 εργαζόμενοι από όλη την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Τα πρώτα προσωρινά ευρήματα δημοσιεύθηκαν τον Μάιο, ενώ τον Σεπτέμβριο αναμένεται η πλήρης μελέτη. Τα ευρήματα της έρευνας αποτυπώνουν με καθαρό τρόπο την αγωνία των εργαζομένων στην Ελλάδα αλλά και τα βαθιά προβλήματα που ήδη βιώνουν χιλιάδες εργαζόμενοι. Το 66,2% δήλωσε πως μειώθηκαν οι ώρες απασχόλησής του. Ειδικότερα, το 53,5% ανέφερε πως το ωράριο εργασίας του μειώθηκε πολύ και το 12,8% πως μειώθηκε λίγο. Το αντίστοιχο ποσοστό για τη Γαλλία είναι 60% και για την Ιταλία 58,9%. Η Ελλάδα, η Γαλλία, η Ιταλία και η Κύπρος ήταν οι τέσσερις χώρες όπου σχεδόν οι μισοί εργαζόμενοι δήλωσαν πως υπέστησαν σημαντική μείωση ωραρίου.
Αναστολή σύμβασης
Παράλληλα, το 46,5% των εργαζομένων στην Ελλάδα δήλωσε προσωρινή ή οριστική απώλεια θέσης εργασίας. Εξ αυτών η συντριπτική πλειονότητα, δηλαδή το 41,8%, δήλωσε προσωρινή απώλεια δουλειάς, προφανώς λόγω της αναστολής της σύμβασης εργασίας του. Υπάρχει όμως και ένα 4,7% που δηλώνει οριστική απώλεια της θέσης εργασίας του. Ενδιαφέρον έχει και το εύρημα πως το 23,6% θεωρεί πιθανό να χάσει τη δουλειά του εντός του επόμενου τριμήνου. Αξίζει να αναφερθεί πως εξ αυτών το 14,7% θεωρεί πολύ πιθανό να απολυθεί το επόμενο τρίμηνο, ενώ μόλις το 8,9% το θεωρεί σχετικά πιθανό.
Στην ίδια έρευνα, σχεδόν οι μισοί, δηλαδή το 45,4%, απαντούν πως τα βγάζουν πέρα με μεγάλη ή σχετική δυσκολία με το μηνιαίο εισόδημα του νοικοκυριού τους. Εξ αυτών το 22,2% τα βγάζει πέρα με μεγάλη δυσκολία. Το 57%, άλλωστε, εκτιμά πως σε τρεις μήνες η οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού του θα είναι ακόμη χειρότερη, ενώ το 17,7% αναγκάστηκε να δανειστεί από φίλους και συγγενείς για να τα βγάλει πέρα. Υπάρχει μάλιστα ένα 13,7% που εκτιμά πως θα πρέπει να μετακομίσει εντός των επόμενων έξι μηνών, καθώς δεν θα μπορεί πλέον να πληρώσει το νοίκι του…
Ανάρτηση από: https://www.ethnos.gr/