Του Γιώργου Ρακκά
Οι δηλώσεις του Θάνου Ντόκου, το βράδυ της Τρίτης 23/06 στον ΣΚΑΙ προκάλεσαν θύελλα αντιδράσεων ακόμα και σε δικτυακά μέσα που βρίσκονται κοντά στην κυβέρνηση. Ούτε λίγο, ούτε πολύ ο αναπληρωτής σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του πρωθυπουργού βγήκε στο πανεθνικό τηλεοπτικό δίκτυο και σαν απλός αναλυτής αναρωτήθηκε δημοσίως για την ορθότητα της εθνικής στρατηγικής που ακολουθεί η χώρα στο ζήτημα της Λιβύης: Η Ελλάδα διάλεξε λάθος πλευρά στην Λιβύη, γιατί πλέον το momentum έχει στραφεί εναντίον του Χαφτάρ, είπε· ο Σαράτζ φαίνεται να επικρατεί, πράγμα που ισχυροποιεί και το τουρκο-λιβυκό μνημόνιο, οπότε η χώρα μας αργά η γρήγορα θα κληθεί να αναθεωρήσει τις επιλογές της.
Αυτά λέχθηκαν την στιγμή που κλιμακώνεται ο ανταγωνισμός Μακρόν – Ερντογάν μέσα στο ΝΑΤΟ, ενώ οι Αιγύπτιοι συγκεντρώνουν στρατεύματα στα αιγυπτιο-λιβυκά σύνορα προσπαθώντας να αποτρέψουν μια ισλαμοποίηση-ντόμινο που θα πλήξει και τους ίδιους μετά την εγκαθίδρυσή της στη Λιβύη, καθώς ο Τραμπ στριμώχνεται μέσα στις ΗΠΑ από τις αντιδράσεις των ΜΜΕ & της κοινής γνώμης για την σχέση του με τον Ερντογάν και η κοινή γνώμη της Ευρώπης έχει εξοργιστεί με τις επεμβάσεις της Τουρκίας.
Προφανώς, ο Θ. Ντόκος έδρασε για άλλη μια φορά υπονομευτικά ως προς τις ελληνικές θέσεις. Στην σύγκρουση που αυτή τη στιγμή διεξάγεται στην Λιβύη, παίζονται οι τύχες όχι μόνο του τουρκολιβυκού μνημονίου -κατ’ επέκτασιν η αμφισβήτηση και διαρπαγή της ελληνικής ΑΟΖ– αλλά και το αν η Τουρκία θα συνεχίσει να πολιτεύεται με όρους ‘σουλτανάτου’, ως μια ηγεμονία της νοτιοανατολικής Μεσογείου. Αξιόπιστοι, μέχρι στιγμής σύμμαχοί μας, όπως είναι η Γαλλία και η Αίγυπτος κλιμακώνουν την αντίθεσή τους με την πολιτική Ερντογάν και προς το συμφέρον της Ελλάδας είναι αυτή η τάση να ενισχυθεί κι άλλο, γιατί θα ενισχύσει την ελληνογαλλική στρατιωτική συνεργασία και θα διευκολύνει τις ελληνο-αιγυπτιακές διαπραγματεύσεις για την χάραξη ΑΟΖ.
Μήπως αυτά ακριβώς θέλει να προλάβει ο Θ. Ντόκος και παρεμβαίνει με αυτόν τον εντελώς αντιθεσμικό τρόπο κρεμώντας στα μανταλάκια την εθνική στρατηγική της χώρας. Είναι σαφές ότι εντός της κυβέρνησης συγκρούονται δυο στρατηγικές. Στον αντίποδα βρίσκονται οι δηλώσεις του βασικού συμβούλου εθνικής ασφαλείας Αλέξανδρου Διακόπουλου, ότι η Ελλάδα θα αντιδράσει σε όλους τους τόνους απέναντι σε οποιαδήποτε τουρκική πρόκληση, εκείνες του Α’ ΓΕΕΘΑ για το δικαίωμα απάντησης που διατηρεί η χώρα μας στο ενδεχόμενο τουρκικής πρόκλησης σε όλη την γραμμή της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης, η στάση του Αλκιβιάδη Στεφανή και στο μεταναστευτικό ζήτημα, όπου προσπαθεί να εφαρμόσει μια συμπαγή πολιτική αποτροπής, ακόμα η δυναμική των συνεργασιών για την ενίσχυση της ελληνικη άμυνας.
Όλα είναι σημάδια που έχουν θορυβήσει βαθύτατα την παράταξη των κατευναστών, που έχει συνηθίσει να παίζει μέσα στους ελληνικούς θεσμούς χωρίς αντίπαλο. Με θωρηκτό τους το ΕΛΙΑΜΕΠ και την… επιτροπή «Γιάννα Αγγελοπούλου», και αιχμή τις παρεμβάσεις Ντόρας Μπακογιάννη, Ευάγγελου Βενιζέλου και Κ. Χατζιδάκη, προσπαθούν να αλλάξουν την δυναμική που έχουν πάρει τα πράγματα, φέρνοντας ξανά στο τραπέζι το σενάριο ενός ‘ιστορικού συμβιβασμού’ με την τουρκική επιθετικότητα. Γι’ αυτό προσπαθούν να εκβιάσουν τις θέσεις της ελληνικής πλευράς, πραγματοποιώντας τέτοιες υπονομευτικές παρεμβάσεις.
Το μόνο που καταφέρνουν, βέβαια, είναι να εκθέτουν την Ελλάδα εγχώρια και διεθνώς. Δεν είναι τυχαίο ότι, στα τουρκικά μέσα, που σπεύδουν κάθε φορά να τονίζουν και να ενισχύουν την σύγχυση μέσα στην Ελλάδα οι δηλώσεις του Θ. Ντόκου έγιναν πρωτοσέλιδο (AKSAM, CNN Turk, Hurriyet).
Σε καμία άλλη χώρα του κόσμου, οι σύμβουλοι εθνικής ασφαλείας δεν βγαίνουν να σχολιάζουν την εθνική στρατηγική στα τηλεοπτικά δίκτυα λες και κάνουν διπλωματικό κουτσομπολιό, δίνοντας έτσι «πάσες» στους αντιπάλους της. Αυτά είναι, στην κυριολεξία, καραγκιοζιλίκια.
Σπάνια, επίσης, θα δει κανείς άλλον στρατηγικό σύμβουλο να εκφράζει νοοτροπία ‘ανεμοδείκτη’, να εισηγείται δηλαδή μια λογική ‘όπου φυσάει ο άνεμος’. Οι χώρες είναι για να δρουν στην διεθνή σκακιέρα, και όχι να αναλύουν που θα γυρνάει το ρεύμα στην εκάστοτε συγκυρία ώστε να παρασύρονται από αυτό.
Προφανώς, και είναι αδιανόητο για την Ελλάδα να αποδέχεται τετελεσμένα «σουλτανάτου» στην ευρύτερη περιοχή. Πόσο μάλλον όταν αυτά περνούν από πάνω της και απειλούν την εξέλιξη ζητημάτων ζωτικών για τα ελληνικά συμφέροντα. Με τις κινήσεις του και τον τρόπο που συμπεριφέρεται απέναντί τους, ο Ερντογάν έχει μεταβάλει την τουρκική προκλητικότητα σε υπαρξιακό για τους Έλληνες και το κράτος τους ζήτημα. Αυτή είναι η πραγματική βάση πάνω στην οποία ο μονόδρομος του κατευνασμού σήμερα αμφισβητείται εκ των πραγμάτων, άσχετα με τις θελήσεις του ίδιου του Μητσοτάκη. Διότι μια υποχώρηση σήμερα απέναντι στις τουρκικές προκλήσεις στο επίπεδο που έχουν φτάσει, αποτελεί κυριολεκτικά προδοσία και αυτό ακριβώς είναι που της αφαιρεί το επιχείρημα του ρεαλισμού. Γι’ αυτό παρεμβάσεις όπως εκείνη του Θ. Ντόκου (ή της Ντόρας Μπακογιάννη, ή του Κ. Χατζιδάκη) φαντάζουν εντελώς εκτός τόπου και χρόνου. Διότι ακόμα κι αν συμφωνήσουμε με τους επεκτατιστές, πραγματοποιώντας οδυνηρές υποχωρήσεις, το μόνο που θα έχουμε καταφέρει θα είναι να εγκαινιάσουμε έναν νέο γύρο σφοδρότερων διεκδικήσεων.
Όποιες και αν είναι λοιπόν οι ενδοκυβερνητικές ισορροπίες και το ίδιο το προφίλ και η ιστορία της κυβερνώσας παράταξης, που δεν επιτρέπουν τόσο εύκολα τον παραμερισμό της κατευναστικής ατζέντας είναι σαφές ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης αργά ή γρήγορα θα υποχρεωθεί να επιλέξει ανάμεσα στην κυρίαρχη εθνομηδενιστική ιδεολογία ενός μεγάλου μέρους του περιβάλλοντός του και την πραγματικότητα μιας χώρας που πλέον δεν παίζει απλώς την αξιοπρέπειά της αλλά την ίδια της την ύπαρξη.
Ανάρτηση από: https://ardin-rixi.gr/