Του Σωκράτη Αργύρη
«[…] Η οικονομία είναι μια άθεη θεωρία η οικονομία είναι μια θεωρία χωρίς Θεό η οικονομία είναι μια θεωρία χωρίς ολότητα η οικονομία είναι μια θεωρία που αρχίζει να φανερώνει όχι μόνο την αχρηστία αλλά το ανέφικτο μιας κυρίαρχης σκοπιάς, μιας σκοπιάς του κυρίαρχου επί της ολότητας του Κράτους που πρέπει να κυβερνήσει. Η οικονομία κλέβει από τη νομική μορφή του κυρίαρχου που ασκεί την κυριαρχία του εντός ενός Κράτους αυτό που θα αναδειχθεί ως το ουσιώδες της ζωής μιας κοινωνίας, δηλαδή τις οικονομικές διαδικασίες.». – Μισέλ Φουκώ
Ποιός θα φαντάζονταν γυρίζοντας πίσω στο μακρινό 1980 όπου ο Γεώργιος Ράλλης, πρωθυπουργός τότε της χώρας από το βήμα της Βουλής και κατά την διάρκεια του λόγου του, είχε αναφερθεί τρεις φορές στον μουσικοσυνθέτη Λουκιανό Κηλαηδόνη, με ιδιαίτερα επικριτικό ύφος, λόγω προφανώς της αντισυμβατικότητας για την εποχή του που έκφραζε τότε ο μουσικοσυνθέτης των «μικροαστικών».
Ενώ σήμερα διαβάζουμε το τουίτ του σημερινού πρωθυπουργού που ανήκει στο ίδιο συντηρητικό κόμμα να εκφράζει τις ευχαριστίες του στην οικογένεια του μακαρίτη πλέον Λουκιανού για το τραγούδι του «Μένουμε σπίτι» που ουσιαστικά ήταν η μουσική εκδοχή του συνθήματος του Μάη του ’68 « Μη δουλεύετε ποτέ».
Αυτό βέβαια είναι η παράδοση ενός κινήματος που είχε ξεκινήσει στη Γαλλία από τα τέλη του 19ου αιώνα με πρωτοπόρο τον γαμπρό του Μαρξ, Πωλ Λαφάργκ που είχε γράψει μια κλασσική μελέτη πάνω στην εργασία με τον προκλητικό τίτλο «Δικαίωμα στη τεμπελιά».
Οι εποχές όμως αλλάζουν και έτσι βλέπουμε αυτά που στήριζαν τα εργατικά κινήματα να γίνονται συνθήματα μιας συντηρητικής κυβέρνησης ίσως επειδή θα αφομοιωθούν έτσι πιο εύκολα μια και βρίσκονται στο υποσυνείδητο του λαού.
Λόγω των πρωτόγνωρων μέτρων που παίρνουν οι κυβερνήσεις όλου του κόσμου για τον πόλεμο όπως τον ονόμασαν ενάντια στην πανδημία του κορονοϊού ας δούμε την έννοια της βιοπολιτικής που από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 ο Μισέλ Φουκώ την είχε εισάγει μέσα από μία σειρά παραδόσεων στο Κολλέγιο της Γαλλίας (1978-1979).
Μεταξύ άλλων τότε προσπάθησε να εξηγήσει πώς ο άνθρωπος κατέληξε να σκέπτεται και να πράττει με τον τρόπο που σκέπτεται και πράττει. Μέσα από αυτή του την προσπάθεια, ο Φουκώ φιλοδόξησε να υποδείξει τη δυνατότητα να αλλάξει ο άνθρωπος τρόπους σκέψης και πράξης και να εφεύρει νέες μορφές διανόησης και δράσης, προάγοντας, με αυτόν τον τρόπο, το δημιουργικό έργο της ελευθερίας.
Η βιοπολιτική αφορά στις τεχνικές διαχείρισης και ρύθμισης της ζωής και του θανάτου των ανθρώπινων πληθυσμών από την εκάστοτε εξουσία. Αυτό σημαίνει πως η πολιτική έχει τη δυνατότητα να διαμορφώνει και να μορφοποιεί τη ζωή του ανθρώπινου είδους κατ’ όπως θέλει και χρειάζεται ώστε να εδραιωθεί και να αυξάνει τη δύναμή της.
Αφού σκοπός της βιοπολιτικής είναι η ρύθμιση της ασφάλειας και της ευημερίας του ανθρώπινου είδους η ασφάλεια όμως και η ευημερία είναι δύο όροι αλληλοεξαρτώμενοι από τη στιγμή που δεν έχουμε ιδεολογικούς προσανατολισμούς, το μόνο που μένει είναι η διαχείριση της ίδιας της ζωής.
Έχοντας ένα αποπολιτικοποιημένο πλήθος, που ενδιαφέρεται μόνο για την «τακτοποίηση των συμφερόντων» του, ο μόνος και πιο εύκολος δρόμος για να το διαχειριστεί κανείς είναι μέσω του φόβου. Με αυτό τον τρόπο η εκάστοτε εξουσία καθίσταται ικανή να εδραιωθεί και να επιβληθεί εξυπηρετώντας τα δικά της συμφέροντα.
Η βιοεξουσία και η «κυβερνησιμότητα» αναφέρονται όχι μόνο στις δραστηριότητες του κράτους και των θεσμών του, αλλά γενικότερα σε κάθε συνειδητή ή υπολογισμένη προσπάθεια για να διαμορφωθεί, να επηρεαστεί ή να κατευθυνθεί η συμπεριφορά των ανθρώπων δρώντας πάνω στις ελπίδες τους, τις επιθυμίες τους, τις περιστάσεις της ζωής τους, ή το περιβάλλον τους – και όλο και περισσότερο ακόμα και στο ίδιο τους το σώμα.
Ο Φουκό έλεγε:
«Ο άνθρωπος, επί χιλιετίες, παρέμεινε ό,τι ήταν για τον Αριστοτέλη: ένα ζώο που είναι επιπλέον ικανό να διάγει μια πολιτική ύπαρξη· ο νεότερος άνθρωπος είναι ένα ζώο στην πολιτική του οποίου τίθεται υπό αίρεση η ζωή του ως έμβιου όντος».
Στις διαλέξεις του τότε περί βιοπολιτικής ο Φουκώ χρησιμοποίησε τον όρο «νεοφιλελευθερισμός» και οδηγείται να κάνει την διάκριση μεταξύ κλασικού φιλελευθερισμού και νεοφιλελευθερισμού (Μάθημα 14ης Φεβρουαρίου 1979). Καταλήγει λοιπόν ότι η «πραγματική» διαφορά μεταξύ των δύο έγκειται στο ότι ενώ στο φιλελευθερισμό του Άνταμ Σμιθ ο στόχος είναι προαγωγή της αυτορρύθμισης του χώρου της αγοράς ως «ελεύθερου χώρου», ενώ στην περίπτωση του νεοφιλελευθερισμού το πρόβλημα είναι «να μάθουμε πως μπορεί να ρυθμιστεί η σφαιρική άσκηση της πολιτικής εξουσίας βάσει των αρχών μίας οικονομίας της αγοράς».
Από την περίοδο Πινοσέτ στην Χιλή και τη θατσερική Αγγλία μέχρι και τα PIIGS της μετα-καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης εποχής, ξεπηδούν ζωντανές εικόνες του νεοφιλελευθερισμού που ανακινείται ως μια κριτική στην «υπερβολική» διακυβέρνηση – η οποία με πραγματικούς όρους συνήθως εκφράζεται μέσω της συρρίκνωσης του κράτους πρόνοιας και των δομών κοινωνικής φροντίδας αλλά και μέσω των ιδιωτικοποιήσεων δημοσίων αγαθών – αλλά και που ενεργοποιεί ταυτόχρονα μηχανισμούς υπερβολικής «ρύθμισης» όλων των πτυχών της ζωής του πληθυσμού. Η κρίσιμη αυτή διαπίστωση κατακλύζει σχεδόν όλο το υπόλοιπο σκέλος των εισηγήσεων του αναδεικνύοντας στο επίκεντρο του προβληματισμού που αναπτύσσεται την βιοπολιτική του νεοφιλελευθερισμού.
Η βιοπολιτική όπως έλεγε ο Φουκώ στοχεύει στην απλή επιβίωση του ανθρώπινου είδους, προκειμένου να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα μιας ολιγαρχίας. Οι πολιτικές της λιτότητας που εφαρμόζονται στην Ελλάδα και στις χώρες του Ευρωπαϊκού νότου αποτελούν δείγμα της βιοπολιτικής της νέας Ευρώπης.
Η νέα ζωή που διαμορφώνεται είναι ταυτισμένη με φόβο και θάνατο. Όπως φάνηκε η ανατροπή της ασκούμενης βιοπολιτικής, δεν θα επιτευχθεί απλά και μόνο με την εκλογή μιας «φιλολαϊκής» αριστερής κυβέρνησης καθώς, όπως έχει επισημάνει και ο Φουκώ, στο νεοφιλελευθερισμό υπάρχει διακυβέρνηση και όχι κυβέρνηση. Η πολιτική σκύβει το κεφάλι στην αγορά – στην παγκόσμια αγορά, που καλείται να τη διαχειριστεί. Το πικρό επιμύθιο είναι ότι δεν υπάρχει καμία κυβέρνηση πουθενά, που να μπορεί να υπάρξει έξω από τους νόμους της αγοράς και της οικονομίας.
Βρισκόμαστε, έλεγε ο Ζαν Μποντριγιάρ, στην εποχή της συνεχούς επιτάχυνσης, «Η ταχύτητα δεν είναι παρά η μυητική του κενού: νοσταλγία μιας ακίνητης αναστροφής των μορφών πίσω από τον παροξυσμό της κινητικότητας (…) Όλος ο κόσμος τρέχει μπροστά, διότι έχει χάσει τον τρόπο με τον οποίο σταματά».
Δυστυχώς δεν έζησε για να δει ότι ένας ιός τον διέψευσε.
*Ο Σωκράτης Αργύρης έχει κάνει σπουδές Ιστορίας και Οικονομίας στη Γαλλία και την Αγγλία
Ανάρτηση από: http://rogmeshra.blogspot.com/