Δημήτρη Κουφοντίνα, «Η γεωπολιτική της 17 Νοέμβρη»
Του Γιάννη Ραχιώτη
Σκεφτόμουν να γράψω ένα σχόλιο για το τελευταίο βιβλίο του Δημήτρη Κουφοντίνα, πριν ξεκινήσει τη νέα απεργία πείνας, που φέρνει ξανά στην επιφάνεια την επιθετικά εκδικητική συμπεριφορά που υφίστανται επί 19 χρόνια οι έξι καταδικασμένοι σαν μέλη της 17 Νοέμβρη που παραμένουν κρατούμενοι. Μια άδεια στον Κουφοντίνα ή μια μεταγωγή σε αγροτικές φυλακές, όπως συμβαίνει με κάθε κρατούμενο στα τελευταία χρόνια της ποινής του, γινόταν αφορμή για καμπάνια «αγανάκτησης» ενορχηστρωμένη απ’ ευθείας από την αμερικανική πρεσβεία. Ο Γιωτόπουλος παραμένει στη φυλακή, ενώ από χρόνια έχει τις νόμιμες προϋποθέσεις αποφυλάκισης. Του αρνήθηκαν έστω και μία άδεια. Ο Σάββας Ξηρός παραμένει στη φυλακή με συνθήκες υγείας που αν τις είχε κάποιος κρατούμενος σε Ιρανική ή Ρωσική φυλακή, η «πολιτισμένη δύση» θα ήταν στα κάγκελα. Οι υπόλοιποι αντιμετωπίζουν ανάλογες εκδικητικές συμπεριφορές. Δεν εκπλήσσει, η συμπεριφορά της αστικής τάξης και των αμερικανών πατρώνων της. Κάποτε ένοιωσαν πραγματική απειλή από τους σημερινούς δεσμώτες τους, θέλουν να εκδικηθούν, να προειδοποιήσουν, να υπογραμμίσουν τη συνέχεια του καθεστώτος. Όμως σε εμάς που δεν χρωστάμε τίποτα στους «προστάτες» και στους «εταίρους», η κατάσταση αυτών των αγωνιστών δε θα μας είναι ποτέ αδιάφορη.
Επανερχόμενος στο βιβλίο, η γενική εντύπωση που αφήνει είναι ότι πρόκειται για ένα ιδιαίτερα περιεκτικό στοχασμό πάνω στη σύγχρονη ελληνική ιστορία και τους γεωπολιτικούς συσχετισμούς που είχαν καθοριστική επιρροή στην πορεία των πραγμάτων στην περιοχή μας. Θέτει με απλό και σαφή τρόπο το κεντρικό ζήτημα που σημαδεύει την ελληνική κρατική υπόσταση από την ίδρυσή της: Ποτέ δεν κατάφερε να αναχθεί σε ανεξάρτητο κράτος. Κεντρικός άξονας της διαδρομής της είναι η εξάρτηση σε κάθε επίπεδο, αρχικά από τις «προστάτιδες δυνάμεις», στη συνέχεια αποκλειστικά από τη Βρετανία, μετά από τις ΗΠΑ. Αργότερα, η οικονομική κυριαρχία μεταβιβάζεται εν μέρει στην ΕΕ, χωρίς ποτέ να πάψουν οι αμερικανοί να έχουν λόγο και μάλιστα προτεραιότητα σε κάποια οικονομικά ζητήματα. Από αυτή την αφετηριακή θέση το βιβλίο στέκεται στα βασικά γεγονότα της πορείας του νεοελληνικού κράτους και περιγράφει τι μας στοίχισε και εξακολουθεί να μας στοιχίζει το καθεστώς άτυπου προτεκτοράτου που συνεχίζεται αδιατάρακτα μέχρι σήμερα.
Όπως σωστά σημειώνει, η βρετανική επικυριαρχία γίνεται απόλυτη μετά το 1863, με το διορισμό ως μονάρχη, με όνομα Γεώργιος ο Α’, ενός γόνου της γερμανοδανέζικης οικογένειας των Γκλύξμπουργκ. Αυτός ελέγχονταν απόλυτα από τους Βρετανούς σε αντίθεση με τον Όθωνα στον οποίο είχαν επιρροή και οι υπόλοιπες «προστάτιδες» δυνάμεις. Αναγκαίο επακόλουθο ήταν η πρόσδεση της πολιτικής ελίτ στη βρετανική πρεσβεία και της οικονομικής, κυρίως των εφοπλιστών, στο οικονομικό σύστημα που είχε δημιουργήσει ο βρετανικός ιμπεριαλισμός. Στα χρόνια που ακολούθησαν, μέχρι το τέλος της αγγλοκρατίας το 1947, οι διοικούσες τάξεις έθεσαν σαν κεντρική υποχρέωσή τους την πλήρη ευθυγράμμιση με τις εκάστοτε βρετανικές γεωπολιτικές επιδιώξεις στην περιοχή, επιλογή που απέβη καταστροφική για την προοπτική του ελληνικού κρατικού σχηματισμού. Με αυτό το πρίσμα εξετάζει ο Κουφοντίνας τον πόλεμο του 1897 και τον διεθνή οικονομικό έλεγχο που μας επιβλήθηκε σαν συνέπεια της ήττας, την οικονομική κακοδαιμονία και τις πτωχεύσεις, τους βαλκανικούς πολέμους, την εγκληματική συμμετοχή με 25.000 στρατιώτες στην εισβολή των δυτικών δυνάμεων στην νεοσύστατη ΕΣΣΔ, τη μικρασιατική εκστρατεία, τις δικτατορίες του μεσοπολέμου και φυσικά την περίοδο της γερμανικής κατοχής και το βρώμικο πόλεμο εξόντωσης που εξαπέλυσε η Βρετανία το 1944 εναντίον της αριστεράς και των θεσμών που είχε δημιουργήσει στη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα. Σημειώνω τις πολύ εύστοχες παρατηρήσεις για την πολιτική του Βενιζέλου που αντιλήφθηκε (ή απλά προέβαλε;) την εργολαβική διεκπεραίωση των βρετανικών επιδιώξεων στην περιοχή σαν αναγκαία και ικανή συνθήκη και για την επίτευξη «της μεγάλης ιδέας» και για τη διασφάλιση οικονομικής και πολιτικής στήριξης. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά: Ήττα και εξευτελισμός στην Κριμαία και στη Μικρά Ασία, ξεριζωμός εκατομμυρίων ελλήνων από τις εστίες τους, φιλοαγγλική διαχείριση ακόμη και των νικηφόρων βαλκανικών πολέμων, οικονομική εξαθλίωση του λαού, μετανάστευση και, μετά την ήττα, αυταπάτες περί κατευνασμού του νεοσύστατου τουρκικού κράτους μέσω παραχωρήσεων. Η τραγική κατάληξη της βενιζελικής αγγλοδουλίας στο μεσοπόλεμο, οδηγεί αναγκαστικά σε επισήμανση των αναλογιών με την αμερικανοδουλία της σημερινής ελληνικής ελίτ που μας παραμυθιάζει ότι η αύξηση του «αμερικανικού αποτυπώματος» δηλαδή νέες βάσεις, συμμετοχή στις σύγχρονες ιμπεριαλιστικές εκστρατείες και προπαντός υπακοή, θα μας σώσουν από την Τουρκία. Κατ’ αναλογία των προπολεμικών τυχοδιωκτισμών στην Κριμαία, Αίγυπτο και Μικρά Ασία, μεταπολεμικά, υπό αμερικανική διοίκηση, «βοηθήσαμε» τις ιμπεριαλιστικές εκστρατείες στην Κορέα, το Αφγανιστάν, τη Σερβία, το Ιρακ, τη Λιβύη, το Μάλι κοκ Μόνο που όπως προπολεμικά η δουλικότητα δεν έσωσε τους ελληνικούς πληθυσμούς ούτε μεταπολεμικά έσωσε την Κύπρο, τα Ιμια ή -πρόσφατα- την υφαλοκρηπίδα.
Για την περίοδο της αμερικανοκρατίας, μετά το 1947, εύστοχα επισημαίνει ότι βασική γεωπολιτική επιδίωξη των αμερικανών στην περιοχή μας ήταν η ανάσχεση της ΕΣΣΔ παλαιότερα, της Ρωσίας σήμερα και ειδικότερα η παρεμπόδιση της πρόσβασής τους στη Ανατολική Μεσόγειο μέσω του ελέγχου των Στενών και του Αιγαίου. Γιαυτό αντιμετώπισαν τον ελληνοτουρκικό χώρο σαν ενιαίο αμυντικό σύστημα με συνέπεια να τους είναι σχετικά αδιάφορο αν επεκταθεί η Τουρκική κυριαρχία σε βάρος της Ελλάδας. Καταδεικνύει πόσο ανεδαφικά είναι τα γελοία παρακάλια της ελληνικής ελίτ προς τους αμερικανούς και τους ευρωπαίους υποτακτικούς τους να τιμωρήσουν την Τουρκική… παραβατικότητα (sic), να επιβάλουν… κυρώσεις σε μία χώρα στρατηγικής σημασίας για το όλο ΝΑΤΟϊκό σύστημα.
Το βιβλίο παρουσιάζει αναλυτικά το ρόλο του συστήματος των αμερικανικών βάσεων και στις δύο χώρες για τη διασφάλιση της αμερικανικής κυριαρχίας στην περιοχή. Ίσως εδώ θα έπρεπε να αξιολογηθούν περισσότερο οι σχετικά πρόσφατες ποιοτικές και ποσοτικής αλλαγές στη ΝΑΤΟίκή διάταξη σε ολόκληρο το μήκος του δακτυλίου από την Εσθονία μέχρι την Τουρκία που δεν παραπέμπει πλέον με μηχανισμό ανάσχεσης αλλά με προετοιμασία άμεσης επίθεσης στη Ρωσία. Η μαζική εγκατάσταση νέων αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια και οι προετοιμασία για περισσότερες (ακόμη και ισραηλινές!) προφανώς δεν είναι άσχετη με αυτή την άμεσα επιθετική διάταξη. Ισως μάλιστα η επίθεση στη Ρωσία να ήταν ήδη γεγονός, και η Ελλάδα να ήταν τμήμα των επιτιθέμενων για μια ακόμη φορά, αν οι Ρώσοι δεν είχαν πετύχει αποφασιστική πρόοδο στη στρατιωτική τεχνολογία ιδίως στο χώρο των υπερηχητικών πυρομαχικών που αχρήστευσαν την αντιπυραυλική ασπίδα και συνακόλουθα τα αλαζονικά όνειρα των ΗΠΑ για πυρηνική μονοκρατορία.
Στο Κυπριακό το βιβλίο αποδίδει τη σημασία που πράγματι έχει στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. Οι επισημάνσεις του για τη γεωπολιτική αξία της Κύπρου είναι σαφείς και διαυγείς. Σκέφτεται το Κυπριακό από τις απαρχές του, που σπάνια συζητιούνται, λες και όλα ξεκίνησαν το 1974. Περιγράφει πως οι Αγγλοι κατάφεραν να αποσπάσουν από τον αντιαποικιακό αγώνα τους τουρκοκύπριους, τότε 18% του πληθυσμού, που αρχικά δεν είχαν αντίρρηση στην αυτοδιάθεση και την ένωση με την Ελλάδα. Υπενθυμίζει την προδοτική στάση του μετέπειτα…εθνάρχη Καραμανλή στις συμφωνίες της Ζυρίχης – Λονδίνου που συνδιαμόρφωσε με Βρετανούς και Τούρκους ένα εκ προϊμίου ημιθανές δήθεν «ανεξάρτητο» κρατικό μόρφωμα όπου η Αγγλία , διατήρησε στρατιωτικές βάσεις και μάλιστα με δικαιώματα κυριαρχίας και η Τουρκία χωρίς, να το φαντάζεται καν μερικά χρόνια πριν, βρέθηκε εγγυήτρια δύναμη με δικαίωμα επέμβασης. Περιγράφει την αχαλίνωτη δουλικότητα και τον τυχοδιωκτισμό της ελληνικής και κυπριακής άρχουσας τάξης που μέσα σε 60 χρόνια το γύρισε από την ένωση σε ανεξαρτησία, μετά σε ομοσπονδία, αργότερα σε διζωνική, σε δύο συνιστώντα κράτη, δύο ανεξάρτητα κράτη και στο βάθος του ορίζοντα, μετά την ντε φάκτο κατάληψη της Κυπριακής ΑΟΖ από την Τουρκία φαίνεται ήδη και η κατάληψη του χερσαίου νότιου τμήματος.
Το βιβλίο κοιτάζει τη μεταπολεμική ιστορία μας, από δύο οπτικές γωνίες. Αφενός αυτής του συγγραφέα που γράφει σήμερα και αξιολογεί τα γεγονότα με βάση τη σημερινή εμπειρία. Αφετέρου με μια ματιά σύγχρονη με τα γεγονότα, αυτής των προκηρύξεων της 17 Ν από το 1975 μέχρι το 2001. Αυτή η διπλή καταγραφή αναδεικνύει πόσο ανταποκρινόταν στην εποχή του και σε μεγάλο βαθμό και στη σημερινή , ο τεκμηριωμένος αντιιμπεριαλιστκός, πατριωτικός – ανεξαρτησιακός λόγος της 17Ν. Ισως τώρα ακούγεται πιο μειοψηφικός αφού η πλειοψηφία των πολιτικών φορέων της αριστεράς, ακόμη και της άκρας αριστεράς και μέρος του αναρχικού χώρου χάθηκαν σιγά-σιγά στο βάλτο του φιλελεύθερου δικαιωματισμού και έπαψαν ακόμη και να αναφέρονται στα ζητήματα που καθορίζουν τις τύχες αυτού του τόπου. Φαίνεται να τους αρκούν πλέον τα «πληθυντικά κινήματα» που δεν πάνε πιο πέρα από τη δημιουργία ανταγωνισμών και συγκρουσιακών καταστάσεων εντός των λαϊκών στρωμάτων. Δοθείσης μάλιστα της κυβερνητικής ευκαιρίας, κάποιοι υπηρέτησαν τα ξένα αφεντικά με υποτέλεια τουλάχιστον ισάξια αυτής των δεξιών φιλελεύθερων. Το συμπέρασμα που βγαίνει είναι να ξαναπιάσουμε το νήμα του αγώνα για ανεξαρτησία και κοινωνική χειραφέτηση από εκεί που κόπηκε. Με αφορμή το βιβλίο θα οργιάσουν και πάλι. Ας τους αφήσουμε να ουρλιάζουν, τους «εθνικόφρονες δεξιούς», τους «μοντέρνους δεξιούς φιλελεύθερους» και τους «αριστερούς φιλελεύθερους», όλο το στρατό του «ανήκομεν εις την Δύσιν». Ο διάλογος μαζί τους είναι μάταιος. Σημασία έχει να ξέρουμε τι θέλουμε και να το βάλουμε σε πράξη. Να απευθυνθούμε σ’ αυτή τη μειοψηφία που εξακολουθεί να έχει στόχο την χειραφέτηση και την ευημερία των εργαζομένων που δεν ξέχασαν ότι προϋπόθεση γιαυτό είναι η ανεξαρτησία της χώρας, που σε απλά ελληνικά σημαίνει απελευθέρωση από τους μηχανισμούς ελέγχου και εξάρτησης δηλαδή το ΝΑΤΟ, την ΕΕ, τις βάσεις.
ΥΓ Πιστεύω ότι το μοντέλο αυτού του βιβλίου θα έπρεπε να είχε ακολουθηθεί απ’ όσους βρέθηκαν στα δικαστήρια να υποστηρίζουν τη δράση της 17Ν από τη θέση του μέλους. H 17N υπήρξε κομμάτι του λαϊκού κινήματος για ανεξαρτησία και κοινωνική απελευθέρωση. Στο όνομα αυτών των στόχων έδρασε. Αυτή η πολιτική δουλειά έπρεπε να συνεχιστεί και στα δικαστήρια. Η απάντηση στη ρητορική του αντίπαλου δεν έχει κανένα νόημα. Το ίδιο και η συζήτηση τεχνικών θεμάτων που πρέπει να ανοίγει μόνο για να αποκαλυφθούν οι σκευωρίες των διωκτικών μηχανισμών. Η αναφορά στο δίκιο του αγώνα, στην ιστορική συνέχεια είναι συμπαθής, όμως ποτέ δεν είναι αρκετή. Χρειαζόταν η συγκεκριμένη τοποθέτηση για κάθε πολιτική πράξη, για κάθε επιλογή. Όχι η σιωπή. Τελικά τα πράγματα δεν έγιναν έτσι. Καταλαβαίνω τους πολύ ανθρώπινους λόγους γιαυτό. Όμως η έλλειψη εξήγησης, επιχειρήματος, ευθείας υποστήριξης των συγκεκριμένων επιλογών, έβλαψε. Δεν είναι μόνο ότι έδεσε τα χέρια των υπερασπιστών. Είναι ότι δεν έδωσε την ευκαιρία στη συμπάθεια, στην αλληλεγγύη, στην ταύτιση που ένοιωθαν χιλιάδες άνθρωποι, να αναχθεί σε στέρεο πολιτικό ρεύμα για την ανεξαρτησία της χώρας και την κοινωνική χειραφέτηση των λαϊκών στρωμάτων. Σ’ αυτό τον ανοιχτό λογαριασμό πράγματι συμβάλλει, και μάλιστα πολύ, το τελευταίο βιβλίο του Δημήτρη Κουφοντίνα. Αν κάποιος σκεφτεί και τις συνθήκες που επί 19 χρόνια πρέπει να ζει, να σκέφτεται, να ψάχνει και να γράφει, τότε πρόκειται για άθλο που ανάλογός του δύσκολα συναντιέται. Καλοτάξιδο το βιβλίο και καλή δύναμη στην μοναχική αναμέτρηση με τα θηρία, που σε αναγκάζουν να παλέψεις για μια ακόμη φορά.
Ανάρτηση από: https://yiannisrachiotis.gr/