Στον τομέα της οικονομίας βρισκόταν υπό την ασφυκτική εποπτεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, ενώ ο γεωπολιτικός της ρόλος καθοριζόταν και χαρακτηριζόταν από την απόλυτη προσαρμογή της στις αμερικανοΝΑΤΟϊκές οδηγίες.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο – του απόλυτου ευρωατλαντικού ελέγχου – η Τουρκία, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, υπήρξε το «αγαπημένο παιδί» του «θείου Σαμ», ο οποίος αντιμετώπιζε με κατανόηση τις πάγιες διεκδικήσεις σε βάρος τής (επίσης δεμένης χειροπόδαρα στους ευρωατλαντικούς θεσμούς) Ελλάδας.
Η Ουάσιγκτον, παρά τις πιέσεις που ασκούσε, ουδέποτε «φρέναρε» τις τουρκικές φιλοδοξίες για ανατροπή του status στο Αιγαίο
Η μεροληπτική σε βάρος της χώρας μας αμερικανική αντιμετώπιση Ελλάδας και Τουρκίας (συμμάχων των ΗΠΑ) αποδεικνύεται από τα γεγονότα:
- Σιωπή της Ουάσιγκτον όταν το 1973 ξεκίνησαν οι αμφισβητήσεις των θαλάσσιων περιοχών δυτικά των ελληνικών νησιών του ανατολικού Αιγαίου.
- Ο ρόλος της αμερικανικής διπλωματίας κατά την τουρκική εισβολή και συνέχεια κατοχή της Βόρειας Κύπρου.
- Η ανοχή των αμερικανικών κυβερνήσεων στις απειλές πολέμου σε περίπτωση που η Ελλάδα ασκήσει το νόμιμο δικαίωμα επέκτασης των χωρικών της υδάτων στα 12 μίλια.
- Η σαφής επιβεβαίωση στήριξης των ΗΠΑ όλων των τουρκικών θέσεων όπως αυτές κωδικοποιήθηκαν μετά την κρίση των Ιμίων στην αμερικανικής έμπνευσης Συμφωνία της Μαδρίτης (1997).
Στόχος η ανεξαρτησία
Με την εμφάνισή του στο πολιτικό προσκήνιο ο Ερντογάν ιεράρχησε τις προτεραιότητες στην εξωτερική πολιτική της χώρας του, αφήνοντας σε δεύτερο πλάνο τα ελληνοτουρκικά. Με τις πρώτες του κινήσεις ο Τούρκος ηγέτης έδωσε το στίγμα των προθέσεών του αλλά και της πορείας που είχε κατά νου για τη χώρα του
- Ξεχρέωσε και έδιωξε το ΔΝΤ, αναλαμβάνοντας την ευθύνη για την οικονομική πολιτική της Τουρκίας.
- Απαγόρευσε (2003) στους Αμερικανούς να χρησιμοποιήσουν τουρκικό έδαφος και στρατιωτικές εγκαταστάσεις για να εισβάλουν (και από Βορρά) στο Ιράκ στον δεύτερο αμερικανικό πόλεμο στον Κόλπο.
«Εχθρός» οι ΗΠΑ
Οι αμερικανικές πιέσεις στην Τουρκία κατά την πρώτη δεκαετία της πολιτικής κυριαρχίας του Ερντογάν επικεντρώθηκαν κυρίως στο οικονομικό πεδίο, χωρίς πάντως να καταφέρουν να εμποδίσουν την πορεία αποδέσμευσης από την ευρωατλαντική τροχιά που είχε χαράξει ο Τούρκος ηγέτης για τη χώρα του.
Από το 2016 και έπειτα οι αμερικανοτουρκικές (και κατ’ επέκταση οι ελληνοτουρκικές) σχέσεις μπαίνουν σε φάση συγκεκαλυμμένης σύγκρουσης. Ο Ερντογάν εκμεταλλεύτηκε ακαριαία την αποτυχία του πραξικοπήματος και:
- Υπέδειξε ως υπαίτιους του πραξικοπήματος τους Αμερικανούς και τους ντόπιους συνεργάτες τους, τους οποίους ο Ερντογάν ξήλωσε κατά εκατοντάδες χιλιάδες από τις θέσεις τους στον κρατικό μηχανισμό, συμπεριλαμβανομένου και του στρατού.
- Καλλιέργησε συστηματικά την ιδέα ότι η Δύση (ΗΠΑ) σε συνεργασία με μαριονέτες της (π.χ. Ελλάδα) υπονομεύουν τις προσπάθειες της τουρκικής ηγεσίας, που διεκδικεί τα όσα δικαιολογεί το μέγεθος και η ιστορία της χώρας.
- Αναζήτησε και οικοδόμησε στρατηγικές συμμαχίες εκτός του ευρωατλαντικού πλαισίου, ιδιαίτερα με τη Ρωσία, η οποία συμβάλλει στους τουρκικούς εξοπλισμούς (π.χ. S-400) και στην εξέλιξη του πυρηνικού προγράμματος της χώρας.
Η εδραίωση της ηγεσίας του Ερντογάν, ειδικά μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα εναντίον του, υποχρέωσε την Ουάσιγκτον να δημιουργήσει εναλλακτικά (στρατιωτικά/πολιτικά) προγεφυρώματα στην περιοχή, αξιοποιώντας την Ελλάδα και το υπάκουο πολιτικό της προσωπικό.
Δεν είναι, προφανώς, τυχαίο ότι τη «νέα» ελληνοαμερικανική στρατιωτική συμφωνία (για τις βάσεις) τη διαπραγματεύτηκε ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση και ήταν η πρώτη διεθνής συμφωνία που υπέγραψε η Ν.Δ. όταν (2019) ανέλαβε την εξουσία. Τυχαίο επίσης δεν είναι ότι έκτοτε οι ελληνοτουρκικές σχέσεις ακολούθησαν μια ραγδαία επιδείνωση, η οποία κλιμακώθηκε το 2020 (Έβρος, «Ορούτς Ρέις») σε όλο το εύρος της ελληνοτουρκικής μεθορίου.
Η εν λόγω ελληνοαμερικανική συμφωνία (που μετατρέπει ολόκληρη τη χώρα σε εν δυνάμει αμερικανική στρατιωτική βάση) εκλαμβάνεται από την Τουρκία ως σαφής επιθετική κίνηση των Αμερικανών σε βάρος της. Σε αυτό το πλαίσιο η Άγκυρα δεν έχει κρύψει πως θεωρεί την Ελλάδα αμερικανοΝΑΤΟϊκό εξάρτημα που στρέφεται εναντίον της.
«Αιώνιες» διεκδικήσεις
Η ελληνοτουρκική κρίση του 2020 εκτονώθηκε με την παρέμβαση της Ουάσιγκτον, που χρησιμοποίησε την Ελλάδα ως «γλώσσα για να γυαλίσει τα παπούτσια του Ερντογάν», καθώς υποχρέωσε την ελληνική κυβέρνηση να αναγνωρίσει τις τουρκικές «ευαισθησίες» και να ζητήσει αμοιβαία μείωση του στρατιωτικού αποτυπώματος στην ελληνοτουρκική μεθόριο, υιοθετώντας έμμεσα το τουρκικό αίτημα για «αποστρατιωτικοποίηση» των ελληνικών νησιών στο ανατολικό Αιγαίο.
Τα ελληνοτουρκικά, λοιπόν, βρίσκονται σ’ αυτό ακριβώς το σημείο και η αλλαγή κλίματος δεν οφείλεται στη «διπλωματία των σεισμών», αλλά στην αλλαγή τακτικής που υποχρέωσαν τον Ερντογάν οι τρομακτικές καταστροφές που προκάλεσε ο Εγκέλαδος δύο μήνες πριν από τις τουρκικές εκλογές της 14ης Μαΐου.
Ο Ερντογάν τελικά θριάμβευσε για μία ακόμη φορά κερδίζοντας τρίτη προεδρική θητεία, παγιώνοντας την κυριαρχία του στην πολιτική σκηνή της γειτονικής χώρας. Αντιμέτωπος με τη δυτική δυσφορία και τα μεγάλα οικονομικά προβλήματα, που η δυναμική τους πολλαπλασιάστηκε εκθετικά από το κόστος της τρομακτικής καταστροφής των σεισμών, ο Τούρκος Πρόεδρος ενδεχομένως να ιεραρχήσει εκ νέου τις προτεραιότητες της εξωτερικής του πολιτικής.
Η σοβαρή πιθανότητα να απομακρύνει από το πρώτο πλάνο τα ελληνοτουρκικά και τις τουρκικές φιλοδοξίες στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο δεν σημαίνει το τέλος των νεοοθωμανικών του οραμάτων. Οι πάγιοι στόχοι της τουρκικής διπλωματίας, άλλωστε, δεν είναι δυνατόν να υλοποιηθούν δίχως την υπονόμευση των ελληνικών συμφερόντων σ’ αυτήν την περιοχή…
Ανάρτηση από: https://www.topontiki.gr/