Του Κρίστοφερ Κάλντγουελ από την Ρήξη τ. 156
Το 2018, ο Στέφεν Σμιθ, αμερικανικής καταγωγής ανταποκριτής ειδήσεων από την Αφρική για τις παριζιάνικες εφημερίδες Λε Μοντ και Λιμπεριασιόν, και καθηγητής Αφρικανικών και Αφροαμερικανικών σπουδών στο πανεπιστήμιο του Ντιούκ, δημοσίευσε στα γαλλικά ένα βιβλίο υπό τον τίτλο Η έφοδος προς την Ευρώπη, ένα μικρό, ψύχραιμο και ανοιχτόμυαλο έργο για την αναμενόμενη μαζική μετανάστευση από την Αφρική προς την Ευρώπη. Πρόκειται για το πιο σημαντικό βιβλίο που έχει γραφεί για το ζήτημα, και γι’ αυτό και πολύ σύντομα πυροδότησε συζητήσεις στο Παρίσι.
Ο Σμιθ ξεκινάει αναφερόμενος σε μερικά δεδομένα: Στην Αφρική κάθε χρόνο προστίθενται πληθυσμοί με ρυθμούς που η ήπειρος δεν έχει ξαναγνωρίσει. Μόνο και μόνο ο πληθυσμός της Υποσαχάριας Αφρικής θα διπλασιαστεί στα 2.2 δισ. μέχρι τα μέσα του αιώνα, ενώ αυτός της Ευρώπης θα μειωθεί σ’ ένα ισχνό 0,5 δισ.
Όσο πιο κοντά κοιτάει κανείς, τόσο πιο εντυπωσιακά εμφανίζονται οι αλλαγές. Το 1950, η χώρα του Νίγηρα στη Σαχάρα είχε μόλις 2,6 εκατομμύρια ανθρώπους και ήταν μικρότερη από το Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Το 2050 θα έχει 68,5 εκατομμύρια ανθρώπους, φτάνοντας έτσι στα μεγέθη της Γαλλίας. Την ίδια εποχή, η γειτονική Νιγηρία θα έχει 411 εκατομμύρια ανθρώπους, και θα είναι σίγουρα μεγαλύτερη από τις ΗΠΑ. Το 1960, η πρωτεύουσα της Νιγηρίας, το Λάγος, είχε μόλις 350.000 κατοίκους, ήταν μικρότερο δηλαδή από το Νιούαρκ. Αλλά πλέον ο πληθυσμός του έχει 60πλασιαστεί φτάνοντας τα 21 εκατομμύρια, και προβλέπεται να διπλασιαστεί ξανά μέσα στην επόμενη γενιά, καθιστώντας το Λάγος την μεγαλύτερη πόλη του κόσμου, με πληθυσμό σχεδόν ανάλογο με εκείνον της Ισπανίας.Ο Σμιθ ξεκινάει αναφερόμενος σε μερικά δεδομένα: Στην Αφρική κάθε χρόνο προστίθενται πληθυσμοί με ρυθμούς που η ήπειρος δεν έχει ξαναγνωρίσει. Μόνο και μόνο ο πληθυσμός της Υποσαχάριας Αφρικής θα διπλασιαστεί στα 2.2 δισ. μέχρι τα μέσα του αιώνα, ενώ αυτός της Ευρώπης θα μειωθεί σ’ ένα ισχνό 0,5 δισ.
Η υποσαχάρια μετανάστευση προς την Ευρώπη είναι ακόμα πρόσφατη και αρκετά περιορισμένη σε μεγέθη –περίπου 200.000 άνθρωποι τον χρόνο. Ωστόσο, ο περιορισμός της απαίτησε τεράστιες προσπάθειες από την πλευρά των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, μεταξύ των οποίων και ορισμένες μυστικές διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ιταλίας και των δυνάμεων που ελέγχουν τα απομεινάρια της λιβυκής ακτοφυλακής. […]
Θα ισχύει όμως πάντοτε κάτι τέτοιο; Το δύσκολο είναι να υπολογίσει κανείς πόσοι θα εκδηλώσουν τη βούληση να έρθουν, και αντιστοίχως πόσους η Ευρώπη είναι σε θέση να αφομοιώσει. Ο Σμιθ χρησιμοποιεί διάφορους τρόπους για να υπολογίσει το μέγεθος που θα λάβουν στο μέλλον οι πληθυσμιακές εισροές από αυτήν την περιοχή. Συγκριτικά αναφέρει επίσης ότι, μεταξύ του 1850 (όταν η Ευρώπη είχε πληθυσμό 200 εκατομμύρια κατοίκους) και την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (όταν ο πληθυσμός της είχε φτάσει τα 300 εκ.), μετανάστευσαν από την ήπειρο περίπου 60 εκ. άνθρωποι, οι περισσότεροι στις ΗΠΑ. Το Μεξικό, αντίστοιχα, είχε 30 εκατομμύρια ανθρώπους το 1955 και είδε τον πληθυσμό του να διπλασιάζεται έως το 1975, στέλνοντας παράλληλα 10 εκ. ανθρώπους στις ΗΠΑ. Σήμερα, 37 εκ. Αμερικανοί μεξικάνικης καταγωγής αντιστοιχούν στο 11,2% του συνολικού πληθυσμού των Ηνωμένων Πολιτειών. Σύμφωνα με αυτά τα παραδείγματα, τι θα συμβεί με την Αφρική, όταν ο πληθυσμός της διπλασιαστεί στα 2 δισ. μέχρι τα μέσα του αιώνα; Ο Σμιθ σημειώνει ότι αν η δυναμική εξελιχθεί όπως η αντίστοιχη του Μεξικού, ο αφρικανικός πληθυσμός που θα βρίσκεται στην Ευρώπη θα αγγίξει τα 150 εκ. μέχρι τα μέσα του αιώνα.
Το μοντέλο ανάλυσης του Σμιθ αρνείται τα πολιτικά μας στερεότυπα. Υποστηρίζει ότι η μετανάστευση δεν έχει ως ελατήριό της την απόλυτη φτώχεια. Το ταξίδι από την Αφρική στην Ευρώπη μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο όταν αυτός που θέλει να το πραγματοποιήσει συγκεντρώσει 2.000$. Μόλις το κάνει, δεν υπάρχει καλύτερη επένδυση γι’ αυτόν ή για το χωριό του από το να ξεκινήσει για την Ευρώπη.
Μια δεύτερη προϋπόθεση για να εκδηλωθεί μια μεγάλης κλίμακας μετανάστευση είναι η ύπαρξη ομάδων υποδοχής σε μεγάλες ευρωπαϊκές μητροπόλεις. Το παράδειγμα της Μινεσότας μπορεί να αποβεί χρήσιμο για το πώς δουλεύει αυτή η σχέση. Ο λόγος για τον οποίο το 1/3 του πληθυσμού της Μινεσότας είναι σομαλικής καταγωγής –που ήδη έχει εκλέξει την Ιλάν Ομάρ με τους Δημοκρατικούς, ως πρώτη εκπρόσωπό του στο Κογκρέσο– είναι ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1980 εγκαταστάθηκε εκεί μια μικρή κοινότητα επιχειρηματιών από το Μογκαντίσου. Άρα αυτό που απαιτείται για να μεταναστεύσει κάποιος στις μέρες μας είναι λεφτά για την έναρξη του ταξιδιού, και μια κοινότητα στον τόπο προορισμού. Αν υπάρχουν αυτά, δεν υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να αποτρέψει τον επίδοξο μετανάστη. Ναι, χιλιάδες έχουν πνιγεί προσπαθώντας να διασχίσουν τη Μεσόγειο με υποτυπώδη πλωτά μέσα. Οι πιθανότητες να πεθάνει κανείς ενόσω κάνει αυτό το ταξίδι είναι μία στις τριακόσιες. Αλλά ενώ αναμφίβολα πρόκειται για τραγωδία, δεν λειτουργεί απαραίτητα αποτρεπτικά: Για μια γυναίκα από το Νότιο Σουδάν, οι πιθανότητες που έχει να πεθάνει κατά τη γέννα της, είναι μία στις εξήντα. […]
Οι ιδέες του Σμιθ δίχασαν την κοινή γνώμη της Γαλλίας κατά έναν παράδοξο τρόπο. Ο πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν έπλεξε το εγκώμιο του βιβλίου. Διάφοροι έγκριτοι οργανισμοί, ακόμα κι αυτή η υψιπετής γαλλική Ακαδημία, του απένειμαν βραβεία. […] Σίγουρα, υπάρχουν πολλά για να διαφωνήσει κανείς στην ανάλυση του Σμιθ. Αλλά οι επιθέσεις που πραγματοποιήθηκαν εναντίον του βιβλίου δεν στέκονται σε τέτοια ζητήματα. Αποβλέπουν στο να καταγγείλουν τον Σμιθ και να απονομιμοποιήσουν τη γενικότερη θέση του. […]
Ο Ζυλιέν Μπρανσέ, ερευνητής διεθνούς ανάπτυξης στη Σορβόννη, σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε στην γαλλική ιστοσελίδα Mediapart, κατηγορεί τον Σμιθ ως ρατσιστή, ξενοφοβικό, ακροδεξιό, συνωμοσιολόγο. […] Οποιοσδήποτε συγγραφέας αποπειράται να παρεκκλίνει της επίσημης άποψης για την μετανάστευση, θα πρέπει γρήγορα να συνηθίσει στην ιδέα ότι θα αντιμετωπίζεται με αυτόν τον τρόπο. Αξίζει, βέβαια, να σημειωθεί ότι εάν ο Σμιθ είναι ακροδεξιός ή αντιαφρικάνος, εκφράζει τις ιδέες του με έναν πολύ παράδοξο τρόπο. Έχτισε την καριέρα του δουλεύοντας στη στρατευμένη Λιμπερασιόν, Είναι καθηγητής σε αμερικανικό πανεπιστήμιο και μιλάει σαν καθηγητής, ενώ περιγράφει τα σύνορα ως «χώρους διαπραγμάτευσης», κάτι με το οποίο ο Ματέο Σαλβίνι σίγουρα δεν θα συμφωνούσε.
Η απόπειρα των Γάλλων διανοουμένων να αποκλείσουν από τη συζήτηση τον Σμιθ, προπαγανδίζοντας το επιχείρημα ότι δεν διαθέτει τα προσόντα για να συμμετάσχει στον δημόσιο διάλογο, είναι παιδιάστικη. Ο Σμίθ έχει πάρει το διδακτορικό του από ένα διάσημο ευρωπαϊκό πανεπιστήμιο (το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου) και διδάσκει σ’ ένα επίσης διάσημο αμερικάνικο ίδρυμα, το Ντιούκ. […]
Στην πραγματικότητα, είναι δύσκολο να φανταστούμε κάποιον άλλον ικανότερο για να πραγματοποιήσει μια μελέτη σε αυτό το πολύπλοκο και ευαίσθητο ζήτημα. Ο Σμιθ γνωρίζει πολύ καλά τις χώρες τις Αφρικής και μπορεί να συμπεριλάβει τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής στη μετανάστευση: Η λίμνη Τσαντ, για παράδειγμα, από την οποία εξαρτώνται περίπου 30 εκατομμύρια άνθρωποι στον Νίγηρα, τη Νιγηρία, το Καμερούν και το Τσαντ, έχει περιοριστεί στο 1/10 του μεγέθους που είχε το 1960, και απειλείται με εξαφάνιση. Γνωρίζει επίσης τη βιβλιογραφία για τις αφρικανικές οικονομίες. Είναι από τους ελάχιστους δυτικούς ανταποκριτές που ενδιαφέρθηκαν για την αφρικανική λογοτεχνία, και ιδίως τους Ν. βα Τιόνγκ’ο και τον Ι. Ντίνεσεν. Το έργο του είναι γεμάτο από παραπομπές στα Γιορούμπα και αραβικές παροιμίες. Η δουλειά του αντανακλά αυτό που κάποτε ο Μπένεντικτ Άντερσον αποκάλεσε «ο αυθεντικός, σκληρός διεθνισμός ενός πολύγλωσσου».
Στην εποχή μας διανοητικές αρετές όπως η αντικειμενικότητα, η πολυμάθεια, η λογική και η κατανοητή γραφή θεωρούνται από ορισμένους στρατευμένους διανοούμενους άχρηστα στοιχεία, ακόμα και απειλητικά. Τα ευρωπαϊκά πολιτικά ζητήματα, όπως και τα αμερικάνικα, προσεγγίζονται πλέον ολοένα και περισσότερο σαν να είναι ζητήματα «αξιών» και «δικαιωμάτων» – και ιδωμένα από αυτήν την σκοπιά, είναι αδιαπραγμάτευτα. Η μετανάστευση είναι ένα από τα πιο δύσκολα ζητήματα τέτοιου τύπου […] μιας και παρατηρούμε ότι όσοι επιθυμούν ανοιχτά σύνορα, απολαμβάνουν ένα ιδεολογικό πλεονέκτημα, τη δυνατότητα που έχουν να διακόψουν εντελώς οποιαδήποτε συζήτηση με τους αντιπάλους τους. Γιατί, η μετανάστευση μπορεί και θεωρείται ένα αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα, οπότε δεν υπάρχει κανένας χώρος για να μιλήσει κανείς για οφέλη, κόστη, ή έστω να επικαλεστεί οποιοδήποτε πραγματικό δεδομένο σχετικά με αυτήν…
Πηγή: Ιστοσελίδα National Review, 08/08/2019 Μετάφραση: Γιώργος Ρακκάς
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr/