Του Θανάση Ν. Παπαθανασίου
«Πρόσφυγες», Φώτης Κόντογλου
Θεωρώ πολύ σημαντικό να
στρέψουμε την προσοχή μας στην έννοια της χριστιανικής ελπίδας και να παλέψουμε
με τα συγκλονιστικά ζητήματα που αυτή θέτει1. Μερικά από αυτά τα
ζητήματα θα επιχειρήσω να ψηλαφίσω εδώ, γύρω από δύο άξονες: Πρώτον, η
ελπίδα μέσα στην ιστορία και, δεύτερον, η ελπίδα μέσα στην
απελπισία.
Α.
Ποια είναι τα βασικά
χαρακτηριστικά, όχι γενικά της ελπίδας, αλλά συγκεκριμένα της χριστιανικής ελπίδας;
Πρώτα απ’ όλα, η χριστιανική ελπίδα δεν παράγεται από τον κόσμο, δεν γεννιέται από την ιστορία (ούτε καν από το μέλλον της ιστορίας), δεν προκύπτει από κάποια εντελέχεια (δηλαδή από κάποια εσωτερική δύναμη η οποία οδηγεί σε μια αναπόδραστη εξέλιξη). Η χριστιανική ελπίδα φτιάχνεται και χαρίζεται από τον Θεό και, ορθότερα, από το έργο του Θεού μέσα στην ιστορία. Ο Θεός δρα μέσα στην ιστορία, και με τη δράση του αυτή δημιουργεί κάτι ολότελα νέο για τον άνθρωπο και τον κόσμο: τη δυνατότητα της Ανάστασης και της ανακαίνισης.
Αυτός ο καίριος ρόλος του Θεού συνεπάγεται ότι η χριστιανική ελπίδα σημαίνει συνάντηση με κάποιον έξω από μένα. Σημαίνει πραγματική συνάντηση με τον Θεό, ο οποίος, ως αληθινή ύπαρξη βρίσκεται απέναντί μου και με καλεί σε αυτή τη συνάντηση. Αυτή η στροφή του ανθρώπου προς τα έξω έχει εξαιρετική σημασία, και πρέπει να αποτελεί το βασικό πλαίσιο για την όποια αναφορά μας στη στροφή του ανθρώπου προς τα μέσα, δηλαδή προς τον εαυτό του. Η στροφή προς τα μέσα, δηλαδή η δουλειά του ανθρώπου πάνω στον ίδιο του τον εαυτό, είναι πολύ σημαντική, υπό την έννοια ότι ο άνθρωπος καλείται να αμβλύνει τον εγωισμό του, να ανοίξει τον εαυτό του, να τον κάνει πρόθυμο να ξενοδοχήσει Αυτόν που έρχεται από απέναντι. Το θεμέλιο, όμως, για κάτι τέτοιο, είναι η στροφή προς τα έξω. Αν παραθεωρηθεί αυτός ο άξονας και ο άνθρωπος αναζητήσει την αλήθεια μέσα του, δηλαδή στα συστατικά του, τότε μπορεί να έχουμε Γνωστικισμό (στροφή του ανθρώπου στο θεϊκό στοιχείο που φωλιάζει μέσα του), μπορεί να έχουμε Ινδουισμό (στροφή του ανθρώπου προς το άτμαν του), δεν θα έχουμε όμως βιβλική πίστη. Δεν θα έχουμε Χριστιανισμό.
Τα χαρακτηριστικά που αναφέραμε (ότι δηλαδή η ελπίδα είναι δώρο που έρχεται απ’ έξω και ότι αφορά μια συνάντηση), συνεπάγονται ότι η ελπίδα είναι συνυφασμένη με την αγάπη. Αγάπη είναι το άνοιγμά μου σ’ αυτόν που είναι όχι-εγώ. Είναι ο τρόπος να δεχτώ το δώρο και να ανταμώσω τον Θεό εκεί όπου ο ίδιος μου το έχει ζητήσει: στα πρόσωπα των άλλων, και ειδικά των αδύναμων και των τσακισμένων.
Στο σημείο αυτό πρέπει να
προσέξουμε ένα παράδοξο: Για τον κόσμο, ελπίδα σημαίνει προσδοκία για τη
μελλοντική πραγματοποίηση κάποιου γεγονότος. Όταν αυτό το γεγονός θα
πραγματοποιηθεί, η ελπίδα, φυσικώ τω λόγω, θα καταργηθεί. Στη χριστιανική
ελπίδα, όμως, συμβαίνει κάτι διαφορετικό. Ο Παύλος μάς διαβεβαιώνει ότι στην
αιωνιότητα της Βασιλείας του Θεού «θα μείνουν για πάντα αυτά τα τρία: η πίστη,
η ελπίδα και η αγάπη» (1 Κορ. 13:13). Και, παρ’ όλο που, όπως λέει ο ίδιος στη
συνέχεια, η αγάπη είναι το σπουδαιότερο απ’ αυτά, η ελπίδα δεν θα καταργηθεί,
παρ’ όλο που η δεύτερη έλευση του Χριστού θα έχει πλέον πραγματοποιηθεί και η
Βασιλεία θα μεσουρανεί! Θα τολμούσαμε να πούμε ότι η αγάπη είναι το
σπουδαιότερο, γιατί ταυτίζεται με τη ζωή του ίδιου του Θεού: ο Θεός δεν
πιστεύει και δεν ελπίζει (δεν λαμβάνει, δηλαδή, από αλλού το νόημα της ύπαρξής
του), όμως είναι αγάπη και αγαπά2. Ο άνθρωπος, όμως, ακόμα
και στη Βασιλεία, αδιάκοπα θα υποδέχεται τον Θεό, αδιάκοπα θα του λέει το
ολόψυχο ναι, αδιάκοπα θα βιώνει τον Θεό και ως παρόντα και ως
ποθούμενο! Νομίζω ότι η διατύπωση του Παύλου δείχνει με έναν συναρπαστικό,
αντινομικό τρόπο δυο πράγματα: Αφενός ότι ο Θεός ποτέ δεν γίνεται ιδιοκτησία
του ανθρώπου, και αφετέρου ότι το ουσιαστικό περιεχόμενο της ελπίδας είναι η
αγάπη. «Ἐλπίδος ἔλλειψις, ἀγάπης ἀφανισμός», είχε πει ο άγιος Ιωάννης
της Κλίμακος3.
Πρώτα απ’ όλα, η χριστιανική ελπίδα δεν παράγεται από τον κόσμο, δεν γεννιέται από την ιστορία (ούτε καν από το μέλλον της ιστορίας), δεν προκύπτει από κάποια εντελέχεια (δηλαδή από κάποια εσωτερική δύναμη η οποία οδηγεί σε μια αναπόδραστη εξέλιξη). Η χριστιανική ελπίδα φτιάχνεται και χαρίζεται από τον Θεό και, ορθότερα, από το έργο του Θεού μέσα στην ιστορία. Ο Θεός δρα μέσα στην ιστορία, και με τη δράση του αυτή δημιουργεί κάτι ολότελα νέο για τον άνθρωπο και τον κόσμο: τη δυνατότητα της Ανάστασης και της ανακαίνισης.
Αυτός ο καίριος ρόλος του Θεού συνεπάγεται ότι η χριστιανική ελπίδα σημαίνει συνάντηση με κάποιον έξω από μένα. Σημαίνει πραγματική συνάντηση με τον Θεό, ο οποίος, ως αληθινή ύπαρξη βρίσκεται απέναντί μου και με καλεί σε αυτή τη συνάντηση. Αυτή η στροφή του ανθρώπου προς τα έξω έχει εξαιρετική σημασία, και πρέπει να αποτελεί το βασικό πλαίσιο για την όποια αναφορά μας στη στροφή του ανθρώπου προς τα μέσα, δηλαδή προς τον εαυτό του. Η στροφή προς τα μέσα, δηλαδή η δουλειά του ανθρώπου πάνω στον ίδιο του τον εαυτό, είναι πολύ σημαντική, υπό την έννοια ότι ο άνθρωπος καλείται να αμβλύνει τον εγωισμό του, να ανοίξει τον εαυτό του, να τον κάνει πρόθυμο να ξενοδοχήσει Αυτόν που έρχεται από απέναντι. Το θεμέλιο, όμως, για κάτι τέτοιο, είναι η στροφή προς τα έξω. Αν παραθεωρηθεί αυτός ο άξονας και ο άνθρωπος αναζητήσει την αλήθεια μέσα του, δηλαδή στα συστατικά του, τότε μπορεί να έχουμε Γνωστικισμό (στροφή του ανθρώπου στο θεϊκό στοιχείο που φωλιάζει μέσα του), μπορεί να έχουμε Ινδουισμό (στροφή του ανθρώπου προς το άτμαν του), δεν θα έχουμε όμως βιβλική πίστη. Δεν θα έχουμε Χριστιανισμό.
Τα χαρακτηριστικά που αναφέραμε (ότι δηλαδή η ελπίδα είναι δώρο που έρχεται απ’ έξω και ότι αφορά μια συνάντηση), συνεπάγονται ότι η ελπίδα είναι συνυφασμένη με την αγάπη. Αγάπη είναι το άνοιγμά μου σ’ αυτόν που είναι όχι-εγώ. Είναι ο τρόπος να δεχτώ το δώρο και να ανταμώσω τον Θεό εκεί όπου ο ίδιος μου το έχει ζητήσει: στα πρόσωπα των άλλων, και ειδικά των αδύναμων και των τσακισμένων.
Μέσα στην
ιστορία η ελπίδα αποτελεί μαρτυρία ότι η αγάπη είναι ο λόγος ύπαρξης και το
έσχατο νόημα των όντων. Η ελπίδα, συνεπώς, είναι στάση ζωής, είναι πράξη – όχι
απλώς δήλωση. Μια δήλωση είναι πολύ σπουδαίο πράγμα, αλλά είναι λόγος για την
ελπίδα, όχι η ίδια η ελπίδα (πρβλ. 1 Πέτρ. 3: 15). Γνωρίζουμε ότι η μέλλουσα
Βασιλεία φανερώνεται / εικονίζεται μέσα στην ιστορία. Αλλά η φανέρωση αυτή δεν
γίνεται με τον τρόπο του power point, το οποίο
δείχνει μεν εικόνες από αλλού, που απλώς αγγίζουν μια επιφάνεια χωρίς να την
αλλάζουν. Η φανέρωση / ο εικονισμός της Βασιλείας μέσα στην
καθημερινότητα φτιάχνεται. Με την έκφραση αυτή δεν εννοώ ότι ο
άνθρωπος κατασκευάζει κάτι από μόνος του. Εννοώ ότι η φανέρωση της Βασιλείας
μέσα στην ιστορία γίνεται μέσω γεγονότων και στάσεων ζωής, μέσω της δράσης του
Θεού και της πράξης του ανθρώπου. Όπως μου έχει δοθεί και άλλοτε ευκαιρία να
επισημάνω, είναι παράδοξο (πολύ παράδοξο!) ότι η σύγχρονη θεολογία έχει τονίσει
κατά κόρον τη φράση του αγίου Νικολάου Καβάσιλα, ότι εικόνα της Βασιλείας είναι
η θεία Ευχαριστία, αλλά δεν έχει προσέξει ότι ο Νικόλαος αναφέρει και κάτι άλλο
ως εικόνα της Βασιλείας: τις πράξεις αλληλεγγύης! Στις πράξεις -λέει- των
φιλανθρώπων εικονίζεται η μελλοντική Βασιλεία, στην οποία ο Χριστός αιωνίως θα
διακονεί τους συνδαιτυμόνες της, παρ’ όλο που πλέον θα είναι ο δοξασμένος
οικοδεσπότης!4
Εδώ τίθεται ένα ζήτημα εξαιρετικής σπουδαιότητας. Συχνά στην ιστορική διαδρομή της Εκκλησίας (και οπωσδήποτε στις μέρες μας) η πνευματική ανάβαση, η θέωση κλπ, νοούνται με έναν τρόπο –θα έλεγα– νεογνωστικιστικό. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η πίστη στον Θεό, όπως την διδάσκει η Εκκλησία, τυπικά δεν απορρίπτεται, ωστόσο η πνευματικότητα νοείται ως άνοδος προς τον Θεό μέσω μιας στροφής προς τον εαυτό, δηλαδή ως μια διαδικασία κάθαρσης του εαυτού, στην οποία διαδικασία δεν υπάρχει το πρόσωπο του συνανθρώπου. Υποστηρίζεται, δηλαδή ότι ο άνθρωπος πρώτα προκόβει πνευματικά και κατόπιν στρέφεται προς τον άλλον, πράγμα που σημαίνει ότι, σύμφωνα με την οπτική αυτή, μπορεί να υπάρξει χριστιανική ζωή χωρίς έγνοια για την αγάπη! Αυτό όμως είναι, απλούστατα, το αντίθετο από όσα λέει ο Καβάσιλας ανακεφαλαιώνοντας το Ευαγγέλιο: «Τοῦτό […] ἐστι πρός τόν Θεόν ὀρθῶς βαδίζειν, τό σύν ἀγάπῃ βαδίζειν»5.
Αυτό που ονομάζουμε άνοδο προς τον Θεό είναι αδύνατη, αν δεν είναι κάθοδος στην καθημερινότητα, συμπόρευση με τον κατερχόμενο Θεό μέσα στην ιστορία. Χαρακτηριστικό μιας αντιστροφής που συχνά λαμβάνει χώρα στη χριστιανική συνείδηση, είναι ο τρόπος με τον οποίον προσεγγίζεται το περιστατικό της Μεταμόρφωσης του Χριστού και η στάση του Πέτρου. «Κύριε», είχε πει ο Πέτρος στον Χριστό, «καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι» (Ματθ. 17: 4). Να παραμείνουμε, δηλαδή εδώ, στην πνευματική κορυφή της θεοπτίας, εμείς οι έξι, η εκλεκτή παρέα μας. Και η ανάβαση αυτή να είναι το τέρμα.
Τι του απάντησε ο Χριστός; Με λόγια, τίποτα. Του απάντησε, όμως, με πράξη: με κάθοδο από το βουνό, και με μια πράξη απελευθέρωσης. Ελευθέρωσε το επιληπτικό παιδί από το δαιμόνιο και έδωσε χαρά στον ταλαίπωρο πατέρα (Ματθ. 17: 14-18). Στο περιστατικό της Μεταμόρφωσης ο Πέτρος λειτούργησε σαν αντί-Χριστος. Στο όνομα της πνευματικής αναβάσεως αντιστρατεύτηκε το ίδιο έργο του Χριστού. Όρισε μια πνευματική εμπειρία ως τέρμα, και δεν αντιλήφθηκε ότι η Μεταμόρφωση δεν ήταν παρά σημείον, φανέρωση του μελλοντικού τέρματος, δηλαδή της Ανάστασης (τόσο του Χριστού, όσο και της έσχατης κρίσης). Ότι ο Πέτρος έσφαλε, καταδεικνύεται καθαρά τόσο στην Ορθόδοξη υμνολογία της εορτής, όσο και στους Πατερικούς σχολιασμούς μέχρι και τον 6ον αι. Μετά τον 6ον αιώνα, στο πλαίσιο γενικότερων ανακατατάξεων στην Εκκλησία, και ενίσχυσης μυστικιστικών τάσεων, η κριτική προς τον Πέτρο ατονεί, και κυριαρχεί το αντίθετο: ο έπαινος προς τον μαθητή, για τον ζήλο της θεοψίας. Αλλά η ευαγγελική ουσία βρίσκεται ακριβώς στο ότι η πρόταση του Πέτρου ήταν ολίσθημα. Ο Τιμόθεος Αντιοχείας μαλώνει χαρακτηριστικά τον πρωτοκορυφαίο μαθητή, βάζοντας στο στόμα του σιωπηλού Χριστού τα εξής χαρακτηριστικά λόγια: «Τι […] έβαλες με το νου σου, Πέτρο; […] Να πειθαρχήσω σε σένα, ή να σώσω τον κόσμο; […] Ποιος θα εξαγοράσει τον κόσμο; Μόνο για τον εαυτό σου νοιάζεσαι, κι όχι για ολόκληρο τον κόσμο;»6.
Εδώ τίθεται ένα ζήτημα εξαιρετικής σπουδαιότητας. Συχνά στην ιστορική διαδρομή της Εκκλησίας (και οπωσδήποτε στις μέρες μας) η πνευματική ανάβαση, η θέωση κλπ, νοούνται με έναν τρόπο –θα έλεγα– νεογνωστικιστικό. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η πίστη στον Θεό, όπως την διδάσκει η Εκκλησία, τυπικά δεν απορρίπτεται, ωστόσο η πνευματικότητα νοείται ως άνοδος προς τον Θεό μέσω μιας στροφής προς τον εαυτό, δηλαδή ως μια διαδικασία κάθαρσης του εαυτού, στην οποία διαδικασία δεν υπάρχει το πρόσωπο του συνανθρώπου. Υποστηρίζεται, δηλαδή ότι ο άνθρωπος πρώτα προκόβει πνευματικά και κατόπιν στρέφεται προς τον άλλον, πράγμα που σημαίνει ότι, σύμφωνα με την οπτική αυτή, μπορεί να υπάρξει χριστιανική ζωή χωρίς έγνοια για την αγάπη! Αυτό όμως είναι, απλούστατα, το αντίθετο από όσα λέει ο Καβάσιλας ανακεφαλαιώνοντας το Ευαγγέλιο: «Τοῦτό […] ἐστι πρός τόν Θεόν ὀρθῶς βαδίζειν, τό σύν ἀγάπῃ βαδίζειν»5.
Αυτό που ονομάζουμε άνοδο προς τον Θεό είναι αδύνατη, αν δεν είναι κάθοδος στην καθημερινότητα, συμπόρευση με τον κατερχόμενο Θεό μέσα στην ιστορία. Χαρακτηριστικό μιας αντιστροφής που συχνά λαμβάνει χώρα στη χριστιανική συνείδηση, είναι ο τρόπος με τον οποίον προσεγγίζεται το περιστατικό της Μεταμόρφωσης του Χριστού και η στάση του Πέτρου. «Κύριε», είχε πει ο Πέτρος στον Χριστό, «καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι» (Ματθ. 17: 4). Να παραμείνουμε, δηλαδή εδώ, στην πνευματική κορυφή της θεοπτίας, εμείς οι έξι, η εκλεκτή παρέα μας. Και η ανάβαση αυτή να είναι το τέρμα.
Τι του απάντησε ο Χριστός; Με λόγια, τίποτα. Του απάντησε, όμως, με πράξη: με κάθοδο από το βουνό, και με μια πράξη απελευθέρωσης. Ελευθέρωσε το επιληπτικό παιδί από το δαιμόνιο και έδωσε χαρά στον ταλαίπωρο πατέρα (Ματθ. 17: 14-18). Στο περιστατικό της Μεταμόρφωσης ο Πέτρος λειτούργησε σαν αντί-Χριστος. Στο όνομα της πνευματικής αναβάσεως αντιστρατεύτηκε το ίδιο έργο του Χριστού. Όρισε μια πνευματική εμπειρία ως τέρμα, και δεν αντιλήφθηκε ότι η Μεταμόρφωση δεν ήταν παρά σημείον, φανέρωση του μελλοντικού τέρματος, δηλαδή της Ανάστασης (τόσο του Χριστού, όσο και της έσχατης κρίσης). Ότι ο Πέτρος έσφαλε, καταδεικνύεται καθαρά τόσο στην Ορθόδοξη υμνολογία της εορτής, όσο και στους Πατερικούς σχολιασμούς μέχρι και τον 6ον αι. Μετά τον 6ον αιώνα, στο πλαίσιο γενικότερων ανακατατάξεων στην Εκκλησία, και ενίσχυσης μυστικιστικών τάσεων, η κριτική προς τον Πέτρο ατονεί, και κυριαρχεί το αντίθετο: ο έπαινος προς τον μαθητή, για τον ζήλο της θεοψίας. Αλλά η ευαγγελική ουσία βρίσκεται ακριβώς στο ότι η πρόταση του Πέτρου ήταν ολίσθημα. Ο Τιμόθεος Αντιοχείας μαλώνει χαρακτηριστικά τον πρωτοκορυφαίο μαθητή, βάζοντας στο στόμα του σιωπηλού Χριστού τα εξής χαρακτηριστικά λόγια: «Τι […] έβαλες με το νου σου, Πέτρο; […] Να πειθαρχήσω σε σένα, ή να σώσω τον κόσμο; […] Ποιος θα εξαγοράσει τον κόσμο; Μόνο για τον εαυτό σου νοιάζεσαι, κι όχι για ολόκληρο τον κόσμο;»6.
Β.
Στον πολιτισμό του
καταναλωτισμού, ο οποίος μετατρέπει τα πάντα σε ιδιοκτησία και σε απόλαυση, το
ρήμα «αγαπώ» το χρησιμοποιούμε συνήθως για να δηλώσουμε ότι κάτι το επιθυμούμε,
ότι κάτι μας αρέσει και μας προσφέρει ευχαρίστηση. Στη χριστιανική οπτική, ωστόσο,
η αγάπη έχει χαρακτήρα αυτοθυσίας. Δεν υπάρχει αληθινή αγάπη χωρίς κένωση (Φιλιπ.
2: 7). Και αν η κένωση είναι πραγματική, μπορεί να φτάσει μέχρι το αίσθημα της
έσχατης εγκατάλειψης. Ο κενούμενος χάριν του άλλου, δηλαδή, νιώθει να αδειάζει
τόσο πολύ λόγω της προσφοράς του προς τον άλλον, ώστε μοιάζει να χάνει τα πάντα
– ακόμα και την ελπίδα! Είναι το αβυσσαλέο μυστήριο της εγκατάλειψης την οποία
βίωσε σπαραχτικά ο Χριστός πάνω στον σταυρό (Ματθ. 27: 46) προκειμένου να
αγκαλιάσει όλα τα μήκη και τα πλάτη της ανθρώπινης τραγωδίας, όλους τους
απελπισμένους. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια μηδενιστική απώλεια της
ελπίδας, αλλά με μια αυτοθυσία που φτάνει μέχρι την προθυμία απώλειας των
πάντων χάριν του αγαπημένου! Όμως, κατά έναν μυστήριο και αντινομικό τρόπο,
ακριβώς αυτού του είδους η κένωση εκτρέφει την ουσιαστικότερη ελπίδα: αυτήν που
φυτρώνει στο χώμα της αγάπης, δηλαδή στα σπλάχνα του Θεού.
«Η ελπίδα», είχε πει ο Ερνστ Μπλοχ, «είναι το αντίθετο της ασφάλειας. Είναι το αντίθετο της αφελούς αισιοδοξίας. Η κατηγορία του κινδύνου ενυπάρχει πάντα μέσα της»7. Χριστιανική ελπίδα δεν είναι η στατιστική βεβαιότητα για την πραγματοποίηση του ποθούμενου, αλλά η αυτοπαράδοση στην αγάπη του Θεού, ακόμα κι όταν ανθρωπίνως φαίνεται να μην υπάρχει λόγος ύπαρξης ελπίδας! Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης έχει μιλήσει με συγκλονιστικό τρόπο για τη βίωση της «θεοεγκατάλειψης», η οποία –σημειωτέον– δεν αφορά τους αρχάριους, αλλά τους προχωρημένους: «Στη θέση του βιώματος της εγγύτητας του Θεού έρχεται στην ψυχή το αίσθημα πώς Εκείνος είναι απείρως, απροσίτως μακριά, πέρα από τους αστρικούς κόσμους κι όλες οι επικλήσεις προς Αυτόν χάνονται αβοήθητες στο αχανές του κοσμικού διαστήματος»8. Και όμως, αυτό που βιώνεται ως εγκατάλειψη, είναι ένας αλλιώτικος, μυστήριος τρόπος παρουσίας του Θεού, ο οποίος χαλυβδώνει την ελπίδα περνώντας την από τo καμίνι της πιο ακραίας δοκιμασίας: από την απελπισία. Είναι αυτό που συμπυκνώνεται στην απάντηση που εν τέλει έδωσε ο Χριστός στον Σιλουανό: «Κράτα το νου σου στον άδη και μην απελπίζεσαι».
Αυτό που θέλω να υπογραμμίσω εδώ, συνδυάζοντας το αίσθημα εγκατάλειψης του εσταυρωμένου Χριστού με τη θεοεγκατάλειψη του Σιλουανού, είναι η βίωση αυτής της περίεργης απελπισμένης ελπίδας, όχι ως μιας εξωτικής εμπειρίας, αλλά ως θυσιαστικής κίνησης, ως παραίτησης από τη σιγουριά, ως κάθοδος στον άδη χάριν της αγάπης. Θυμηθείτε ότι ο Ιωσήφ έγινε συνειδητά παραβάτης του θρησκευτικού του νόμου όταν αποφάσισε να μην διαπομπεύσει τη Μαρία, και ο Παύλος ευχήθηκε να έχανε όχι απλώς τη ζωή του, αλλά την αιώνια σωτηρία προκειμένου να την κερδίσουν οι συμπατριώτες του (Ματθ. 1:19, Ρωμ. 9:23). Αλλά ακριβώς αυτές οι κάθοδοι στον άδη έκαναν τον Ιωσήφ δίκαιο και τον Παύλο απόστολο, αμφότερους παραδομένους στην αγάπη του Θεού! Είναι παραδείγματα ομολογουμένως δυσβάστακτα, που τα αντέχουν όσοι προκόβουν στην αγάπη!
«Η ελπίδα», είχε πει ο Ερνστ Μπλοχ, «είναι το αντίθετο της ασφάλειας. Είναι το αντίθετο της αφελούς αισιοδοξίας. Η κατηγορία του κινδύνου ενυπάρχει πάντα μέσα της»7. Χριστιανική ελπίδα δεν είναι η στατιστική βεβαιότητα για την πραγματοποίηση του ποθούμενου, αλλά η αυτοπαράδοση στην αγάπη του Θεού, ακόμα κι όταν ανθρωπίνως φαίνεται να μην υπάρχει λόγος ύπαρξης ελπίδας! Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης έχει μιλήσει με συγκλονιστικό τρόπο για τη βίωση της «θεοεγκατάλειψης», η οποία –σημειωτέον– δεν αφορά τους αρχάριους, αλλά τους προχωρημένους: «Στη θέση του βιώματος της εγγύτητας του Θεού έρχεται στην ψυχή το αίσθημα πώς Εκείνος είναι απείρως, απροσίτως μακριά, πέρα από τους αστρικούς κόσμους κι όλες οι επικλήσεις προς Αυτόν χάνονται αβοήθητες στο αχανές του κοσμικού διαστήματος»8. Και όμως, αυτό που βιώνεται ως εγκατάλειψη, είναι ένας αλλιώτικος, μυστήριος τρόπος παρουσίας του Θεού, ο οποίος χαλυβδώνει την ελπίδα περνώντας την από τo καμίνι της πιο ακραίας δοκιμασίας: από την απελπισία. Είναι αυτό που συμπυκνώνεται στην απάντηση που εν τέλει έδωσε ο Χριστός στον Σιλουανό: «Κράτα το νου σου στον άδη και μην απελπίζεσαι».
Αυτό που θέλω να υπογραμμίσω εδώ, συνδυάζοντας το αίσθημα εγκατάλειψης του εσταυρωμένου Χριστού με τη θεοεγκατάλειψη του Σιλουανού, είναι η βίωση αυτής της περίεργης απελπισμένης ελπίδας, όχι ως μιας εξωτικής εμπειρίας, αλλά ως θυσιαστικής κίνησης, ως παραίτησης από τη σιγουριά, ως κάθοδος στον άδη χάριν της αγάπης. Θυμηθείτε ότι ο Ιωσήφ έγινε συνειδητά παραβάτης του θρησκευτικού του νόμου όταν αποφάσισε να μην διαπομπεύσει τη Μαρία, και ο Παύλος ευχήθηκε να έχανε όχι απλώς τη ζωή του, αλλά την αιώνια σωτηρία προκειμένου να την κερδίσουν οι συμπατριώτες του (Ματθ. 1:19, Ρωμ. 9:23). Αλλά ακριβώς αυτές οι κάθοδοι στον άδη έκαναν τον Ιωσήφ δίκαιο και τον Παύλο απόστολο, αμφότερους παραδομένους στην αγάπη του Θεού! Είναι παραδείγματα ομολογουμένως δυσβάστακτα, που τα αντέχουν όσοι προκόβουν στην αγάπη!
Ο πιστός καλείται να γευτεί
την απελπισία σε δύο επίπεδα ταυτόχρονα: Αφενός ως παραίτησή του από κάθε
ανθρώπινη σιγουριά (από την ψευδαίσθηση ή την ειδωλολατρία, δηλαδή, ότι δύναται
να παραχθεί σιγουριά από τα ανθρώπινα), προκειμένου να γίνει ραχοκοκαλιά του η
εμπιστοσύνη στον ζωντανό Θεό. Αφετέρου, ως πράξη αλληλεγγύης, ως συμμετοχή του,
δηλαδή, στην απελπισία των αδυνάτων, των πονεμένων και των αδικημένων. Η
παραίτηση από την εν λόγω σιγουριά δεν σημαίνει παραίτηση από την αγάπη,
ακριβώς διότι η αγάπη είναι η ανάσα του Θεού μέσα στην καθημερινότητα…
Τέτοιας λογής κάθοδοι στον άδη είναι οδοί Αναστάσεως. Και είναι πάντα συνοδοιπορία. Συνοδοιπορία με τον κατερχόμενο και, εν τέλει, ανιστάμενο Χριστό, ο οποίος είναι αυτοπροσώπως «ἡ ἐλπίς ἡμῶν» (1 Τιμ. 1:2).
Τέτοιας λογής κάθοδοι στον άδη είναι οδοί Αναστάσεως. Και είναι πάντα συνοδοιπορία. Συνοδοιπορία με τον κατερχόμενο και, εν τέλει, ανιστάμενο Χριστό, ο οποίος είναι αυτοπροσώπως «ἡ ἐλπίς ἡμῶν» (1 Τιμ. 1:2).
1 Εισήγηση σε στρογγυλή
τράπεζα με θέμα «Η χριστιανική ελπίδα και τα στάδια της πνευματικής ζωής», στο
συνέδριο «Τα στάδια της πνευματικής ζωής», Μοναστήρι του Bose, Ιταλία,
Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2013.
2 Σάββας Χρ. Αγουρίδης, Αποστόλου
Παύλου πρώτη προς Κορινθίους επιστολή, εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1982, σ.
231.
3 Ιωάννου, Κλίμαξ, PG 88,
1160Α.
4 Θανάσης Ν. Παπαθανασίου, «Οι
εικόνες της Βασιλείας. Κάποια αθέατα του Καβάσιλα και κάποιοι πειρασμοί της
Ευχαριστιακής μας θεολογίας», Σύναξη 114 (2010), σσ. 13-21.
5 Καβάσιλας, Περί της
εν Χριστώ ζωής, ζ΄, 26 (επιμ. Παν. Κ. Χρήστου), εκδ. Γρηγόριος ο
Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 616. Πρβλ. Α΄ Ιω. 4: 20.
6 Θανάσης Ν.
Παπαθανασίου, Με την ψυχή στα πόδια. Από το μνήμα το κενό στους δρόμους
του κόσμου, εκδ. Εν Πλω, Αθήνα 22007, σσ. 61-93. Πρβλ.
Κωνσταντίνος Μποζίνης, «Τα λόγια του Πέτρου στο Θαβώρ, όπως ερμηνεύονται στην
Πατερική γραμματεία», Πνευματική Διακονία 11 (2011), σσ. 18-26
7 Ernst Bloch – Th. W. Adorno, Κάτι λείπει. Μια συζήτηση
για τις αντιφάσεις της ουτοπικής επιθυμίας (εισ. – μτφρ. Στέφανος Ροζάνης), εκδ. Έρασμος,
Αθήνα 2000, σ. 31.
8 Αρχιμ. Σωφρονίου, Ο
άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, εκδ. Ι. Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας
1988, σ. 229.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Θεολογία 84.4
(2013), σσ. 287-293.
*Ο Θανάσης Ν. Παπαθανασίου
είναι δρ. Θεολογίας Διδάσκων (ΕΔΙΠ) στην Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία Αθήνας
και Διευθυντής του περιοδικού «Σύναξη»
Ανάρτηση από: http://geromorias.blogspot.com/