Του Θανάση Ν. Παπαθανασίου
Το σημείωμά μου αυτό απευθύνεται στους άθεους φίλους μου που νοιάζονται για το κοινωνικό και αγωνιούν για τα ουσιώδη του ανθρώπου. Αν σ’ αυτούς τα λόγια μου φανούν περίεργα, σε άθεους που δεν νοιάζονται για το κοινωνικό και δεν αγωνιούν για τα ουσιώδη του ανθρώπου θα φανούν κινέζικα.
Φαντάζομαι ότι τα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου, την ώρα που θα ψαλεί κεκλεισμένων των θυρών το «Χριστός Ανέστη» οι χριστιανοί να βρίσκονται στα φωτισμένα μπαλκόνια τους με αναμμένες λαμπάδες και θα ψάλουν ηχηρά τον παιάνα εναντίον του θανάτου. Αυτό λοιπόν που ζητώ από σας, άθεοι φίλοι μου, είναι να βγείτε κι εσείς στα μπαλκόνια μαζί μας, να ανάψετε κι εσείς φώτα, να ψάλετε κι εσείς το «Χριστός Ανέστη» - να ψάλουμε όλοι μαζί το «Χριστός Ανέστη». Δεν το λέω για να φανούν οι χριστιανοί πολλοί, δεν το λέω για να συρθείτε σε κάτι που δεν πιστεύετε, ούτε καμώνομαι πως όλοι όσοι δηλώνουν χριστιανοί είναι όντως. Ζητώ αυτή την κίνηση (και το θεωρώ εξαιρετικά σημαντική) για τον εξής λόγο:
Κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού, άραγε ποιες δημόσιες πράξεις δείχνουν ότι μπορεί να διασώζουν την ύψιστη ουτοπία, ότι τα πάντα δεν είναι μόνο επιβίωση και ότι η κοινωνία δεν είναι απλώς το άθροισμα ατομικοτήτων, αλλά σχέσεις που εκτυλίσσονται στον δημόσιο χώρο, στον κοινό χώρο; Με άλλα λόγια, ποιες δημόσιες πράξεις κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού υπενθυμίζουν ότι αυτή τη στιγμή το κοινωνικό εκκρεμεί, όχι ως πολυτέλεια, αλλά ως ζωτική ανάσα; Δεν εννοώ διόλου τις μεταβάσεις στο σούπερ μάρκετ κτλ. Αυτές οι μετακινήσεις, ακόμα κι αν έχουν κάποια διακινδύνευση, αφορούν την αναγκαιότητα. Δεν τρως, πεθαίνεις. Το θέμα είναι το παραπέρα: οι πράξεις «πολυτελείας», αυτές που άνετα μπορεί να μη γίνουν, απλούστατα γιατί δεν αφορούν την ξερή επιβίωση, αλλά το νόημα της ύπαρξης. Οι πράξεις, λοιπόν, που στην εποχή του εγκλεισμού επιμένουν στα «πολυτελή» ουσιώδη, είναι, νομίζω, δύο λογιών. Αφενός οι κινητοποιήσεις των υγειονομικών για τη δημόσια περίθαλψη, και αφετέρου η φασαρία για τον τρόπο λειτουργίας των ναών. Δεν θέλω να σκαλώσουμε σε οποιαδήποτε θρησκοληψία ή σαχλαμάρα (άλλωστε και στο εσωτερικό της εκκλησίας συγκρούονται ρεύματα και απόψεις). Όπως, παρόμοια, θα είναι πολύ μίζερο να πει κανείς ότι οι υγειονομικοί ήταν παρτάκηδες που απλώς έθεσαν άκαιρα συντεχνιακά αιτήματα.
Το θέμα είναι το παραπέρα: Η συνηγορία υπέρ του δημόσιου χώρου. Της κοινωνίας ως forum ζωής, διαλόγου, αναμέτρησης, ρήξης, σύνθεσης. Είναι κάτι σαν την αργία της Κυριακής, η οποία οφείλει να είναι η μέρα της κοινής αργίας (κοινής και για πιστούς και απίστους), για χάρη του κοινωνείν, και να μην υποταγούν τα πάντα στην εργαλειοποίηση του ανθρώπου με αντάλλαγμα ατομικά και ασύμπτωτα μεταξύ τους ρεπό. Είπε κανείς πως όσοι παλεύουν για την αργία της Κυριακής πολιτογραφούνται στον Χριστιανισμό ή συμμαχούν με τη θρησκοληψία;
Το έχω πει (σας το έχω πει) χιλιάδες φορές. Η θέση κάθε πρότασης για τη νοηματοδότηση της ανθρώπινης ύπαρξης και του κοινού βίου είναι στον δημόσιο χώρο – είτε πρόταση ιδεολογική, είτε θρησκευτική, είτε πολιτική, είτε φιλοσοφική. Για να εκφράζεται, να ζητάει και να λογοδοτεί. Ωστόσο μεγάλα τμήματα της Αριστεράς, μέσα σε ανελέητες αντιφάσεις, μυωπάζουν και υιοθετούν ασμένως λογικές νεοφιλελεύθερου κατακερματισμού του κοινωνικού (και μιλώντας για ιδιωτική φυσιογνωμία της θρησκείας), νομίζοντας πως έτσι θα χτυπήσουν το θρησκευτικό κατεστημένο. Κρίμα στο δάσος! Κρίμα στην απλή λογική!
Η συνηγορία υπέρ του δημόσιου χώρου δεν σημαίνει συμφωνία με όσους θα βρεθούν σ’ αυτόν! Δεν σημαίνει να έχει κρατικό χαρακτήρα η θρησκεία! Ούτε σημαίνει τάχα μια κολλεκτιβιστική, ολοκληρωτικής συμ-φωνία! Σημαίνει απλούστατα άρνηση της τυραννίας του ατομικιστικού κατακερματισμού.
Θα μπορούσα να πω πολλά για την πίστη, η οποία φυσικά συναρτάται με την ελεύθερη, προσωπική αποδοχή ή απόρριψη. Θα μπορούσα να πω πολλά για το ότι είναι απαράδεκτο να συμμετέχουν στα μυστήρια της εκκλησίας άνθρωποι που δεν τα πιστεύουν (όπως πολιτικοί χάριν αλιείας ψηφαλακίων), ή να σέρνονται στα μυστήρια άνθρωποι που δεν τα πιστεύουν (όπως οι άθεοι που αναγκαστικά έκαναν θρησκευτικό γάμο πριν την καθιέρωση του πολιτικού –την οποία, όπως έχω πει πλειστάκις, έπρεπε να την είχε απαιτήσει η ίδια η εκκλησία). Αλλά τώρα, εδώ, το θέμα είναι άλλο: Μια διαδήλωση στα μπαλκόνια, με κοινή φωνή (κι ας ανήκει καθένας στο δικό του «μπλοκ», αλλά μέσα στη διαδήλωση). Την ώρα που αστυνομικοί θα πεζοπορούν και drones θα ίπτανται, η νύχτα μπορεί να ομορφύνει μοναδικά, με την κοινή φωταψία αυτού του σημαδιακού βραδινού και με το κοινό τραγούδι για το πάτημα του θανάτου. Θα είναι η μόνη φορά τις μέρες αυτές, που ως νίκη κατά του θανάτου δεν θα εννοείται απλώς το σκαπουλάρισμα από τον κορωνοϊό (για το σκαπουλάρισμα αυτό φτάνουν και περισσεύουν τα κανάλια). Θα εννοείται η νίκη κατά του θανάτου σε όλη του τη γκάμα, πέρα από την ξερή επιβίωση: η θανατίλα ψυχών και σωμάτων, η θανατίλα της αδικίας, η θανατίλα της εγωπάθειας, η θανατίλα του ανέραστου βίου. Σε μέρες που ακόμη και η σεξουαλική συνεύρεση είναι σεσημασμένη, το «Χριστός Ανέστη» είναι η κραυγή της οικουμένης, ότι η χαρά γεννιέται από κάποια πράγματα παραπάνω και παραπέρα από την επιβίωση.
Το «Χριστός Ανέστη» θα το πω και το κερί μου θα το ανάψω, ακόμα κι αν είμαι κλεισμένος στο πατάρι του σπιτιού μου. Δεν μιλώ γι’ αυτό τόση ώρα. Το κάλεσμά μου αφορά κάτι πλατύτερο. Το ξαναλέω: Μια κίνηση (ας είναι συμβολική, για πολλούς) για την πολυτιμότητα του δημόσιου χώρου στη συγκυρία όπου βρισκόμαστε. Ώστε οι τόποι και οι χώροι και οι πόλεις να μην είναι (να μη γίνουν) απλώς το φόντο ατομικών και ασύμπτωτων τροχιών.
Θ.Ν.Π. / 18-4-2020, μόλις μπήκε το Μ. Σάββατο.
Ανάρτηση από: http://geromorias.blogspot.com/