Του Γιώργου Πλειού
Όπως κάθε μεγάλη κρίση, ανεξάρτητα από τον ειδικότερο χαρακτήρα της, αργά ή γρήγορα μετατρέπεται σε γενική κρίση. Τις επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19 στην οικονομία θα τις δούμε όταν βγούμε από τα σπίτια μας και ξεκινήσουμε τον οικονομικό επανασχεδιασμό της προσωπικής μας ζωής ή τις λειτουργίας των οργανισμών που ανήκουμε, του κράτους κ.ά.
Τι επιπτώσεις στις κοινωνικές μας σχέσεις μέσα στο σπίτι, έξω από το σπίτι, στη δουλειά και σε άλλες δραστηριότητες και κοινότητες ήδη τις μετράμε αλλά θα έχουμε σαφή εικόνα πάλι όταν βγούμε από τα σπίτια μας. Όπως πολλοί υποψιάζονται ότι αρκετά πράγματα, λίγο ως πολύ, θα έχουν αλλάξει όταν βγούμε από την οικιακή μας κιβωτό. Στον κύκλο αυτό μπορούμε, και πρέπει, να ανιχνεύσουμε και τις μεταβολές που επέρχονται στο επικοινωνιακό σύστημα της χώρας, και στις σχέσεις του με την πολιτική και οικονομική εξουσία, αλλά και άλλους παράγοντες.
Πριν απ’ όλα καταγράφεται αλλαγή στη χρηματοδότηση των ΜΜΕ. Τα έσοδα από διαφημίσεις, σε μεγάλο βαθμό λόγω μείωσης της κατανάλωσης, έχουν υποστεί σε λίγο χρόνο σημαντική υποχώρηση, τόσο μεγάλη όση χρειάστηκαν περισσότερα από τρία χρόνια οικονομικής κρίσης για να δημιουργηθεί. Πριν δυο περίπου βδομάδες το ποσοστό μείωσης των διαφημιστικών δαπανών, ανερχόταν σύμφωνα με δημοσιεύματα στο 30%. Μεγάλο είναι και το πλήγμα στις πωλήσεις. Το μεγαλύτερο ίσως πλήγμα δέχθηκαν οι εφημερίδες, μεταξύ άλλων και λόγω της καραντίνας που περιορίζει τους πολίτες στο σπίτι εξ ολοκλήρου ή για μεγάλα χρονικά διαστήματα ημερησίως.
Αν όμως η ιδιωτική χρηματοδότηση των ιδιωτικών μέσων μειώνεται, αυξάνεται η κρατική. Εμφανείς πλευρές αυτής της κρατικής ενίσχυσης των ιδιωτικών μέσων είναι: κατ΄ αρχήν η χορήγηση 11.000.000€ στα μέσα επικοινωνίας (πιθανόν μερικά θα δοθούν και σε κρατικά μέσα ωστόσο πιθανόν η μερίδα του λέοντος να προσανατολιστεί στα ιδιωτικά) για προβολή της καμπάνιας «Μένουμε σπίτι» όπως σχετικά αναφέρεται. Αρκετοί προβληματίζονται για αυτήν την επιλογή, καθώς προτάσσουν το επιχείρημα πως αυτή την καμπάνια την προωθούν τα ΜΜΕ αφιλοκερδώς για τον έναν λόγο ή τον άλλο, συνεπώς σε τι είναι απαραίτητη η καταβολή χρημάτων για αυτό; Το επιχείρημα απευθύνεται σε ευήκοα ώτα καθώς σε μερικές περιπτώσεις καλούνται οι πολίτες που ανήκουν σε ειδικές κατηγορίες (π.χ. ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό) να συνεισφέρουν εθελοντικά, ενώ σε άλλες, κυβερνητικά στελέχη ανοίγουν τραπεζικούς λογαριασμούς για να καταθέσουν οι πολίτες εισφορές προς ενίσχυση του συστήματος υγείας για την καταπολέμηση της πανδημίας.
Δεύτερον, είναι η αναβολή καταβολής της δόσης των 3,5 € εκατομμυρίων από κάθε έναν από τους τηλεοπτικούς που αδειοδοτήθηκαν πριν τρία χρόνια. Το ποσό αυτό (6 Χ 3,5 = 21 € εκατομμύρια) αφορά τους τηλεοπτικούς σταθμούς, μπορεί όμως να ευνοήσει και άλλα ΜΜΕ που πιθανόν ανήκουν στους ίδιους μητρικούς ομίλους.
Τρίτον είναι κρατική επιδότηση των δημοσιογράφων, των οποίων οι εργοδοτικές επιχειρήσεις ΜΜΕ διέκοψαν τις συμβάσεις τους. Με άλλα λόγια, μέσα από τρεις τουλάχιστον δρόμους συντελείται κρατική χρηματοδοτική ενίσχυση των ΜΜΕ, κυρίως των ιδιωτικών, αφού τα κρατικά έτσι κι αλλιώς στηρίζονται στην κρατική χρηματοδότηση. Να διευκρινίσουμε πως δεν εννοούμε πως κάτι τέτοιο γίνεται σκόπιμα, ωστόσο αυτό ακριβώς συμβαίνει αντικειμενικά.
Μια δεύτερη μεγάλη αλλαγή που συντελείται στο επικοινωνιακό σύστημα αφορά τον τρόπο συλλογής των ειδήσεων και των χαρακτηριστικών που πλέον αποκτά το περιεχόμενο των μέσων. Στις συνθήκες τις υγειονομικής κρίσης αυξάνεται η πληροφοριακή εξάρτηση των δημοσιογράφων από τις κυβερνητικές πηγές και εν γένει από τις κρατικές υπηρεσίες. Παράλληλα, η καραντίνα, αλλά και η φύση της κρίσης, περιορίζουν τη δυνατότητα άσκησης ερευνητικής δημοσιογραφίας. Αυτό σε απλά λόγια σημαίνει ότι μαζί με τις εξειδικευμένες επιστημονικά πληροφορίες διοχετεύονται και οι απόψεις της κυβέρνησης ή γενικά οι επίσημες απόψεις για την υγειονομική κρίση και της επιπτώσεις της. Ή, με άλλα λόγια, οι σχετικές επιστημονικές πληροφορίες οργανώνονται και μέσα στο πλαίσιο των κυβερνητικών και των επίσημων απόψεων και μέσα από αυτό το πλαίσιο απευθύνονται στο κοινό.
Την ίδια στιγμή δεν πρέπει να διαλάθει της προσοχής μας το γεγονός ότι αυξάνεται έστω και έμμεσα, έστω άρρητα, η επιθετική στάση πολλών παραγόντων από την πολιτική (διαφόρων ιεραρχικών βαθμίδων), από τα ΜΜΕ και από άλλους θεσμούς προς τις κριτικές φωνές. Το γεγονός αυτό από μόνο του, στο βαθμό που συμβαίνει, συνιστά πρόβλημα καθώς συνεπάγεται ταυτόχρονα τον περιορισμό της ελευθερίας έκφρασης γνώμης. Από την άλλη μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά για τον περιορισμό άλλων ελευθεριών και αντιστρόφως, με δυο λόγια να αποτελέσει μέρος και μέσο περιορισμού της Δημοκρατίας. Προφανώς και δεν εννοούμε εδώ την άρνηση ή την κριτική της ισαπόστασης ανάμεσα στη γνώση του ειδικού και τη γνώμη του μη ειδικού. Εννοούμε την ίση δυνατότητα διατύπωσης μπροστά στα μάτια της κοινής γνώμης διαφορετικών απόψεων από εξίσου έγκυρες πηγές. Αυτή η δεύτερη διάσταση του δικαιώματος πληροφόρησης δεν αφορά μόνο τη δημοκρατία, αλλά και τη διαχείριση της ίδιας της κρίσης για την οποία έχει δικαίωμα να ενημερώνεται η κοινή γνώμη.
Πέρα κι από όλα αυτά, η πανδημία, όπως και κάθε άλλη σχεδόν κρίση επιτείνει τα χαρακτηριστικά που έχει ένα μέσο, μια κατηγορία προγράμματος (λ.χ. μια εκπομπή) ή ακόμα και ένας δημοσιογράφος. Ένα κίτρινο μέσο γίνεται περισσότερο κίτρινο, ενώ ένα μέσο σοβαρών ειδήσεων γίνεται ακόμα περισσότερο τέτοιο. Μια εκπομπή life style προσέγγισης της πολιτικής γίνεται ακόμα περισσότερο, καθώς μάλιστα το φαινόμενο έχει βαθιές ρίζες ήδη από την εποχή των ρομαντικών αφιερωμάτων στην προσωπική ζωή των Ελλήνων ναζί. Ένα μέσο ή ένας δημοσιογράφος στρατευμένος υπέρ ή εναντίον μια πολιτικής παράταξης, σε μια συνθήκη κρίσης, συμπεριλαμβανομένης και της πανδημίας, γίνεται ακόμα περισσότερο θετικά ή αρνητικά στρατευμένος, σε βαθμό που μερικές φορές το κοινό να μην ξεχωρίζει αν ακούει/διαβάζει δημοσιογράφο ή κομματικό στέλεχος.
Η επέκταση της ενημερωτικής ζώνης, μερικές φορές στο απώτατο δυνατό χρονικό όριο, με μοναδικό συχνά θέμα την επιδημία, είναι μια ακόμα μεταβολή που συντελείται και πιθανόν να αλλάξει τη δομή του τηλεοπτικού προγράμματος με τέτοιο τρόπο ώστε για μεγάλο διάστημα η τηλεόραση να μπορεί να ανταγωνιστεί πλέον το διαδίκτυο. Η ανάγκη για ενημέρωση γύρω από την πανδημία επιταχύνει τη μετατροπή της ελληνικής κοινωνίας σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι στο παρελθόν σε κοινωνία της ενημέρωσης. Βέβαια δεν θα πρέπει να μας διαφύγει ότι η εσωστρέφεια, η επικέντρωση στις εγχώριες εξελίξεις, που άλλωστε ποτέ δεν ήταν μειωμένη στην Ελλάδα, είναι μια από τις συνέπειες αυτής της ενημερωτικής στροφής.
Στην παρούσα υγειονομική κρίση συντελείται αλλαγή στον τρόπο διανομής των εφημερίδων. Πλέον μπορούν να πωλούνται και σε σούπερ μάρκετ, κάτι το οποίο θα ήταν μερικές βδομάδες πριν πολύ δύσκολο αν όχι αδύνατο. Μπορεί να ευνοούνται οι παραπαίουσες, λόγω μείωσης των πωλήσεων, εφημερίδες, ωστόσο μακροπρόθεσμα ίσως το πιο σημαντικό αποτέλεσμα θα αφορά όχι τις εφημερίδες, αλλά τι θα πωλούν πλέον τα σούπερ μάρκετ εκτός από τρόφιμα.
Δεν είναι άνευ σημασίας και κυρίως ανεξάρτητη, η επιστροφή μέρους τηλεοπτικού κοινού στην τηλεόραση το οποίο είχε κλείσει ή πετάξει κάποιες φορές τον δέκτη του. Κάτι λιγότερο από ένα εκατομμύριο θεατές κέρδισε η τηλεόραση, που για διάφορους λόγους τους έχασε λόγω της στάσης της στα χρόνια της κρίσης, αλλά και λόγω της επέκτασης του διαδικτύου. Κάτι που δείχνει ότι σε κρίσιμες στιγμές τα παλιά μαζικά μέσα παίζουν κεντρικό ρόλο, ιδιαίτιερα την έγκυρη ενημέρωση.
Αν επιχειρήσουμε να συνοψίσουμε αυτές τις αλλαγές θα λέγαμε ότι αφενός μεν τα ΜΜΕ γίνονται περισσότερο ενημερωτικά, αφετέρου δε λιγότερο εύρωστα οικονομικά, και με πολύ πιο έντονες τις «παιδικές» τους «ασθένειες». Κυρίως όμως γίνεται έντονη μια ορισμένη «ασθένεια», η εξάρτησή τους από την πολιτική εξουσία, και αντιστρόφως, όπως προδίδει η κρατική χρηματοδοτική ενίσχυση (και) των ιδιωτικών ΜΜΕ, καθώς και η πληροφοριακή καταιγίδα προς το σύνολό τους. Έτσι, όπως ο κορονοϊός σκοτώνει σε μεγαλύτερο βαθμό τα άτομα με υποκείμενα νοσήματα έτσι η πολιτική του διαχείριση στο πεδίο των ΜΜΕ μπορεί τραυματίσει σοβαρά, επικοινωνιακά συστήματα με υποκείμενα κοινωνικο-πολιτικά και πολιτιστικά «νοσήματα».
* Ο Γιώργος Πλειός είναι Καθηγητής και Διευθυντής του Εργαστηρίου Κοινωνικής Έρευνας στα ΜΜΕ του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ανάρτηση από: https://www.apopseis.com/